Αλλά δεν έχουμε πιάσει, δεν έχουμε αντιληφθεί το νόημα της ζωής. (Προς το κοινό) Το οποίον εγώ το συνοψίζω και το αντιλαμβάνομαι, μέσα εις το κοίτα με να σε κοιτώ να περνούμε τον καιρό. Μέσα εις το θεατής και αμέτοχος και εκ του μακρόθεν.― Μάριος Ποντίκας, Θεατές
Το να γράφει κάποιος για την επικαιρότητα ενός έργου είναι κάτι μάλλον κοινότοπο. Το να ξεκινάει μάλιστα ένα κείμενό του με αυτή τη διαπίστωση μοιάζει με έναν τρόπο να αποτρέψει τον αναγνώστη να το διαβάσει. Στην περίπτωση όμως του Μάριου Ποντίκα δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Τόσο για το σύνολο του έργου του αλλά και πιο συγκεκριμένα για ίσως το πιο εμβληματικό από τα έργα της πρώτης του περιόδου, δηλαδή τους Θεατές. Είναι τέτοια μάλιστα η εντύπωση που σου προκαλεί αυτό το έργο διαβάζοντάς το σήμερα που οριακά αδυνατείς να το αντιληφθείς σε μια άλλη εποχή.
Ξεκινώντας κάποιος έρχεται σε επαφή με τα χαρακτηριστικά αυτά που είναι κοινά στα έργα του Ποντίκα. Την μείξη αυτή του νατουραλισμού και παραλόγου, στους χαρακτήρες, την πλοκή και τους διαλόγους. Νομίζω πως τα έργα αυτά (εξαιρώ τα δύο τελευταία έργα του Π.) είναι τόσο έντονος ο μετεωρισμός ανάμεσα στα δύο αντικρουόμενα είδη με αποτέλεσμα ανάλογα με το ανέβασμα να μπορείς να δεις δύο διαφορετικά έργα. Από μια λαϊκή κωμωδία μέχρι έναν αφηρημένο στοχασμό για την κοινωνία, τη φύση του ανθρώπου κτλ. Τα έργα αυτά, αν μας θυμίζουν κάτι από το διεθνές ρεπερτόριο είναι τα έργα της πρώτης φάσης του Χάρολντ Πίντερ (Πάρτι γενεθλίων, Επιστάτης) ή ίσως κάποια του Έντουαρντ Άλμπι (κυρίως το Zoo story). Ο χώρος και ο χρόνος αν και δεν κατονομάζονται είναι ορατοί (σε αντίθεση με το θέατρο του παραλόγου) ταυτόχρονα όμως κάτι μένει αφαιρετικό στους χαρακτήρες, τόσο ώστε να εμφανίζονται λιγότερο ως αποτυπώσεις ανθρώπων και περισσότερο ως νευρόσπαστα που ενσαρκώνουν κοινωνικές συμπεριφορές, τρόπους, αντιδράσεις. Σε αντίθεση με τους συγγραφείς που ανέφερα (στις συγκεκριμένες τους φάσεις) ο Ποντίκας δεν αποφεύγει την άμεση κοινωνική αναφορά. Οι ήρωες των θεατών έχουν ιδεολογία και μαζί προέρχονται από μια συγκεκριμένη τάξη στην ελληνική της εκδοχή. Και αυτό που με εντυπωσιάζει στο έργο του Ποντίκα είναι αυτό το ταυτόχρονα. Οι ήρωες είναι μαζί υπαρκτοί και αφαιρετικοί, η γλώσσα λούμπεν προφορική και ποιητική, τα έργα σκληρά, αμείλικτα αλλά μαζί και κωμικά, οι θήτες είναι θύματα και τα θύματα είναι αυτά που πράττουν.

Αυτό που είναι το πιο εντυπωσιακό είναι πως στους Θεατές
ο Ποντίκας γράφει για τη συνέχεια της μεταπολίτευσης. Όχι για τη γενικευμένη αφελή αισιοδοξία της τα πρώτα χρόνια, ή τον ναρκισσιστικό καταναλωτισμό των δεκαετιών που ακολούθησαν αλλά για αυτό που ήρθε μετά. Για την απελπισία και τον αποκλεισμό, για την μετατροπή των ανθρώπων σε κυνικές επιβιώσεις, για την απάθεια και την κανονικοποίηση του κακού. Είναι το σκοτεινό και υπόγειο αυτό κομμάτι της μεταπολίτευσης που έρχεται στην επιφάνεια. Και αν το έργο μοιάζει επίκαιρο είναι για αυτόν ακριβώς τον λόγο. Γιατί χαρτογραφεί το υπέδαφος. Αυτό που υπήρχε εκεί αλλά κανείς δεν έβλεπε. Τις χαμηλές φωνές που υπήρχαν και υπάρχουν, τις μη ομολογημένες κουβέντες, τα παλιά τραύματα (σωματικά, πολιτικά) τα οποία μοιάζουν να χάνονται σε περιόδους ευημερίας αλλά ενεργοποιούνται σε περιόδους κρίσης. Οι Θεατές εμφανίζονται μπροστά μας αφού η μεταπολίτευση καταρρέει. Τα δύο δωμάτια, τα τέσσερα πρόσωπα είναι αυτό που έμεινε όρθιο μετά την κατάρρευση.

Ζούμε στην κοινωνία των Θεατών. Σήμερα μάλιστα περισσότερο από ποτέ. Γιατί στην εποχή της ατελείωτης παρατήρησης και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης αυτό που έχει κατοχυρωθεί ως απαράβατος κανόνας είναι ένας ατελείωτος σχολιασμός χωρίς παρεμβολή, μια απόσταση με τους άλλους που μπορεί να είναι λεπτή όσο ο τοίχος του ξενοδοχείου που ποτέ δεν ξεπερνιέται, ένα ατελείωτο μπανιστήρι στις ζωές των άλλων. Είμαστε όλοι Γείτονες. Δίπλα στις φωνές, τα φονικά, τις αυτοκτονίες. Γιατί ο Γείτονας/ θεατής στο έργο δεν είναι απλώς ένα σύμβολο του κομφορμισμού και της αδιαφορίας της εποχής (και της εποχής μας). Είναι μαζί και ο ομφάλιος λώρος με την πλατεία, με τους θεατές του θεάτρου, τους υπόλοιπους θεατές. Η γελοιότητά του είναι η δική τους και η δική μας γελοιότητα. Η αδιαφορία του είναι η αδιαφορία της εποχής του και της δικής μας. Η γειτνίασή του με τον φόνο είναι η δική μας συνύπαρξη με την καθημερινή αδικία, τις σφαγές και τον αυταρχισμό.
Είναι εντυπωσιακό να βλέπεις ένα έργο τέχνης να ενεργοποιείται όχι από κάποια παράσταση, όχι μέσα από μια διαφορετική ανάγνωση αλλά από το απλό γεγονός πως ο ίδιος ο χρόνος το τοποθετεί σε ένα διαφορετικό πλαίσιο εξίσου ταιριαστό με αυτό που είχε όταν γράφτηκε.
Ο Μάριος Ποντίκας είναι ένας μεγάλος συγγραφέας.