Η θέση της σύγχρονης ελληνικής δραματουργίας και ο δομικός μύθος

Φωτ. αρχείο Ν. Λάμπρου
Φωτ. αρχείο Ν. Λάμπρου

Όταν τον Οκτώ­βρη του 2017 πέ­θα­νε η Λού­λα Ανα­γνω­στά­κη, το ελ­λη­νι­κό θέ­α­τρο έχα­νε μια από τις ση­μα­ντι­κό­τε­ρες θε­α­τρι­κούς συγ­γρα­φείς του. Ταυ­τό­χρο­να η ελ­λη­νι­κή λο­γο­τε­χνία έχα­νε μια από τις ση­μα­ντι­κό­τε­ρες συγ­γρα­φείς της. Και ενώ το πρώ­το γε­γο­νός ομο­λο­γή­θη­κε σε κά­θε επί­ση­μο ή άτυ­πο χαι­ρε­τι­σμό, η δεύ­τε­ρη υπό­θε­ση δεν κα­τα­γρά­φη­κε. Το γε­γο­νός αυ­τό πε­ρι­γρά­φει μια γε­νι­κό­τε­ρη αμη­χα­νία απέ­να­ντι στην ελ­λη­νι­κή δρα­μα­τουρ­γία. Το ελ­λη­νι­κό θε­α­τρι­κό έρ­γο δεν αντι­με­τω­πί­ζε­ται ως ένα αυ­τό­νο­μο λο­γο­τε­χνι­κό εί­δος (όπως το ποί­η­μα, το δι­ή­γη­μα κτλ) αλ­λά ως μια πρά­ξη γρα­φής προς τη θε­α­τρι­κή πρά­ξη. Ως κά­τι εξί­σου εφή­με­ρο με τη θε­α­τρι­κή ερ­μη­νεία. Κά­τι τέ­τοιο εί­ναι εν­δει­κτι­κό τό­σο από τις πω­λή­σεις των θε­α­τρι­κών βι­βλί­ων όσο και από μια σει­ρά από άλ­λα στοι­χεία. Το θε­α­τρι­κό έρ­γο δεν πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στα λο­γο­τε­χνι­κά βρα­βεία (τα κρα­τι­κά αλ­λά και τα υπό­λοι­πα) δεν έχει ισό­τι­μη με­τα­χεί­ρι­ση από τη λο­γο­τε­χνι­κή κρι­τι­κή (πα­ρά μό­νο από την θε­α­τρι­κή κρι­τι­κή) και, γε­νι­κό­τε­ρα, δεν αντι­με­τω­πί­ζε­ται μέ­σα στην αυ­το­τέ­λειά του.
Ο τρό­πος με τον οποίο αντι­με­τω­πί­ζε­ται ο συγ­γρα­φέ­ας, θυ­μί­ζει πε­ρισ­σό­τε­ρο αυ­τόν του σε­να­ριο­γρά­φου. Ως ένας καλ­λι­τέ­χνης που εφευ­ρί­σκει (ή πιο συ­χνά ανα­κα­λύ­πτει) τις λέ­ξεις σε ένα συλ­λο­γι­κό καλ­λι­τε­χνι­κό απο­τέ­λε­σμα. Εί­ναι εν­δει­κτι­κό άλ­λω­στε πως αν κά­ποιος δει πρό­χει­ρα το (εξαι­ρε­τι­κά πο­λυά­ριθ­μο) σύ­νο­λο των πα­ρα­στά­σε­ων στις ελ­λη­νι­κές σκη­νές, μπο­ρεί να συ­μπε­ρά­νει πως το ελ­λη­νι­κό θε­α­τρι­κό έρ­γο απο­τε­λεί μειο­νό­τη­τα. Οι δια­σκευ­ές ελ­λη­νι­κών μυ­θι­στο­ρη­μά­των και δι­η­γη­μά­των ή ελ­λη­νι­κών θε­α­τρι­κών έρ­γων που ανε­βαί­νουν επει­δή πα­ρα­πέ­μπουν στην κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή εκ­δο­χή τους (πα­λιός, κα­λός ελ­λη­νι­κός κι­νη­μα­το­γρά­φος και δεν συμ­μα­ζεύ­ε­ται) κυ­ριαρ­χούν συ­ντρι­πτι­κά. Νο­μί­ζω πως όταν έχεις γρά­ψει ένα θε­α­τρι­κό έρ­γο εί­ναι πιο εύ­κο­λο να ανέ­βει σε κά­ποια ελ­λη­νι­κή σκη­νή αν πρώ­τα το δια­σκευά­σεις και το δη­μο­σιεύ­σεις ως μυ­θι­στό­ρη­μα.
Το θε­α­τρι­κό κεί­με­νο ως κο­λάζ άλ­λων κει­μέ­νων και το Devised theatre κα­τέ­χουν ένα εξί­σου ση­μα­ντι­κό κομ­μά­τι στο πο­σο­στό των πα­ρα­στά­σε­ων. Και βέ­βαια δεν μπο­ρού­με να πα­ρα­βλέ­ψου­με τη συ­ντρι­πτι­κή υπε­ρο­χή του κλα­σι­κού ρε­περ­το­ρί­ου (με την ασά­φεια της έν­νοιας «κλα­σι­κό» να πε­ρι­γρά­φει με τον κα­λύ­τε­ρο τρό­πο το φαι­νό­με­νο).

Η θεατρική ζωή της χώρας είναι μια ατελείωτη διασκευή. Μια παραλλαγή του όμοιου, ένας εκ νέου συνδυασμός ήδη υπαρχόντων πραγμάτων.

Βέ­βαια όλες αυ­τές οι μορ­φές θε­α­τρι­κής έκ­φρα­σης δεν κα­τα­γρά­φο­νται σε κα­μία πε­ρί­πτω­ση αρ­νη­τι­κά (ΟΚ, μό­νο αυ­τή με τον πα­λιό, κα­λό ελ­λη­νι­κό κι­νη­μα­το­γρά­φο). Πε­ρι­γρά­φουν όμως τη θέ­ση του ελ­λη­νι­κού θε­α­τρι­κού έρ­γου ως εμ­φα­τι­κά μειο­νε­κτι­κή.
Το φαι­νό­με­νο αυ­τό θα μπο­ρού­σε να εξη­γη­θεί με πολ­λούς τρό­πους. Και πιο σω­στή θα ήταν μια προ­σέγ­γι­ση που μάλ­λον θα συν­δύ­α­ζε αρ­κε­τούς από αυ­τούς. Θα μπο­ρού­σα­με για πα­ρά­δειγ­μα να ανα­φέ­ρου­με πως η άν­θι­ση του ελ­λη­νι­κού θε­α­τρι­κού έρ­γου έγι­νε την ίδια πε­ρί­ο­δο που άρ­χι­σε να ανα­πτύσ­σε­σαι η κυ­ριαρ­χία του σκη­νο­θέ­τη στις ελ­λη­νι­κές σκη­νές. Όχι ως ενός συν­δια­μορ­φω­τή, αλ­λά ως του κυ­ρί­αρ­χου καλ­λι­τέ­χνη που επι­λέ­γει αι­σθη­τι­κή και νο­ή­μα­τα, ερ­μη­νεία κει­μέ­νων και κα­τευ­θύν­σεις. Από τη στιγ­μή που κά­θε κεί­με­νο που προ­ϋ­πάρ­χει εί­ναι απο­λύ­τως ανοι­χτό σε σκη­νο­θε­τι­κή ανα­δια­μόρ­φω­ση, και από τη στιγ­μή που το αυ­το­τε­λές κεί­με­νο δεν εί­ναι καν ανα­γκαίο για τη δια­μόρ­φω­ση μιας πα­ρά­στα­σης, το θε­α­τρι­κό έρ­γο μπαί­νει σε δεύ­τε­ρη μοί­ρα. Ταυ­τό­χρο­να, οποια­δή­πο­τε μέ­ρι­μνα για το ελ­λη­νι­κό θε­α­τρι­κό έρ­γο μοιά­ζει απο­σπα­σμα­τι­κή, χω­ρίς βά­θος χρό­νου, χω­ρίς επί της ου­σί­ας διά­λο­γο για τα δο­μι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά και τη λει­τουρ­γία του θε­α­τρι­κού λό­γου.
Ας ξε­κα­θα­ρί­σου­με όμως κά­τι. Όλη η πα­ρα­πά­νω πε­ρι­γρα­φή θα μπο­ρού­σε να κα­τα­λή­γει στο συ­μπέ­ρα­σμα: «δεν γρά­φο­νται πια ελ­λη­νι­κά θε­α­τρι­κά έρ­γα». Κά­τι το οποίο δεν ισχύ­ει. Αν δει κά­ποιος τον αριθ­μό των νέ­ων ελ­λη­νι­κών έρ­γων που λαμ­βά­νουν οι σκη­νο­θέ­τες ή οι θε­α­τρι­κοί δια­γω­νι­σμοί, θα κα­τέ­λη­γε μάλ­λον στο αντί­θε­το συ­μπέ­ρα­σμα. Ίσως σή­με­ρα να γρά­φο­νται πε­ρισ­σό­τε­ρα ελ­λη­νι­κά θε­α­τρι­κά έρ­γα από πο­τέ. Οπό­τε η δια­πί­στω­ση αλ­λά­ζει σε «δεν γρά­φο­νται πια κα­λά θε­α­τρι­κά έρ­γα». Αυ­τό όμως που μας δι­δά­σκει η λο­γο­τε­χνι­κή πα­ρα­γω­γή των τε­λευ­ταί­ων ελ­λη­νι­κών δε­κα­ε­τιών, μας απο­τρέ­πει από το να ορί­σου­με την ποιό­τη­τα ως από­λυ­το κρι­τή­ριο για τον τρό­πο με τον οποίο υπάρ­χει ένα λο­γο­τε­χνι­κό εί­δος. Αν συ­γκρί­νου­με για πα­ρά­δειγ­μα την ποι­η­τι­κή πα­ρα­γω­γή, τις τε­λευ­ταί­ες δε­κα­ε­τί­ες, σε σχέ­ση με αυ­τή του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, πι­στεύω (και εδώ πρέ­πει να ομο­λο­γή­σω πως εί­μαι τε­λεί­ως προ­κα­τει­λημ­μέ­νος) ότι κα­τα­λή­γου­με εύ­κο­λα στο συ­μπέ­ρα­σμα πως η ποί­η­ση κυ­ριαρ­χεί καλ­λι­τε­χνι­κά (κά­τι το οποίο συμ­βαί­νει βέ­βαια από τη σύ­στα­ση του ελ­λη­νι­κού κρά­τους – αλ­λά ας στα­μα­τή­σω την προ­κα­τά­λη­ψή μου εδώ.) Αλ­λά αν δού­με, πα­ράλ­λη­λα, πό­σες σε­λί­δες σε εφη­με­ρί­δες και πε­ριο­δι­κά εί­ναι αφιε­ρω­μέ­νες στο μυ­θι­στό­ρη­μα και πό­σες στην ποί­η­ση και μα­ζί δού­με τους όρους προ­ώ­θη­σης σε σχέ­ση με τους εκ­δο­τι­κούς οί­κους, τις ιδιω­τι­κές ή κρα­τι­κές πρω­το­βου­λί­ες, στην Ελ­λά­δα και στο εξω­τε­ρι­κό, θα κα­τα­λή­ξου­με στο συ­μπέ­ρα­σμα πως το μυ­θι­στό­ρη­μα εί­ναι απο­λύ­τως κυ­ρί­αρ­χο. Αλ­λά δεν εί­ναι.
Η θε­α­τρι­κή ζωή της χώ­ρας εί­ναι μια ατε­λεί­ω­τη δια­σκευή. Μια πα­ραλ­λα­γή του όμοιου, ένας εκ νέ­ου συν­δυα­σμός ήδη υπαρ­χό­ντων πραγ­μά­των. Μια δια­σκευή που μπο­ρεί να πα­ρά­γει κά­ποιες εξαι­ρε­τι­κές πα­ρα­στά­σεις κά­θε χρό­νο, αλ­λά ταυ­τό­χρο­να κρα­τά στά­σι­μες θε­α­τρι­κές δυ­νά­μεις προς έναν ορί­ζο­ντα μό­νι­μου πα­ρελ­θό­ντος.
Χω­ρίς πρω­τό­τυ­πο θε­α­τρι­κό έρ­γο βιώ­νου­με στις ελ­λη­νι­κές σκη­νές την έλ­λει­ψη του δο­μι­κού μύ­θου του πα­ρό­ντος. Ενός μύ­θου με συ­νο­χή και απεύ­θυν­ση που απο­σπά το πα­ρόν από τον χρο­νι­κό σχε­τι­κι­σμό και το κα­θι­στά ακα­ριαίο, άμε­σο και απα­ραί­τη­το. Ενός μύ­θου που κά­θε φο­ρά συ­στή­νει εκ νέ­ου το θε­α­τρι­κό φαι­νό­με­νο στον εκά­στο­τε θε­α­τή ακρι­βώς για­τί διεκ­δι­κεί μια νέα θέ­ση για τους όρους του προ­σω­πι­κού του χρό­νου και της αντί­λη­ψής του. Σε μια επο­χή υπερ­θε­τι­κής θε­α­τρι­κής πα­ρα­γω­γής όπως η ση­με­ρι­νή, το ελ­λη­νι­κό θε­α­τρι­κό έρ­γο εί­ναι πιο απα­ραί­τη­το από πο­τέ.

http://​tsa​lapa​tis.​blo​gspo​t.​com/