Όσα τα οστά χρωστούνε στην πέτρα


Το καλοκαίρι, λένε, είναι το αντίθετο της ιστορίας
Το στιγμιαίο και διαρκεί, το ακαριαίο και συνεχίζει.
Χωρίς παρακαταθήκες, χωρίς υπενθυμίσεις
Βιαιότητα του ήλιου, έγκαυμα της ζωής.
Κάτω από τόσο φως, η κάθε αίσθηση γίνεται αφή.
Τώρα. Και τώρα.
Μονίμως ένα τώρα να διαρκεί.

Μα εσύ το ξέρεις.
Το τώρα δεν έχει γωνίες
                                        γι´ αυτό κατρακυλά στις ανηφόρες.

Κυλά και κυλά μέχρι να χτυπήσει το ποτέ.
Τότε το σύννεφο σαρκώνει
Πέφτει στη θάλασσα απόκρημνο
Κανείς δεν το είδε
Κανείς δεν αναζήτησε
Εδώ είναι πουθενά
Και είναι ποτέ ταυτόχρονα.
Το γεγονός
                    και αυτό που το αλώνει.

Τώρα εσύ, φίλε.
Βουτάς στο μεγάλο ενδεχόμενο
Γιατί αυτό που είμαστε
Είναι η διαρκής αξιοποίηση του τίποτα,
Πνευμονία του χρώματος.

Ο πόνος
Αυτός είναι διαρκώς επανάληψη
Ράμφος με συνήθειες μετρονόμου
Και με κάνει
Έναν
μονάχα έναν, διαρκώς.


Είμαστε είδος καταραμένο
Διαρκώς πληρώνουμε
Όσα χρωστούμε στην πέτρα
Διαρκώς αποδημούμε στον βράχο.
Και είναι κάτι περισσότερο από οργανισμός
Που αντιλαμβάνεται τον εαυτό του.
Είναι ταυτόχρονο στοίχειωμα
Όλων των στιγμών.
Η διάρκεια
και το αντίθετό της
                                        που δεν κατονομάζεται.

Και υπάρχει μια αδικία βαθύτερη
Από κάθε εκδοχή της δικαιοσύνης μας
Είναι μια σάρκα με τον ίσκιο της
Να ξημερώνει ακατάστατα.
Ένα κόκκινο που εκ περιτροπής μάς διορθώνει.
Άγριο βέλασμα στο σκοτάδι
Χωρίς ζώο.

Μια ιστορία
Παλιά όσο η ίδια η αδικία
Όχι για το πώς ο γιός γίνεται πατέρας

Αλλά για το πώς ο πατέρας γίνεται και πάλι γιος. Χωρίς απόφαση.
Γιατί θρήνος είναι
Ο αφανισμός των επιλογών.
Ο νόμος όσων καραδοκούν.

Ό, τι μας πλησιάζει σε κάθε βήμα μεγαλώνει.
Μέχρι να μας φτάσει.
Είναι τότε που κρύβεται πίσω από την όραση και διαρκώς μας μικραίνει.
Γιατί ο ρυθμός των πραγμάτων είναι το μέγεθος του αποχωρισμού.
Παιχνίδι στημένο. Χωρίς γραπτούς κανόνες:


Τους γονείς τους θάβουμε στο στήθος μας
Το παιδί διαρκώς στο κεφάλι.
Γι᾽ αυτό και τότε
                            όλες μας οι ηλικίες τυφλώνονται
Και γερνούν προς τα πίσω
μέχρι τη γέννησή μας.

Για όλα αυτά. Το μελάνι στερεύει στο σώμα.
Ποια γραφή και ποιες λέξεις;
Έχω μια κρίση θολωμένη
μια γραφή
                  να επιμένει.

Και τα προμηνύματα διαρκώς εναντίον.
Μα το γράψιμο δεν είναι τίποτα περισσότερο
Από έναν ακόμη τρόπο να σκύβεις.
Χωρίς χώρο ή διάθεση
                                          για μέγεθος, ή για ηρωισμό.

Να μιλήσω για ήρωες να μιλήσω για ήρωες:
Ο Στέλλας ορατός σε τρία χωριά μες στη σιωπή και μέσα στα 23 του χρόνια.
Αυτός που δεν μίλησε, αυτός που δεν έδωσε.
Και όλοι οι χωριανοί να περνούν υποχρεωτικά από το άψυχο μπροστά του.
Εντολή των δολοφόνων.

Από τότε το ένα του χέρι μένει πάντοτε εκτός επιστητού
Να πέφτει πάνω του το χιόνι.

Μα τουλάχιστον ο ήρωας γλιτώνει
Τις νύχτες κρύβεται στα αγάλματα
Τις μέρες στα όρθια σώματα
Ενώ σκαρφαλώνουνε το ίδιο τους το μπόι
Μα εδώ δεν έχει ήρωες, δεν είναι εδώ ιστορία

Εδώ είναι καλοκαίρι
Ένα άγαλμα από ενεστώτα
Που εκβάλει διαρκώς στον εαυτό του
Αδυνατώντας να καταλήξει σε μορφή.

Το πώς εδώ πεθαίνουμε
Το πώς δένουμε το κορδόνι της τελευταίας διαδρομής
Χωρίς τις γροθιές σφιγμένες,
Χωρίς γενναιότητα να μας απολυμάνει
Με τις γροθιές λυτές, να περνά από μέσα ό, τι χάνεται.
Δεν είναι ο χρόνος αυτός που αποδημεί
Είναι η σκιά μας

Στα αντικείμενα της κάθε μέρας, στο οικείο περιβάλλον
Το βάρος μας στον χώρο.
Και ό, τι υπομένει, θα συνεχίζει να υπομένει.
Ακόμα και στην παύση του.Τώρα οι μέρες διαδέχονται
Χωρίς δικαιολογίες
Περνούν κι αυτές υποχρεωτικά από μπροστά μας.
Εντολή καλοκαιριού.

Μα μέσα στη μέρα και μέσα στη τυχαία διαδοχή στο λέω
Μέσα στο πρόσωπο του πατέρα και μέσα στο πρόσωπο του γιου στο λέω
Πως κάποια μέρα
Και κάποια στιγμή
Θα έρθουν καλοκαίρια
μεγάλα σαν τις γροθιές μας αδερφέ μου.

Μάρπησσα, Πάρος, Αύγουστος 2019


——————————————
Το ποίημα γράφτηκε το καλοκαίρι του 2019 για το φεστιβάλ της Πάρου «Διαδρομές στη Μάρπησσα». Ο Στέλλας στον οποίο αναφέρεται το ποίημα είναι ο Νικόλας Στέλλας. Κατά τη διάρκεια της κατοχής συμμετείχε στην αντίσταση. Συνελήφθη και βασανίστηκε από του Γερμανούς. Κατά τη διάρκεια του βασανισμού αρνήθηκε να αποκαλύψει τα ονόματα των συντρόφων του. Πέντε μέρες μετά τη σύλληψή του, στις 21 Μαΐου του 1944, ο 23χρονος κρεμάστηκε στην πλατεία του χωριού για παραδειγματισμό. Οι Ναζί ανάγκασαν όλους τους χωριανούς να περάσουν μπροστά από το κρεμασμένο του σώμα. Το ποίημα διαβάστηκε απέναντι από το σημείο αυτό κατά τη διάρκεια του φεστιβάλ εκεί που σήμερα στέκει το άγαλμά του.

ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ Θωμά Τσαλαπάτη ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: