Ο Ελιά-Μπαμπά χωρίς κλέφτες

«Ο έφηβος των Αντικυθήρων», Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Αθήνα
«Ο έφηβος των Αντικυθήρων», Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Αθήνα

Η ελιά είχε φουντώσει, το πρόσεξαν κι οι δυο. Όχι γλάστρα ανθοπωλείου, αληθινή ελιά από φυτώριο, που τρεφόταν καλά. Χαμηλή, αλλά απλωνόταν σαν να ήθελε να γίνει σκεπή. Από κάτω, τα βότσαλα σ’ ένα δυο σημεία άφηναν κενό και φαινόταν το συρματόπλεγμα. Να είχε κλέψει κάποιος βότσαλα; Βότσαλα, στην ίδια ή σε πιο σκούρα απόχρωση, είχαν και οι άλλοι. Κάποιο χέρι ή το χέρι του αέρα είχε ρίξει το μαρμαράκι με το όνομα και τις δυο χρονολογίες. Η μικρότερη έσκυψε κι έστησε το μαρμαράκι στη θέση του. Να έβγαζαν μια φωτογραφία; Πήρε μια κοντινή με το κινητό της και την έδειξε στη μεγαλύτερη. Μάλλον αυτή αρκούσε.
Την ελιά μήπως να την έπαιρνες, πρότεινε η μεγαλύτερη, που ζούσε μακριά. Η μικρότερη της θύμισε πως η ελιά είχε μπει απευθείας στο χώμα. Δεν ήθελε να την πάρει. Νομίζω θα του άρεσε να γίνει ελιά, σκέφτηκε φωναχτά η μεγαλύτερη. Δεν ήταν τέτοια η πρόθεσή της, αλλά ήχησε λίγο σαν αντίδραση στην προηγούμενη άρνηση. Και να ήθελαν να την πάρουν, δεν γινόταν, δικαιολογήθηκε η μικρότερη. Δεν είχαν έρθει με δικό τους μέσο, πώς θα την κουβαλούσουν στο μετρό; Γιατί όμως αργούν τόσο; ρώτησε η μεγαλύτερη. Ανησυχούσε που δεν είχαν βρει κανέναν. Γιατί εδώ έτσι κάνουν, απάντησε η μικρότερη με κάτι σαν γελάκι. Όχι τίποτα άλλο, ήταν Δευτέρα. Αν τους είχαν βάλει Τρίτη, όπως είχε ζητήσει αυτή στην αρχή, θα μπορούσαν τη Δευτέρα να επιβεβαιώσουν μ’ ένα τηλεφώνημα την ημέρα και την ώρα. Όμως την Τρίτη δεν υπήρχε κενό. Δεν υπήρχε άλλο κενό για ολόκληρο τον επόμενο μήνα.
Η μικρότερη προσφέρθηκε τώρα να τηλεφωνήσει στο γραφείο. Θα περιμένετε λίγο και θα ’ρθούν οι εργάτες, επανέλαβε αυτό που της είπαν, και άρχισαν κι οι δυο να κοιτάνε με ανανεωμένο ενδιαφέρον μια μικρή κίτρινη μπουλντόζα στην άλλη άκρη, κοντά στον μαντρότοιχο. Δίπλα της στέκονταν πέντε έξι άνθρωποι που δεν φαινόντουσαν καλά από δω. Ούτε καν ξεχώριζαν οι γυναίκες από τους άντρες. Μπορούσε κανείς να φαντάζεται πως έκαναν κάτι άλλο εκεί, πως η μπουλντόζα, ή μάλλον εκσκαφέας, δεν είχε καμιά σχέση με τη δική τους υπόθεση. Κατά βάθος όμως ήξεραν κι οι δυο πως το άσχετο γίνεται σχετικό, πως είναι απλώς θέμα χρόνου.
Τα πράγματα που έπρεπε να φέρουν τα είχε συγκεντρώσει η μικρότερη σε μια άσπρη πλαστική σακουλίτσα που, φτάνοντας, η μεγαλύτερη την είχε ακουμπήσει άκρη άκρη στο πεζούλι. Χωρούσε ίσα ίσα το κρασί, τις μαξιλαροθήκες και τη χλωρίνη. Τι παρέα να έκαναν τα τρία τους. Η μικρότερη είχε μάλιστα φροντίσει ν’ αλλάξει τις μαξιλαροθήκες, γιατί αυτές που είχε αγοράσει η μεγαλύτερη δεν ήταν εκατό τοις εκατό κοτόν.

Το δάσος που ξεκινούσε ακριβώς από πάνω, και η θέα της πόλης ακριβώς από κάτω, τράβηξαν για λίγο την προσοχή τους. Ήταν ένα όμορφο και κρύο πρωινό, Φλεβάρης που που δεν ήθελε να φλεβίσει. Η μεγαλύτερη θυμήθηκε κάτι που είχε πρόσφατα διαβάσει. Τα αισθήματα είναι απόρροια της αποτίμησης ενός ερεθίσματος, μιας αποτίμησης που θυμίζει το κύμα που γυρίζει απ’ τη θάλασσα, φέρνοντας κάθε φορά κάτι άλλο. Πετραδάκια, άμμο, φύκια, κοχύλια. Θυμό, φόβο, λύπη, χαρά. Τώρα τα κύματα έφταναν άδεια, λες και ο πλούτος αυτού του βυθού είχε εξαντληθεί.
Στο μεταξύ, ο εκσκαφέας κοντά στον μαντρότοιχο είχε διπλώσει τη δαγκάνα του, αλλά το μικρό πλήθος δεν έλεγε να διαλυθεί. Από δω δεν μπορούσαν να μετρήσουν πόσοι ήταν ακριβώς. Κάποιους τους έκρυβε ένα άσπρο φορτηγάκι που ήταν σταματημένο λίγο πιο κει. Μπορεί να υπήρχαν κι άλλοι κρυμμένοι πίσω απ’ τα θρεμμένα κυπαρίσσια. Αν ξαφνικά τους δούμε να φεύγουν, τότε θ’ αρχίσω κι εγώ ν’ ανησυχώ, είπε η μικρότερη.
Η μεγαλύτερη σκεφτόταν την ελιά. Η ελιά δεν υποπτευόταν το παραμικρό. Ήταν το ίδιο αθώα με τις φωτογραφίες γύρω τριγύρω – πρόσωπα που τη στιγμή που απαθανατίστηκαν δεν είχαν ιδέα πως η φωτογραφία, αυτή ειδικά, θα έμπαινε μια μέρα εδώ. Αυτή η στιγμή. Ό,τι και να λένε για τα φυτά –πως κι αυτά νιώθουν–, η ελιά ήταν το ίδιο αθώα με τον μπαμπά, και τίποτα δεν μπορεί να είναι αθωότερο απ’ την ανυπαρξία.
Να με λέτε πατέρα. Δεν μ’ αρέσει το μπαμπάς. Θυμίζει τον Αλή Μπαμπά και τους κλέφτες.
Είχαν πει οι εργάτες, άντρες δηλαδή. Άντρας οδηγούσε τον μικρό κίτρινο εκσκαφέα που προχωρούσε λικνιστά πάνω στις χαμηλές του ερπύστριες. Ίσα που χωρούσε να περάσει, λες και ο διάδρομος είχε χτιστεί στο πλάτος του. Από τον πάνω διάδρομο, αυτόν που χώριζε το τελευταίο διάζωμα απ’ το δάσος, ερχόταν το άσπρο φορτηγάκι. Άντρας οδηγός, και δίπλα του γυναίκα. Τα δυο οχήματα κέρδιζαν έδαφος αργά αλλά σταθερά, ώσπου τις έφτασαν και τις έκλεισαν ανάμεσά τους. Από την καμπίνα του, ο οδηγός του εκσκαφέα έβαλε τις φωνές: Φύγετε απ’ τη μέση, μη σας χτυπήσω! Προφανώς δεν μπορούσε να ξέρει πόσο πλήρης νοήματος ήταν η φράση. Εσύ έτρωγες το χαστούκι, γιατί έμπαινες στη μέση διεκδικώντας το δίκιο σας. Το είχε πει ο μπαμπάς χρόνια πριν στη μεγαλύτερη. Δεν ήταν όμως γι’ αυτό που είχε γίνει άνθρωπος των άκρων.
Μπορείτε να σταθείτε από κει. O άντρας του μικρού φορτηγού τους έδειξε τον πάνω διάδρομο, δίνοντάς τους τη δικαιολογία ν’ απομακρυνθούν κάπως. Η μικρότερη πήρε μαζί της και τη σακούλα. Τώρα σε πρώτο πλάνο είχαν την καρότσα, που έγραφε στο πλάι Δήμος Παπάγου 2004 – ίσως από τους Ολυμπιακούς. Ο εκσκαφέας είχε ήδη βάλει μπρος, όταν τις πλησίασε η γυναίκα, που θα ήταν στην ηλικία τους. Φορούσε πορτοκαλί γάντια κηπουρού λερωμένα απ’ τα χώματα, και τόσο foundation που δεν μπορούσες να μη σκεφτείς πως αυτή θα έβαζε τις τελευταίες πινελιές στο μακιγιάζ των προσώπων. Έτσι είναι η ζωή, παιδιά. Ήταν μια φράση που θα την είχε επαναλάβει αμέτρητες φορές, κι ίσως γι’ αυτό ένιωσε την ανάγκη να την ξανακούσει κι η ίδια. Περιμένετε εδώ και θα σας πούμε, πρόσθεσε πριν τους γυρίσει τη πλάτη για να επιστρέψει στους άλλους.

Ο άντρας του μικρού φορτηγού είχε στο μεταξύ απλώσει πάνω στους διπλανούς έναν μεγάλο μουσαμά. Τον έχει βάλει για να μην πέφτουν χώματα, είπε η μεγαλύτερη. Η μικρότερη είπε κάτι για το φέρετρο. Τα φτιάχνουν από ξύλο που αποσυντίθεται αμέσως. Η μεγαλύτερη της είπε να ακουμπήσει κάτω τη σακούλα, δεν υπήρχε λόγος να την κρατάει. Ο εκσκαφέας συνέχιζε το έργο του. Τόσο χώμα που πώς να είναι ελαφρύ.
Ο άλλος ήταν πολύ ντυμένος, άκουσαν σε μια στιγμή τον οδηγό του μικρού φορτηγού. Μιλούσε στη γυναίκα, που κάτι του απάντησε χαμηλόφωνα. Λες κι είχε πέσει το σύνθημα, είδαν να στρίβει στον πάνω διάδρομο ένα σκούρο Peugeot. Ερχόταν καταπάνω τους ψάχνοντας την έξοδο. Μετέφερε κάποιους από τους ανθρώπους που είχαν δει από απόσταση, τους συγγενείς του πολύ ντυμένου. Τι γαϊδούρια που είναι μερικοί! σχολίασε με δυνατή φωνή η μεγαλύτερη, όταν το Peugeot σταμάτησε μπροστά τους. Από τον κάτω διάδρομο, ο οδηγός του μικρού φορτηγού φώναξε πως δεν γινόταν να μετακινηθεί. Ήταν ηλίου φαεινότερο. Είχε σταθμεύσει εκεί ώστε ο εκσκαφέας να ρίχνει το χώμα μέσα στην καρότσα. Χοῦς εἰς χοῦν, μια που η καρότσα περιείχε ήδη το χώμα του πολύ ντυμένου. Το αυτοκίνητο των συγγενών άρχισε αργά την όπισθεν.
Όταν ο οδηγός του εκσκαφέα μάζεψε το φτυάρι του, ο οδηγός του μικρού φορτηγού έβγαλε το δικό του. Τέτοιο φτυάρι είχε κι ο μπαμπάς. Φτυάριζε τα χώματα στο εξοχικό και τα μετέφερε από το ένα μέρος στο άλλο προσπαθώντας να διορθώσει την κλίση. Το καλοκαίρι με το φανελάκι – του είχαν πει πως ο ήλιος καθαρίζει τη δρωτσίλα ή και την ψωρίαση. Σαν τον Έφηβο των Αντικυθήρων, αστειευόταν, αλλά αυτές δεν γελούσαν. Με μόνη διαφορά πως ο Έφηβος των Αντικυθήρων βρέθηκε στο νερό, κι όχι θαμμένος στη γη.
Της το είχε πει όρθιος στην κουζίνα ένα μεσημέρι, μάλλον αφού είχαν αποφάει. Δεν θυμόταν αν είχε λείψει προηγουμένως στο χωριό για να κάνει αυτή τη δουλειά ή αν κάτι άλλο έγινε αφορμή να της το πει, να το πει στη μεγαλύτερη, που καθόταν στην ακριανή μπορντό καρέκλα ανεβάζοντας τα πόδια της στην πόρτα του ψυγείου. Πώς κάθεσαι έτσι, θα πέσεις και θα σπάσεις τη μέση σου. Η απόσταση απ’ το ψυγείο ήταν μικρή. Έπρεπε να γλιστρήσει χαμηλά στην καρέκλα και να στηρίξει τη μέση της στο επενδυμένο με δερματίνη κάθισμα, κρατώντας κόντρα με λυγισμένα πόδια στην ακμή της πόρτας του ψυγείου. Στάση εμβρύου, θα μπορούσε να την πει κανείς, αποκλείεται όμως να της το είπε ενώ είχε πάρει αυτή τη σταση, ή να πήρε αυτή τη στάση ενώ της το έλεγε. Το είχε πει μία και μόνη φορά.
Είχε περάσει πολλά χρόνια μέσα στη γη, και τα κόκαλά της ήταν άσπρα και όμορφα σαν πέτρες από κάποια ακρογιαλιά. Έτσι το είχε πει.
Την είχαν γνωρίσει από μια φωτογραφία που έστεκε καδραρισμένη σε κάποιο ράφι του μπουφέ. Χρόνια μετά βρέθηκε και μια δεύτερη ακαδράριστη, μαυρόασπρη κι αυτή. Εκεί στεκόταν δίπλα στον παππού τους, που και στα ενενήντα του ήταν λεβεντιά καμαρωτή. Ψηλός σαν κυπαρίσσι, ενώ εκείνη ήταν κοντούλα, σαν τη λεμονιά στο τραγούδι, σε φίλησα κι αρρώστησα, που το ξέβραζαν τώρα στο μυαλό της τα κύματα της αποτίμησης. Μάλλον εξαιτίας της ελιάς πάνω απ’ την τρύπα – κοντούλα κι αυτή. Κοντούλα, αλλά πολύ άξια. Είχε πεθάνει νωρίς, πριν παντρευτούν οι γονείς τους. Την αγαπούσαν στο χωριό, και τη ζητούσαν και σ’ άλλα χωριά γιατί ήξερε να λέει μοιρολόι.

Όλα εντάξει, φώναξε η γυναίκα πριν ακόμη φτάσει κοντά τους. Μπορεί να βγει. Γιατί αλλιώς θα χρειαζόταν να περάσουν μήνες. Για μια στιγμή, η προοπτική να περνούσαν μήνες έμοιαζε προτιμότερη. Παπάς, εξακολούθησε η γυναίκα, ο προηγούμενος ήταν παπάς, και οι άλλοι ήθελαν να πάρουν τα αμφία. Έτσι τα είπε παρατονίζοντας, έτσι να τα είχαν πει κι οι συγγενείς του παπά; Άμφια, τη διόρθωσε η μεγαλύτερη. Άμφια, επανέλαβε η γυναίκα και ολοκλήρωσε αυτό που πήγαινε να πει. Τους είπα είναι βρεγμένα και σκισμένα, τι να σας δώσουμε;
Ωκύπους σαν τον Αχιλλέα, αυτό σκέφτηκε, όταν είδε το πρώτο, μαύρο σαν τη γη, να το σηκώνει στα χέρια του ο εργάτης σαν να ήθελε να το περιεργαστεί. Θα μπορούσε να είναι το μηριαίο. Είχε γρήγορα πόδια ακόμη και στα ογδόντα του, κι έτρεχαν από πίσω του αυτές να τον προλάβουν, μικρότερη και μεγαλύτερη.
Από ένα σημείο και μετά δεν κοιτούσαν. Έκοβαν άλλωστε τη θέα η ελιά και η διπλανή επιτύμβια στήλη. Ο εργάτης του δήμου έβαζε σε μια σακούλα τον μπαμπά, θα τον πήγαιναν μετά στο πλυντήριο. Κι επειδή ήταν χειμώνας, θα έπαιρνε μέρες να στεγνώσει, κι ύστερα η απολύμανση. Κυρία Λίτσα, να ζητήσετε τη Λίτσα, έλεγε τώρα η γυναίκα, κι όλα αυτά θα τα είχε ξαναπεί αμέτρητες φορές. Σε βαθμό που οι λέξεις είχαν γίνει κόκαλα.

Να με λέτε πατέρα. Ο Έφηβος των Αντικυθήρων βρέθηκε στο νερό.
Τι όνομα; ρωτούσε τώρα η γυναίκα, κι άρχισε να το γράφει με μαρκαδόρο πάνω στη σακούλα. Είχε το μέγεθος σακούλας σκουπιδιών, δεν ήταν όμως μαύρη αλλά ένα ασυνήθιστο καφετί – σακούλα κηπουρού. Με δύο λάμδα, φώναξε η μεγαλύτερη, νιώθοντας πως πρόδιδε ένα μυστικό.
Μην ανησυχείτε, δεν θα τους μπερδέψουμε.
Κι αυτό από την κυρία Λίτσα. Τότε μόνο πρόσεξαν πως υπήρχε και δεύτερη σακούλα κηπουρού. Ήταν ακουμπισμένη κατάχαμα, άκρη άκρη στον διάδρομο ανάμεσα στα μνήματα, και το όνομα πάνω ήταν δισύλλαβο. Ο παπάς.
Ο κίτρινος εκσκαφέας ετοιμάστηκε να κάνει τη στροφή. Ο εργάτης του δήμου πέταξε το φτυάρι στην καρότσα κι ανέβηκε στη θέση του οδηγού. Η γυναίκα μετέφερε τη δική τους σακούλα δίπλα στου παπά. Εκείνη τώρα ήταν υπεύθυνη για τους δυο τους.
Θέλετε να πάρετε τα πράγματα; της πρότεινε η μικρότερη. Δεν θα ρωτούσαν πώς θα τα χρησιμοποιούσαν – είχαν προτιμήσει να μην το συζητήσουν ούτε μεταξύ τους. Η γυναίκα πήρε τη μικρή άσπρη σακούλα κι έριξε μια ματιά στα περιεχόμενα. Για τις μαξιλαροθήκες δεν ρώτησε τίποτα.
Είναι και το κουτί, ξανάπε η μικρότερη. Κάποιος τους είχε πει πως έπρεπε να το αγοράσουν στο τέλος. Τώρα ήξεραν γιατί.
Θα το φέρουμε εμείς από το μαγαζί, τις διαβεβαίωσε η γυναίκα κι έδειξε αόριστα προς τα κάτω. Το μαρμαράδικο βρισκόταν στην είσοδο του νεκροταφείου. Εκεί είχαν παραγγείλει τον τάφο.
Δίνοντάς της το πενηντάρικο, αναρωτήθηκαν αν έπρεπε να της αφήσουν κάτι. Φιλοδώρημα, που έλεγε κι ο μπαμπάς. Ήταν αργά για να σκεφτούν τους άλλους δύο. Ο εκσκαφέας κόντευε να φτάσει στην είσοδο. Το φορτηγάκι ανέβαινε προς την απέναντι πλευρά, εκεί που είχαν σταθεί προηγουμένως οι άλλοι. Η γυναίκα έβγαλε να δώσει τα ρέστα, και της είπαν κρατήστε τα.
Τώρα ίσως ήταν καλή στιγμή.
Κυρία Λίτσα, θα μπορέσετε να φυτέψετε κάπου την ελιά; H μεγαλύτερη έλπιζε αόριστα πως η προσφώνηση μπορεί να βοηθούσε.
Δεν ήταν ο μπαμπάς, ήταν ο Ελιά-Μπαμπά χωρίς κλέφτες. Δεν είχαν δει κλέφτες εδώ, κι ας ήταν εξοχή, κι ας υπήρχε δάσος. Το είδος των κλεφτών που πετάνε κλεφτά, σαν να χορεύουν. Κλέφτες, άνθη του χνουδιού. Κλέφτες που κλάπηκαν οι ίδιοι.
Ξέρετε πόσα δέντρα φυτεύουμε, πόσοι μας ζητάνε, είπε η γυναίκα, κι έκανε μια αόριστη χειρονομία που θα μπορούσε να σημαίνει τα πάντα ματαιότης. Ή και όχι.
Αν μπορούσατε να φυτέψετε άλλο ένα, είπε η μικρότερη.
Η γυναίκα χαμογέλασε, χωρίς να υποσχεθεί. Παρά την παχιά στρώση foundation, φαινόταν συμπαθητική. Είχε κάπως βρεθεί να κάνει αυτή τη δουλειά, και δεν ήθελε να δίνει ψεύτικες υποσχέσεις. Έτσι είναι η ζωή, παιδιά.
Πρώτη εκείνη άλλαξε θέμα. Τους έδωσε κάποιες οδηγίες. Ποιες ώρες δουλεύει εδώ, πότε να πάρουν τηλέφωνο, μετά από πόσο καιρό. Οι δυο σακούλες έγερναν τώρα η μια πάνω στην άλλη, σαν ζευγαράκι σε παγκάκι που τους βλέπεις πλάτη. Δεν τους είχαν πει πού θα τις πήγαιναν για αρχή. Στην πάνω πλευρά, εκεί που είχε στρίψει προηγουμένως το Peugeot, στην άκρη του δάσους, ήταν σταματημένο το άσπρο φορτηγάκι και με ανεβασμένη την καρότσα άδειαζε τα χώματα. Έτσι κι αλλιώς δεν παίζουν παιδιά εδώ, σκέφτηκε η μεγαλύτερη.
Ακόμα εδώ είστε; φώναξε επιστρέφοντας ο οδηγός.
Ακόμα εδώ. Περίμεναν να τον κατευοδώσουν. Η καρότσα ήταν άδεια, κι όπως τις ανέβασαν, οι δυο σακούλες κροτάλισαν όπως κροταλίζουν οι πέτρες. Ελαφρόπετρες. Κι άλλος κρότος μετά, ίσως η γυναίκα είχε τσουγκρίσει κάπου το μπουκάλι με το κρασί. Μη φοβάστε, άκουσαν τη φωνή της, δεν έσπασε κάτι. Δεν φοβόντουσαν πια, αλλά κάτι είχε σπάσει με τον τρόπο που σπάνε τα αγγεία στη γη και γίνονται όστρακα.

Περίμεναν μέχρι να φτάσει το φορτηγάκι στην άκρη του πάνω διαδρόμου. Εκεί είχε ρίξει τα χώματα προηγουμένως, δίπλα στα πρώτα κωνοφόρα του δάσους. Υπήρχε χώρος εκεί για να φυτέψουν την ελιά που στεκόταν ακόμη στο προσκεφάλι της τρύπας, αλώβητη. Ήταν η τελευταία ματιά. Ύστερα γύρισαν προς τη μεριά της πόλης κι άρχισαν να κατεβαίνουν προς τα κάτω από τον πλαϊνό διάδρομο.

ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ Δήμητρας Κολλιάκου ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: