Του εγκλεισμού

Σάντρο Μποτιτσέλι, «Άνοιξη» (λεπτομέρεια)
Σάντρο Μποτιτσέλι, «Άνοιξη» (λεπτομέρεια)

Ι

Νόσησε αυτή η άνοιξη.
Ανέβασε πυρετό, έχει ζαλάδες, βήχει.
Απ’ το πρωί ξαπλωμένη στον καναπέ αγκαλιά με την παλιά θερμοφόρα.
Κάθε ξημέρωμα τα χάνει. Ακούει το πρωινό σκουπιδιάρικο
και τρέμει. Αλλάζει πλευρό και μαζί κανάλι
στην τηλεόραση. Ξεφυλλίζει περιοδικά και παλιά βιβλία.
Βαριέται. Ξέχασε, λέει, τον τρόπο να ανθίσει. Δε θυμάται
την άκρη απ’ το κλαδί πώς να βρει
φυλλαράκι δειλό να πεταρίσει.
Κατεβάζει σιρόπια, πιπιλίζει πικρές καραμέλες,

ρουφά τη σούπα της δυνατά κι ανόρεχτα.
Με τα πολλά σηκώνεται και χαζεύει έξω από το τζάμι
όπως καθένας μας που όλο και κάποιον, κάτι περιμένει
κάποιος, κάτι να ’ρθει,
μα αυτή πια δεν έχει κάποιον, κάτι.
Κρυώνει, ριγώνει το βλέμμα,
ρίχνει στην πλάτη την πράσινη ρόμπα της
και δακρύζει
φοράει τη σκουριασμένη κορώνα της στο κεφάλι
βολεύεται στον καναπέ, σκεπάζει τα πόδια
και βήχει, βήχει πολύ και βαριά.

ΙΙ

Η άνοιξη φέτος αποφάσισε να θριαμβεύσει ερήμην μας

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: