Δεύτερη Άλωση & άλλα συναφή

Δεύτερη Άλωση & άλλα συναφή

Δεύτερη Άλωση

Αν ο ρυθμός του σύμπαντος απόλυτα επιμένει
να δίνει περιεχόμενο στα δάκρυά μου,
προς τι, αγαπητοί μου Χριστιανοί,
και ειδικά οι Έλληνες, μου λέτε
να μην πολυδακρύζω; Ποιος σας όρισε
να καθοράτε το άγνωστο του πένθους μου
που συνενώνει την αντήχησή του
με την αλήθεια του άχραντου, κρυμμένου λόγου;
Εδώ χρειάζεται ευρύτητα ζωής
και χειρισμός ψηφιδωτών δακρύων.
Κανένας δεν γνωρίζει πόσος θάνατος
αντέχει να περνάει το μονοπάτι
που λέγεται Χαρά. Ή πόσο δάκρυ
γεμίζει τις υδρίες ἐν Κανᾷ.
Καλά μου είπε ο γιος μου: «Κρατήσου μακριά.»

Περί δακρύων

Πολύς ο θόρυβος για εκείνον
τον πολυδάκρυον, που μ’ αποδίδουν, θρήνον –
τον άρτον και ανυπέρθετα τον οίνον
που χύνεται απ’ τη στάμνα της ψυχής.
Όμως εγώ, η καθαίρεση αδόκιμων δακρύων,
πώς να τ’ αφήσω να χαθεί ασχολίαστο;
Αν οι εικόνες μου και τα ψηφιδωτά μου
καλύπτονται, στης προσευχής την ώρα,
για να μην σκανδαλίζουν τα πιστά
σπαθιά των νικηφόρων, χαίρομαι
που ιεροκρυφίως επιτελώ
εργόχειρο μιας θλίψης εκλεκτής.

Αγρύπνια σουλτάνου

Κακά μαντάτα: οι Έλληνες φιρί φιρί
το πάνε ν’ ανεβάσουν στην Επίδαυρο
«Πέρσες» Αισχύλου Μαραθωνομάχου.

Βαρύ το πλήγμα! Επάνω στ’ άλογά τους,
στ’ αφιονισμένα κύματα του Αιγαίου
οι πρώτοι καταδότες τετραπόδισαν.
Δεμένο το χαμπέρι στο λαιμό
γοργού υποτακτικού. Με προσκυνά,
μου δίνει τη γραφή, τη δάγκωσα, την έφτυσα.

Άιντε σκούντα τώρα την Ευρώπη
να στείλει πρεσβευτές για ν’ ακυρώσουν
μια τέτοια πολυτάραχη παράσταση!

Ευρώπη, Ευρώπη,
καλά το ’λεγα εγώ, δεν έχεις μπέσα
κι αφήνεις τους Πανέλληνες στο έλεος
τ’ αβυθομέτρητου βαρβαρισμού τους.
Με πνίγει, αλί, το δίκαιο της θαλάσσης μου,
φόβος με πιάνει, θλίψη με κατέχει,
μαράζι ανατολίτικο, μακρόσυρτο…

Αμμά κι αν έχουν κότσια, δεν θ’ αποτολμούσαν
μια τέτοια ύβρη: «Πέρσες», του Αισχύλου,
στην επηρμένη Επίδαυρο. Με το φεγγάρι
μισό, ημίκυρτο, να τους θυμίζει
ότι το φάντασμα τ’ απόκοσμου Δαρείου
φέρνει τα πάνω κάτω.
                    Οι βέβηλοι,
με τι τεχνάσματα πατούν το μνήμα!

Υπερέχουσα

Στα μάτια μου δεν πρέπουν ασχημίες,
ούτε και να πορεύονται στ’ αυτιά μου
κρυφές, ανάρμοστες συνομιλίες.

Τυχαίνει να είμαι μάνα του Θεού
κι ουδέ η καρδιά μου γεύτηκε ή ψηλάφησε
πόνο στα σπλάχνα μεγαλύτερο από τούτον:
δάκρυα πολλά να πλημμυρούν τα πλάτη
γαστέρας που ποτέ δεν φιλοδόξησε
να παραδώσει τον δικό της γιο στο φως.

Ήμουν καλή να πλένω, να σκουπίζω,
και να υφαίνω ανθούς για κάτι αγγέλους
περαστικούς. Τίποτα το σπουδαίο.
Μη με ρωτάτε δηλαδή πώς βρέθηκα
σ’ αυτήν εδώ την κόγχη του θανάτου
που λάμπει από χαρά, χωρίς να το θελήσω.

Πώς μέσα μου φεγγίζει της ειρήνης
(«πάντα νοῦν ὑπερέχουσας») το κάλλος,
γενάμενος ο νους ψηφιδωτό
που εξισορροπεί αισθητικά
μετακατοχικές αθανασίες.

Κι αν χίλια πεντακόσια χρόνια υπάρχω
– περ’ από δίσκους με καλλιγραφίες
αραβικές, σεμνά βρεφοκρατώντας
μιχράμπ και κίμπλα, μίνμπαρ, μιναρέδες –
ποιος ακριβός μελλοντικός προφήτης
μπορεί ν’ αποκαλύψει την ουσία
των όσων θα συμβούν στο παρελθόν;
Ποιος θα μαντέψει πόσες ασβεστώσεις
και άλλα, για παράδειγμα, επιχρίσματα,
καλύπτουν την πεποικιλμένη ακτίδα
ξένου ρακένδυτου, ευπαθούς, ωραίου;

                                                  (Ιούλιος 2020)


————————————————
Μιχράμπ
: Κόγχη σε ισλαμικό τέμενος που υποδεικνύει την κίμπλα, δηλαδή την κατεύθυνση προς την Κάαμπα της Μέκκας, προς την οποία στρέφονται οι Μουσουλμάνοι όταν προσεύχονται.
Μίνμπαρ: Υπερυψωμένος άμβωνας σε ισλαμικό τέμενος για κηρύγματα ηθικού και θρησκευτικού περιεχομένου. Ορισμένες αραβικές χώρες ασκούν από αυτό και πολιτική.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: