Συνέντευξη του ποιητή Κυριάκου Χαραλαμπίδη

Κύριε Χαραλαμπίδη, είστε ένας αναγνωρισμένος ποιητής σε πανελλήνια κλίμακα και, υπό αυτό το πρίσμα, μας ενδιαφέρουν οι απόψεις σας για τη θέση της Κύπρου στη συνολική ποιητική παραγωγή που γράφεται διαχρονικά στην ελληνική γλώσσα.  

Οι ερωτήσεις που ζητούν αποτίμηση μιας διαδρομής, που μας πάει αιώνες πίσω, είναι δύσκολο να απαντηθούν συνοπτικά και επιγραμματικά. Ωστόσο, κάποτε επιχείρησα να αγγίξω το θέμα στον πρώτο τόμο των δοκιμίων μου Ολισθηρός ιστός. Εκεί μιλούσα για τη γλυκεία χώρα Κύπρο, «αυτό το μυθικό νησί, που γέννησε την Αφροδίτη, πέρασε μέσα από σαράντα κύματα κι απέκτησε μια χαλύβδινη ευπάθεια, της οποίας η τρυφερότητα και η δύναμη αποτυπώνονται στα έργα του πολιτισμού. Τα Κύπρια Έπη του Στασίνου, ο Νεόφυτος ο Έγκλειστος, ο Λεόντιος Μαχαιράς, ο Γεώργιος Βουστρώνιος, οι Ασσίζες, οι Ρίμες της Αγάπης, τα έμορφα δημοτικά μας τραγούδια –προπάντων δε τα ακριτικά, οι παραλογές και τα δίστιχα– και φυσικά ο Βασίλης Μιχαηλίδης αποτελούν το πρώτο πλήρωμα που μεταφέρει πολυποίκιλες εκφάνσεις της κυπριακής ευαισθησίας». Ο κατάλογος είναι απλώς ενδεικτικός, αλλά σημαδεύει σημαντικές στιγμές λογοτεχνικής έκφρασης, έστω και αν ο στόχος τους, σε κάποιες περιπτώσεις, δεν ήταν ακριβώς αυτός. Πέρα δηλαδή από το αποτύπωμα της ιστορίας, υπάρχει στα συγκεκριμένα κείμενα και μια ιδιόμορφη εξέλιξη της γλώσσας, πράγμα που είναι μεγάλο κέρδος. Οι αποτυπώσεις του χώρου είναι πάντως συμβατές με τον κύπριο χαρακτήρα, που ωστόσο δεν οφείλει να είναι αποκλειστικά τοπικός. Αντίθετα, προσφέρει χρώμα στην ευρύτερη όψη του Ελληνισμού. Στα μέρη τα δικά μας η τέχνη λειτουργεί ως ενοποίηση των πεδίων της χαράς και της λύπης. Άλλοτε νοστιμεύει κάπως ή ανακουφίζει την πραγματικότητα, πάνω στην οποία στηρίζεται η δημιουργία των έργων, δεν παύει όμως να είναι και γέννημα οδυνηρών εμπειριών, που ζυμώνονται και προσφέρονται με στοχαστική εκφραστικότητα κι ευαισθησία. Το ερώτημα λοιπόν είναι κατά πόσο ο λόγος αναπτύσσεται και αυτοδιαμορφώνεται εντός της εποχής την οποία εκφράζει, ή μήπως η ίδια η εποχή αποκτά το πρόσωπο και την αξία της από την επίδραση που δέχεται από αυτόν. Ουσιαστικά ο λογοτέχνης (επώνυμος ή ανώνυμος) και η εποχή του επενεργούν αμφίδρομα. Εάν όλα είναι ένα, γιατί να μην συμπλέκονται δημιουργικά τα ορατά με τα αόρατα, δεδομένα δηλαδή που απαιτούν την διαμεσολάβηση της τέχνης ή του σωκρατικού «δηλίου κολυμβητού»; Σχετικά δε με την γλώσσα μιας εποχής, αυτό δεν παύει να είναι γόνιμο ζητούμενο, είτε μελετάμε την έντεχνη λογοτεχνική παραγωγή είτε και ό,τι θεωρούμε ως γλωσσικού ενδιαφέροντος έργο. Το δεύτερο τυχαίνει να παρουσιάζει συχνά μεγαλύτερη σημασία ως προς τη γλώσσα, γιατί είναι αθώο, ανυποψίαστο και φυσικό.

Φοβάμαι πως δεν απάντησα στην ερώτησή σας, δεν είναι δα και αναγκαίο να υπάρχουν απαντήσεις σε κάθε ερώτηση. Εκείνο που θα συμβούλευα –προπάντων τον εαυτό μου– είναι να μην δίνει ορισμούς σε ζητήματα που ξεκινούν από μακριά και βρίσκονται ακόμη εν εξελίξει. Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγω είναι πως η κυπριακή ποίηση έχει βέβαια την ιδιαιτερότητά της, την χλωρίδα και την πανίδα της, γεγονός που την ξεχωρίζει θεματολογικά και μορφικά, ωστόσο εκείνο που εν τέλει μετρά είναι το κατατεθειμένο αποτέλεσμα στο πανελλήνιο πνευματικό ταμείο. Ο δικός της πλούτος είναι δεδομένος∙ απλώς έχω την αίσθηση ότι ο ελληνισμός αναμηρυκάζει κάποιες σταθερές, ορισμένα στερεότυπα, που αφορούν σε ονόματα και συγκεκριμένα λογοτεχνικά επιτεύγματα. Ο Βασίλης Μιχαηλίδης, για παράδειγμα, και ο Κώστας Μόντης είναι δύο αναμφισβήτητοι πυλώνες, αλλά ο κανόνας δεν θα πρέπει να εξαντλείται μονοδρομικά με αυτούς. Υπάρχουν και άλλες μορφές ποιητικές, που το έργο τους παρέχει ζωτικούς κρουνούς. Η ιστορία και η ζωή συνεχίζεται, ο γήινος μαγνητισμός μετατίθεται, το κέντρο βάρους κρίνεται ή θα κριθεί ανάλογα με τις αισθητικές ανάγκες και τα κριτήρια που ενδέχεται να διαμορφώσουν οι εποχές που ακολουθούν. Υπό αυτή την άποψη, οι πλέον πρωτοποριακοί δημιουργοί μπορούν να περιμένουν τον καιρό τους, όταν και ο δέκτης-αναγνώστης θα έχει δημιουργικά επίσης διαμορφωθεί.

Μολονότι αποφύγατε, νομίζω συνειδητά, να δώσετε κάποιον ορισμό σχετικά με τη θέση της Κύπρου στα Ελληνικά Γράμματα, θα ήθελα τουλάχιστον να μου δίνατε το δικό σας στίγμα ως προς αυτό.

Τώρα είμαστε σε περισσότερο άγνωστα και ενδεχομένως επικίνδυνα νερά. Είναι δεδομένο ότι πρέπει να αντιμετρηθείς με τον κίνδυνο για να γνωρίσεις την αλήθεια, που «μόνον έναντι θανάτου δίδεται», όπως το λέει επιγραμματικά ο Οδυσσέας Ελύτης. Εκείνο το αντίστοιχο σολωμικό «άστραψε φως και γνώρισε ο νιος τον εαυτό του», εκφράζει την καίρια στιγμή της γνώσης μπροστά στο ανοικτό στόμα του θηρίου. Ωστόσο, θέλω να προειδοποιήσω πως αυτή η γνώση –η γνώση συνακόλουθα και του κινδύνου– είναι συνυφασμένη με την εξέλιξη ενός εκάστου και την συνειδητή του επιλογή. Ο κίνδυνος είναι κάτι που μαθαίνεται, με διακύβευμα την τόλμη που αποκτάται και χαλυβδώνεται καθ’ οδόν. Αν πρέπει αυτό να το εκφράσουμε στη νιοστή οντολογική του διάσταση, η Ποίηση είναι η φοβερή Κυρά, και τό ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας της είναι το δικό μας θυσιαστικό αντίτιμο για την απόκτηση της μυστηριακής της χάριτος και της αποκαλυπτικής δωρεάς της. Κάθε αληθινή εξίσωση περιέχει και την αντίρροπη αντίφασή της, την οδό την άνω και την κάτω. Αυτό το μαθαίνει κανείς εάν η έμφυτη κλίση του και η ελεύθερη άσκηση της βούλησής του τον οδηγούν στο ολόψυχο δόσιμο και την καύση καρδίας στο βωμό της Κυρίας, την οποία ετάχθη –ή, ακριβέστερα, υπέταξε θεληματικά τον εαυτό του– να υπηρετεί.
Αφού με ρωτήσατε ως προς το δικό μου στίγμα στα Ελληνικά Γράμματα, οφείλω πρώτα να προσδιορίσω το πλαίσιο, μέσα στο οποίο επιχειρώ ως ποιητής να λειτουργώ. Κυρίως θέλω να διευκρινίσω ότι τα Ελληνικά Γράμματα είναι ένας υποδοχέας που διευρύνεται ή συστέλλεται, σμικρύνεται ή μεγαλύνεται από τις δυνάμεις εκείνες που του στερούν ή του προσφέρουν ζωτικό χώρο. Τα σύνορα των Ελληνικών Γραμμάτων, τα χωρικά τους ύδατα και η υφαλοκρηπίδα τους είναι πνευματικά και δεν στηρίζονται σε συσχετισμό δυνάμεων και συμφέροντα κρατών. Η Κύπρος είναι ένα νησί, που η μοίρα το έφερε να είναι στην ανατολική άκρη της Μεσογείου, περιοχή σεισμογενή γεωγραφικά και ιστορικά. Η θέση του ως σταυρικού περάσματος ποικίλων κατακτητών (Ασσύριοι, Αιγύπτιοι, Πέρσες, Πτολεμαίοι, Ρωμαίοι, Βυζαντινοί, Άραβες, Ναΐτες, Φράγκοι, Ενετοί, Οθωμανοί, Βρετανοί, και πάλι Τούρκοι σήμερα) προσδιορίζει την ιστορική του κακοδαιμονία. Παράλληλα, λειτουργεί ως σημείο κραδασμού που εκπέμπει τον δικό του πολιτισμό μέσα στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Το είπα και άλλοτε και δεν δυσκολεύομαι να το επαναλάβω: Η υπέρογκη τραγωδία που έπληξε το νησί παρέχει ευκαιρία προς ανασύνταξη κι επανεύρεση του χαμένου κέντρου και των βαθύτερων υποστασιακών στοιχείων του λαού και του ίδιου του τόπου. Τούτο είναι θεμελιακό και κατεπείγον, ώστε να ισοσταθμίζουμε την απώλεια με εσωτερική ωρίμανση και άντληση γνώσης από τα δεινά που μας βρήκαν. Αλλιώτικα η τραγωδία θα είχε άδικα δοθεί σε μας. Η γνώση, το είπε ο Ταρκόφσκι, «δεκαπλασιάζει τη θλίψη». Μια τέτοια θλίψη προσφέρει και την φρονιμάδα, τον βαθύ αναστοχασμό και την οξεία διάκριση των πραγμάτων. Επειδή μας περιζώνει ένα πλέγμα διεθνούς αμοραλισμού, όπου ευδοκιμεί η τελειότητα της απάτης, χρειάζεται να έχουμε γρήγορο νου και συγκροτημένο το σύνταγμα της ψυχής μας.
Αυτά που ανέφερα προδιαγράφουν και το πλαίσιο, μέσα στο οποίο κινείται και αρδεύεται ο δημιουργικός μου λόγος και το άνοιγμά του προς «το μέγα πανελλήνιον», όπως τουλάχιστον το διατυπώνει και το εννοεί ο Καβάφης.

Επάνω σ’ αυτό θα ήθελα να σας ρωτήσω, γιατί έχω τη γνώμη ότι το ποιητικό σας έργο αποτελεί πρωτοπορία για την Κύπρο και την Ελλάδα, και μάλιστα συνδέει το νησί με το αθηναϊκό κέντρο, που κατά κανόνα ομφαλοσκοπούσε και δεν έριχνε ματιά κατά Κύπρο μεριά: Τι νομίζετε, και πώς συνδέεται η κυπριακότητά σας με τα πανελλήνια δεδομένα και κατ’ επέκταση με το άνοιγμά σας προς τον κόσμο;

Η ερώτηση είναι σύνθετη, και αν πρέπει να λυθεί ο κόμπος της, οφείλει η απάντηση να είναι απλή, πράγμα εξαιρετικά δύσκολο, γιατί προϋποθέτει σοφία. Κοιτάχτε τι έγινε με τον Καβάφη. Η αθηναϊκή ελίτ ουσιαστικά τον αποδέχτηκε μόλις δέκα χρόνια πριν από το θάνατό του. Η παρατήρηση αυτή δεν είναι δική μου, ανήκει στον Γιώργο Π. Σαββίδη. Με άλλα λόγια, ο μύθος δηλοί ότι η Αλεξάνδρεια και τώρα και η Κύπρος πέφτουν μακριά. Μου φαίνεται μάλιστα πως οτιδήποτε δεν κινείται μεταξύ πλατείας Συντάγματος και Ομονοίας πέφτει για την Ελλάδα μακριά. Μακριά και η Θεσσαλονίκη και η Κρήτη, η Πάτρα και η Κέρκυρα, τα Γιάννενα, η Αλεξανδρούπολη, η Καβάλα, η Ρόδος, ο Βόλος, ο Ρήγας, ο Καποδίστριας, ο Μακρυγιάννης, ο Σολωμός ή ό,τι άλλο. Μακριά τα μέρη, τα πρόσωπα, οι καταστάσεις, η ίδια η Ελληνική Επανάσταση, πάνω στην οποία θα συντριβούν οι θεωρητικές μας γνώσεις και η αλήθεια (ή το ψέμα) της ζωής μας. Όταν ο Διονύσιος Σολωμός έγραφε τον Διάλογό του ή την Γυναίκα της Ζάκυθος, ήθελε ουσιαστικά να προσθέσει στην συνείδηση του Γένους το δικό του πνευματικό και καθαρτήριον πυρ, να αφυπνίσει τους Έλληνες από την σύγχυση και την ευτέλεια των παθών, να τους καταστήσει αληθινά «ελληνικούς», με την εθνικότερη, δηλαδή την οικουμενικότερη σημασία της λέξης. Ακόμα και τώρα, οι Ελλαδίτες πολιτικοί –με λίγες φωτεινές εξαιρέσεις– δεν έχουν ως πρώτο θέμα την ενότητα του έθνους και την σύνδεση των επιμέρους, έτσι ώστε να συμπληρώνεται το ψηφιδωτό του παγκόσμιου Ελληνισμού. Μήτε και συνειδητοποιούν ότι ο περιορισμός της μητροπολιτικής Ελλάδας στα γεωγραφικά της όρια συρρικνώνει και τον ρόλο της να υπερασπίζεται τον Ελληνισμό, και μάλλον την δυσκολεύει να καταλάβει πως η ασφάλειά της εξαρτάται από τα διάσπαρτα αναχώματά της, ανάμεσα στα οποία προφανώς το σημαντικότερο είναι αυτό της Κύπρου.
Αλλά για να συλλάβει κανείς το μέγεθος αυτής της αλήθειας, χρειάζεται, όπως το μαρτυρούν και οι λέξεις, να έχει μέγεθος και να αληθεύει και ο ίδιος. Να ανακαλύπτει δηλαδή το αληθινό του πρόσωπό και να ταυτίζεται εν πνεύματι με την βαθύτερη ουσία του. Η γνώση του εαυτού έχει κάτι εν προκειμένω να προσθέσει. Είναι για τούτο που χρειάζεται η ποίηση, γιατί μας στεφανώνει με πνευματικότητα και εμπλουτίζει τις πηγές των δακρύων με την χάρη και το ταλέντο της ευθύνης. Η αίσθηση του χρέους είναι ουσιώδες ζήτημα πνευματικότητας και τραγικής βέβαια αίσθησης των πραγμάτων, μέσα από την οποία «θέλει έβγουν οι μεγάλες Ουσίες». Κοντολογίς το χρέος μεγεθύνει το πνεύμα και αποδεσμεύει αλήθειες που διευρύνουν την τέχνη της ποίησης και την σχέση της με την τέχνη της ζωής. Αποκαλύπτει στον κόσμο το βάθος του μυστηρίου του και πλαταίνει την εικόνα του ανθρώπου. Όπως αντιλαμβάνεστε, το πρόβλημα δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό, οφείλει όμως να περνά και να διυλίζεται μέσα από τον πολίτη κάθε χώρας, καθώς διαθλάται στον κόσμο. Η ευθύνη είναι οικουμενική, και η συνάντηση των λαών είναι το αίτημα, για το οποίο η κοινή μας Ευρώπη δεν βρήκε ακόμη τον σωστό της βηματισμό. Δεν κατακρίνω κανένα, μέμφομαι περισσότερο τον εαυτό μου που δεν κατάφερε να πείσει ότι λαχταρά να υπερβαίνει την έννοια του Έλληνα Κυπρίου ή του Έλληνα Ελλαδίτη (μην σας ξαφνιάζουν οι όροι), στη μεθιστορική του προσπάθεια να μιλήσει στη γλώσσα της ποίησης, που συναιρεί εποχές, λαούς, ιδέες και παντός είδους αισθήσεις για τα γήινα και τα ουράνια.

Διαισθάνομαι ότι σας ενοχλεί μάλλον ο όρος «Κύπριος λογοτέχνης», ως περιοριστικός της οικουμενικότητας που επιχειρείτε να εκφράσετε με το έργο σας. Όμως κατοικείτε στην Κύπρο και εδώ θεσπιστήκατε. Τι έχετε να πείτε πάνω σ’ αυτό;

Κοιτάχτε, ο όρος «Κύπριος λογοτέχνης» είναι χρηστικός, όπως και ο όρος κυπριακή λογοτεχνία. Μερικοί ανησυχούν, για να μην πω ανατριχιάζουν, μήπως η χρήση του όρου «κυπριακή λογοτεχνία» απομακρύνει από τον εθνικό κορμό. Άλλοι πάλι επιμένουν σε αυτόν με την ελπίδα της απομάκρυνσης! Εξοργίζομαι και με τους δύο. Υπάρχει μια ηθελημένη εμμονή που εμένα με ενοχλεί, ίσως γιατί ευτυχώς δεν έχω τις αναγκαίες πολιτικές (διάβαζε κομματικές) παρωπίδες. Η πολιτική νοθεύει δυστυχώς την καθαρότητα των εννοιών, ακόμα και την ίδια τη γλώσσα που χρησιμοποιείται από κάποιους ως όχημα ιδεολογικών προσομοιώσεων και εθνικών μεταλλαγών. Κι εδώ ακριβώς εγείρεται το ερώτημα ποιο είναι το δικό μου χρέος ως ποιητή. Και βρίσκω, με τα λίγα πνευματικά μου κολλυβογράμματα, ότι οφείλω να παραμείνω πτωχός και γυμνός και ξένος μέσα σε όλον αυτόν τον καταρράκτη από κάθε λογής σκοπιμότητες, εμμονές και ιδεοληψίες που σε κρατάνε δεμένο ή στενεύουν το μυαλό.
Βγαίνω έξω απ’ τη στάνη, όπως φυσικά και κάποιοι άλλοι, όμως πρέπει να το ομολογήσω, ότι κανένας δεν μας θεωρεί επικίνδυνους, κανένας δηλαδή δεν μας λαμβάνει σοβαρά υπόψη, ούτε μας στέλνει φυλακή. Στα μέρη τα δικά μας, ακόμα και οι λύκοι είναι μπασταρδεμένοι. Φυσικά, οι άλλοι λύκοι, οι «γκρίζοι» της Τουρκίας, που εισάγονται στο νησί μας, θ’ αναπληρώσουν το κενό, αλλά για την ώρα απλώς προετοιμάζονται. Η αίσθηση του εθνικού κινδύνου, όχι μονάχα για τα εδώ (της Κύπρου) αλλά και για τα εκεί (της Ελλάδας) με κατακαίει. Ξέρω πως δεν έχω δικαίωμα να δώσω ύπνο στους οφθαλμούς μου, γιατί η ποίηση δεν το επιτρέπει. Ότι η συνείδηση του πολίτη με καθιστά υπεύθυνο να μην ζω μονάχα στον ιδεώδη κόσμο της τέχνης, μακριά στο νησί των μακάρων (έτσι χαρακτηριζόταν κάποτε και η Κύπρος), αλλά να μερίζομαι την αγωνία και το δράμα του λαού. Και ακόμα περισσότερο, να προσπαθώ να ταρακουνήσω αυτόν τον λαό και να του υπενθυμίζω το χρέος του, που είναι και το πρωτογενές και αρχέγονο χρέος του ανθρώπου, σε όποιο μέρος της γης και αν κατοικεί: να είναι τραγικός, να συναισθάνεται τον σκοπό και το τέλος της ύπαρξής του, εννοώ το «τέλος» της ιστορίας ως νοήματος με εσχατολογικό περιεχόμενο. Ο κίνδυνος ελλοχεύει παντού και ο ουρανός μπορεί ανά πάσα στιγμή να πέσει καταπάνω μας, να μας συντρίψει. Ο Αντονέν Αρτώ καταλάβαινε, όπως φαίνεται καλά, ότι με αυτήν ακριβώς την αίσθηση συλλαμβάνεται η έννοια της τραγικότητας. Αλλά η συνείδηση του κινδύνου και η αποβολή της μακαριότητας προϋποθέτει μια ιδιαίτερη ποιότητα κυττάρων, που καθιστά τον άνθρωπο ικανό να αντλεί τη δύναμή του από το μαγνητικό πεδίο, όχι απλώς της εθνικής παρά της οικουμενικότερης πνευματικής αγρύπνιας. Με βάση αυτό ρυθμίζονται και οι σχέσεις με ομοτέχνους και μη. Οι θεματικές, για τις οποίες με ρωτάτε προκαθορίζονται καθ’ οδόν, και παρακαλώ αυτό να μην εκληφθεί ως παραδοξολογία. Συνηθίζω να διαισθάνομαι αυτά που ήδη ονειρεύτηκα, με φιλόδοξο στόχο να καταστήσω ορατά τα αόρατα, ή, ακόμα καλύτερα, αόρατα τα ορατά. Μου αρέσει να παίζω κρυφτούλι με τον δυνητικό αναγνώστη και ακροατή. Μ’ αρέσουν οι μελλοντικές απορίες του, οι εκπλήξεις του, ό,τι τέλος πάντων επιχειρώ να ανασύρω από την ψυχή του. Ο κανόνας που θέτω στον εαυτό μου είναι τούτος: μακριά από την αγορά και «την πολλή συνάφεια». Λαχταρώ να εκπλήττω ακόμη και την ποίηση, ή να ανατρέπω για χάρη της τον εαυτό μου, πράγμα που θαρρώ είναι το ίδιο. Αν νιώθω την ανάγκη να μου κάνω τον δάσκαλο και να παραδίδω διαρκὠς σε μένα μαθήματα αισθητικής, είναι γιατί δεν ξέρω άλλον τρόπο να επικοινωνώ με τον κόσμο ή να αντλώ υλικό ενεργού εμπειρίας από την υποθετική μου σχέση με αυτόν. Για να είμαι δίκαιος και ακριβής, η Κύπρος μού καλύπτει μέρος των ποιητικών εξόδων, αφού οι παντός είδους ερεθισμοί, και η αλληλοπεριχώρηση της δικής μου όσο και της δικής της γεωγραφικής και ιστορικής θέσης, διαμορφώνουν ένα πλαίσιο που μου παρέχει θεματική βάση και διάδρομο απογείωσης. Την απογείωση την εννοώ και ως απόδραση. Έχω φυσικά την ευχέρεια να παίρνω το νησί μου ή ό,τι άλλο μαζί μου και να προεκτείνω την ιστορία βαθιά μέσα στον μύθο που επινοώ ως εγκατοίκηση σε πρωτοφανέρωτες παρθένες περιοχές. Επιχειρώ να καταστήσω τον μύθο φιλοπερίεργο, ας πούμε, και συμμέτοχο στην προσπάθειά του να μάθει ποιος είναι και ποια εξέλιξη θα δώσει στον εαυτό του.


K. Xαραλαμπίδης, Θ. Πυλαρινός (φωτ. Ρήσος Χαρίσης)



Ακριβώς πάνω σ’ αυτό θα ήθελα να σας ρωτήσω. Κάπου στον τόμο δοκιμίων Εν δορί κεκλιμένος λέτε: «Μας δόθηκε η χάρις να ανήκουμε σε όλο τον κόσμο και σε όλη την κλίμακα της ευαισθησίας, γιατί η ποίηση δεν είναι άλλο από αυτό». Εντυπωσιάζει επίσης το γεγονός ότι τα στοιχεία εθνικής εντοπιότητας, που η ποίηση τυχόν εμφανίζει, δεν είναι το πρωτεύον, εφόσον υπογραμμίζετε ότι αυτή θα πρέπει «να μετριέται κατά το ήθος και την ποιότητά της, από την οποία απορρέει η ουσιαστική της οικουμενικότητα». Είναι πράγματι αυτό η τελική σας λέξη; Επιχειρείτε συνειδητά να αποδράσετε όχι μονάχα από την Κύπρο αλλά και από τον υπόλοιπο Ελληνισμό;
 

Τι βάσανο που είναι η συνέντευξη! Μας υποχρεώνει να επαναλάβουμε τον εαυτό μας, αλλά δεν γίνεται αλλιώς, γιατί ο εαυτός δεν ξεφεύγει από τη δική του λαβίδα και τα εξαγγελτικά, να πούμε, μοτίβα του. Έλεγα λοιπόν σε κείνο το βιβλίο ότι η πατρίδα και το έθνος (που σήμερα πολλοί τις θεωρούν παρωχημένες έννοιες) «συνιστούν τα δομικά μας στοιχεία με τα οποία αποκτούμε πρόσωπο και συγκεκριμένη υπόσταση, ώστε να έχουμε κάπου να πατάμε, για να μπορούμε, ανάλογα με το χρέος και το ταλέντο μας, να τα υπερβαίνουμε σε πανανθρώπινη κλίμακα». Αρκεί να βλέπουμε πάντα την πατρίδα και το έθνος ως μία διέκταση του εαυτού μας μέσα στην κοινή μοίρα – την μοίρα που αφορά την αποκάλυψη για το επόμενο βήμα της ανθρωπότητας προς τα εμπρός.

Και η τελευταία ερώτηση: Ποια είναι η σχέση σας με τους ομοτέχνους σας. Ποια είναι τα νέα πρόσωπα και οι νέες θεματικές που ρυθμίζουν τη σχέση σας με το νησί σας αλλά και με τους εν Ελλάδι συναδέλφους σας;

Εδώ θα θυμηθώ μια φράση του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη: «Αγαπώ την γυναίκα μου, όπως αγαπάει ο νεκρός τον τάφο του!» Ίσως και να ήθελε να πάρει επάνω του το βιβλικό «ἐγὼ γὰρ […] ἀπέθανον, ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ» ή κάτι ανάλογο, που να σχετίζεται χιουμοριστικά με τη μελλοντική μας ανάσταση. Δεν λέω να υπερβάλλουμε, αλλά πρέπει βαθιά να το καταλάβουμε ότι μπορούμε να παίζουμε μαζί με τον Θεό (κρυφτό ή ό,τι άλλο) και, αν είναι δυνατόν, ακόμα να τον γαργαλάμε. Οι ομότεχνοί μου θαρρώ πως παραείναι σοβαροί μαζί μου και μεταξύ τους. Αλλά περί αυτού πρόκειται. Πώς εννοεί ο καθένας μας αυτή την σχέση, και πρώτιστα πώς εννοεί την σχέση του με τον εαυτό του ή πώς να ρυθμίζει τους λογαριασμούς του με την ίδια την τέχνη του. Τα ερωτήματα είναι βαθιά και βασανιστικά και δεν αφορούν μονάχα Κύπρο και Ελλάδα – πόσο μάλλον που οι Ελλαδίτες (λογοτέχνες και μη), με λιγοστές πλην φωτεινές εξαιρέσεις, δεν έχουν σαφή και ξεκάθαρη ιδέα ως προς το πρόσωπο της Κύπρου, τη γλώσσα, την παράδοσή της, το εθνικό και το κοινωνικό της φρόνημα, την σύγχρονη τραγωδία της. Η σχέση δεν ρυθμίζεται μονομερώς, αυτό θέλω να πω, και να προσθέσω ακόμη ότι εμείς από την Κύπρο έχουμε την πολυτέλεια να κρίνουμε αδέσμευτα και να προχωρούμε μόνοι και αγνώριστοι μέσα στη νύχτα, καθώς το είπε ο Μανόλης Αναγνωστάκης. Αυτό δεν έχει να κάνει με την οπτική αναγνώριση παρά με την βαθύτερη πνευματική μοναξιά, και ευτυχώς. Οι αποστάσεις και η απομόνωση προσφέρουν ένα ιδιαίτερα γόνιμο πλαίσιο δημιουργίας. Για να το πω πιο απλά, έχω την άνεσή μου και την ελευθερία μου να συνομιλώ με την ποίηση και να αφήνω στον χρόνο την προσοχή για το δικό μου έργο. Από μια καλή μοίρα, το έργο μου έτυχε να γίνει αποδεκτό σε Ελλάδα και Κύπρο, και αυτό με ευκολύνει να συνομιλώ με τους συναδέλφους σε επίπεδο αλληλοσεβασμού και αξιοπρέπειας. Όμως τι τα θες, αυτά είναι φιλολογίες, αφού η θεματική εξέλιξη και η ουσιαστική συνομιλία με την ποίηση «στη σιωπή ωριμάζει», κατά την έκφραση του Ρίλκε. Κάποια στιγμή, μπορεί και μετά θάνατον, θα πούμε στα χαρτιά μας «μιλήστε σεις για μένα». Το ίδιο δεν είπε και στα χέρια του ο δολοφόνος του Ιούλιου Καίσαρα; «Μέμνησο», λοιπόν, «λουτρῶν οἷς ἐνοσφίσθης». Η τραγωδία και οι όποιες αιτίες της είναι για μένα το ελληνικό και παγκόσμιο ζητούμενο. Αν πρέπει να γίνουμε πολίτες του κόσμου, επιβάλλεται, όπου και αν ζούμε, να την επωμιζόμαστε σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μην κατανταίνει επαρχιώτικη.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: