Αναμυθεύοντας την Ελληνική Λογοτεχνία της Κύπρου

Για να μπορέσει κάποιος, που έλκει την καταγωγή του από την Κύπρο, να πάρει την Ελληνική ιθαγένεια, περνά από ποικίλα στάδια. Ανανεώνει πολλές φορές στο Τμήμα Αλλοδαπών την Πράσινη του Κάρτα (έχει πια γαλάζιο χρώμα, ενώ απαλείφθηκε η φράση: «Εθνική καταγωγή: Ελληνική»), ανανεώνει επίσης πολλές φορές την Άδεια Εργασίας Αλλοδαπού στη Νομαρχία (που αναγράφει στο επάνω μέρος: «Ομογενής από Κύπρο»), εμπλέκεται με δημόσιες υπηρεσίες: Νομαρχία, Υπουργείο Εσωτερικών, Περιφέρεια, Ελληνική Αστυνομία και Δήμο της περιοχής που διαμένει.

Σε ένα άλλο επίπεδο, αυτή η δαιδαλώδης διαδρομή, κάλλιστα θα μπορούσε να σκιαγραφήσει και την λογοτεχνία που προέρχεται από την Κύπρο, αλλά συνάμα την ονοματοθεσία και τον προσδιορισμό της ταυτότητάς της. Ανήκει άραγε στην κατηγορία «Ελληνική Λογοτεχνία της Κύπρου», καθώς δέχεται τις επιδράσεις του ελλαδικού χώρου ή στην «Κυπριακή Λογοτεχνία», προσδιορισμένη από πολιτικοκοινωνικές και ιδεολογικές συνθήκες του τόπου; Πιθανόν το ερώτημα αυτό να βρίσκει απάντηση μέσα από τα λόγια του Καβάφη: «Δεν είμαι Έλλην, είμαι ελληνικός». Προσοχή, όχι Έλλην, ούτε ελληνίζων, αλλά «ελληνικός».

  Ως προς την Κύπρο, μήπως αυτή αποτελεί λογοτεχνική επαρχία της Ελλάδας; Μήπως επιζητεί σύγκριση, κριτική και αξιολόγηση με τον ευρύτερο ελληνικό χώρο της λογοτεχνίας ή προτιμά τον περιορισμό της στα γεωγραφικά όρια του νησιού; Επιδιώκει τον διάλογο και την εξωστρέφεια ή μονολογεί ατέρμονα μπροστά στο κάτοπτρό της; Ερωτήματα βασανιστικά, δίχως εύκολες απαντήσεις, μεγαλύτερα πολλές φορές και από το μέγεθός της. Οι απόψεις ποικίλλουν. Θα επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε κάποιες από αυτές.

  Ο Αντώνης Πετρίδης εξηγεί, σε συνέντευξή του (Διάλογος, 3.11.2019), πως η εξωστρέφεια σύγχρονων συγγραφέων της Κύπρου, ηλικίας 30 έως 50 ετών, καθιστά την τρέχουσα λογοτεχνία πιο πολυπρόσωπη, ευρεία και λιγότερο τοπικιστική στη θεματολογία και τους τρόπους της· δεν διακατέχονται πια στον ίδιο βαθμό από το άγχος της «κυπριακότητας», είτε με τη θετική του έννοια (να αναδείξουν την ιδιοπροσωπία του τόπου ως ιδιοπροσωπία του έργου) είτε με την αρνητική (να αποδείξουν ότι το περιφερειακό δεν είναι περιθωριακό).

  Εμείς με τη σειρά μας θα διερωτηθούμε αν αυτή η αισιόδοξη οπτική οδηγεί σε μια προοπτική διαρκείας. Γιατί πάντοτε θα υφίστανται ιδιαιτερότητες, αποκλίσεις και ταυτοτικοί προβληματισμοί. Ένα παράδειγμα: Σε πρόγραμμα του 15ου Φεστιβάλ Λευκωσίας (1990) αναγραφόταν: «Μια ποιητική βραδιά αφιερωμένη στη σύγχρονη Ελληνική και Κυπριακή ποίηση». Κάτι αντίστοιχο σημειώθηκε (Σεπτέμβριος 2020) και από το ίδιο το Υπουργείο Παιδείας, Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας της Κύπρου (ΥΠΠΑΝ), το οποίο σε ανακοίνωσή του σχετικά με εγγραφές σε Επιμορφωτικά Κέντρα, ανέφερε πως θα διδάσκεται και το μάθημα «Ελληνική – Κυπριακή Λογοτεχνία», με στόχο «τη γνωριμία με τους σημαντικούς Έλληνες και Κύπριους λογοτέχνες». Σε παρόμοιο ολίσθημα υπέπεσε και ο Σύνδεσμος Πολιτισμού Ελλάδας Κύπρου, όπου στην ιστοσελίδα του αναγράφει πως «βασικός σκοπός του είναι να ενώνει τους απανταχού Έλληνες και Κύπριους δημιουργούς». Σε άλλο όμως σημείο της ιστοσελίδας, διαχωρίζει σωστά σε Ελλαδίτες και Κύπριους.

  Ένα φωτεινό παράδειγμα, που φανερώνει ότι η Νεοελληνική Λογοτεχνία της Κύπρου αποτελεί μέρος αλλά και συνέχεια της ευρύτερης Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, είναι η καθιέρωση του μαθήματος «Νεοελληνική Λογοτεχνία –Νεοελληνική Λογοτεχνία της Κύπρου 19ος - 20ός αιώνας», στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Διδάσκουσα η Λουΐζα Χριστοδουλίδου. Αυτό αποτελεί σημαντικό βήμα, γιατί η Κύπρος βρίσκεται σε αδιαμφισβήτητη ιστορική διαλεκτική σχέση με την Ελλάδα, ενώ παράλληλα υπάρχει αμφίδρομη επικοινωνία αλληλοτροφοδότησης, κάτι αναγκαίο και ζωτικής σημασίας.

  Το τι είναι όμως ζωτικής σημασίας, ο καθένας το εκλαμβάνει με το δικό του τρόπο, ερμηνεύοντας ή παρερμηνεύοντας, σύμφωνα με την προσωπική του αντίληψη, που βασίζεται συχνά σε πολιτικοκοινωνικές θεωρίες και ιδεολογικές διακυμάνσεις. Το ίδιο συμβαίνει κάποτε και με την πολιτεία, που προσπαθεί να ζυγίζει ισόποσα (;) την ανάγνωση της Ιστορίας, στο πλαίσιο προφανώς μιας ευρύτερης πολιτικής. Ένα παράδειγμα: Από τη μια το ΥΠΠΑΝ χρησιμοποιεί τον όρο «Ελληνική Λογοτεχνία της Κύπρου» για τις εκδόσεις του (Κυπριακή Λαϊκή Ποίηση, Ελληνική Λογοτεχνία της Κύπρου, Νέοι Κύπριοι Λογοτέχνες, Φιλολογικά Μνημόσυνα, Πρακτικά Συμποσίων), κι από την άλλη οι Πολιτιστικές του Υπηρεσίες περιέλαβαν στον προϋπολογισμό τους (από το 2010) πρόνοια για λειτουργία προγράμματος επιχορήγησης αμφίδρομης μετάφρασης έργων Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων λογοτεχνών. Οι επιχορηγήσεις για το 2019, που γνωστοποιήθηκαν μέσω ανακοίνωσης στις 16.12.19, περιλάμβαναν ποσό των 23,625 ευρώ στις εκδόσεις «Βακχικόν» για βιβλία των Mehmet Kansu, Osman Türkay, Neşe Yaşin. Από 2,070 ευρώ έλαβαν οι εκδόσεις «Περισπωμένη» και Heterotopia Publications Ltd για έκδοση βιβλίων της Μυρτώς Παπαχριστοφόρου και του Γιώργου Μολέσκη, αντίστοιχα. Επίσης οι εκδόσεις «Εν Τύποις» έλαβαν ποσό των 3,090 ευρώ για έκδοση βιβλίου των Μιχάλη Χατζηπιερή, Νεσιέ Γιασίν, Γιώργου Κεπόλα και Νιαζί Κιζιλγιουρέκ.

  Οι Πολιτιστικές Υπηρεσίες έχουν επιχορηγήσει βιβλία των Μεχμέτ Γιασίν, Τανέρ Μπαϊμπάρς και Γκιουργκέντς Κορκμάζελ. Παράλληλα εξέδωσαν δίγλωσση ανθολογία με διηγήματα Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, σε γενική επιμέλεια Λευτέρη Παπαλεοντίου, και βιβλίο με ποιήματα του Ατάλ Μπιχαρί Βαζπεΐ. Επιχορήγησαν επίσης έκδοση βιβλίων από Δικοινοτικούς Λογοτεχνικούς Διαγωνισμούς Νέων, τα οποία εξέδωσε η Ένωση Λογοτεχνών Κύπρου, καθώς και έκδοση των βραβευμένων ποιημάτων σε δικοινοτικό διαγωνισμό. Το ΥΠΠΑΝ επιχορήγησε ακόμα την έκδοση του βιβλίου του Γιώργου Μολέσκη «Σύγχρονοι Τουρκοκύπριοι ποιητές: Απόπειρα επικοινωνίας» και ανθολογία με ποιήματα είκοσι τεσσάρων Τουρκοκυπρίων ποιητών.

Όπως σημειώνει η Άννα Κατσιγιάννη (Σύγκριση, τ. 24, 2014): «Στο ερώτημα κατά πόσον είναι γραμματολογικά εφικτή η συστέγαση των δύο μερών υπό τον γενικότερο όρο «κυπριακή λογοτεχνία» –εφόσον ο όρος προϋποθέτει ένα αίσθημα ταυτότητας γλωσσικής, πολιτικής και ευρύτερα πολιτισμικής, παρά το γεγονός ότι ο ετεροπροσδιορισμός είναι δύσκολος– την απάντηση μας τη δίνουν οι ίδιοι οι Τουρκοκύπριοι με την ποίησή τους».

  Κάποιοι ωστόσο στην Κύπρο αναφέρονται στην ιδεολογική κατασκευή μιας αυτόνομης νεοκυπριακής λογοτεχνίας, που ενδεχομένως επηρεάζεται από εθνομηδενιστικές προκαταλήψεις. Ο Παντελής Βουτουρής αναφέρει σε σχετική συνέντευξή του (Η Καθημερινή, 20.7.14) πως οι Άγγλοι στα χρόνια του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, προκειμένου να αντιμετωπίσουν το ενωτικό κίνημα, έστησαν μια μηχανή, η οποία, όπως έγραφε ο Σεφέρης, έκανε τους ανθρώπους μπάσταρδους, «σπαρτούς», Κύπριους, όχι Έλληνες. Και διαπιστώνει: «Έτσι επινοήθηκαν τα σοβινιστικά νεοκυπριακά ιδεολογήματα περί ύπαρξης κυπριακού έθνους και κυπριακής ταυτότητας. Ανιστόρητα ιδεολογήματα που ευδοκιμούν σήμερα σε όλους σχεδόν τους πολιτικούς χώρους και παρατάξεις». Επισημαίνει ακόμη ότι από το 1950 οι Βρετανοί προέβαλαν τη θεωρία πως η κυπριακή διάλεκτος δεν είναι ελληνική, ενώ και σήμερα υπάρχει μικρή ομάδα γλωσσολόγων που ισχυρίζονται ότι η κυπριακή είναι γλώσσα και όχι διάλεκτος.

  «Οι κύριοι λόγοι της αφάνειας του μεγαλύτερου μέρους της λογοτεχνίας της Κύπρου στην Ελλάδα συναρτώνται με το ζήτημα της ταυτότητάς της», υποστηρίζει ο Ευριπίδης Γαραντούδης (Νέα Εστία, τχ. 1847, 2011). Σημειώνει δε πως οφείλονται σε μια συνεχιζόμενη διελκυστίνδα ανάμεσα στη θεώρηση της λογοτεχνίας των Κυπρίων ως αυτόνομης λογοτεχνίας και τη θεώρησή της ως λογοτεχνίας που ανήκει στον ευρύτερο κορμό της ελληνικής λογοτεχνίας στη βάση των κριτηρίων της κοινής γλώσσας και της κοινής εθνικής συνείδησης.

  Όμως γιατί εξακολουθεί να ενοχλεί ή να μη γίνεται αποδεκτός ο όρος κυπριακή λογοτεχνία, διερωτάται επίμονα ο Λευτέρης Παπαλεοντίου (Hellenic Studies, τ. 15, αρ. 2, 2007): «Μήπως επειδή η αποδοχή του σημαίνει ότι η λογοτεχνική παραγωγή των Ελληνοκυπρίων τείνει να αποσπαστεί από τον κορμό της νεοελληνικής λογοτεχνίας (όπως υποστηρίζουν μερικοί); Ή μήπως η χρήση του ακυρώνεται, επειδή θα πρέπει να στεγαστεί κάτω από τον όρο αυτό και η τουρκοκυπριακή λογοτεχνία (όπως υποστηρίζουν μερικοί άλλοι);». Θέτει ερωτήματα και ψάχνει για πιθανές απαντήσεις: «Μπορούμε να δεχτούμε την πρόταση του M. Yasin για ύπαρξη μιας κυπριακής λογοτεχνίας “που δεν θα βασίζεται μόνο σε κώδικες της ελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας, αλλά θα έχει ως αφετηρία το σύνολο των έως τώρα γλωσσών και λογοτεχνικών παραδόσεων της Κύπρου”; Ή είμαστε έτοιμοι να δεχτούμε την εισήγηση του M. Kappler για ύπαρξη «κυπριακών λογοτεχνιών», κυρίως μιας ελληνοκυπριακής και μιας τουρκοκυπριακής; Ακόμα: Είναι πιο πειστικοί και λειτουργικοί οι όροι «νεοελληνική» ή «ελληνόφωνη» λογοτεχνία της Κύπρου ή «ελληνοκυπριακή» ή «κυπριακή νεοελληνική λογοτεχνία»;  

Ο M. Vitti χρησιμοποίησε τον όρο «Κυπριακή Λογοτεχνία», στην Ιστορία που συνέγραψε, αν και θα ήθελε, όπως σημειώνει, «μια επιγραφή κάπως τεχνικότερη, όπως λόγου χάρη «ελληνόφωνη λογοτεχνία της Κύπρου» (Μικροφιλολογικά, τχ. 22, 2007). Παρόλα αυτά, εντάσσει στο βιβλίο υποτυπωδώς κάποια ονόματα Κυπρίων λογοτεχνών (αναθεωρημένη έκδοση του 2003). Από την άλλη ο Κ. Θ. Δημαράς και ο Λ. Πολίτης δεν ασχολήθηκαν με κανένα νεότερο Κύπριο λογοτέχνη στις δικές τους Ιστορίες της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Όσον αφορά τον R. Beaton, δεν συμπεριέλαβε στο βιβλίο του την λογοτεχνία της Κύπρου, αλλά ούτε αυτήν της Διασποράς, όμως αναφέρει κάπου τον όρο «Ελληνική Λογοτεχνία της Κύπρου».

  «Οι όροι «Λογοτεχνία της Κύπρου», «Ελληνική Λογοτεχνία της Κύπρου», «Νεοελληνική Λογοτεχνία της Κύπρου», σύμφωνα με τον Λεύκιο Ζαφειρίου (Hellenic Studies, τ. 15, αρ. 2, 2007), «αποτελούν μια περιττή γραμματική ορολογία που ενέχει τον κίνδυνο αποκλεισμού ή καταστολής του ορισμού «Κυπριακή» από διάφορες εκφράσεις της ζωής στην Κύπρο. […] Ο όρος «κυπριακή λογοτεχνία» είναι πολύ πιο σαφής και ταυτόχρονα η μακροχρόνια χρήση του καλύπτει επαρκώς την τοπική και περιφερειακή λογοτεχνία και δικαιολογεί τη γραμματική του χρήση».

  Η Κύπρος παραμένει τόπος ελληνικός, εμπεριέχει ιδιομορφίες, αλλά συνάμα έχει τα χαρακτηριστικά της εντοπιότητας, της γλώσσας και της ταυτότητας ενός νησιού με δική του ευρωπαϊκή και κρατική οντότητα. Ο ομφάλιος λώρος με την Ελλάδα προσδίδει στη λογοτεχνία του τόπου έναν εθνικό χαρακτήρα. Αποτελεί κομμάτι από το σώμα της, ακόμα και αν λογίζεται πολλές φορές μόνο ως «κυπριακή». Η μοίρα της Ελλάδας συνήθως συμπλέει με την πορεία του «κυπριακού προβλήματος», έστω και αν για κάποιους η Κύπρος είναι μακριά. Συχνά ωστόσο η Ελληνική Λογοτεχνία καρπώνεται όλη την «ελληνικότητα», αφήνοντας εκτός την Ελληνική Λογοτεχνία της Κύπρου.

  Και όμως «η Λογοτεχνία της Κύπρου είναι αναπόσπαστο κομμάτι της νεοελληνικής λογοτεχνίας», τονίζει ο Κ. Γ. Γιαγκουλλής (Ο Φιλελεύθερος, 16.5.1990). Προσθέτει επίσης πως το επίθετο «Κυπριακή» έχει μόνο γεωγραφική έννοια, όχι αξιολογική, και η χρήση της αποτελεί φιλολογικό λάθος. Διευκρινίζει δε πως ο όρος αυτός συνηγορεί, συνειδητά ή ασυνείδητα, στην καλλιέργεια μιας χωριστικής τάσης στην πολιτισμική οντότητα Ελλαδιτών και Κυπρίων, και καθώς περιλαμβάνει και την Τουρκοκυπριακή λογοτεχνία, δεν μπορούμε να μιλάμε για ενιαία ελληνική λογοτεχνία.

  «Αν η Κυπριακή λογοτεχνία, όπως άλλοτε η Κρητική, είναι αναπόσπαστο μέλος της Ελληνικής, οι Κύπριοι συγγραφείς έχουν αυτοδικαίως θέση ανάμεσα στους Ελλαδίτες ομόγλωσσους και ομότεχνούς τους», εξηγεί ο Γ. Π. Σαββίδης (Ο Φιλελεύθερος, 13.5.79) και συνεχίζει: «Φυσικό είναι η νεότερη Κυπριακή λογοτεχνία να αρδεύεται άμεσα από την Ελληνική (Ελλαδική θα έλεγα, αν δεν υπήρχε ο Καβάφης) και έμμεσα είτε άμεσα, από την ευρωπαϊκή (στην πλατύτερη έννοια) λογοτεχνική παράδοση. Αλλά οι πολιτικοπολιτισμικές συνθήκες μέσα στις οποίες αναπτύσσεται η Κυπριακή λογοτεχνία είναι πολύ διαφορετικές από τις ελλαδικές: άρα, αργά ή γρήγορα, η ιδιοτυπία της θα γίνει πιο έκδηλη και ευεργετική για το σύνολο της Ελληνικής λογοτεχνίας».

  Ο Αλέξης Ζήρας σε τοποθέτησή του σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης (31.7.20), υπογραμμίζει ότι ο όρος «κυπριακή λογοτεχνία» θα ήταν ο πιο σωστός, αν δεν υπήρχε γλωσσική και ριζωμένη σε βάθος εθνοτική απόκλιση μεταξύ των δύο χωριστών κοινοτήτων. Τονίζει επίσης πως αντιλαμβάνεται την πολιτική σπέκουλα για ενιαία κυπριακή λογοτεχνία, αλλά κάτι τέτοιο δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο μετά από ενιαία ζωή και μετά από πολλών δεκαετιών εσωτερική ζύμωση και συγκλίσεις. Συμπληρώνει επίσης πως, για να υπάρξει ενιαία λογοτεχνία, θα πρέπει να υπάρξει μια δεσπόζουσα γλώσσα η οποία και να φτιάξει τη δική της παράδοση, τη δική της σύνθεση, όχι βέβαια με αλληλοκοινοτικές μεταφράσεις. Διευκρινίζει ακόμα πως η τουρκοκυπριακή λογοτεχνία έχει τις δικές της εσωτερικές αναφορές, τις δικές της επιδράσεις, ενίοτε τα δικά της θέματα. Καταλήγοντας διαπιστώνει πως η ελληνοκυπριακή ποίηση έχει επηρεαστεί εδώ και δεκαετίες και από την ελλαδική, έχοντας φτιάξει τη σχετική της παράδοση, τη στιγμή που η τουρκοκυπριακή (ακόμα και λόγω γλώσσας), είναι σε μεγάλο βαθμό στερημένη από αυτές τις ρίζες.

  Ο ίδιος μελετητής, σημειώνει στην εισαγωγή του βιβλίου του Όψεις της κυπριακής πεζογραφίας 1900-2000 (Αίπεια, 2010): «Υπάρχουν επισημάνσεις που θεωρούν αυτονόητη τη συνύπαρξη ή την ενιαία αντίληψη στην αξιολόγηση των ελλαδικών και των κυπριακών γραμμάτων. […] Ίσως δεν έχει νόημα να ορίσουμε από εδώ το αν η κυπριακή λογοτεχνία είναι ένα απλό παρακλάδι των ελλαδικών γραμμάτων ή, μήπως, διατηρώντας έναν κάποιο διάλογο μ’ αυτά, αποτελεί μια αυτόνομη πολιτισμική έννοια που περισσότερο απομακρύνεται παρά πλησιάζει το εθνικό κέντρο. Αλλά, θα έλεγα ότι ανάμεσα στα δύο αυτά διλημματικά άκρα που εκφράζουν αφ’ ενός την παραδοσιακή εθνιστική αντίληψη για την απόλυτη ενότητα και ταύτιση των ομόγλωσσων λογοτεχνιών και, αφ’ ετέρου, τη σχετικά πρόσφατη (και για μένα έωλη) αποδομιστική αντίληψη, η οποία θέλει να κατασκευάσει ξανά, εκ των άνω, μια κυπριακότητα απολύτως διακριτή, η ισορροπία δεν μπορεί παρά να βρίσκεται κάπου στη μέση».

  Έτσι και εμείς καλούμαστε να ισορροπήσουμε σε ένα ατέρμονο «παιχνίδι» ορισμών, ερμηνείας, σημασιολογίας και νοηματοδότησης με επίκεντρο τις λέξεις «διαχωρισμός», «επαναπροσέγγιση» και «ένταξη». Λέξεις που είναι πάντα επίκαιρες, ακόμα και για λόγους πολιτικούς. Η «ένταξη» δεν αφορά μόνο Τουρκοκύπριους, αλλά και την ένταξη της Κύπρου στον ευρύτερο ελληνισμό, ώστε να μην αισθάνεται εγκλωβισμένη και απομονωμένη, να μην είναι πρόσφυγας ή μετανάστρια, να μην τίθεται θέμα «πολιτογράφησής» της. Να επιτευχθεί «επαναπροσέγγιση» με την ελλαδική λογοτεχνία, γιατί δεν υπάρχει χώρος για «Διζωνική, Δικοινοτική Ομοσπονδία της λογοτεχνίας».

  Απουσιάζει όμως το όραμα, η οργάνωση, η πνευματικότητα, το οικουμενικό βλέμμα, μακριά από σκοπιμότητες, ιδεοληψίες, πολιτικά και κομματικά κριτήρια. Ο «κυπροκεντρισμός» έχει παρεισφρήσει στην κοινωνία της Κύπρου, έχει εισχωρήσει εν μέρει σε πανεπιστήμια και υπουργεία που δίνουν τις συντεταγμένες σε εντεταλμένους και μεσάζοντες. Όμως στη λογοτεχνία δεν χωρούν πολιτικές συμβάσεις, κατευθυνόμενη επαναπροσέγγιση, μονόπλευρες και προκατειλημμένες εικόνες. Το συρματόπλεγμα είναι για χρόνια εκεί και τρυπά καθημερινά τους ανθρώπους του νησιού. Όχι όμως όλους.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: