Η αλληγορία της αμηχανίας

Ανοίγω τα μάτια ζαλισμένος, μεγάλος προβολέας πάνω ψηλά – με τυφλώνει. Κλείνω το ένα μάτι, πού βρίσκομαι; Θέση καθιστή, κοιτάζω κάτω χέρια και πόδια, μην είμαι δεμένος. Ουλές από δεσμά στους καρπούς – δεν θα ήταν, φαίνεται, η πρώτη φορά. Κανένα σκοινί, ευτυχώς. Σηκώνομαι, κάπως διστακτικά όμως, δεν γνωρίζω αν είναι κανείς εκεί. Είσαι ποτέ μόνος; / Δεν ξέρω. Μετακινούμαι σε σκοτεινότερο σημείο. Προσεχτικά, ε; Δεν γνωρίζεις ακόμη... Είμαι στο κέντρο μιας πίστας· χωμάτινο έδαφος. Επάνω η οροφή κλείνει σαν ανάποδο χωνί, έτοιμο να με ρουφήξει. Τριγύρω στα δέκα μέτρα ακτίνα, νομίζω διακρίνω έναν όγκο, σαν μεγάλο ακροατήριο. Με κοιτάνε; / Ναι, σε κοιτάνε, συμπεριφέρσου φυσιολογικά, κάνε πως δεν τους έχεις προσέξει. Ένας καθρέφτης στο πλάι. Πάω… συνηθισμένο το πρόσωπο, δεν με αναγνωρίζω για ακόμη μία φορά. Είμαι άντρας, νεαρός, μαύρα μάτια, κακοξυρισμένος, δεν θα ξυριζόμουνα ποτέ έτσι. Φαίνεται όμως πως δεν μου δόθηκε επιλογή. Τα μαλλιά ίσια, πλούσια, μόλις που διακρίνω μικρή φαλάκρα, στο μέσο ψηλά. Αυτιά κάπως εξογκωμένα… Ε τώρα, δεν είσαι κι άσχημος! / Όχι, εδώ που τα λέμε. Ας είναι.

Εκεί! Κάποιους βλέπω, πιο καθαρά τώρα! Ποιοι με παρακολουθούν; Ποιοι είστε; Τι, θέαμα είμαι; Σίγουρα περί αυτού πρόκειται, αποκλείεται να κάθεσαι σε μια πίστα με τον προβολέα επάνω σου και να μην είσαι εσύ το θέαμα!

Τους πλησιάζω. Περπατάω με γούστο και χάρη, να φανεί ότι συνεχίζω τον ρόλο μου, που εννοείται δεν έχω ιδέα ποιος είναι. Εδώ μπροστά μια οικογένεια. Για δες! Όλοι βαμμένοι παλιάτσοι, ο πατέρας, η μητέρα, τα τρία παιδιά. Κορίτσι, δύο αγόρια. Και παρακάτω, ένα ζευγάρι, αγκαλιασμένοι, κι αυτοί ντυμένοι και βαμμένοι από την κορυφή ώς τα νύχια ως επαγγελματίες γελωτοποιοί! Και δυο παππούδες! Όλοι, όλοι στο ακροατήριο είναι ντυμένοι έτσι. Ένα πλήθος από κλόουν! Μα πώς; Τι συμβαίνει; Εγώ γιατί όχι, τότε; Εννοώ, γιατί να μην είμαι βαμμένος; Να μη φοράω έγχρωμο γιλέκο, μια μεγάλη κόκκινη μύτη, και φουσκωτό παντελόνι; Μην κάνεις απότομες κινήσεις, μπορεί να κινδυνεύεις. Ναι, αλλά πού είναι όλα αυτά; Πού είναι τα τεράστιά μου παπούτσια και η ριγωτή κάλτσα ώς πάνω ψηλά;    

– Με ακούτε; Ε, ακούει κανείς, λέω; Τι κοιτάτε έτσι; Πείτε ρε, τι κάνω εδώ εγώ; Τι περιμένετε από ’μένα;

Μπα, όλοι με κοιτάνε σκυθρωποί. Ούτε και στην έντασή μου! Κανείς δεν μιλάει. Μερικοί κοιτάνε ο ένας τον άλλο. Κι άλλοι από εκεί δεξιά μασουλάνε ποπ κορν. Δεν θα πρόλαβε να πάει ο πωλητής αριστερά, να ’τος, αυτός με τον δίσκο κρεμασμένο στο σβέρκο. Κι όλες οι θέσεις πιασμένες. Όλες! Σπουδαίο θέαμα θα γίνεται σε αυτό το… ναι, θα τολμήσω να κάνω τη διαπίστωση, σε αυτό το τσίρκο! Είσαι σίγουρος; / Είμαι; Νομίζω ναι, δ-δεν νομίζω να κάνω λάθος. Αν και όλα είναι κάπως… παράδοξα, έστω και για τσίρκο.
Κάνω δυο τρία βήματα πίσω. Να σκεφτώ λιγάκι. Για να είμαι εδώ, πάει να πει ότι δίνω ένα είδος παράστασης. Το θέμα είναι... ποιου είδους; Τι να έκανα καθισμένος στην καρέκλα; Τεντώσου, ίσια πλάτη. / Καλά, καλά, σε ακούω! Και τι όφελος έχω να ακούω τον ίδιο μου τον εαυτό να με νουθετεί, όταν στην πραγματικότητα αυτή τη στιγμή με ελέγχει ένα ολόκληρο πλήθος, χωρίς να μιλάει, με την ψυχρή απάθειά του;;; που με φέρνει σε πλήρη αμηχανία απλά και μόνο με το να μην αντιδρά στις κινήσεις μου! Ναι, τι να είναι αυτό που ευθύς εξ αρχής έκανα απέναντι από ένα πλήθος σοβαρών, πρακτικά θλιμμένων γελωτοποιών; Να αφηγούμουνα κάτι; Αδύνατον να θυμηθώ πώς άρχισε όλο αυτό! Να έλεγα ανέκδοτα; Μπα, θα γελούσαν κάποιοι, θα συνέχιζαν να συζητούν, θα μου έλεγαν κάτι όταν κόντεψα εκεί πέρα. Πρέπει να κρύψεις την αμηχανία σου. / Σε ενυδρείο απέναντι από ψάρια θα ένιωθα ετοιμότερος να δώσω παράσταση, το ξέρω. / Το ξέρεις, το θυμάσαι./ Τι θυμάμαι;

Δεν είναι ότι κινδυνεύω από κάτι, δεν μου φαίνονται επικίνδυνοι όλοι αυτοί. Στο κάτω-κάτω οικογένειες είναι. Οικογένειες γελωτοποιών. Λυπημένων γελωτοποιών. Μάλλον από περιφρόνηση κινδυνεύω. Μα και πάλι ίσως γι’ αυτό είμ’ εδώ. Για να τους κάνω να γελάσουν. Να πετύχω να κάνω τους κλόουν να γελάσουν! Και πώς θα το κάνεις αυτό, ε μπαγάσα; Αυτά τα τεράστια ζωγραφισμένα χείλη στα πρόσωπά τους δεν αστειεύονται! Όντως, είναι εκεί, ανέκφραστα, έτοιμα σαν συνταγή, για να είναι σίγουρο ότι θα κάνει ένας γελωτοποιός τα παιδιά να γελάνε. Να γελάνε με ένα σωρό γκριμάτσες και παθήματα. Και τα μάτια; Βαμμένα τεράστια…

Ωπ! Μια… ανάμνηση! Μια αμυδρή ανάμνηση! Τι βλέπεις; / Έλα, θα σου δείξω, μα μην μιλάς, μην τη χάσω. Είναι ένα παιδί κι ένας ενήλικας, όχι πολύ μεγάλος, χάνονται, βυθίζονται σε έναν αστείο κόσμο, εκεί, μέσα στα μάτια ενός σπιρτόζου παλιάτσου. Τι είναι αυτό που θυμάμαι; Ποιοι είναι αυτοί οι δυο; Κόσμος που γέννησε στη μνήμη μου νέους κόσμους, ξεχασμένους, αρχέτυπους, το παιδί περπατάει και κοιτάζει δεξιά κι αριστερά όλα τα παιχνίδια του κόσμου να το προσκαλούν, όλα τα γλυκά και τις καραμέλες να του μιλάνε. Είναι τώρα κι οι δυο σε μια τεράστια αλληγορική πεδιάδα χαράς, σαν παγιδευμένοι! Μα ο ίδιος ο κλόουν δεν γελάει. Ακούγεται απέξω να κλαίει, έχει συνοφρυωθεί, κατέβασε τα μάτια και τα μάγουλα, γεμάτος παράπονο. Λες κι η Μοίρα τον έχει εγκαταλείψει. Το φως μέσα στην πεδιάδα πάει να σβήσει. Τα χρώματα κι οι εικόνες χάνονται. Ξαφνικά χαμογελάει ξανά, ανέβασε λίγο τα χείλη, μα η θλίψη είναι εκεί. Το παιδί πιάνει το χέρι του άντρα και τον τραβάει να επιστρέψουν.

Έτσι είναι φαίνεται όλοι αυτοί απέναντί μου στο ακροατήριο. Κανένα παιδί δεν έχει δει ποτέ έναν κλόουν να χαίρεται πραγματικά. Μόνο να παροτρύνει τα ίδια να γελάσουν. Κι αυτά δεν νοιάζονται αν κάτω από το τέλειο βάψιμο του κλόουν βλέπουν τη θλίψη. Την αναμένουν! Ναι, το έχουν δεδομένο ότι ο κλόουν δεν είναι εκεί για να γελάσει ο ίδιος! Εξάλλου, ποτέ δεν τον ρωτάνε γιατί δεν γελάει. Το έχετε προσέξει; Σε ποιον μιλάς; Σ’ αυτούς; / Ε; Χμμ. Μόνο τον παρακολουθούν, και μιμούνται ό,τι τους δείχνει να κάνουν, γιατί το θέλουν το γέλιο που θα τους προσφέρει. Το απαιτούν σχεδόν.
Και τώρα εγώ έχω το στοίχημα αυτό. Αδύνατο να κερδηθεί. Πώς να καταφέρω να κάνω ένα πλήθος γελωτοποιών να γελάσει; Πώς, όταν εγώ ο ίδιος στέκομαι εδώ, ένα πρόσωπο συνηθισμένο, με ρούχα μουντά, κανένα εργαλείο στο χέρι να πάθω έστω και μια γκάφα να τους κάνω να γελάσουν... Ξαναδές την καρέκλα. Α ναι, ας δοκιμάσω να καθίσω στην καρέκλα, και να πέσω. Χμ. Τίποτα. Προσπάθησε περισσότερο, αφού δέχτηκες να παίξεις το παιχνίδι, κάν’ το καλύτερα, σπάζε το πρόσωπό σου, κάνε γκριμάτσες. Πιο πολύ! Αν… σταθώ στην καρέκλα; Να τεντωθώ να φτάσω τον προβολέα, έτσι, μια… ευσταθής ισορροπία, και να πέσω; Εεε, μα πόσο ψηλά… Ααχ. Τζίφος. Άδικα, ωχ ωχ, έσπασα και τη μέση μου σχεδόν. Να τους πω ανέκδοτα; Δεν γίνεται, μην το κάνεις, ο κανόνας είναι σαφής: / άσε, ξέρω: ο γελωτοποιός ποτέ δεν μιλάει. Κανένα κουβά να φορέσω στο κεφάλι; Δεν έχει, μα και να είχε, κοίτα τους! Ούτε που συγκινήθηκαν τόση ώρα που τρέχω από ’δώ κι από ’κεί. Τρώνε το ποπ κορν ανέκφραστοι. Το παιδί με τον δίσκο έχει πάει και αριστερά. Α, ωραία! Τώρα όλοι με κοιτάνε με τα στόματα γεμάτα. Αν τους μιμηθώ; Να καθίσω και να αρχίσω να προσποιούμαι ότι τρώω ποπ κορν, σαν κι αυτούς ανέκφραστος; Να, εδώ, έτσι. Λίγα λεπτά ακόμη, ίσως κάποιος αρχίσει να γελάει, εκεί, κάτι βλέπω! Όχι, δεν ήταν γέλιο, χασμουρητό ήταν, ένας νεαρός.

– Πείτε κάτι, εεε!

Τίποτα. Έτσι νιώθουν οι παλιάτσοι; Έτσι τους κάνουν να νιώθουν, λέω, οι άνθρωποι; Σαν πίθηκοι σε κλουβί που σε κοιτάνε, στριγκλίζουν και σε παρακαλάνε να τους ελευθερώσεις κι εσύ τους κοιτάς ανέκφραστος, περιμένεις ίσως να γελάσει λίγο το παιδάκι σου, ή να ρωτήσει κάτι, μετά τους δίνεις μια μπανάνα για να ξεπεράσεις την ενοχή σου; Ή επειδή δεν προσπάθησες να καταλάβεις καν τι πασχίζει να σου πει ο καθισμένος χιμπαντζής; Δεν ξέρω...

Εεε, ναι, αυτό είναι! Θα κάνω τον χιμπαντζή! Είδες; Το ’χεις, άντε, κάν’ το! / Ναι, ναι, τέλεια ιδέα! Κάτσε, να βγάλω τα ρούχα μου, να ανακατέψω ό,τι τρίχες έχω επάνω μου και να αρχίσω να τρέχω δεξιά κι αριστερά, / και να πηδάς, ε! Α, μα θα αρχίσω να γελάω ο ίδιος! Τι αστείος που είμαι! Ας ανέβω και στις κερκίδες, να κλέψω κάνα κουτί με ποπ κορν να τα χύσω επάνω μου και να φορέσω το κουτί. Α, δεν χωράει το κεφάλι μου, ωχ, το ’σκισα. Ας το αφήσω έτσι εκεί, να μοιάζω με μαδημένη μαργαρίτα. Α, νά σου μια χρήσιμη σκέψη. Να αρχίσω να κόβω μία μία τις χάρτινες λωρίδες, να φανεί ότι παίζω το παιχνίδι «μ’ αγαπάει – δεν μ’ αγαπάει». Και κινήσεις, πιθηκίσιες κινήσεις, με το χέρι στην καρδιά. Θα ξύσω και τον κώλο μου, κάτσε να γυρίσω προς το ακροατήριο.

Μένω ακίνητος για λίγο, με το χέρι εκεί, τα νύχια ακούγονται ακόμη. Γυρνάω το κεφάλι και τους κοιτάω διστακτικά. Κανείς δεν σκάει ούτε ένα χαμόγελο. Με κοιτάνε ανέκφραστοι, ίσως ακόμη περισσότερο θλιμμένοι.  
Αν με ρωτάς, μπορεί και να είμαι στον Πλανήτη των Γελωτοποιών. Δεν έχω κανένα λόγο να πιστέψω το αντίθετο. Να ήμουνα παλιά σκλάβος, λέει, στον Πλανήτη των Πιθήκων, έμπειρος διασκεδαστής, ένας άνθρωπος που καθόταν στο κλουβί να περνάνε οι πίθηκοι, και τώρα με μετέφεραν στον Πλανήτη τους οι Παλιάτσοι, ίσως και να με έκλεψαν, να με έστησαν εδώ, μπας και τους αλλάξω τη διάθεση.
Τίποτα. Δεν κατάφερα τίποτα. Λυπάμαι, φίλοι στο ακροατήριο, λυπάμαι που δεν κατάφερα να σας ψυχαγωγήσω! Απολογούμαι, πραγματικά. Θα φορέσω ξανά το προσωπείο του θλιμμένου ψυχαγωγού, θα ενωθώ μαζί σας σε αυτό το στρογγυλεμένο παράδοξο που άρχισε πάλι να στροβιλίζεται και να ζαλίζομαι – ίσως όλοι μαζί να ζαλιζόμαστε αυτή την στιγμή. Μπορεί και να είναι το τέλος όλων… Δεν ξέρεις ποτέ.

Ας πάω πίσω στην καρέκλα να καθίσω πάλι. Αισθάνομαι, αισθάνομαι κουρασμένος…. στρέφω τα μάτια στον προβολέα. Ακούω… τι είναι αυτό… ένας αμυδρός θόρυβος σαν γέλιο από μικρό παιδί, δυναμώνει, κλείσε τα μάτια – κλείνω τα μάτια και παραδίν…

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: