Στόχος της παρούσας ανακοίνωσης είναι η ανάδειξη των ζητημάτων του τραύματος και της μνήμης στο ποιητικό έργο του Κυριάκου Χαραλαμπίδη. Συγκεκριμένα, οι δύο αυτές κομβικές ―κατά την κρίση μου― έννοιες που διαμορφώνουν και το ιδεολογικό πλαίσιο του ποιητικού έργου του Κύπριου δημιουργού, πρόκειται να αναπτυχθούν μέσα από το πρίσμα μιας μπερξονικής θεώρησης. Κατόπιν, το τραύμα και η μνήμη θα λειτουργήσουν ως άξονες μιας συγκριτολογικής, διακειμενικού χαρακτήρα, προσέγγγισης του έργου του Κυριάκου Χαραλαμπίδη σε συνάρτηση μ’ εκείνο των Κ. Π. Καβάφη και Γ. Σεφέρη.
Η κομβική έννοια της μνήμης, η οποία αποτελεί, θεωρώ, σημαντικό παράγοντα στο έργο του Χαραλαμπίδη, δεν συνιστά τη συνθήκη της καταγωγικής ανάμνησης. Η βιογραφική θεώρηση της καταγωγής που προσδιορίζει τον Κ. Χαραλαμπίδη ως ποιητή του τόπου και του τοπικού τραύματος, δεν καλύπτει πλήρως το ζήτημα της διαρκούς παράστασης της μνημονικής ανάκλησης, η οποία είναι διάχυτη, όσο και κυρίαρχη στο καλλιτεχνικό και ιδεολογικό εύρος της ποιητικής του γραμμής. Ορθά, ο Χαραλαμπίδης έχει μελετηθεί ως ποιητής του τόπου του, ωστόσο, αυτό δεν επαρκεί, ώστε να εξηγήσει την διαρκή και εμφατική παράσταση της μνήμης στο έργο του.
Η μνήμη, κατά τον Bergson, εδράζεται στη συνείδηση και έχει δύο πολύ σαφείς λειτουργίες. Παραθέτω:
Ιδού λοιπόν η πρώτη λειτουργία της συνείδησης: να συγκρατεί αυτό που δεν υπάρχει πια και να προβλέπει αυτό που ακόμη δεν υπάρχει. Δεν θα υπήρχε παρόν για την συνείδηση, εάν το παρόν περιοριζόταν στην στιγμή, με την μαθηματική έννοια του όρου. Αυτή η στιγμή δεν είναι παρά το αμιγώς θεωρητικό όριο που χωρίζει το παρελθόν από το μέλλον. Μπορεί ίσως να γίνει κατανοητό, δεν είναι όμως ποτέ αντιληπτό. Κάθε φορά που νομίζουμε ότι το προσεγγίζουμε, έχει ήδη απομακρυνθεί από εμάς. Στην πραγματικότητα, αυτό που αντιλαμβανόμαστε είναι ένα ορισμένο βάθος διάρκειας αποτελούμενο από δύο μέρη: το άμεσο παρελθόν μας και το επικείμενο μέλλον μας.[1]
Η συνείδηση, η οποία συνδέεται άρρηκτα με την μνήμη, ορίζει εκείνο το ιδιαίτερο σημείο στο οποίο εκχωρείται και αποκρυσταλλώνεται το γεγονός ως ανάμνηση/παράσταση, αποδίδοντας έτσι την υπερτοπικότητα της μνήμης. Η μνήμη δηλαδή δεν παγιώνεται ως όργανο σε σχέση με μία υλικά υπαρκτή συνθήκη. Άλλωστε, εάν κάτι τέτοιο συνέβαινε, τότε η δεύτερη λειτουργία της, η δυνατότητα της δηλαδή να διαβλέπει ή να ανταποκρίνεται σε συνθήκες που δεν υφίστανται ακόμη, θα υποχωρούσε επισύροντας ριζικές τομές και αλλαγές στη δομή και την οργανικότητα της.
Ο τρόπος ακριβέστερα με τον οποίον η μνήμη δυνάμει της συνείδησης διαθέτει τη δυνατότητα να αποθηκεύει και να εκχωρεί γεγονότα ως ανάμνηση, σε ό,τι θα ονομάζαμε φουκωκικά ουτοπία, είναι και ο λόγος για τον οποίον η μνήμη μπορεί να ανταποκριθεί σε αυτό που ακόμη δεν υπάρχει. Εδώ συναντάται ο Foucault με τις θέσεις του Bergson, στην βάση του ορισμού της ουτοπίας του πρώτου: η συνείδηση «αποθηκεύει» δεδομένα τα οποία δεν διαθέτουν πλέον υλικές παραστάσεις και έτσι, εκχωρούμενα ως μη ύλη, μπορούν να αποσυνδέονται από τον τόπο και να ανακαλούνται υπερτοπικά.
Παραθέτω από τον Foucault:
Υπάρχουν κατ’ αρχάς οι ουτοπίες. Οι ουτοπίες είναι χωροθεσίες χωρίς πραγματικό τόπο. Είναι οι χωροθεσίες που διατηρούν με τον πραγματικό χώρο της κοινωνίας μια γενική σχέση άμεσης ή αντεστραμμένης αναλογίας. Πρόκειται για την ίδια την κοινωνία τελειοποιημένη ή πρόκειται για την άλλη όψη της κοινωνίας, αλλά ούτως ή άλλως οι ουτοπίες είναι χώροι θεμελιωδώς εξωπραγματικοί ως προς την ουσία τους.[2]
Η θέση του Foucault ότι οι ουτοπίες είναι χώροι που δε συναρτώνται με την πραγματική ουσία τους, αποτελεί αρκετά ισχυρό επιχείρημα, ώστε η συνείδηση να θεωρηθεί, νομίζω, ως μία τέτοια χωροθεσία, μία χωροθεσία δηλαδή η οποία αποσυνδέει την ανάμνηση από την ύλη και ακαριαία την καθιστά μη ύλη. Αναφερόμενος με αυτόν τον τρόπο ο Γάλλος θεωρητικός στη δυνατότητα της αποκοπής των ισχυρών και παγιωμένων δεσμών της ανάμνησης από τον τόπο, συντονίζεται με τη θέση του Bergson αναφορικά με την πρόσληψη και την ανάκληση του αντικειμένου, άλλοτε υπαρκτού με όρους ύλης ως προς την πραγματική ουσία του, ως όγκου δηλαδή, άλλοτε ωστόσο, ως μη ύλης, δείγμα αποκοπής της παράστασης από την υλική παρουσία του αντικειμένου:
Αν άρουμε το αντιληπτό αντικείμενο και διατηρήσουμε την εσωτερική διαδικασία, φαίνεται ότι η εικόνα του αντικειμένου παραμένει. Τούτη δε η πίστη εξηγείται εύκολα: υπάρχουν όντως πολυάριθμες καταστάσεις, όπως η παραίσθηση ή το όνειρο, που μιμούνται καθόλα την εξωτερική αντίληψη. Καθότι δε σε παρόμοιες περιπτώσεις το αντικείμενο έχει εξαφανιστεί ενώ ο εγκέφαλος εξακολουθεί να υφίσταται, συμπεραίνεται απ’ αυτό ότι το εγκεφαλικό φαινόμενο επαρκεί για την αναπαραγωγή της εικόνας.[3]
Η ανάκληση αυτή δίχως την πραγματική αντίληψη ότι ανακαλούνται δεδομένα ‒και σε αυτό το σημείο ευχής έργον θα ήταν να μην σταθεί κανείς στους ορισμούς του ονείρου και της παραίσθησης, καθώς αποτελούν διακριτές διεργασίες‒, επιτείνει την αίσθηση της επαναφοράς εικόνων (παραστάσεων κατά την μπερξονική θεώρηση) των αισθητών αντικειμένων, της ύλης δηλαδή η οποία επανέρχεται ως μη ύλη.
Ό,τι μπορεί να δημιουργήσει μνημονική διεργασία και, συνεπώς, να καταστεί ανάμνηση, σχετίζεται με την τραυματική εμπειρία, η οποία προκύπτει ακαριαία. Η τραυματική αυτή εμπειρία που ‒εν προκειμένω‒ σχετίζεται με τον τόπο, συνεχίζει να ακολουθεί την υπερτοπικότητα της μνήμης και αποκολλάται από την υλική παράσταση της, εναποθέτοντας την ύπαρξης της στο ασυνείδητο.
Η τραυματική, παρ’ όλ’ αυτά, εμπειρία από την οποία προκύπτει η μνήμη, ορίζει στη λογοτεχνία συνθετότερες καταστάσεις, όπως λ.χ. συμβαίνει στο ποίημα του Σεφέρη, «Μνήμη Α’», όπου ακριβώς η μνήμη συναρμόζεται με τη σωματοποίηση:
Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί.[4]
Η τραυματική εν προκειμένω εμπειρία σωματοποιεί την παραγόμενη από αυτήν μνημονική διαδικασία και φαίνεται να καθιστά μάλλον αδύνατη την υπερτοπική παρουσία της ανάμνησης. Καθώς προκύπτει ως ύλη, γεγονός που αιτιολογείται από τη χρήση απτικών όρων (αγγίξεις) και άρα διαθέτει παρουσία με φυσική όψη, φαίνεται να ανθίσταται στην υπερτοπικότητα για την όποια έγινε μνεία προηγουμένως. Ιδιαίτερα η χρήση του επιρρήματος όπου
το οποίο διευρύνει την σωματικότητα και μαζί το εύρος της τραυματικής ανάκλησης, προσδιορίζει και την χωροθεσία της ως ύλης. Δεν πρόκειται για στατικό όγκο αλλά για απτικό δείγμα μεγάλης εμβέλειας, ωστόσο, μη υπερτοπικό. Παρά ταύτα προβάλλει σε μεγάλο βαθμό δυνατότητες μνημονικής ανάκλησης (όπου και να την αγγίξεις) η οποία μπορεί να αποκολληθεί από την στατικότητα του τόπου και του χρόνου και να αναχθεί στον πάντα και παντού, νοηματοδοτώντας το χρόνο και το χώρο πέραν της στατικότητας. Συνεπώς, ο εν λόγω απτικός όγκος προβάλλει, με το όν που ανθίσταται, τον αναγνώστη, δυνατότητες μεγάλης ιστορικής και τοπικής κλίμακας παρά την όποια σταθερότητα που υποδεικνύει η υλική παράσταση της μνήμης ακριβώς λόγω της μεγάλης χρονικής και χωρικής εμβέλειας της μνημονικής ανάκλησης, κάτι που προκύπτει εξαιτίας του επιρρήματος όπου.
Ως τέτοια θεωρημένη η υπερτοπική μνήμη και με δεδομένη τη διάκριση από την σωματοποιημένη πτυχή της, δύναται να διερευνηθεί σε συγκριτολογικό άξονα στα ποιήματα «Χρυσοσπηλιώτισσα» του Κυριάκου Χαραλαμπίδη, «Με τον τρόπο του Γ. Σ.» και «Η Πόλις» των Σεφέρη και Καβάφη αντίστοιχα. Η υπερτοπική μνήμη, όπως αναπτύχθηκε προηγουμένως επιτελεί κομβικό ρόλο στα τρία αυτά ποιήματα.
Στην περίπτωση του Σεφέρη και στο ποίημα «Με τον τρόπο του Γ. Σ.» η αποκόλληση της μνήμης από τον τόπο και η διαρκής επαναφορά της ανάμνησης μέσα από το πρίσμα της τραυματικής εμπειρίας, είναι έκδηλες ήδη από τον πρώτο στίχο:
Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει.[5]
Με το επίρρημα όπου, όπως και στο «Μνήμη Α’», αλλά με διαφορετική λειτουργικότητα λόγω της μη σωματοποιημένης εκδοχής της μνήμης, προβάλλεται η υπερτοπικότητα της τραυματικής μνημονικής ανάκλησης: οποιοδήποτε μέρος το ποιητικό υποκείμενο επισκέπτεται νοερά ή υλικά, δρα ως ανάκληση της τραυματικής μνήμης. Η πληγή που προκύπτει στιγμιαία στο ποίημα αυτό εκδιπλώνεται από την υλική της παράσταση και ανάγεται στο όλον (όπου) διανοίγοντας τον ορίζοντα της υπερτοπικότητας.
Μία σωρεία από εμπρόθετους προσδιορισμούς τόπου, που έπονται και λειτουργούν ως αιτιολόγηση του επιρρήματος όπου, κάνουν έκδηλη την μνήμη που δεν προσδιορίζεται από την υλική παράσταση του τόπου, με δεδομένο, ωστόσο, ότι όλοι οι χώροι είναι υλικά προσδιορισμένοι:
Στο Πήλιο μέσα στις καστανιές[6]
ή
Στη Σαντορίνη αγγίζοντας νησιά που βουλιάζαν[7]
Η υπερτοπικότητα που προσδιορίζει την μνήμη κορυφώνεται εδώ στην ακόλουθη διατύπωση: νησιά που βουλιάζαν. Η απτική επαφή (: αγγίζοντας) που σημειώνεται να συμβαίνει καθώς ο τόπος ακαριαία υποχωρεί (: βουλιάζαν), εκθέτει την αποκόλληση της μνήμης από εκείνον και, συνεπώς, την επαναφορά της ανάμνησης πέραν της υλικής της παράστασης. Η υποχώρηση του τόπου τονίζει την διατήρηση της μνήμης, η οποία παραμένει ακέραια καθώς το τραυματικό γεγονός αποσυνδέεται από την υλική του προβολή και υπόσταση.
Κορυφώνεται η αντίληψη αυτή στη διαρκή αναφορά τόπων που τοποθετούνται ο ένας δίπλα στον άλλον δημιουργώντας αναγνωστικά την αίσθηση ότι πρόκειται για το ίδιο ακριβώς χωρικό σημείο:
Στις Σπέτσες στον Πόρο και στην Μύκονο
με χτίκιασαν οι βαρκαρόλες.[8]
Ελλείψει στίξης, επίσης, η αναφορά των Σπετσών
και του Πόρου μαζί και η αναφορά της Μυκόνου με τον σύνδεσμο «και», δηλώνει τη σύνδεση, όχι απλώς όμοιων όρων, αλλά ταυτόσημων. Η μνήμη, θα μπορούσε να ειπωθεί, επαναφέρει την ίδια πληγή, ασκώντας τον ίδιο πόνο όπου.
Η επίσης στρατηγική επιλογή του Σεφέρη να τις αναδείξει ως τέτοιες καθορίζει και τον υψηλό βαθμό υπερτοπικότητας, καθιστώντας ακαριαία τα νησιά αυτά ως χώρους που χάνουν την υλική τους υπόσταση, όταν η μνήμη ως υπερτοπική καθορίζει τον ισχυρότερο κοινό χαρακτηριστικό τους: τραυματική μνημονική ανάκληση όπου.
Αντίστοιχη κι ανάλογη θέση και ρόλο διαδραματίζει η εμφάνιση της μνήμης στο ποίημα «Η Πόλις» του Καβάφη. Στο εν λόγω ποίημα, ο ομιλητής που επιθυμεί να αναχωρήσει από τον τόπο, ‒κάτι που ευθέως οδηγεί στην εγκατάλειψη της μνήμης‒, εντοπίζει αδιέξοδα σε αυτήν τη διαδικασία:
Είπες· «Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα.
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλύτερη από αυτή.[9]
Η πρόθεση αυτή της αναχώρησης που προκύπτει ως θέληση εγκατάλειψης μίας πόλης η οποία και συμβολοποιεί την καταστροφή, εμπίπτει στο πεδίο της αδήριτης ανάγκης:
Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα.[10]
Η αδήριτη αυτή ανάγκη αναχώρησης που οδηγεί και στην ανάγκη εγκατάλειψης της μνήμης, προσκρούει στην υπερτοπικότητα της τελευταίας, μίας δηλαδή διαρκούς μνημονικής ανάκλησης η οποία αποδίδεται με μπερξονικούς όρους:
Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θά βρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς.[11]
Η εγκατάλειψη της πόλεως ως χώρου στην οποία οδηγείται το δρον υποκείμενο του καβαφικού ποιήματος, δεν σημαίνει και την εγκατάλειψη της μνήμης. Ό,τι χαρακτήριζε την πόλη που επιθυμούσε να εγκαταλείψει, πρόκειται να χαρακτηρίζει και οποιαδήποτε άλλη επιθυμήσει. Η μνημονική ανάκληση θα επαναφέρει διαρκώς τις ίδιες γειτονιές, τους ίδιους δρόμους. Με τον τρόπο αυτόν και ο Καβάφης αποκολλά την μνήμη από τον τόπο και συντονίζεται με την χρήση του επιρρήματος όπου. Όλοι οι επιθετικοί προσδιορισμοί τείνουν να αναδείξουν την ίδια μνήμη για κάθε άλλο μέρος, για κάθε άλλο τόπο. Προσδιορίζουν δηλαδή την μετατόπιση της στατικότητας της μνήμης από τον χώρο, με σκοπό να αναχθεί σε αυτό το καίριο από ιδεολογική σκοπιά, όπου.
Το ποίημα του Κυριάκου Χαραλαμπίδη «Χρυσοσπηλιώτισσα» συναντάται διακειμενικά με τους παραπάνω ποιητικούς του προγόνους, στον άξονα ακριβώς της μνήμης. Στο ποίημα του Χαραλαμπίδη, ήδη από την αρχή στοιχειοθετείται η υπερτοπική μνήμη. Χρειάζεται ωστόσο προκαταρκτικά να σημειωθεί ότι στον πραγματικό χώρο εντοπίζονται δύο εκκλησίες με την ονομασία «Παναγία Χρυσοσπηλιώτισσα», η μία στην Αμμόχωστο που πλέον έχει μετατραπεί σε τζαμί, η άλλη στην οδό Αιόλου στην Αθήνα.
Το γεγονός της ύπαρξης των δύο ναών δημιουργεί το πρόσφορο έδαφος για την εκδίπλωση της υπερτοπικότητας της μνήμης:
Κάθε που έπεφτε η μπόμπα στο κεφάλι της
γυρνούσε και ρωτούσε τί συμβαίνει.
Γνώριζε την απάντηση από γεννησιμιού της
αλλά να την πιστέψει δεν μπορούσε[12]
Η εναπόθεση της κοινής τραυματικής εμπειρίας στην μνήμη για δύο τόπους, οι οποίοι ανακαλούν κοινή, ακριβώς, τραυματική εμπειρία, ορίζει τη μετάθεση της μνήμης από την υλικότητα ενός σαφώς περιγεγραμμένου τόπου. Η μνημονική ανάκληση, συνεπώς, δεν αφορά στον τόπο, αλλά στην επαναφορά της ανάμνησης της ρίψης της βόμβας (κάθε που έπεφτε η μπόμπα), έκφραση η οποία συναρτάται με την απροσδιοριστία του επιρρήματος όπου. Η κοινή αυτή θέση για τον χώρο και τον τόπο είναι ο λόγος που ανάγει την μνήμη στην υπερτοπικότητα των χρονικών στιγμών: στην Καβάφη οι τόποι επαναφέρουν την ίδια μνημονική ανάκληση, στον Σεφέρη οι τόπου φέρουν ίδια μνήμη, στον Χαραλαμπίδη οι ιστορικές στιγμές επαναφέρουν για τόπους έτερους κοινή ανάμνηση τραυματικής τάξης με επαναληπτικό χαρακτήρα (κάθε που).
Η υποχώρηση της χρονικότητας και η παραχώρηση της θέσης της στον τόπο ο οποίος διαθέτει κοινή τραυματική μνήμη, γίνεται καταφανέστερος από τη στρατηγική επιλογή του Σεφέρη στον ακόλουθο στίχο του ποιήματος «Ο Βασιλιάς της Ασίνης»:
Ο ποιητής ένα κενό[13]
Στο στίχο αυτόν που φαίνεται να εγκαταλείπεται η σημασία της χρονικής συγκυρίας και να εκχωρείται η ανάμνηση στην ένταση του τόπου, επιτείνεται η αντίληψη της υπερτοπικότητας: δύο έτεροι τόποι διαθέτουν κοινή τραυματική μνήμη, η οποία ανακαλείται και για τους δύο ως ανάμνηση συγκυριακά, δηλαδή ανεξαρτήτως της χρονικής στιγμής. Έτσι στοιχειοθετείται η υπερτοπική μνήμη, καθώς κάθε που η μπόμπα πέφτει, ο ένας τόπος συναρτάται με τον άλλο, χωρίς να διευκρινίζεται ποιός από τους δύο δέχεται την μπόμπα και πότε.
Η συνθήκη αυτή αποδίδεται δραστικά στους ακόλουθους στίχους:
Φωνή: «Θα πάτε πίσω». Κι αν θα πάμε
νομίζεις θα ‘ναι η πόλη αυτή π’ αφήσαμε;[14]
Ο νόστος που εντείνεται από την πίστη πως θα αλλάξουν τα δεδομένα του τόπου οδηγεί με ακρίβεια στην αντίληψη ότι ο ομιλητής στο ποίημα του Χαραλαμπίδη έχει απολύτως συγκρατήσει τις εικόνες του τόπου που εγκατέλειψε. Ο τόπος εδώ που αποτελεί αντικείμενο νοσταλγίας εντυπώνεται στην μνήμη ως εικόνα και, κατά την μπερξονική θεώρηση ανακαλείται όπου. Η σύγκριση της ανάμνησης και η απόδοση της δεύτερης λειτουργίας της να διαβλέπει το μέλλον, όπως χαρακτηριστικά τονίζει ο Bergson ότι η τάση να προβλέπει ό,τι ακόμη δεν υπάρχει,
είναι ο πυρήνας της πίστης και της σύγκρισης ανάμεσα σε ό,τι εγκαταλείφθηκε και ό,τι θα υπάρχει ή δεν θα υπάρχει.
Η υπερτοπικότητα της μνημονικής ανάκλησης, ωστόσο, κορυφώνεται στο ποίημα «Την Είδα» του Χαραλαμπίδη:
Την πόλη μου είδα. Περπατούσε απά στα κεραμίδια[15]
και παρακάτω:
Την πόλη μου είδα να κοιμάται στη στεριά
(είχε κατέβει φαίνεται απ’ τα κεραμίδια).[16]
Η εξακολουθητική κίνηση της πόλης και η αντίληψη του υποκειμένου ότι την βλέπει διαρκώς σε άλλες θέσεις, προϋποθέτουν την διαδικασία αναγνώρισης της, επομένως, την ανάγκη να μοιάζει ίδια όπου, άρα παντού. Η αναγνώριση αυτή επιβεβαιώνει την μνήμη ως υπερτοπική ενέργεια, αφού το όν ανακαλεί το ίδιο και το αναγνωρίζει παντού.
Καβάφης, Σεφέρης και Χαραλαμπίδης εκθέτουν το βασικό πυρήνα της υπερτοπικής μνήμης, στοιχειοθετώντας στα ποιήματά τους τις συνθήκες εκείνες που η μνημονική ανάκληση αποκολλάται από την υλική παράσταση του χώρου. Ο Χαραλαμπίδης δε δημιουργεί έναν ισχυρό πυρήνα στον οποία δεσπόζει η ένταση της μνημονικής ανάκλησης και κατορθώνει να συνδέει το μέρος στο όλον, το κάπου στο όπου, προσφέροντας έτσι ερμηνευτικά τη δυνατότητα να εννοηθούν οι στίχοι με βάση τις λειτουργίες τις μνήμης. Με άλλα λόγια, για το ποιητικό υποκείμενο του Χαραλαμπίδη, κάποτε σαν πάντα.
1. H. Bergson, Η Ενέργεια του Νου, μτφρ. Σοφία Χατζηπέτρου, Ηριδανός 2016: 18.
2. M. Foucault, Ετεροτοπίες και άλλα κείμενα, μτφρ. Τάσος Μπέτζελος, Πλέθρον 2012: 260.
3. H. Bergson, Ύλη και Μνήμη, μτφρ. Πολυξένη Ζινδριλή-Δημήτρης Υφαντής, Ροές 2013: 64.
4. Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα, Ίκαρος 2018: 245.
5. Γ. Σεφέρης, 18: 99.
6. Γ. Σεφέρης, 2018: 99.
7. Γ. Σεφέρης, 2018: 99.
8. Γ. Σεφέρης, 2018: 99.
9. Κ. Π. Καβάφης, Τα Ποιήματα, τ. Α’, Ίκαρος 2016: 21.
10. Κ. Π. Καβάφης, 2016: 21.
11. Κ. Π. Καβάφης, 2016: 21.
12. Κυριάκος Χαραλαμπίδης, Αμμόχωστος Βασιλεύουσα, Άγρα 1997: 87.
13. Γ. Σεφέρης, 2018: 187
14. Κ. Χαραλαμπίδης, 1997: 88
15. Κ. Χαραλαμπίδης, 1997: 18
16. Κ. Χαραλαμπίδης, 1997: 19.