Η rigor mortis της πατριαρχίας στο «Οδήγησε το αλέτρι σου πάνω από τα οστά των νεκρών» της Olga Tokarczuk

Η rigor mortis της πατριαρχίας στο «Οδήγησε το αλέτρι σου πάνω από τα οστά των νεκρών» της Olga Tokarczuk
«Δεν έχουν τελειωμό»

Λες να τη γλι­τώ­σει;
Μπα… Μπο­ρεί...
Ε.Χ. ΓΟΝΑΤΑΣ



Δεν έχω κα­μία συ­μπά­θεια για τους κυ­νη­γούς. Βρί­σκω το χό­μπι τους πα­ρά­λο­γο και βά­ναυ­σο. Το ανέ­με­λο πέ­ταγ­μα κα­τα­λή­γει σ’ ένα μά­τσο τί­πο­τα με τη σι­δε­ρέ­νια πτώ­ση –κι αυ­τή τη θε­ω­ρώ την πιο αφυ­δα­τω­μέ­νη εκ­δο­χή αυ­τού που λέ­με κυ­νή­γι. Υπάρ­χει το τρε­χα­λη­τό, το κρύ­ψι­μο σε λα­γού­μια, οι σι­δε­ρέ­νιες πα­γί­δες, τα δη­λη­τή­ρια, οι αυ­το­σχέ­διες κρε­μά­λες, ο δυ­να­μί­της που πε­τά­νε στις φω­λιές και ακού­γε­ται το φο­νι­κό μια και έξω, οι φω­το­γρα­φί­ες της γιορ­τής, ένας-ένας ή κι όλοι μα­ζί με τ’ αρα­δια­σμέ­να πτώ­μα­τα κά­τω από τα χα­μό­γε­λα. Ο λό­γος τους ανώ­ρι­μος. Η πλή­ξη τους πα­ντα­χού πα­ρού­σα. Ο ήχος της κα­ρα­μπί­νας ένα μίγ­μα από μη­δέν. Μία εκλο­γι­κευ­μέ­νη κα­τα­στρο­φή που πα­ρου­σιά­ζε­ται υπό το πρό­σχη­μα ενός «ευ­γε­νούς σκο­πού», με την αν­θρω­πο­λο­γία να το έχει ανα­γά­γει ως το κύ­ριο ερ­γα­λείο επί­τευ­ξης πο­λι­τι­σμού, χω­ρίς το κυ­νή­γι, μας λέ­νε, δεν θα ήμα­σταν πο­λύ μα­κριά από τον πί­θη­κο. Η μυ­θο­λο­γία γύ­ρω από το κυ­νή­γι εί­ναι τό­σο ανε­ξί­τη­λη, όσο και η αρ­σε­νι­κή βία.[1]
Γι’ αυ­τό και ομο­λο­γώ ότι διά­βα­σα το βι­βλίο της Olga Tokarczuk Οδή­γη­σε το αλέ­τρι σου πά­νω από τα οστά των νε­κρών με μία ένο­χη από­λαυ­ση. Όσο το διά­βα­ζα εί­χα στο νου μου ει­κό­νες από φω­το­γρα­φί­ες των κυ­νη­γών. Εί­χα στην άκρη του μυα­λού μου το ψι­θυ­ρι­στό, συ­νω­μο­τι­κό και πα­ρά­νο­μο «φάε, εί­ναι ζαρ­κά­δι» που άκου­σα τον Χει­μώ­να του ’18 στο Τσε­πέ­λο­βο Ζα­γο­ρί­ου προ­σκε­κλη­μέ­νη από έναν ντό­πιο – αυ­τή τη ντρο­πια­σμέ­νη απο­ρία αν άρα­γε πά­νω στο τρα­πε­ζά­κι τα κομ­μά­τια ζαρ­κα­διού ήταν κομ­μά­τια από το θη­λυ­κό έγκυο ζαρ­κά­δι που εί­χα μά­θει ότι εί­χαν σκο­τώ­σει λί­γο και­ρό πριν οι κυ­νη­γοί της πε­ριο­χής.

Αν τα ζώα δεν μπο­ρούν να αντι­με­τω­πί­σουν τη φο­νι­κή πλή­ξη του κυ­νη­γού, τό­τε ποιος μπο­ρεί να τους στα­μα­τή­σει; Τα Ζώα, μας απα­ντά­ει η Tokarzcuk. Τα Ζώα με τη μορ­φή της ανορ­θό­δο­ξης Duszejko, μία μορ­φή που για τους ανορ­θό­δο­ξους αυ­τής της κοι­νω­νί­ας εί­ναι μία κα­τευ­να­στι­κή μορ­φή, ένας γοη­τευ­τι­κός χα­ρα­κτή­ρας, μέ­χρι κι ένα όνει­ρο ζω­ής, ενώ για τους κα­νο­νι­κο­ποι­η­μέ­νους, τους κομ­φορ­μι­στές και κυ­ρί­ως την το­πι­κή εξου­σία εί­ναι μία ενο­χλη­τι­κή πα­ρου­σία, που επι­τρέ­πει στη συγ­γρα­φέα να αμ­φι­σβη­τή­σει τη νο­μι­μό­τη­τα του οι­κο­φε­μι­νι­στι­κού ακτι­βι­σμού από τη μία και να επαυ­ξή­σει, από την άλ­λη την ηθι­κή ανη­συ­χία που προ­κα­λεί στον ανα­γνώ­στη. Μέ­σα από την ιστο­ρία αυ­τή, η οποία έχει δο­μη­θεί ολό­κλη­ρη πά­νω στην ασά­φεια, η Tokarczuk κλεί­νει το μά­τι και στις δύο πλευ­ρές των ανα­γνω­στών.

Στο βι­βλίο της Tokarczuk Οδή­γη­σε το αλέ­τρι σου πά­νω από τα οστά των νε­κρών, η λο­γι­κή φαί­νε­ται να έχει απο­σαρ­θρω­θεί λε­πτο­δου­λε­μέ­να· εί­ναι ένας τρό­πος να τη ξε­χνά­ει διαρ­κώς ο ανα­γνώ­στης, όπως ξε­χνά­ει την απο­σά­θρω­ση του δυ­τι­κού πο­λι­τι­σμού και του δυ­τι­κού πνεύ­μα­τος. Οι άν­θρω­ποι δεν γί­νο­νται αντι­λη­πτοί ως λο­γι­κοί πα­ρά­γο­ντες, ενώ τα ζώα πε­ρι­δια­βαί­νουν την ιστο­ρία ως αρ­μο­γές. Πολ­λά ση­μεία της ιστο­ρί­ας μοιά­ζουν να συ­νο­μι­λούν απευ­θεί­ας με την οι­κο­φε­μι­νι­στι­κή φι­λο­σο­φία της Martha C. Nussbaum, η οποία αφιέ­ρω­σε ένα με­γά­λο κομ­μά­τι του έρ­γου της για να μι­λή­σει όχι μό­νο για τα δι­καιώ­μα­τα των ζώ­ων στη ζωή, αλ­λά και για τη σω­μα­τι­κή και συ­ναι­σθη­μα­τι­κή τους υγεία και τη ση­μα­σία του ασφα­λούς πε­ρι­βάλ­λο­ντος· το να εί­σαι ζώο δεν [θα ‘πρε­πε να] ση­μαί­νει ότι θα αφα­νι­στείς. Με αυ­τό το θυ­μι­κό η Duszejko αφο­σιώ­νε­ται στη ζωή και στέ­κε­ται ψυ­χή και σώ­μα αντί­θε­τη σε ιδέ­ες και πρα­κτι­κές αν­θρώ­πι­νης πα­ρέμ­βα­σης σε εν­διαι­τή­μα­τα ζώ­ων, κα­τα­νά­λω­σης κρέ­α­τος, σκλη­ρό­τη­τας προς τα ζώα για αν­θρώ­πι­νο κέρ­δος.
Όσο πιο αραιο­κα­τοι­κη­μέ­νος εί­ναι ο χώ­ρος, τό­σο πιο εύ­κο­λα σπά­νε τα σύ­νο­ρα ανά­με­σα στο έν­νο­μο και τη φρί­κη. Η εγ­γύ­τη­τα με την άγρια ζωή φέρ­νει τον άν­θρω­πο σε επα­φή με τους φυ­σι­κούς κύ­κλους των επο­χών, της ζω­ής και του θα­νά­του· κυ­κλι­κές δια­δρο­μές από τον χει­μώ­να προς το κα­λο­καί­ρι και προς τον χει­μώ­να ξα­νά, έτσι και το Οδή­γη­σε το αλέ­τρι σου πά­νω από τα οστά των νε­κρών εί­ναι μία ιστο­ρία κυ­κλω­τι­κή. Αυ­τό που ανα­τέ­μνει τον κύ­κλο εί­ναι το δά­σος. Και μέ­σα από το δά­σος φα­ντα­ζό­μα­στε να βγαί­νουν κυ­νη­γοί με πτώ­μα­τα στα χέ­ρια. Το δά­σος μας πα­ρου­σιά­ζε­ται ως το όριο.[2] Σ’ όλο το βι­βλίο υπάρ­χουν διά­χυ­τα σύ­νο­ρα· ανά­με­σα σε άν­θρω­πο και ζώο, άν­δρα και γυ­ναί­κα, γε­γο­νό­τα και μυ­θο­πλα­σί­ες, ιστο­ρία και μύ­θο, όνει­ρα και πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ακό­μα και ανά­με­σα στα έθνη και τους λα­ούς. Η Duszejko επι­μέ­νει να ορί­ζει το πε­ρι­βάλ­λον με το να αρ­νεί­ται να απο­κα­λεί τους αν­θρώ­πους με το κα­νο­νι­κό τους όνο­μα (εκτός από τον Boros τον εντο­μο­λό­γο, τον οποίο πλη­σιά­ζει με δέ­ος και πε­ριέρ­γεια μιας και γνω­ρί­ζει, αλ­λά κυ­ρί­ως σέ­βε­ται, τον κό­σμο των εντό­μων)· δη­μιουρ­γεί πα­ρα­τσού­κλια και ξα­να­γρά­φει έτσι τον κό­σμο, σύμ­φω­να με τη δι­κή της υπο­κει­με­νι­κή και συ­ναι­σθη­μα­τι­κή εμπει­ρία.

Στο βι­βλίο της Tokarczuk ισχυ­ροί άν­δρες σκο­τώ­νο­νται δια­δο­χι­κά. Σκο­τώ­νε­ται το αρ­χε­τυ­πι­κό αρ­σε­νι­κό –ο άντρας εκτός νό­μου, ο άντρας που ορί­ζει πό­τε θα εφαρ­μό­ζο­νται οι νό­μοι και πό­τε όχι, ο μο­να­χι­κός, ο επι­κίν­δυ­νος, αυ­τός που στή­νει πα­γά­νες όπου βρει κι όπου στα­θεί. Σκο­τώ­νε­ται ο άν­δρας της βί­ας. Ο κυ­νη­γός. Στην αρ­χή χά­νει τη ζωή του η αρ­σε­νι­κή καρ­διά της βί­ας –ο μο­να­χι­κός, αντι­κοι­νω­νι­κός, πε­ρι­θω­ρια­κός και χρή­σι­μος άν­δρας. Στο ένα χέ­ρι η ζω­ο­κτο­νία στο άλ­λο η πα­ρα­χά­ρα­ξη. Η Φύ­ση παίρ­νει το πρώ­το της με­τα­φυ­σι­κό δια­ζύ­γιο με τον Άν­δρα και δεν εί­ναι κα­θό­λου κοι­νή συ­ναι­νέ­σει.

«Ίσως να τον εί­χε εγκα­τα­λεί­ψει η μη­τέ­ρα του και να ήταν δυ­στυ­χι­σμέ­νος σε όλη τη θλι­βε­ρή ζωή του. Η μα­κρο­χρό­νια δυ­στυ­χία εί­ναι για τον Άν­θρω­πο πιο εκ­φυ­λι­στι­κή κι από θα­νά­σι­μη ασθέ­νεια. Πο­τέ δεν εί­δα στο σπί­τι του επι­σκέ­πτες, δεν εμ­φα­νί­ζο­νταν συγ­γε­νείς ού­τε φί­λοι. Ού­τε οι μα­νι­τα­ρά­δες στα­μα­τού­σαν μπρο­στά στο σπί­τι του για να κου­βε­ντιά­σουν. Ο κό­σμος τον φο­βό­ταν και τον αντι­πα­θού­σε. Φαί­νε­ται πως εί­χε επα­φές μό­νο με τους κυ­νη­γούς, κι αυ­τές σπά­νιες. […] θύ­μι­ζε αρ­πα­κτι­κό που ζει μό­νο για να σπέρ­νει τον θά­να­το και να μοι­ρά­ζει πό­νο».[3]

Αμέ­σως με­τά, σκο­τώ­νο­νται με τη σει­ρά οι θε­σμοί του φαύ­λου συ­στή­μα­τος, οι στύ­λοι της πα­τριαρ­χί­ας ―Κα­πι­τα­λι­σμός, Αστυ­νο­μία, Κυ­βέρ­νη­ση, Εκ­κλη­σία: ο αλε­που­δέ­μπο­ρος-κα­πι­τα­λι­σμός συν­δέ­ε­ται με τη μα­φία, την κα­κο­ποί­η­ση γυ­ναι­κών και ζώ­ων, χαϊ­δεύ­ει μο­να­χά το ατο­μι­κό κέρ­δος, πα­τά­ει επί πτω­μά­των για να κυ­ριαρ­χή­σει οι­κο­νο­μι­κά και αρ­σε­νι­κά στην πε­ριο­χή. Η Αστυ­νο­μία η οποία έχει θε­με­λιω­θεί πά­νω στο βρώ­μι­κο, πα­ρά­νο­μο κέρ­δος, με­τα­μορ­φώ­νο­ντας τα όρ­γα­νά της σε ντα­ή­δες, και φα­σι­στο­συμ­μο­ρί­τες, με τους πιο με­τριο­πα­θείς απλώς να πε­ρι­φρο­νούν και να αδια­φο­ρούν. Εί­ναι αυ­τό το σπά­ραγ­μα και το θλιμ­μέ­νο κού­νη­μα του κε­φα­λιού που μας προ­κα­λεί με μία της γρή­γο­ρη και απλή σκη­νή η Tokarczuk: –Θα κα­λέ­σω την Αστυ­νο­μία – Εμείς εί­μα­στε η Αστυ­νο­μία. Ο Πρό­ε­δρος που από «την πρώ­ι­μη νε­ό­τη­τα συμ­με­τεί­χε σε κά­ποιο συμ­βού­λιο: μα­θη­τι­κό συμ­βού­λιο, των Προ­σκό­πων στην Υπη­ρε­σία της Λαϊ­κής Δη­μο­κρα­τί­ας της Πο­λω­νί­ας, Δη­μο­τι­κό Συμ­βού­λιο, της Εται­ρεί­ας Λα­το­μεί­ων, και σε κά­θε εί­δους επο­πτι­κά συμ­βού­λια»[4] εί­ναι ο κα­τάλ­λη­λος άν­θρω­πος για τις δου­λειές του Κρά­τους, που αρέ­σκε­ται στο να κλεί­νει τα μά­τια στις πα­ρα­νο­μί­ες και να ανοί­γει διά­πλα­τα το στό­μα στο αλ­κο­όλ και τις γιορ­τι­νές πί­τες ―το στό­μα της κα­τα­νά­λω­σης, που θα γε­μί­σει από έντο­μα. Και ο Επί­σκο­πος που λα­τρεύ­ει τον Άγιο Ου­μπέρ­το τον φύ­λα­κα-άγιο των κυ­νη­γών, όντας και ο ίδιος κυ­νη­γός, με μία φαι­νο­με­νι­κή ει­ρω­νεία καί­γε­ται μέ­σα στην εκ­κλη­σία του, με την Εκ­κλη­σία να καί­γε­ται κυ­ριο­λε­κτι­κά και συμ­βο­λι­κά, όπως έκα­ψε στην πυ­ρά πολ­λούς πε­ρι­θω­ρια­κούς, πολ­λές γυ­ναί­κες, πολ­λά ζώα.
Όλοι αυ­τοί έχουν ως κοι­νό πα­ρα­νο­μα­στή το ένα τέ­ταρ­το του ζώ­ου, το σκού­ρο αί­μα, τα τσι­γκέ­λια έξω από το σπί­τι, τις φω­το­γρα­φί­ες στο κυ­νή­γι, με λί­γα λό­για: εί­ναι άν­δρες οπλο­φο­ρού­ντες.

Η ζωή στην επαρ­χία και η εγ­γύ­τη­τα με τη φύ­ση, αντί να βγά­ζει τα πιο αμό­λυ­ντα και απλά συ­ναι­σθή­μα­τα και συ­μπε­ρι­φο­ρές (μία απλή λει­τουρ­γία ζω­ής και θα­νά­του, όπως ξη­με­ρώ­νει και νυ­χτώ­νει, όπως λιώ­νει ο πά­γος του χει­μώ­να), γί­νε­ται η γε­ω­γρα­φία των στε­ρε­ο­τύ­πων, οι αν­δρι­κές αξί­ες κυ­ριαρ­χούν, οι θη­λυ­κές αρ­χές απα­ξιώ­νο­νται, τε­ντώ­νο­νται πε­ρισ­σό­τε­ρο οι δια­φο­ρές, οι άν­θρω­ποι μα­θαί­νουν να ζού­νε στο χά­σμα, που στο βι­βλίο παίρ­νει τη μορ­φή του ορο­πε­δί­ου. Πρό­κει­ται για την επαρ­χία όπου καλ­λιερ­γού­νται τα πιο δυ­στυ­χι­σμέ­να και σκο­τει­νά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της κοι­νω­νί­ας των αν­θρώ­πων, όπου ο άν­θρω­πος –και κυ­ρί­ως το ζώο– εγκα­θί­στα­ται σε έναν τό­πο φό­βου και φο­νι­κού. Κι όμως, ο φυ­σι­κός κό­σμος θα ‘πρε­πε να μας βγά­ζει από τον μι­κρό­κο­σμό μας –θα ‘πρε­πε να εκ­θέ­τει τον μι­κρό­κο­σμό μας ως έναν τε­χνη­τό, αφυ­δα­τω­μέ­νο και αφι­λό­ξε­νο κό­σμο. Εξού και στην αρ­χή πί­στε­ψα, έπει­τα θέ­λη­σα και στο τέ­λος ακο­λού­θη­σα τη δι­φο­ρού­με­νη στά­ση που κρα­τά­ει η συγ­γρα­φέ­ας σε όλο το βι­βλίο για την ευ­θεία μά­χη με­τα­ξύ του φυ­σι­κού κό­σμου και του ψυ­χο­πα­θη­τι­κού κό­σμου των αν­θρώ­πων.

Η Olga Tokarczuk χρη­σι­μο­ποιεί το εύ­πε­πτο εί­δος της αστυ­νο­μι­κής λο­γο­τε­χνί­ας μυ­στη­ρί­ου, για να θέ­σει ενώ­πιόν μας έναν βα­θύ προ­βλη­μα­τι­σμό για το πιο πιε­στι­κό υπαρ­ξια­κό ερώ­τη­μα που αφο­ρά τη μελ­λο­ντι­κή μας συμ­βί­ω­ση και επι­βί­ω­ση σ’ αυ­τόν τον κό­σμο: τι συ­νι­στά μια ηθι­κά υγιή και πε­ρι­βαλ­λο­ντι­κά[5] βιώ­σι­μη κοι­νω­νία; Τι ακρι­βώς εί­ναι ο άν­θρω­πος;
Η Tokarczuk απα­ντά­ει δη­μιουρ­γώ­ντας έναν ανορ­θό­δο­ξο αλ­λά τό­σο ει­λι­κρι­νή και γε­μά­το εν­συ­ναί­σθη­ση γυ­ναι­κείο χα­ρα­κτή­ρα. Έναν άν­θρω­πο που κα­τα­λα­βαί­νει και [ανα]γνω­ρί­ζει τον Κό­σμο. Γί­νε­ται Λύ­κος για να απο­κα­τα­στή­σει την τά­ξη και να απο­νεί­μει δι­καιο­σύ­νη, όπως ο φυ­σι­κός λύ­κος απο­κα­θι­στά το οι­κο­σύ­στη­μα και το «συ­γυ­ρί­ζει». Διε­ξά­γει και έναν αό­ρα­το πό­λε­μο, εκτός από τον ορα­τό ανοι­χτό πό­λε­μο με τις αρ­χές και την εξου­σία, ενά­ντια στα βα­ρέ­ων βα­ρών αρ­σε­νι­κά που δια­πράτ­τουν εγκλή­μα­τα κα­τά του φυ­σι­κού κό­σμου και το κά­νουν εν γνώ­σει όλης της πε­ριο­χής.
Η Tokarczuk επι­λέ­γει ως κε­ντρι­κό χα­ρα­κτή­ρα μία ηλι­κιω­μέ­νη γυ­ναί­κα που αγα­πά­ει και μι­λά­ει στα ζώα και πι­στεύ­ει στην αστρο­λο­γία· παί­ζει τρό­πον τι­νά με το στε­ρε­ό­τυ­πο που έχει ο μέ­σος άν­θρω­πος για την αλ­λο­πρό­σαλ­λη γυ­ναί­κα χω­ρίς παι­διά, μία φι­γού­ρα που η κα­τε­στη­μέ­νη σκέ­ψη έμα­θε τους αν­θρώ­πους να μην λαμ­βά­νουν σο­βα­ρά υπό­ψη.

«Αυ­τό που με προ­βλη­μα­τί­ζει εί­ναι» συ­νέ­χι­σε «για­τί οι ηλι­κιω­μέ­νες γυ­ναί­κες… οι γυ­ναί­κες της ηλι­κί­ας σας ασχο­λού­νται τό­σο με τα ζώα. Δεν υπάρ­χουν πια άν­θρω­ποι τους οποί­ους θα μπο­ρού­σαν να φρο­ντί­ζουν; Και συμ­βαί­νει αυ­τό για­τί τα παι­διά τους με­γά­λω­σαν και δεν έχουν κα­νέ­ναν για να ασχο­λη­θούν μα­ζί του; Έν­στι­κτο τις σπρώ­χνει προς τα εκεί, για­τί οι γυ­ναί­κες έχουν το έν­στι­κτο της φρο­ντί­δας, σω­στά;» […] «Η για­γιά μου, για πα­ρά­δειγ­μα» συ­νέ­χι­σε» «…έχει εφτά γά­τες στο σπί­τι κι επι­πλέ­ον τα­ΐ­ζει όλες τις γά­τες της γει­το­νιάς.[…]»[6]
«Εί­στε τό­σο κα­λή. Παίρ­νε­τε τα πά­ντα πο­λύ προ­σω­πι­κά. Αλ­λά μάλ­λον δε φα­ντά­ζε­στε ότι θα έπρε­πε να στα­μα­τή­σου­με την υλο­τό­μη­ση εξαι­τί­ας ενός σκα­θα­ριού στους κορ­μούς των δέ­ντρων; […]»
Ξαφ­νι­κά εξα­τμί­στη­κε από μέ­σα μου όλη η ενέρ­γεια. Δε με έπαιρ­νε στα σο­βα­ρά. Αν ήμουν ο Μπό­ρος ή το Μαύ­ρο Παλ­τό, τό­τε μπο­ρεί να με άκου­γε, να έψα­χνε επι­χει­ρή­μα­τα, να συ­ζη­τού­σε. Όμως εγώ ήμουν γι’ αυ­τόν μια ηλι­κιω­μέ­νη γυ­ναί­κα, εντε­λώς ιδιόρ­ρυθ­μη μέ­σα σ’ αυ­τή την ερη­μιά. Άχρη­στη και ασή­μα­ντη. […][7]

Μέ­σα από την οπτι­κή της Duszejko μπο­ρού­με να δού­με την αφά­ντα­στη σκλη­ρό­τη­τα του κό­σμου, την ωμή και ακού­ρα­στη βία, τη ζω­ο­κτο­νία ως δο­λο­φο­νία, τον πα­ρα­λο­γι­σμό ως λε­λο­γι­σμέ­νο, τα κα­τε­στραμ­μέ­να σώ­μα­τα και μυα­λά από το αλ­κο­όλ, την πε­ρι­φρό­νη­ση, την κα­τά­χρη­ση, την κα­τα­στρο­φή της φύ­σης, με λί­γα λό­για τα χνώ­τα της πα­τριαρ­χί­ας.
Για­τί πα­ρά τις εκ­κε­ντρι­κές της πε­ποι­θή­σεις (άρα­γε τι εί­ναι φυ­σιο­λο­γι­κό;), την ανορ­θό­δο­ξη συ­μπε­ρι­φο­ρά και τις εγκλη­μα­τι­κές της ενέρ­γειες, η Duszejko δεν με­τα­χει­ρί­ζε­ται ως αστα­θής χα­ρα­κτή­ρας, αλ­λά ως ένας ισχυ­ρός γυ­ναι­κεί­ος χα­ρα­κτή­ρας με λυ­τρω­τι­κές ιδιό­τη­τες, που μό­νο αυ­τή θα τα βά­λει με τους κα­τα­χρα­στές πα­τριάρ­χες και τους απα­τε­ώ­νες κερ­δο­σκό­πους κα­πι­τα­λι­στές που λυ­μαί­νο­νται κα­θε­τί φυ­σι­κό ελα­φρά τη καρ­δία.[8]

Η Tokarczuk μας κα­λεί λοι­πόν να ακο­λου­θή­σου­με την ευαι­σθη­σία της Duszejko προς τα έμ­ψυ­χα και άψυ­χα όντα που βρί­σκε­ται ανά­με­σά τους (κι όχι που την πε­ρι­βάλ­λουν). Να προ­σπα­θή­σου­με να ξε­πε­ρά­σου­με τα όρια της αν­θρω­πι­νό­τη­τας και να υιο­θε­τή­σου­με μία πο­λύ πιο ευ­ρεία και πε­ριε­κτι­κή έπο­ψη. Η Duszejko εν­σαρ­κώ­νει μία στε­νή δια­σύν­δε­ση με­τα­ξύ όλων των αι­σθα­νό­με­νων όντων, πα­ρέ­χο­ντάς της τη σω­μα­τι­κή και πνευ­μα­τι­κή κα­τα­νό­η­ση που κά­νει τις δια­φο­ρές με­τα­ξύ των ει­δών ασή­μα­ντες. Βλέ­πει τον κό­σμο με όρους σχέ­σε­ων, συν­δέ­σε­ων, μέ­σα από την αδιά­κο­πη επιρ-ροή που έχουν τα εί­δη το ένα στο άλ­λο (πε­τώ­ντας την τρο­φι­κή αλυ­σί­δα στο κα­λά­θι των αχρή­στων), πλη­σιά­ζο­ντας στον ζω­τι­κό υλι­σμό (vital materialism) της Karen Barad και πιο συ­γκε­κρι­μέ­να στις εν­δο-δρα­στι­κές σχέ­σεις: αν μέ­σα από τη θε­ω­ρία του Niels Bohr μά­θα­με ότι ο κό­σμος εί­ναι κα­τα­σκευα­σμέ­νος από σχέ­σεις κι όχι από πράγ­μα­τα (δεν υπάρ­χουν πράγ­μα­τα αυ­τά κα­θαυ­τά), τό­τε μέ­σα από τη θε­ω­ρία της Karen Barad οι εν­δο-δρά­σεις – οι εν­δο-ενέρ­γειες εί­ναι ανταλ­λα­γές, επιρ­ρο­ές, σχέ­σεις που δεν εμπλέ­κο­νται και δεν εξα­ντλού­νται στο αν­θρώ­πι­νο μό­νο, αλ­λά εμπλέ­κουν και το μη-αν­θρώ­πι­νο (φύ­ση-ζώα-αντι­κεί­με­να). Θυ­μί­ζει το παι­δι­κό παι­χνί­δι «όνο­μα-ζώο-πράγ­μα», μό­νο που η Barad βά­ζει τον άν­θρω­πο μέ­σα στο παι­χνί­δι, με το παι­χνί­δι να τον το­πο­θε­τεί και στο όνο­μα και στο ζώο και στο πράγ­μα. Υπάρ­χει η ψυ­χή, αλ­λά δεν ση­μαί­νει ότι βρί­σκε­ται κά­που μέ­σα ή κά­που έξω. Υπάρ­χει και εί­ναι μ α ζ ί με τον Κό­σμο και θέ­λω να πι­στεύω μα­ζί με εμάς, τους αν­θρώ­πους.[9] Υπάρ­χουν λοι­πόν εν­δο-δρά­σεις ανά­με­σα στα αν­θρώ­πι­να και μη-αν­θρώ­πι­να όντα που εί­ναι επι­τε­λε­στι­κές και με αυ­τε­νέρ­γεια (agency).[10] Η Donna Haraway τις απο­κα­λεί με­τα­δο­τι­κές οι­κο­λο­γί­ες: ένας κό­σμος που προ­κύ­πτει από μία συμ-ποί­η­ση. Η οι­κο­λο­γία εί­ναι μία πρα­κτι­κή της αφή­γη­σης. «Ο σκο­πός μου εί­ναι να φτιά­ξω συγ­γε­νείς» μας λέ­ει η Haraway κι εν­νο­εί κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο και διά­φο­ρο από οντό­τη­τες που έχουν δε­σμούς μέ­σω της κα­τα­γω­γής ή της γε­νε­α­λο­γί­ας.[11]

Τα πα­ρα­πά­νω θα μπο­ρού­σαν ίσως να απα­ντή­σουν στο βα­σι­κό ερώ­τη­μα: μπο­ρεί ένα σώ­μα να έχει μό­νο μία ιστο­ρία; Μπο­ρεί ο άν­θρω­πος να πε­ρι­μέ­νει να μην τον επη­ρε­ά­ζει η συν-ύπαρ­ξη με τις κα­ρα­μπί­νες, με το γδάρ­σι­μο, με τα πτώ­μα­τα, με τη σιω­πη­λή άνοι­ξη, με τα κα­μέ­να κα­λο­καί­ρια, με το όλο λι­γό­τε­ρο δά­σος, με τον κα­πι­τα­λι­σμό, με τα χνώ­τα της πα­τριαρ­χί­ας; Ο υλι­κός κό­σμος εί­ναι γε­μά­τος απί­θα­να φαι­νό­με­να, μυ­στη­ριώ­δεις συν­δέ­σεις και βα­θιά νο­ή­μα­τα που πε­ρι­μέ­νουν να απο­κα­λυ­φθούν από μία [ευαί­σθη­τη] ψυ­χή. Η Tokarczuk μας ει­σά­γει σ’ ένα πε­ραι­τέ­ρω «κά­τι» ― πέ­ρα από το αν­δρώ­πι­νο[12] γί­γνε­σθαι στην οι­κο­λο­γία του με­ταν­θρώ­που: αυ­τόν της υπέρ­βα­σης του ιε­ρού. Το πνεύ­μα εί­ναι συ­ντο­νι­σμέ­νο στις συ­χνό­τη­τες των κρα­δα­σμών, αι­σθά­νε­ται, αντι­λαμ­βά­νε­ται, σκέ­πτε­ται ότι έρ­χε­ται και ο χρό­νος που ένα σπί­τι πρέ­πει να αφε­θεί στην ησυ­χία του, για­τί το «βλέ­πει», όπως βλέ­πει τα λου­λού­δια, τις νυ­χτε­ρί­δες ως επιρ-ρο­ές του κό­σμου.

«Κα­θό­μα­σταν στον κή­πο, κά­τω από τη γέ­ρι­κη μη­λιά η οποία εί­χε κιό­λας δέ­σει καρ­πό. Ο κή­πος ευω­δί­α­ζε και θρόι­ζε. Εί­χα χά­σει την αί­σθη­ση του χρό­νου, και κά­θε παύ­ση ανά­με­σα στις εκ­φε­ρό­με­νες προ­τά­σεις μού φαι­νό­ταν ατε­λεί­ω­τη. Ένα βά­ρα­θρο χρό­νου απλώ­θη­κε μπρο­στά μας. Συ­ζη­τού­σα­με επί αιώ­νες, συ­νε­χώς λέ­γα­με τα ίδια και τα ίδια, μια από το ένα, μια από το άλ­λο στό­μα, και κα­νείς δε θυ­μό­ταν ότι το επι­χεί­ρη­μα το οποίο αντέ­κρουε ήταν εκεί­νο που νω­ρί­τε­ρα υπο­στή­ρι­ζε. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δεν υπήρ­χε κα­μία αντί­κρου­ση· κά­να­με διά­λο­γο, έναν τρι­με­ρή διά­λο­γο, σαν τρεις πα­νί­δες, ένα άλ­λο αν­θρώ­πι­νο εί­δος, μι­σό Άν­θρω­πος μι­σό Ζώο. Αντι­λή­φθη­κα ότι υπάρ­χουν πολ­λοί σαν κι εμάς στον κή­πο και στο δά­σος, έχου­με πρό­σω­πο κα­λυμ­μέ­νο με τρί­χω­μα. Πα­ρά­ξε­να τέ­ρα­τα. Και στο δέ­ντρο έχουν μα­ζευ­τεί οι Νυ­χτε­ρί­δες μας και τρα­γου­δούν. Οι ψι­λού­τσι­κες, παλ­λό­με­νες φω­νές τους τα­ρα­κου­νούν τα μι­κρο­σκο­πι­κά μό­ρια ομί­χλης, κι έτσι η Νύ­χτα γύ­ρω μας αρ­χί­ζει να κου­δου­νί­ζει σι­γα­νά, κα­λώ­ντας όλα τα Πλά­σμα­τα σε νυ­χτε­ρι­νή τε­λε­τή.»[13]
«Στο χώ­μα ακρι­βώς πλάι στον δρό­μο εί­δα μαρ­γα­ρί­τες με τα μι­κρο­σκο­πι­κά προ­σω­πά­κια τους. Πο­τέ δεν κα­τά­φε­ρα να αντι­στα­θώ στην ιδέα ότι σιω­πη­λές πα­ρα­κο­λου­θούν όποιον περ­νά­ει και μας αξιο­λο­γούν πο­λύ αυ­στη­ρά. Ένας στρα­τός από λου­λου­δαν­θρω­πά­κια.»[14]

Τα άτο­μα μπο­ρούν να δη­μιουρ­γή­σουν συγ­γε­νείς, να ακο­λου­θούν όποιον αι­σθά­νο­νται πως σχε­τί­ζο­νται μα­ζί του ου­σια­στι­κά, να επι­λέ­γουν το πα­ρελ­θόν τους και το μέλ­λον τους, να συμ­φω­νούν συμ-ποι­η­τι­κά. Πα­ρό­λα αυ­τά, επι­λέ­γουν να υπο­φέ­ρουν από έλ­λει­ψη ει­ρή­νης. Το από­θε­μα φρί­κης εί­ναι τε­ρά­στιο. Οι μυ­στη­ριώ­δεις θά­να­τοι στην ιστο­ρία της Tokarczuk, που μέ­σα από την εν­σώ­μα­τη όρα­ση της πρω­τα­γω­νί­στριας, γί­νο­νται φε­μι­νι­στι­κή πρά­ξη και σκέ­ψη, το­πο­θε­τούν υπαρ­κτά σώ­μα­τα, που δεν εί­ναι άλ­λα από τα ελά­φια. Δεν πρό­κει­ται για αφη­γη­μα­τι­κό κε­νό, αλ­λά για ένα αφη­γη­μα­τι­κό σκη­νι­κό, όχι απλώς πέ­ραν του έμ­φυ­λου, αλ­λά πέ­ραν του αν­θρώ­πι­νου: δεν υπάρ­χει ασώ­μα­το, δεν υπάρ­χει ού­τε απρό­σω­πο. Τα ελά­φια στο Οδή­γη­σε το Αλέ­τρι σου, ανα­στρέ­φουν την προ­σο­χή προς τη φύ­ση και τους μη αν­θρώ­πι­νους χα­ρα­κτή­ρες (βρε, κα­λά δεν λέ­νε οι άν­θρω­ποι ότι… η φύ­ση εκ­δι­κεί­ται;). Μέ­σα από αυ­τό το αφη­γη­μα­τι­κό σκη­νι­κό η Duszejko –και μα­ζί της κι εμείς– κα­τα­πιά­νε­ται με θε­με­λιώ­δη οντο­λο­γι­κά ζη­τή­μα­τα: από πού προ­έρ­χε­ται το αί­σθη­μα υπε­ρο­χής μας ένα­ντι των ζώ­ων (ει­δι­κά αν λά­βου­με υπό­ψη ότι κα­νέ­να απο­λύ­τως εί­δος, ού­τε καν το δι­κό μας αλα­ζο­νι­κό και εχθρευό­με­νο εί­δος που προ­σποιεί­ται το ηθι­κά σω­στό, το γνή­σια κα­λό στα κι­τά­πια του δυ­τι­κού πο­λι­τι­σμού, δεν ενερ­γεί μό­νο του, ακό­μα κι αν σκύ­ψου­με το κε­φά­λι μπρο­στά στους με­γα­λύ­τε­ρους γε­ω­μορ­φο­λό­γους και με­ταρ­ρυθ­μι­στές της ζω­ής που εί­ναι τα βα­κτή­ρια και οι συγ­γε­νείς τους); Πώς δι­καιο­λο­γού­με τη δια­φο­ρά ανά­με­σα στο σκο­τώ­νω ένα ζώο (το ζώο εί­ναι ήδη νε­κρό) και δο­λο­φο­νώ έναν άν­θρω­πο;

Ο συγ­γρα­φέ­ας José Ortega y Gasset εξο­μο­λο­γεί­ται στο έρ­γο του Meditations on hunting (1972) ότι κά­ποιος δεν κυ­νη­γά για να σκο­τώ­σει, αλ­λά σκο­τώ­νει για να έχει κυ­νη­γή­σει. Ο συγ­γρα­φέ­ας που υπο­στή­ρι­ζε ότι το κυ­νή­γι εί­ναι ένα κα­θο­λι­κό και πα­θια­σμέ­νο άθλη­μα, η πιο αγνή μορ­φή [αν­δρώ­πι­νης] ευ­τυ­χί­ας, μι­λού­σε για το μά­τι του κυ­νη­γού.

«Μία από τις αι­σθή­σεις του κυ­νη­γού που πρέ­πει αδιά­κο­πα και ατέρ­μο­να να δου­λεύ­ει εί­ναι η όρα­ση. Κοί­τα, κοί­τα και ξα­να­κοί­τα προς όλες τις κα­τευ­θύν­σεις και υπό οποιεσ­δή­πο­τε συν­θή­κες· κοί­τα όσο προ­χω­ράς, κοί­τα κι όταν ξε­κου­ρά­ζε­σαι· κοί­τα όταν κο­λα­τσί­ζεις ή όταν ανά­βεις τσι­γά­ρο· πά­νω, κά­τω, πί­σω από κει που ήρ­θες, στις κο­ρυ­φές των λό­φων, στους γκρε­μούς και τα λα­γκά­δια, με κιά­λια ή με γυ­μνό μά­τι και πά­ντα να ‘χεις στο νου πως άμα ξέ­ρεις πώς να κοι­τάς, το θε­ριό που δεν εμ­φα­νί­στη­κε εδώ και οχτώ ώρες κο­πια­στι­κής ανα­ζή­τη­σης, μπο­ρεί να εμ­φα­νι­στεί στα εκα­τό μέ­τρα τη στιγ­μή του σού­ρου­που που κά­θε­σαι μπρο­στά στην τέ­ντα να βγά­λεις τις μπό­τες σου για να φρο­ντί­σεις τα πο­νε­μέ­να σου πό­δια και εξου­θε­νω­μέ­νος κα­τα­ριέ­σαι το χό­μπι σου. Εί­ναι κα­λή συμ­βου­λή».[15]

Από την άλ­λη, για την Donna Haraway η σω­μα­τι­κή λει­τουρ­γία της όρα­σης, γί­νε­ται εν­σώ­μα­τη φύ­ση και ερ­γα­λείο απε­λευ­θέ­ρω­σης. Η όρα­ση απαλ­λάσ­σει το σώ­μα –θη­λυ­κό ή μη– από την Ιστο­ρία και συν­δέ­ε­ται ως αι­σθη­τη­ρια­κό σύ­στη­μα, με τη φε­μι­νι­στι­κή σκέ­ψη και τη σω­μα­τι­κό­τη­τα. Επι­χει­ρη­μα­το­λο­γεί για μία όρα­ση μέ­σα από το σώ­μα, ένα σώ­μα αντι­φα­τι­κό, πο­λύ­πλο­κο που δο­μεί και ταυ­τό­χρο­να δο­μεί­ται.[16]
Τα υπο­κεί­με­να εί­ναι συμ­μέ­το­χα. Τα πλά­σμα­τα όλα –χλω­ρί­δα και πα­νί­δα– εί­ναι συμ­μέ­το­χα. Κα­νέ­να σώ­μα δεν έχει μό­νο μία ιστο­ρία. Κα­νέ­να σώ­μα δεν εί­ναι υπό κα­το­χή. Κι αν υπάρ­χει κά­τι που εν­δε­χο­μέ­νως να ξε­νί­σει τον ανα­γνώ­στη δια­βά­ζο­ντας τα έρ­γα και τις ημέ­ρες της ηρω­ί­δας της Tokarczuk, εί­ναι που πε­ρι­φέ­ρει με με­γά­λη επι­μο­νή την αντι-πλα­τω­νι­κή και αντι-χρι­στια­νι­κή της φι­λο­σο­φία της ισό­τη­τας των ψυ­χών σε κά­θε δια­φο­ρε­τι­κό σώ­μα –αν­θρώ­πι­νο και μη αν­θρώ­πι­νο. Και πώς αλ­λιώς, όταν βρί­σκε­ται στο liminality πο­λι­τι­σμού και φύ­σης μέ­σα από ενέρ­γειες, απο­στά­σεις, δο­λο­φο­νί­ες και αν­θρώ­πι­νες τα­φές σε ζώα; Και βε­βαί­ως η συγ­γρα­φέ­ας χω­ρίς ίχνος αυ­το­λο­γο­κρι­σί­ας πα­ρου­σιά­ζει τη μι­σαλ­λο­δο­ξία που εκ­φρά­ζουν οι [άν­δρες] κυ­νη­γοί, οι θε­σμι­κοί, οι πε­ρι­θω­ρια­κοί και ίσως και οι ανα­γνώ­στες.
Η θυ­μω­μέ­νη Duszejko συμ­με­τέ­χει πό­τε ως άν­θρω­πος, πό­τε ως ζώο – παί­ζει έτσι με τη γιουν­γκια­νή έν­νοια της anima[l] moralia: το θη­λυ­κό μέ­ρος του ασυ­νει­δή­του ταυ­τί­ζε­ται με του ζώ­ου, για να μπο­ρέ­σου­με να δού­με με­τα­φο­ρι­κά τη βα­θειά σύν­δε­ση της γυ­ναι­κεί­ας και της ζω­ι­κής υπο­κει­με­νι­κό­τη­τας που εί­ναι απα­ραί­τη­τη για την ανά­δυ­ση ενός νέ­ου βιο-ηθι­κού συ­στή­μα­τος. Ο θυ­μός της Duszejko στο­χεύ­ει προς την πα­ρά­νο­μη, βί­αιη (βία εί­ναι το υπο­λο­γι­σμέ­νο σκό­τω­μα, εί­τε το άμε­σο [τό­σο ακα­ριαίο] που γί­νε­ται πα­ρόν, εί­τε το έμ­με­σο [τό­σο αρ­γό] που κα­τα­λή­γει άχρο­νο) και δο­λο­φο­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα της επαρ­χί­ας. Η πα­τριαρ­χία σού ζη­τά­ει να μην θυ­μώ­νεις, να μην αγω­νιάς, να μην συμ­με­τέ­χεις και κυ­ρί­ως να μην αγω­νί­ζε­σαι, αλ­λά να συμ­βα­δί­ζεις και να συ­ζείς με την απο­δο­χή και τον φό­βο της αρ­σε­νι­κής βί­ας.

«Θα ήθε­λα να γνω­ρί­ζω τη γρα­φή των Ζώ­ων» συ­νέ­χι­σα «…τους χα­ρα­κτή­ρες, με τους οποί­ους θα μπο­ρού­σα να τους γρά­ψω προει­δο­ποι­ή­σεις: Μην πλη­σιά­ζε­τε εκεί. Αυ­τό το φα­γη­τό εί­ναι θα­να­τη­φό­ρο. Μεί­νε­τε μα­κριά από τους άμ­βω­νες, δε θα δια­βα­στεί κα­νέ­να ευαγ­γέ­λιο, δε θα ακού­σε­τε τον κα­λό λό­γο, δε θα σας υπο­σχε­θούν σω­τη­ρία με­τά θά­να­τον, δε θα δεί­ξουν έλε­ος για τη φτω­χή ψυ­χή σας, για­τί δεν έχε­τε ψυ­χή. Δε θα σας δουν ως πλη­σί­ον, δε θα σας ευ­λο­γή­σουν. Ψυ­χή έχει ο χα­μερ­πέ­στε­ρος εγκλη­μα­τί­ας, αλ­λά όχι εσύ, όμορ­φη Δορ­κά­δα, ού­τε εσύ Αγριο­γού­ρου­νο, ού­τε εσύ, άγρια Χή­να, ού­τε εσύ, Γου­ρού­νι, ού­τε κι εσύ, Σκύ­λε. Το να σκο­τώ­νεις δεν τι­μω­ρεί­ται πια. […]»[17]

Στο βι­βλίο της The Cultural Politics of Emotion (2014), η Sara Ahmed προ­σφέ­ρει μία ση­μα­ντι­κή ει­κό­να για τα συ­ναι­σθή­μα­τα, υπο­στη­ρί­ζο­ντας ότι εί­ναι κα­θο­ρι­στι­κές δυ­νά­μεις στην πο­λι­τι­κή και τον πο­λι­τι­σμό. Πα­ρου­σιά­ζει τον θυ­μό ως εγ­γε­νώς συν­δε­δε­μέ­νο με τον φε­μι­νι­σμό. Τα συ­ναι­σθή­μα­τα εί­ναι κρί­σι­μα στην πο­λι­τι­κο­ποί­η­ση των υπο­κει­μέ­νων.[18] Ο θυ­μός εί­ναι μία μορ­φή «ενα­ντί­ον».[19] Ο φε­μι­νι­στι­κός θυ­μός απορ-ρέ­ει από την ερ­μη­νεία του κό­σμου· εί­ναι δη­μιουρ­γι­κός· λει­τουρ­γεί για να δη­μιουρ­γή­σει τη γλώσ­σα με την οποία να απα­ντά σε αυ­τό που εί­ναι ενά­ντια.[20] Εί­ναι ο δί­καιος θυ­μός της Stefania Lucamante (2020), τον οποίο βλέ­πει ως το απο­κο­ρύ­φω­μα της αγα­νά­κτη­σης για την αδι­κία που πα­ρά­γει αντα­να­κλα­στι­κές εντυ­πώ­σεις από τις οποί­ες πη­γά­ζει η θέ­λη­ση για κα­ταγ­γε­λία των πραγ­μά­των και του τρό­που με τον οποίο ζού­με.[21]

«[…] υπήρ­ξα Ζώο: έζη­σα κι έφα­γα· βό­σκη­σα σε πρά­σι­να λι­βά­δια, γέν­νη­σα Μι­κρά, τα ζέ­στα­να με το σώ­μα μου· έχτι­σα φω­λιές, έκα­να ό,τι μου ανα­λο­γού­σε. Όταν τα σκο­τώ­νουν και πε­θαί­νουν μέ­σα στον Φό­βο και στη Φρί­κη, όπως εκεί­νο το Αγριο­γού­ρου­νο που το σώ­μα του κει­τό­ταν εχθές μπρο­στά μου κι ακό­μη βρί­σκε­ται εκεί, τα­πει­νω­μέ­νο, λα­σπω­μέ­νο, πα­σα­λειμ­μέ­νο με αί­μα, ένα ψο­φί­μι πια, τό­τε τα κα­τα­δι­κά­ζουν στην κό­λα­ση και όλος ο κό­σμος με­τα­τρέ­πε­ται σε κό­λα­ση. Δεν το βλέ­πουν αυ­τό οι Άν­θρω­ποι; Ο νους τους δεν εί­ναι σε θέ­ση να βγει από τις μι­κρές, εγω­ι­στι­κές απο­λαύ­σεις; Το χρέ­ος των αν­θρώ­πων απέ­να­ντι στα Ζώα εί­ναι να τα οδη­γούν –στις δια­δο­χι­κές ζω­ές τους– προς την Απε­λευ­θέ­ρω­ση. Όλοι πη­γαί­νου­με προς την ίδια κα­τεύ­θυν­ση, από την επιρ­ροή στην ελευ­θε­ρία, από το τε­λε­τουρ­γι­κό στην ελεύ­θε­ρη επι­λο­γή».[22]

Με άλ­λα λό­για: υπήρ­ξα Ζώο. Έζη­σα, βα­σα­νί­στη­κα, πέ­θα­να. Κι αυ­τά τα λό­για απλώ­νο­νται σε κά­θε σε­λί­δα του βι­βλί­ου. Ένας εκ­δι­κη­τι­κός υβρι­δι­σμός της γυ­ναι­κεί­ας φύ­σης δια­φαί­νε­ται απέ­να­ντι στο αν­δρι­κό κα­τε­στη­μέ­νο, εκεί όπου συ­ντη­ρού­νται η «αντρι­κή οσμή από κα­τερ­γα­σμέ­νο δέρ­μα, λα­δω­μέ­να μο­νό­καν­να, αλ­κο­όλ και ιδρώ­τα. Χει­ρο­νο­μί­ες κυ­ριαρ­χί­ας, δια­κρι­τι­κά εξου­σί­ας»[23] και κά­πως έτσι μας οδη­γεί η Tokarczuk προς το τέ­λος της ιστο­ρί­ας της: μέ­σα από μία φω­το­γρα­φία κυ­νη­γών. Δεν το ξε­χνά­με ότι όλη η ιστο­ρία προ­σπα­θεί μέ­σα από την θυ­μω­μέ­νη και υπε­ρευαί­σθη­τη Duszejko να χα­λά­σει τα ίχνη του αν­δρι­κού ορ­θο­λο­γι­σμού. Ο κυ­νη­γός τε­λε­τουρ­γεί σ’ αυ­τό που θε­ω­ρεί τη με­γα­λύ­τε­ρη δό­ξα του: το μο­νο­πώ­λιο του φό­νου και της βί­ας – να δει το θε­ριό και να το σκο­τώ­σει, με την πα­τριαρ­χία ακού­ρα­στα να κα­νο­νι­κο­ποιεί την ύπαρ­ξη θη­ρα­μά­των – από το σώ­μα του ζώ­ου, μέ­χρι το μυα­λό και το σώ­μα της γυ­ναί­κας. Ο Konrad Lorenz στην Επι­θε­τι­κό­τη­τα (1978),[24] ισχυ­ρί­ζε­ται ότι το πρό­βλη­μα της δο­λο­φο­νι­κό­τη­τας του αν­δρώ­που επι­δει­νώ­νε­ται από την ανω­νυ­μία και τη σω­μα­τι­κή – συ­ναι­σθη­μα­τι­κή απο­στα­σιο­ποί­η­ση που του πα­ρέ­χουν τα τε­χνη­τά και τη­λε­με­τα­χει­ρι­ζό­με­να όπλα. Κα­νέ­νας λο­γι­κός άν­θρω­πος, μας λέ­ει ο Konrad δεν θα πή­γαι­νε για κυ­νή­γι κου­νε­λιών από ευ­χα­ρί­στη­ση, αν εί­χε πλή­ρη συ­ναι­σθη­μα­τι­κή συ­νει­δη­το­ποί­η­ση αυ­τού που στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα [επι­θυ­μεί να] κά­νει.[25] Μι­λά­ει λοι­πόν για μία συ­ναι­σθη­μα­τι­κή απο­κόλ­λη­ση / απο­νέ­κρω­ση που επι­τρέ­πει την αντι­κει­με­νο­ποί­η­ση ενός πλά­σμα­τος. Για μία ψυ­χο­πά­θεια, εν συ­νό­λω. Κι όμως στο Οδή­γη­σε το αλέ­τρι σου, η γυ­ναί­κα εί­ναι αυ­τή που αντι­με­τω­πί­ζε­ται ως η ευ­έ­ξα­πτη, πα­ρα­νοϊ­κή και ενο­χλη­τι­κή πα­ρου­σία: «Ξέ­ρω, ξέ­ρω, εί­μαι νευ­ρω­τι­κή, υπερ­βο­λι­κά ευαί­σθη­τη και χρειά­ζο­μαι θε­ρα­πεία».[26]

Συμ­φω­νώ­ντας με την Virginia Woolf, αν και βλέ­που­με τον ίδιο κό­σμο, τον βλέ­που­με με δια­φο­ρε­τι­κά μά­τια. Και έχου­με δει τον κό­σμο για πά­ρα πο­λύ και­ρό μέ­σα από τα μά­τια του άν­δρα.[27]

Πό­σες φο­ρές μπο­ρεί να δει κα­νείς νε­κρά σώ­μα­τα; Δεν έχουν τε­λειω­μό;[28]

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: