Στόχος της ανακοίνωσής μας αυτής είναι η ανάδειξη ζητημάτων του τραύματος, της μνήμης και της συγχώρησης στο έργο του Κυριάκου Χαραλαμπίδη, αξιοποιώντας θέσεις των διανοητών της ιστορίας και της φιλοσοφίας Dominick La Capra και Paul Ricoeur αντίστοιχα: την έμφαση στη χρήση υβριδικού λόγου ιστορίας, μνήμης, λογοτεχνικού λόγου για την επεξεργασία του τραύματος από τον πρώτο, καθώς και την έμφαση στη θεραπευτική, και όχι μόνο, αξία της συγχώρησης -με προϋποθέσεις βέβαια- για τον ένοχο και το θύμα, από τον δεύτερο. Για τον σκοπό αυτό προσεγγίζουμε ποιήματα του Κυριάκου Χαραλαμπίδη με αφετηρία το τραύμα της εισβολής, παρακολουθώντας τις ψυχικές διακυμάνσεις και εσωτερικές συγκρούσεις των πρωταγωνιστικών προσώπων, κάθε φορά που βρίσκονται αντιμέτωποι με τον άλλο, τον εισβολέα. Για να διαπιστώσουμε εν τέλει πως σε αυτά, παρά την τραγικότητα των γεγονότων, τα πρόσωπα που πετυχαίνουν να καταργήσουν μέσα τους την αμάχη, να υπερβούν τον εαυτό τους, είναι αυτά που πετυχαίνουν και την υπέρβαση του τραύματος. που οδηγούνται στη συμφιλίωση και τη συγχώρηση, επιβεβαιώνοντας πως το τραύμα είναι μεν ιστορικό, η υπέρβασή του ωστόσο είναι θεολογική.
Η τραυματική μνήμη δεν περιορίζεται στην απλή καταγραφή οδυνηρών βιωμάτων ή τη θεραπευτική ιδιότητα της τέχνης, αλλά προχωρεί στην πραγμάτωση νέων μορφών έκφρασης. Η μέσω της αφήγησης επεξεργασία του τραυματικού γεγονότος επιτρέπει το τραυματικό γεγονός να ανακληθεί ως ανάμνηση, να ταξινομηθεί στην κατηγορία της μνήμης. Η λογοτεχνία εξαιτίας της λεπτής και πολύπλοκης σχέσης της με την αναφορά, έχει γίνει ένα προνομιούχο βασίλειο, ένα «ασφαλές λιμάνι» για την αφηγηματική απόδοση και τη μέσω της γραφής επιτέλεση του τραύματος.[1]
Για αυτό και στην πραγμάτευση των τραυματικών παρελθόντων, η λογοτεχνία προηγήθηκε της ιστορίας, ενώ η ιστορία ακόμα κι αν ακολούθησε δεν μπόρεσε να αποδώσει την ένταση, τις δραματικές καταστάσεις·[2] κάτι που στη σύγχρονη ιστορία μας επιβεβαιώνεται και από την πραγμάτευση των τραυματικών γεγονότων της μικρασιατικής καταστροφής[3]
καθώς και αυτών της τουρκικής εισβολής του 1974 στην Κύπρο.[4]
Ως εκ τούτου, η λογοτεχνία του τραύματος θα μπορούσε και στην Κύπρο να συμβάλει σημαντικά και ουσιαστικά στην επούλωση του τραύματος,[5] στη συμφιλίωση –και γιατί όχι;- στη συγχώρηση.[6] Κατά το πρότυπο της συγχώρησης που προβάλλεται και από τον Ricoeur «είναι απαραίτητο αυτή τη φορά να ξεκινήσει κανείς από τον πόνο των άλλων, σκεπτόμενος τον πόνο των άλλων προτού επανεξετάσει τον δικό του».[7]
Ως να επιβεβαιώνει μια τέτοια θέση ο Χαραλαμπίδης, μέσω των πρωταγωνιστικών προσώπων των ποιημάτων που εξετάζουμε, με αφετηρία τους το τραύμα της εισβολής ― «Αρέθουσα», «Το γιασεμί δεν έλεγε καθόλου να σωπάσει Α΄ και «Εν γαστρί»- , εμφανίζεται διατεθειμένος να κοιτάξει, πέρα από τον δικό του πόνο, και τον πόνο του άλλου, αυτού που του προξένησε τα δεινά. Ωστόσο παράλληλα, όντας ρεαλιστής αναγνωρίζει τη δυσκολία για ένα τέτοιο διάβημα, κάτι που αναδεικνύεται κυρίως από το περιεχόμενο των ποιημάτων «Το γιασεμί δεν έλεγε καθόλου να σωπάσει Β΄», και «Στον Άγιο Θεόδωρο Καρπασίας».[8]
Η προμετωπίδα του ποιήματος «Αρέθουσα»,[9] μας ενημερώνει πως το θέμα του στηρίζεται σε πραγματικό γεγονός, δημοσιευμένο στον ημερήσιο τύπο: Ο τριτοπρόσωπος αφηγητής σε τέσσερεις τετράστιχες στροφές, σε στίχο ενδεκασύλλαβο και ομοιοκαταληξία ζευγαρωτή, συνοπτικά, αφού παρουσιάσει τα πρόσωπα, εκθέτει τα γεγονότα.
Η κόρη επισκέπτεται και φροντίζει τον τάφο του πατέρα της, διαπιστώνοντας πως στον διπλανό τάφο βρίσκεται ο τουρκοκύπριος, πιθανός υπαίτιος του θανάτου του πατέρα της: «Αν η ζωή του γκρέμισε τα τείχη/ ωστόσο το ’φερε θαρρείς η τύχη/ να κατοικεί σε παραδίπλα τάφο/ εκειός που του ’κανε το σώμα τράφο». Η Αρέθουσα, ανυστερόβουλα και χωρίς δεύτερη σκέψη, καθαρίζει από τα αγριόχορτα και τον τάφο του Τουρκοκύπριου, ενώ εναποθέτει σε αυτόν και λουλούδια: «Κι από την πλάκα του πατρός ολίγα/ να βάλ’ εις Τούρκου τάφο άνθη και κρίνα».
Με τη μεγαλειώδη πράξη της, η Αρέθουσα ξεπερνά ενδοιασμούς, αντεκδικήσεις, ενώ συμπάσχει και γνοιάζεται για τον εχθρό της. Παρά το ότι το ποίημα αναφέρεται στον θάνατο, το όλο κλίμα είναι αναστάσιμο: ο νεκρός δεν είναι νεκρός αφού «τα κόκαλά του [είναι] ανάσταση γιομάτα». παράλληλα η κόρη του, η Αρέθουσα, παρουσιάζεται ως μια ευτυχισμένη γυναίκα της οποίας ωστόσο η ευτυχία φαίνεται να είναι επισφαλής.
Ο ποιητής, παραβάλλοντας την Αρέθουσα με τη Δέσπω του δημοτικού τραγουδιού -μέσω του στίχου «χαράς πνοή, με νύφες και μ’ αγγόνια» ως διακείμενο- παραπέμπει στην περίοδο της τουρκοκρατίας, υπαινισσόμενος τόσο την έκρυθμη κατάσταση[10]
που υπάρχει στο νησί το 1964 ―περίοδο στην οποία αναφέρεται το ποίημα― όσο και τις τραγικές συνέπειες της τουρκικής εισβολής του 1974 στο νησί ― όταν πλέον γράφεται το ποίημα.
Σε αυτές τις αρνητικές συνέπειες των γεγονότων του 1974 αναφέρεται το ποίημα «Το γιασεμί δεν έλεγε καθόλου να σωπάσει Β΄», και ειδικότερα στη βίαιη απομάκρυνση μεγάλου μέρους του πληθυσμού από την πατρογονική του εστία, και τη μετέπειτα δυνατότητα που τους δίνεται να την επισκεφτούν με το άνοιγμα της πράσινης γραμμής το 2003. Αν και κάποιοι ελληνοκύπριοι συνειδητά επιλέγουν να μην επισκεφτούν την πατρογονική εστία ―ανάμεσά τους και ο ποιητής―, κάποιοι άλλοι το επιχειρούν.
Η ηρωίδα και πρωτοπρόσωπη αφηγήτρια του ποιήματος επισκέπτεται το πατρικό της σπίτι[11] για να βιώσει ξανά τη σκληρή πραγματικότητα της κατοχής του.[12] Η τωρινή παράνομη ένοικος του σπιτιού «[την ] απόδιωχνε η κακούργα εκείνη/και ξενική ανατόλιτισσα». Ωστόσο η ελληνοκύπρια επιμένει και «σπρώχνοντας με βία/μπήκ[ε] στο πατρικό [της] σπίτι που γεννήθηκ[ε]. Αλλά στην προσπάθειά της να γευτεί από τους καρπούς του κήπου του, δέχεται και πάλι την επιθετική συμπεριφορά της νέας ενοίκου: «Εγώ στο σπίτι μου και κείνη να μου λέει/ ‘Κάτω το χέρι σου!’, η ζητιάνα, η στρίγκλα./Να θέλω να περάσω στον καρπό μου/το μάρτη από τα φύλλα του […]».
Είναι φανερό πως κάτω από τέτοιες συνθήκες, η συμφιλίωση καθίσταται δύσκολη, αν όχι ανέφικτη. Αξιοσημείωτη και η παρατήρηση του ποιητή στον δοκιμιακό του λόγο: «καλή και πάντα ποθητή η προσέγγιση των λαών […] αλλά «δεν πρέπει να προηγηθεί η δίκη, η τιμωρία, η λύση του κακού, ο καθαρμός, η μεταμέλεια, η συγγνώμη;»,[13] που συμβαδίζει με αντίστοιχη προϋπόθεση που θέτει και ο Paul Ricoeur «Θα πρέπει να περιμένουμε την καλύτερη ώρα, αυτήν που θα βλέπει τον ένοχο να πετυχαίνει πλήρη κατανόηση των εγκλημάτων που διέπραξε.[14]
Δυστυχώς, το ίδιο ερώτημα και αίτημα παραμένει αναπάντητο και ανεκπλήρωτο και για το περιεχόμενο του ποιήματος «Στον Άγιο Θεόδωρο Καρπασίας», που γράφεται κάμποσα χρόνια αργότερα. Η κόρη στην οποία αναφέρεται το ποίημα, ξεπερνά τους ενδοιασμούς της, και επισκέπτεται το πατρογονικό της σπίτι στην κατεχόμενη Κύπρο. Σε αυτό βρίσκει εγκατεστημένο τουρκοκύπριο γέροντα που την υποδέχεται μεν φιλόξενα, παραμένοντας ωστόσο αμέτοχος στο εσωτερικό της δράμα. Και ενώ φαινομενικά δεν υπάρχει κάποια σύγκρουση ή αντιπαράθεση, τα δάκρυα που κυλούν ποτάμι φανερώνουν τις εσωτερικές συγκρούσεις που συντελούνται στην ψυχή της κόρης, που πλέον συνειδητοποιεί την πραγματικότητα: ξένη στο ίδιο της το σπίτι.
Παρά ταύτα, και κάτω από αυτές τις συνθήκες δεν απουσιάζουν και οι μορφές που μας δείχνουν τον δρόμο της συμφιλίωσης, όπως η Ευφροσύνη και η Σεχέρ του ποιήματος «Το γιασεμί δεν έλεγε καθόλου να σωπάσει Α΄», και ακόμη περισσότερο η αγκαστρωμένη Μεσαρίτισσα του ποιήματος «Εν γαστρί».
Στο πρώτο ποίημα, που επίσης στηρίζεται σε πραγματικό γεγονός, ο Χαραλαμπίδης μας παρουσιάζει και την άλλη πλευρά του εισβολέα, αυτού που αναγνωρίζει την αδικία, και μεταμελείται: η νέα παράνομη ένοικος του σπιτιού υποδέχεται τη νόμιμη ιδιοκτήτρια αναγνωρίζοντας την ως τέτοια: στο ερώτημά της ελληνοκύπριας «‘Μπορώ να δω το σπίτι μου;» η απάντηση «Of course, you are the owner’», βρίσκει ιδιαίτερη ανταπόκριση από την ελληνοκύπρια, η οποία επαναλαμβάνει εμφαντικά ότι ιδιοκτήτρια είναι η ίδια: «Εδώ καλή μου αρχόντισσα, γεννήθηκα», ενώ λίγο παρακάτω διαπιστώνει «Άι, στο πρόσωπο/ του άλλου, το σπιτικό σου συντυχαίνεις». Το ποίημα κλείνει με τις δυο γυναίκες να θρηνούν για την κοινή τους μοίρα: «σαν άλλος Αχιλλέας, άλλος Πρίαμος σηκώσαν ένα θρήνο, οι δυο/ για κείνα που είχε στο μυαλό η καθεμιά», αναγνωρίζοντας τα κοινά στοιχεία που ενώνουν παρά διαχωρίζουν τους λαούς, μας δείχνουν τον δρόμο της συμφιλίωσης.
Ακόμη περισσότερο αυτό τον δρόμο μας δείχνει η αγκαστρωμένη μεσαρίτισσα του ποιήματος «Εν γαστρί», που μας εισάγει, ήδη από τον τίτλο, σε χώρο εκκλησιαστικό. επιπλέον, καθώς παρακειμενικά, διακειμενικά στοιχεία μάς οδηγούν στον συμβολισμό και σε συσχετισμούς με το πρόσωπο της «εν γαστρί χωρησάσης Παναγίας Παρθένου», της «Πλατυτέρας των Ουρανών», και του «Αχωρήτου Θεού», το ποίημα αναβαθμίζεται μέσα από τη χριστολογική ιστορία και το χριστιανικό πάθος.
Το ποίημα επεξεργάζεται την πιο οδυνηρή και τραγική πτυχή της τουρκικής εισβολής, το θέμα των αγνοουμένων. Με μορφή θεατρικού μονολόγου, μέσω πρωτοπρόσωπης αφήγησης, και με εναλλαγή άλλοτε πλάγιου λόγου και άλλοτε ευθέος λόγου ακούμε τον διεξαχθέντα διάλογο της μεσαρίτισσας, εκτοπισθείσας αγκαστρωμένης γυναίκας με τον Θεό. Η γυναίκα ζητά από τον Θεό την επιστροφή στην πατρογονική της εστία: «κάμε, να χαρείς το θαύμα σου/ να πάμεν πίσω στο χωριό μας Άσσια». Ωστόσο ο Θεός δεν απαντά άμεσα στην παράκληση της, αλλά θέτει τη γυναίκα μπροστά σε μια σειρά ερωτημάτων, που επιτρέπουν να φανούν οι εσωτερικές συγκρούσεις που διενεργούνται στην ψυχή της. Η κορύφωση του δράματός της επέρχεται, όταν της τίθεται το τελευταίο ερώτημα «Σκέφτηκα στη θέση του δικού σας/ να φέρω πίσω μάλλον έναν Τούρκο,/ Τούρκας γυναίκας μάνας γιο χαμένο. […] Δέχεσαι να τη χάσεις [τη γη σου] μια για πάντα,/ να σώσεις έναν Τούρκο, να φέρεις στη ζωή/ αυτόν απ’ όλους;’».
Στο ξαφνικό άκουσμα της πρότασης, η γυναίκα λυγίζει και «Όχι, όχι! εκραύγασα». Ωστόσο η άρνησή της, τη συντρίβει, δημιουργεί οδυνηρές εσωτερικές συγκρούσεις[15]
«‘εκείνο τ’ όχι τώρα με θερίζει σαν το δρεπάνι μες στο μεσομέρι της Μεσαρκάς». Έτσι, σταδιακά αλλά σταθερά οδηγείται στην αναίρεση της άρνησής της. Σε μια μεγαλειώδη υπέρβαση του εαυτού της, μπορεί να συμπονέσει, να δει και τον «Τούρκας γυναίκας μάνας γιο χαμένο» όχι πια ως εχθρό και αντίπαλο, αλλά ως τον αδελφό της, και ακόμη περισσότερο ως το παιδί του Θεού. Για αυτό και «κλαί[ει] και [τον] παρακα[λεί]/ να λυπη[θεί] τον γιο [του] που τον άφη[σε]/ σε ξεχασμένο τάφο, τάφο δανεικό».
Με τους στίχους αυτούς γίνονται ακόμα πιο ευδιάκριτοι οι συσχετισμοί της μεσαρίτισσας με την Πλατυτέρα των Ουρανών καθώς και του αγνοουμένου με τον Υιό του Θεού. «Η μεσαρίτισσα μπορεί δυνητικά να καταργήσει μέσα της την αμάχη και να προχωρήσει πέρα από το καλό και το κακό. Μιλάμε φυσικά για τη θεϊκή υπέρβαση του ανθρώπου, που μόνο τότε μπορεί να συλλάβει το βαθύτερο νόημα του εντός του τάφου θείου νεκρού».[16] Έτσι το ποίημα ανασημασιοδοτείται ολόκληρο, καθώς σταυρώνεται στον σταυρό του μαρτυρίου, του χριστολογικού και του ιστορικού. ωστόσο είναι η σταύρωση και ο μέσω αυτής θάνατος που θα φέρει την ανάσταση.
Η ευδιάκριτη πάλη της ψυχής της δοκιμαζόμενης μεσαρίτισσας, αφήνει να διαφανεί η δυσκολία της πράξης της συμφιλίωσης, και ακόμη περισσότερο της συγχώρησης, ιδιαίτερα από τα πρόσωπα που έχουν προσωπική εμπειρία του τραύματος και της αδικίας. η πολιτική της συμφιλίωσης, όσο ευκταία και αν είναι, δεν είναι κάτι εύκολο. Και οπωσδήποτε συγχώρηση δεν σημαίνει λήθη, συγχωρούμε μόνο όταν δεν ξεχνούμε. Γι’ αυτό και η εργασία της συγχώρησης θα πρέπει να εμβολιαστεί στην εργασία της μνήμης στη γλώσσα της αφήγησης.
Στο ανθρώπινο επίπεδο η συγχώρηση φαντάζει υπεράνθρωπη, ίσως και αδύνατη. Αγγίζοντας το πνευματικό αποκορύφωμα της ανθρώπινης ύπαρξης, λειτουργεί ως αντι-δώρο. στο πνευματικό θεολογικό επίπεδο η εντολή να αγαπάμε τους εχθρούς μας αρχίζει συντρίβοντας τον κανόνα της αμοιβαιότητας, απαιτώντας το ακραίο. Αυτό που περιμένει κανείς από την αγάπη, είναι να μετατρέψει τον εχθρό σε φίλο, σύμφωνα και με τον λόγο του Ευαγγελίου.[17]
Παρατηρώντας τα γυναικεία πρωταγωνιστικά πρόσωπα των πέντε σύντομων ποιητικών αφηγήσεων, θα λέγαμε πως ο ποιητής, χωρίς να αγνοεί και να παραγνωρίζει τις δυσκολίες του δρόμου της συμφιλίωσης ―κάτι που επιβεβαιώνεται κυρίως από το περιεχόμενο των ποιημάτων «Το γιασεμί δεν έλεγε καθόλου να σωπάσει Β΄» και «Στον Άγιο Θεόδωρο Καρπασίας»― παράλληλα εξαίρει και επαινεί μορφές όπως η εν γαστρί μεσαρίτισσα, η Ευφροσύνη, η Σεχέρ, η Αρέθουσα, που ξεπερνούν τους όποιους ενδοιασμούς και φόβους τους.
Αν στο ποίημα «Αρέθουσα» η ομώνυμη πρωταγωνίστρια μας προσκαλεί σε μια φιλική, συμφιλιωτική σχέση με τον αντίπαλο, απαλλαγμένους από αισθήματα μνησικακίας και εκδικητικότητας, αντίστοιχο παράδειγμα μας δίνουν και οι πρωταγωνίστριες του τρίτου ποιήματος «Το γιασεμί δεν έλεγε καθόλου να σωπάσει Α΄». Η Σεχέρ αναγνωρίζει την αδικία που έχει διαπραχθεί, ενώ η Ευφροσύνη, χωρίς να ξεχνά την αδικία και χωρίς να παραιτείται του δικαιώματος διεκδίκησης της γης της, προχωρεί στη συμφιλίωση και τη συγχώρηση.
Ωστόσο ακόμη περισσότερο στο τελευταίο ποίημα «Εν γαστρί», η μεσαρίτισσα πρωτοπρόσωπη αφηγήτρια, έχοντας πλήρη επίγνωση της αδικίας που έχει συντελεστεί σε βάρος της και του νησιού της, αφού περάσει από μεγάλη δοκιμασία και εσωτερικές συγκρούσεις, καταργώντας μέσα της την αμάχη, μας προτρέπει όχι μόνο σε συμφιλίωση, συγχώρηση αλλά, συντρίβοντας τον κανόνα της αμοιβαιότητας και απαιτώντας το ακραίο, προκρίνει την άνευ όρων αγάπη, την αγάπη που δεν ζητά ανταλλάγματα, που γνωρίζει μόνο να δίνει και να θυσιάζεται -κατά το πρότυπο του Ιησού-, ακόμη και για τον εχθρό. Επειδή «το τραύμα μπορεί να είναι ιστορικό αλλά η υπέρβασή του είναι θεολογική και φυσικά εσχατολογική»[18].