Για ένα επίγραμμα της Ανύτης

 Στον Χριστόφορο Χαραλαμπάκη που μου έδωσε την αφορμή

Ένα επίγραμμα της Ανύτης, η οποία καταγόταν από την Τεγέα και έζησε τον 3ο αι. π.Χ., με προκάλεσε να σκύψω πάνω από την εγκράτεια του λόγου της και να προσπαθήσω να γνωρίσω πτυχώσεις και κλειδώσεις του. Δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος «γνωριμίας» από την ίδια τη μετάφραση, που είναι στο βάθος μια «μεταφορά» (κατ’ ακρίβεια μετάγγιση) αίματος και ψυχής. Ο μεταφραστής θα πρέπει να προσέχει τα πατήματά του στη μεταφορά του ευπαθούς πολύτιμου υλικού. Χωρίς επίγνωση του εγχειρήματος, η πράξη παραμένει ατελής και επίπεδη. Θέλω με τούτο να πω ότι η μετάφραση δεν είναι υπόθεση… μετάφρασης, δηλαδή απλής και παρατακτικής εξήγησης λέξεων ως προς το νόημα και μόνο, ούτε και πρέπει να περιορίζει τον ποιητικό ορίζοντα του κειμένου. Η μετάφραση ενός αρχαίου κειμένου, και μάλιστα ποιητικού, είναι ανάληψη ευθύνης που απαιτεί σχεδόν μια ισοδύναμη με το πρωτότυπο αρετή.
Παραθέτω το επίγραμμα της Ανύτης και στη συνέχεια τη μετάφρασή του, μαζί με κάποια σχόλια σχετικά με αυτήν:

Πολλάκις τῷδ’ ὁλοφυδνά κόρας ἐπί σάματι Κλείνα
μάτηρ ὠκύμορον παῑδ΄ ἐβόασε φίλαν,
ψυχάν ἀγκαλέουσα Φιλαινίδος, ἅ πρό γάμοιο
χλωρόν ὑπέρ ποταμοῡ χεῡμ’ Άχέροντος ἔβα.

Έσυρε θρήνο η Κλείνα κλείνοντας βαθιά
στα σωθικά της μέσα τάφο θυγατρός
που ο θάνατος την πρόφταξε, κι ανακαλούσε
της Φιλαινίδος την ψυχή γοερά,
που πριν του γάμου το στεφάνι βάλει
χλωρού Αχέροντα το ρέμα δρασκελά.

Η ανάγκη να διατηρηθεί ο ποιητικός κραδασμός του πρωτοτύπου αποτελεί κύριο χρέος του μεταφραστή. Αυτός ο κραδασμός μπορεί επίσης να μεταφραστεί στα καθ’ ημάς, χωρίς να απομακρύνεται από τη λαϊκή αίσθηση των πραγμάτων. Η φράση «έσυρε θρήνο» καθιστά τον ολοφυρμό λαϊκότερο, και πιο κοντά στην ατομική του αλήθεια. Η μάνα Κλείνα μπορεί να κλείνει – και τούτο αποτελεί συνειδητά ένα λογοπαίγνιο που υπογραμμίζει τον εγγενή καημό– τον τάφο της κορούλας της στα ίδια τα σωθικά της. Έτσι η εικόνα μεταφέρεται από τον συγκεκριμένο τάφο (που απάνω του η μάνα χύνει τα δάκρυά της) στον τάφο που χωρούν τα σωθικά της, με τον οποίο αυτά γίνονται ένα. Ύστερα είναι εκείνο το «ὠκύμορον», που μου θύμισε το ομηρικό «ὠκύπους» (η λέξη διατηρείται ακόμα στην κυπριακή ντοπιολαλιά ως «τζ̂υπόδιν», με την έννοια της κυρτής αγκλίτσας που χρησιμοποιεί ο βοσκός για να αρπάξει από τα πόδια τα γρήγορα πρόβατα). Γρήγορη και η Φιλαινίδα, που ξεγλίστρησε από την αγκαλιά της μάνας της και τηνε πήρε ο θάνατος. Στη μετάφραση η εικόνα παίζει μεταξύ της κόρης που χιμά προς τον χαμό της και του θανάτου που την προφταίνει – μια ένδειξη διπλού χαμού και διπλής, κατ’ επέκταση, έντασης. Η δε φράση «ψυχάν ἀγκαλέουσα» παρέχει την ευκαιρία να παραμείνουμε πιστοί σ’ αυτήν, όχι με την επίκληση του ονόματος (το ρήμα «ἀγκαλέουσα»), παρά με το ανακάλημα –αλλιώς ανακάλεμαν, ανακαλιόν, νεκάλημα, ανακαλητόν– τον γοερό της μάνας επιτάφιο θρήνο. Η φράση «προ γάμοιο» στολίζει περισσότερο τη νύφη του θανάτου, αν περιπλέξουμε στο κεφάλι της ένα στεφάνι (στέφανα γάμου με το θάνατο). Και ακόμα, ο χαρακτηρισμός του Αχέροντα με το «χλωρό χεῡμα» του, παρέχει ευκαιρία να κρατήσουμε την εικόνα από τον ιππότη της Αποκάλυψης («καί εἷδον καί ἰδού ἵππος χλωρός καί ὁ καθήμενος ἐπάνω αὐτοῡ, ὂνομα αὐτῷ ὁ θάνατος»), προσδίδοντας στη λέξη «χλωρός» τα διπλά της δικαιώματα: όχι μονάχα το χλομό του θανάτου αλλά και το θαλερό του χλωρού φύτρου που ανθεί πάνω απ’ το θάνατο. Η κόρη, πρέπει να υποθέσουμε, πέθανε χλωρή, στο άνθος της ηλικίας της, και τούτο η ποιήτρια Ανύτη το υποβάλλει με μια λέξη που εμπεριέχει ταυτόχρονα την έννοια του θανάτου και της ζωής. Αν είναι αυτό παρηγοριά ή διπλός επίσης καημός, δεν ξέρουμε. Η ποίηση όμως ξέρει να επιβεβαιώνει τη ζωή μες από τον πόνο που μας δίνει ο θάνατος. Και τούτο είναι στο χρέος του μεταφραστή να το διατηρήσει αλώβητο. Ο Αχέροντας γίνεται χλωρός με βάση και την αντικειμενική αλήθεια του θάλλοντος τοπίου. Οι όχθες του βρίθουν από χλωρό χορτάρι και «ἵππον χλωρόν» θανατερού ιππότη.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: