Άδεια δασικής εκτόνωσης

JamesLloyd, «Γυμνές στο δάσος», 1968
JamesLloyd, «Γυμνές στο δάσος», 1968

Δεν μ’ αρέ­σουν τα σκο­τά­δια του δά­σους. Οι σκιές που σχη­μα­τί­ζουν τα κλα­διά των δέ­ντρων με φο­βί­ζουν ακό­μα. Τα αλυ­χτί­σμα­τα, οι βρυ­χηθ­μοί, οι μυ­κηθ­μοί κι όλοι οι ήχοι με τα βα­ρύ­γδου­πα ονό­μα­τα που υπαι­νίσ­σο­νται την πα­ρου­σία των ζώ­ων που το κα­τοι­κούν με αγριεύ­ουν. Η δου­λειά μου σαν Δα­σι­κός Επό­πτης βέ­βαια εί­ναι κα­λο­πλη­ρω­μέ­νη, οπό­τε αντέ­χω. Γι’ αυ­τό εξάλ­λου την επέ­λε­ξα. Στην αρ­χή, πριν από δέ­κα χρό­νια που έκα­να την αί­τη­ση στην Υπη­ρε­σία, εί­χε ακό­μα με­γά­λη ζή­τη­ση. Έπρε­πε να βά­λεις μέ­σον για να διο­ρι­στείς επό­πτης, εδώ πά­νω! Εγώ φυ­σι­κά, διο­ρί­στη­κα με το σπα­θί μου. Εί­χα ήδη συ­μπλη­ρώ­σει έν­ση­μα από τριά­ντα αυ­θε­ντι­κές κρί­σεις πα­νι­κού -πολ­λοί πλέ­ον τις προ­σποιού­νται και μά­λι­στα αρ­κε­τά πει­στι­κά- συν ένα εντυ­πω­σια­κό αυ­το­κτο­νι­κό επει­σό­διο, το οποίο βε­βαί­ως επι­νό­η­σα για να αυ­ξή­σω τις πι­θα­νό­τη­τές μου να διο­ρι­στώ εδώ πά­νω. Από τό­τε όμως που διέρ­ρευ­σαν στα Μέ­σα, τα αλ­λε­πάλ­λη­λα πε­ρι­στα­τι­κά θα­να­τη­φό­ρων επι­θέ­σε­ων από πο­ντί­κια σε συ­να­δέλ­φους μου, τα πράγ­μα­τα έχουν αλ­λά­ξει. Τώ­ρα, ανα­γκα­στι­κά, δί­νουν δια­φο­ρε­τι­κά, πο­λύ γεν­ναιό­δω­ρα κί­νη­τρα για να τρα­βή­ξουν κό­σμο στο επάγ­γελ­μα, αφού κα­νείς δεν ήθε­λε πια να δου­λεύ­ει απει­λού­με­νος από τα τρω­κτι­κά. Εδώ κι ένα μή­να, πα­ρέ­χουν σε όλους τους Επό­πτες: ατο­μι­κές ατό­λες για τις δια­κο­πές, δια βί­ου, απο­ψι­λω­μέ­νες ολο­σχε­ρώς από ζώα και έντο­μα, αλη­θι­νό φα­γη­τό σε πρω­το­γε­νή μορ­φή κι όχι σε κά­ψου­λες, ατο­μι­κά σκά­φαν­δρα σε χρώ­μα­τα της επι­λο­γής μας και φυ­σι­κά, σύ­ντα­ξη στην δω­δε­κα­ε­τία.
Αν πά­θεις κρί­ση υπε­ρο­ξυ­γό­νω­σης, κα­λούν αμέ­σως τα­χυ­σαν­σέρ και σε κα­τε­βά­ζουν για απο­συ­μπί­ε­ση στη γη, χω­ρίς να πε­ρά­σεις από Επι­τρο­πή . Σε οκτώ λε­πτά­κια έχεις ξα­να­μπεί στην ατμό­σφαι­ρα. Τε­λι­κά, δεν εί­ναι μα­κριά αν το κα­λο­σκε­φτείς! Μας πα­ρέ­χουν επί­σης το δι­καί­ω­μα να χρη­σι­μο­ποιού­με κρα­τι­κό τα­χυ­σαν­σέρ, έως τρεις φο­ρές το χρό­νο, όταν νιώ­θου­με την ανά­γκη να δού­με δι­κούς μας αν­θρώ­πους και φυ­σι­κά, μας κα­λύ­πτουν όλα τα έξο­δα εκτός έδρας όταν κα­τε­βαί­νου­με κά­τω: ξε­νο­δο­χεία, γεύ­μα­τα και κου­πό­νια σε­ξουα­λι­κής εκτό­νω­σης σε real time. Θε­ω­ρώ λί­γο κο­ροϊ­δία που μας κολ­λά­νε ακό­μα έν­ση­μα βα­ρέ­ων και αν­θυ­γιει­νών επαγ­γελ­μά­των για να συ­μπλη­ρώ­σου­με τη σύ­ντα­ξη, όμως, σε μια χώ­ρα του πρώ­ην υπαρ­κτού κα­πι­τα­λι­σμού, έχεις να πα­λέ­ψεις ακό­μα με πολ­λά στε­ρε­ό­τυ­πα.
Τις Τε­τάρ­τες και τις Πέμ­πτες έχει την πε­ρισ­σό­τε­ρη δου­λειά. Σας το λέω, δεν την πα­λεύ­ουν πλέ­ον οι ερ­γα­ζό­με­νοι εκεί κά­τω. Έτσι, οι ερ­γα­ζό­με­νοι, ζη­τά­νε την «Άδεια Δα­σι­κής Εκτό­νω­σης» που δι­καιού­νται βά­σει της συλ­λο­γι­κής τους σύμ­βα­σης, κι ανε­βαί­νουν εδώ να ηρε­μή­σουν. Να απο­συ­μπιε­στούν. Έχει όμως πλέ­ον τό­σο κό­σμο με­σο­βδό­μα­δα εδώ πά­νω, που συ­χνά, δεν κα­τορ­θώ­νω να τους εξα­σφα­λί­σω ατο­μι­κό δέ­ντρο απο­το­ξί­νω­σης και τους στρι­μώ­χνω δυο-δυο. Χτες, για πα­ρά­δειγ­μα, ήρ­θαν δυο κυ­ρί­ες από την «Πα­γκό­σμια Τρά­πε­ζα Σπέρ­μα­τος.» Προϊ­στα­μέ­νη η μια, υφι­στα­μέ­νη της η άλ­λη. Και οι δυο ζή­τη­σαν άδεια, ακρι­βώς για τον ίδιο λό­γο, να γλι­τώ­σουν δη­λα­δή η μια από την άλ­λη. Τε­λι­κά, βρέ­θη­καν να συ­νω­στί­ζο­νται στην ου­ρά για το ίδιο τα­χυ­σαν­σέρ και να μοι­ρά­ζο­νται το ίδιο δέ­ντρο απο­το­ξί­νω­σης, λό­γω quota στα­τι­κό­τη­τας. Συν τοις άλ­λοις έχουν και την ίδια κο­ψιά. Tε­λι­κά, πέ­ρα­σαν και τις δώ­δε­κα ώρες Δα­σι­κής Εκτό­νω­σης κοι­μι­σμέ­νες μέ­σα στα κου­κού­λια τους, σε εμ­βρυα­κή στά­ση, με την πλά­τη γυ­ρι­σμέ­νη άλ­λη. Δεν ξε­μύ­τη­σαν ού­τε μέ­χρι το ξέ­φω­το για το ομα­δι­κό μά­θη­μα ουρ­λια­χτού.
Βέ­βαια, πα­ρά τις προ­σπά­θειες, έχουν χα­λά­σει πλέ­ον τα πράγ­μα­τα. Έχουν μα­ζευ­τεί δυ­στυ­χώς, πολ­λοί κο­μπο­γιαν­νί­τες που εκ­με­ταλ­λεύ­ο­νται το αδιέ­ξο­δο του κό­σμου: «ψα­ρεύ­ουν» όσους κά­νουν τις τε­λευ­ταί­ες τους εκτο­νώ­σεις, χω­ρίς η κα­τά­στα­σή τους να έχει βελ­τιω­θεί και τους μοι­ρά­ζουν ψεύ­τι­κες ελ­πί­δες. Τά­χα πως έχουν άκρες στο νέο Οι­κι­σμό, που άνοι­ξε πρό­σφα­τα. Εκεί δεν χρειά­ζε­ται λέ­ει να δου­λεύ­εις. Σου πα­ρέ­χουν τα πά­ντα, για­τί οι γη­γε­νείς ζουν από επι­δό­μα­τα που τους δί­νει το κρά­τος για να εκτο­νώ­νο­νται σε αλη­θι­νούς αν­θρώ­πους. Κά­ποιος με­λαμ­ψός γέ­ρος, με το όνο­μα Άκ­μπαρ, που κα­τα­ζη­τεί­ται, με πέ­ντε μη­νιά­τι­κα κα­πά­ρο, ναυ­λώ­νει ένα τα­χυ­σαν­σέρ συμ­βα­τι­κό, που δεν κι­νεί υπο­ψί­ες, τους στοι­βά­ζει ξα­πλω­μέ­νους σαν σαρ­δέ­λες και τους βγά­ζει από εδώ, στη ζού­λα. Εγώ, κά­νω τα στρα­βά μά­τια. Δεν ξέ­ρω, μπο­ρεί αύ­ριο- με­θαύ­ριο να μην αντέ­ξω, ίσως να τον χρεια­στώ κι εγώ. Θα προ­σπα­θή­σω όμως να συ­γκε­ντρώ­σω όλα τα έν­ση­μα και να βγω στη σύ­ντα­ξη από εδώ. Θα έχω κλεί­σει τα ενε­νή­ντα επτά μου, οπό­τε, αν εί­μαι τυ­χε­ρός, μπο­ρεί να μη χρεια­στεί να ξα­να­δου­λέ­ψω πο­τέ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: