Καθαρτήριο βάπτισμα

Καθαρτήριο βάπτισμα

«Μην πας στο Βαρανάσι!» με πρόσταξε μια αρχαία ψυχή μετενσαρκωμένη στο σώμα της νεαρής τότε φίλης μου Ουντίτα. Είχαμε γνωριστεί στα μεταπτυχιακά στην Αγγλία. Συνομίληκες με 4 μήνες διαφορά. Εκείνη από το Δελχί, εγώ από την Αθήνα.
Κι εγώ νεαρή ήμουν τότε. Οι βόστρυχοί μου έμοιαζαν ακόμη με ελατήρια αρχαιοελληνικού αγάλματος και τα δικά της ολόμαυρα μαλλιά ήταν στιλπνά και γυαλιστερά σαν τον καρπό της ελιάς. Δεν είχαν χαλάσει από τις βαφές και τα άλλα καμώματα απόγνωσης που ακολούθησαν μετά τα τριάντα μας. «Δεν μπορείς να καταλάβεις. Ο Γάγγης είναι απόκοσμη εμπειρία κι εγώ ακόμη δεν αντέχω να πάω», με προειδοποίησε.
«Ξέρω» της απάντησε με επίγνωση, η αρχαία ψυχή, που ήταν μετενσαρκωμένη τώρα σε μένα.«- Πάμε μαζί», την παρότρυνα.
«Κάποτε. Αλλά όχι τώρα» επέμεινε.

Σε μια βδομάδα ήμουν εκεί.
Ήμασταν εκεί.
Το γαμήλιο ταξίδι μας ξεκίνησε από το Νέο Δελχί. Μετά, πήγαμε στην Άγρα κι επισκεφτήκαμε το Τατζ Μαχάλ. Έτυχε να ‘ναι μέρα Σάββατο. Χιλιάδες νιόπαντρα ζευγάρια από όλη τη χώρα –σε ηλικία που θα μπορούσαν να είναι παιδιά μας– συνέρρεαν στολισμένοι για να αποτίνουν φόρο τιμής στην αγάπη τους. Στην αγάπη που όφειλε να γεννηθεί μέσα από την οργανωμένη εκ των προτέρων σύζευξη τους.
Η προσμονή και η στωικότητα στο βλέμμα τους, έμοιαζε παρήγορη κι ελπιδοφόρα.
Ήμουν σαν τη μύγα μες το γάλα με το ξεβαμμένο μου μπλουτζίν, το στενό μπλουζάκι και τα σνίκερς. Οι άντρες με καταβρόχθιζαν λαίμαργα με το βλέμμα. «Καλύτερα να μην ξεχωρίζεις τόσο», με συμβούλευσε ο ξεναγός μας.
Την επόμενη μέρα, πριν φύγουμε για το Βαρανάσι, πήγα στο παζάρι κι αγόρασα ένα-δυο φαρδιά ρούχα. Αντρικά. Προσπάθησα να μάθω πώς να τυλίγω το σάρι αλλά είναι πολύ πιο δύσκολο απ´ ότι φαίνεται. Δεν θα τα κατάφερνα ποτέ μόνη μου. Πρόλαβε ο άντρας μου και μ' έβγαλε δυό φωτογραφίες, που τώρα βρίσκονται στον πάτο της κούτας με τα προσωπικά είδη που κράτησε όταν χωρίσαμε.
Ταξιδέψαμε στο Βαρανάσι με το βραδυνό τρένο. Άθελά μας, προετοιμαστήκαμε ολονυχτίς κι εμείς για το προσκύνημα.
Το πρωί, πριν την Ανατολή του ήλιου φτάσαμε στις όχθες του Γάγγη, του ιερού ποταμού των Ινδουιστών. Επιβιβαστήκαμε σε ένα πλεούμενο για να διασχίσουμε τον ποταμό την ώρα της πανεθνικής προσευχής, την Ανατολή.
Μιλιούνια κόσμου, μοιρασμένου στα σκαλιά που οδηγούν μέσα στο ποτάμι -τα ιερά γκατ- εκτελούσαν ο καθένας την προσωπική του ιεροτελεστία: πλένονταν, τραγουδούσαν, μοιρολογούσαν, έπλεναν ρούχα, φρούτα και ζώα, κολυμπούσαν, προσεύχονταν, λούζονταν, κατουρούσαν, διαλογίζονταν μέσα στα θολά νερά του. Έπιναν το νερό του, το ρουφούσαν ηχηρά από τα ρουθούνια, το έριχναν με δέος πάνω στο σώμα τους, πάνω στις πληγές τους.
«Μα είναι τόσο βρώμικα τα νερά, πως το πίνουν;» αναφώνησα στον βαρκάρη κι έκλεισα τη μύτη μου από την αποφορά που ανέδινε η ατμόσφαιρα.
«Είναι αγιασμένο,» θριαμβολόγησε, «κανείς δεν παθαίνει τίποτα!»

Στα γκατ της καύσης, είχε αρχίσει ήδη η αποτέφρωση των νεκρών κορμιών που είχαν καταφτάσει από όλη την επικράτεια για να καούν εκεί ώστε η τέφρα τους να διαμοιραστεί στα ιερά νερά. Πρώτα οι πλούσιοι, που είχαν τη δυνατότητα να αγοράσουν σανταλόξυλο. Κι ύστερα, στα αποκαΐδια των πρώτων, οι φτωχοί, η πλέμπα που δεν είχαν μοίρα ούτε στον Ήλιο, ούτε στο Θάνατο.
Γύρισα το βλέμμα τριγύρω κι έκλεισα τα μάτια. Άκουγα χιλιάδες ταυτόχρονες προσευχές σε ακαταλαβίστικες γλώσσες ενώ μύριζα τις σάρκες που καίγονταν στο σανταλόξυλο. Ό,τι είχα φανταστεί, ό, τι είχα φοβηθεί κι ό,τι είχα ελπίσει ευθυγραμμίστηκαν μονομιάς. Η πίστη στο θείο, η απουσία πίστης στον Θεό, η αποδοχή της μοίρας, η αμφισβήτηση του μοιραίου, ελπίδα στην απελευθέρωση της ψυχής εν ζωή ή μετά θάνατον, το νόημα της ύπαρξης και η παντελής απουσία νοήματος της ζωής, η απειλή του θανάτου κι η ελπίδα μιας απελευθέρωσης μέσα από αυτόν, όλα τα προαιώνια δίπολα, τώρα, βρίσκονταν παρατεταγμένα μπροστά μου. Για πρώτη φορά, σε ισορροπία.
Η ψυχή μου πετάρισε ταυτόχρονα στον Όλυμπο, τα Ιεροσόλυμα, τη Μέκκα, το Θιβέτ, όλα, μέρη του άχρονου ανθρώπινου βιώματος που καθαγιάζει την ύπαρξη με την ελπίδα του στο αύριο. Τα δάκρυά μου έγιναν ένα με τα δάκρυα των άλλων ανθρώπων και κύλησαν στο ποτάμι.
Κατέβηκα από τη βάρκα, έβγαλα τα παπούτσια μου και στάθηκα για λίγο με τα γυμνά μου πόδια μέσα στο νερό.
Ένας γέρος, ξερακιανός και λυτρωμένος από κάθε ματαιοδοξία στεκόταν δίπλα μου. Μου χαμογέλασε και μου έκανε νόημα με το βλέμμα, αν μπορεί να μου πιάσει το χέρι. Ένευσα καταφατικά. Κράτησε την δεξιά μου παλάμη, στοργικά, ανάμεσα στα χέρια του και την ξεσκόνισε δυο-τρεις φορές, πριν τη διαβάσει.
«Είσαι παλιά ψυχή,» μου είπε. «Κι είσαι τυχερή! Αυτή η ζωή είναι η τελευταία σου. Κοίτα να κάνεις καλά πράγματα, να μη ξαναγυρίσεις.»
Του χαμογέλασα και προχώρησα με τα ρούχα μέσα στο ποτάμι, μέχρι το σημείο που πατούσα.

Ήπια κι εγώ λίγο νερό χωρίς να φοβηθώ πια, αν είναι μολυσμένο. Τούτη τη ζωή είχα μονάχα, έτσι κι αλλιώς.
Η διάρκειά της, ουδόλως με απασχολούσε πλέον.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: