Με τον Μάριο Ποντίκα με συνδέει μία μακροχρόνια σχέση φιλίας, αγάπης, αλληλοεκτίμησης. Σπανιότατο γεγονός για εμάς του καλλιτέχνες, έτσι δεν είναι;
Τολμηρός, ρηξικέλευθος δημιουργός, χωρίς να εφησυχάζει ποτέ, ψάχνοντας διαρκώς για το καινούργιο, το ουσιώδες, το εκ βαθέων αληθινό.
Πέντε χαρακτηριστικά παραδείγματα στοιχειοθετούν την ουσία και το νόημα αυτής της φιλίας μας, αναδεικνύοντας συγχρόνως και την μεγαλειώδη πορεία του στο θεατρικό στερέωμα.
ΠΡΩΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ: Μετά την μεταπολίτευση ανεβάζει στο Θέατρο Στοά ―βασικός πυλώνας της θεατρικής του δημιουργίας― τους Θεατές σε σκηνοθεσία Θ. Παπαγεωργίου. Τεράστια επιτυχία που παιζόταν συνεχώς επί δύο χρόνια σε μία παντελώς κατάμεστη αίθουσα.
Εκείνη την εποχή, είχα ξεκινήσει δειλά-δειλά να συγγράφω κάποια πρωτόλεια κείμενα, έμπλεος ανησυχιών και αμφιβολιών για την δυναμικότητα τους. Προτείνω λοιπόν σε μία φίλη μου να πάμε μαζί στην Στοά.
«Είσαι τρελός άνθρωπέ μου; Θα τρέχω εγώ πάνω στα κατσάβραχα του Ζωγράφου για να δω τι; Ένα νεοελληνικό έργο; Δεν είμαστε καλά», μου την έπεσε αγρίως.
Βγαίνοντας από το θέατρο διέκρινα στο πρόσωπό της μία μεγάλη συγκίνηση και έναν εντονότατο προβληματισμό. Οι θεατές
είχαν κερδίσει επαξίως έναν ακόμη φανατικό οπαδό.
ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ: Ύστερα από λίγα χρόνια ο Αντώνης Αντωνίου παρουσιάζει σε ένα υπόγειο θέατρο που δεν υπάρχει πια επί της λεωφόρου Κηφισίας, απέναντι από το Γηροκομείο Αθηνών (εκεί που τώρα κατοικοεδρεύει ένα κατάστημα Κωτσόβολος), το αριστουργηματικό έργο Έστω
ή Η γυναίακα του Λωτ ένα θεατράκι καθ' υπόδειγμα του θρυλικού υπογείου του Κουν. Φεύγοντας είδα τον Μάριο καθισμένο στο φουαγιέ, καπνίζοντας ως συνήθως.
«Καλησπέρα κ. Ποντίκα, είμαι ο τάδε, γράφω και εγώ θεατρικά έργα», του συστήθηκα, με ένα απροσδόκητο, αναπάντεχο θάρρος που με εξέπληξε. «Μπορεί να μην υπάρχει στην Ελλάδα Σχολή Δημιουργικής Γραφής, όμως για εμένα απόψε το έργο σας, υπήρξε ένα ύψιστο μάθημα δραματουργίας.»
Με κοίταξε ξαφνιασμένος, χαμογελώντας με εκείνο το πονηρό υπαινικτικό του χαμόγελο: «Ευχαριστώ πολύ Γιάννη, θα τα ξαναπούμε συντόμως.» ― Αυτό μόνο. Έκτοτε παρακολουθούσε ανελλιπώς όλες μου τις δραστηριότητες. Ύστερα από κάθε πρεμιέρα, ανέμενα αγωνιωδώς το ποντίκειο τηλεφώνημα. ― Αυστηρός, καυστικός, με θετικές παρατηρήσεις και μεγάλη φροντίδα για το τι θα μπορούσε να γίνει καλύτερα, χωρίς να έχει γίνει. Ακόμα και αν διαφωνούσαμε διαισθανόμουν την αγάπη του.
ΤΡΙΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ: Προς το τέλος της δεκαετίας του 1980, το νεοελληνικό έργο μετά την μεγάλη έκρηξη και επιτυχία του, είχε αρχίσει να υποχωρεί αισθητά. Ολοένα και λιγότερα θεατρικά μας κείμενα ανέβαιναν πια επί σκηνής. Ο Μάριος προβληματιζόταν εντόνως, ανήσυχος, επιθετικός.
«Ας κάνουμε κάτι επιτέλους. ― Ας πάρουμε την κατάσταση στα χέρια μας. ― Μας πάνε για σκότωμα δεν το βλέπετε;»
Πείθοντας λοιπόν τον Κώστα Μουρσελά, τον Παύλο Μάτεσι και εμένα, να δημιουργήσουμε το δικό μας θέατρο («Ελληνική Θεατρική Σκηνή», έτσι θα ονομαζόταν), όχι σαν μία ακραιφνώς συντεχνιακή κίνηση, αλλά ως μία εστία πολιτισμού, όπου θα παίζονταν παλαιότερα και νεότερα πειραματικά έργα κυρίως νέων Ελλήνων συγγραφέων, ένας χώρος ζυμώσεων, συζητήσεων, διαλόγου. Το θέμα χαιρετίστηκε θερμότατα από τις εφημερίδες και τα περιοδικά, σαν μία εξόχως καινοτόμα πρωτοποριακή κίνηση. Κάθε εποχή διαθέτει τους δικούς της κανόνες για το τι εστί πρωτοπορία. Συγκροτώντας λοιπόν καταστατικό και κατευθυντήριες γραμμές μετά την πανταχόθεν ενθουσιώδη υποδοχή και τις πολλαπλές περί χορηγιών υποσχέσεις, ουδείς χορηγός ενεφανίσθη τελικά, οι θερμότατοι φανς εξηφανίσθησαν ως δια μαγείας και το σκάφος εβυθίσθη αύτανδρον. Αγώνας αγάπης άγονος, ως συνήθως.
ΤΕΤΑΡΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ: Κάθε τόσο συναντιόμασταν για έναν καφέ στο αγαπημένο μας στέκι συνομιλώντας επί παντός επιστητού.
Ιδού κάποιες σκέψεις του:
≈≈ Το αξέχαστο ταξίδι στην Πετρούπολη για να παρακολουθήσει μία παράσταση του φίλου Θ. Τερζόπουλου, στο θέατρο «Αλεξανδρίσκι». Εκεί ακριβώς όπου ο Άντον Τσέχοφ είχε βιώσει την παταγώδη αποτυχία της πρεμιέρας του Γλάρου, περιφερόμενος βουρκωμένος στους παγωμένους δρόμους της πόλεως μέχρι το ξημέρωμα.
≈≈ Την λατρεία του για τις μικρές αφηγηματικές φόρμες (είχε συγγράψει ως γνωστόν και εξαιρετικά διηγήματα), που προσφέρουν στους συγγραφείς την ευκαιρία για μίαν περίτεχνη εξάσκηση ύφους, λεκτικής οικονομίας αλλά και χρήσης ελλειπτικών, αφαιρετικών χαρακτήρων.
≈≈ Συγκλονιζόταν, ενθυμούμενος την πνιγηρή μουσική επένδυση του Μάνου Λοϊζου στην παράσταση της Νέας Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου Το τρομπόνι (1974-1975) όπως ακριβώς ήταν και το κλίμα του έργου, αναδεικνύοντας περίτρανα την φοβερή βαναυσότητα της Απριλιανής χούντας.
≈≈ Ουδέποτε μου είχε διευκρινίσει επαρκώς εάν συναντήθηκε τελικά με τον Πίτερ Μπρουκ διά ζώσης στο Λονδίνο ή όχι, όντας θαυμαστής του Εγγλέζου σκηνοθέτη, ενώ εκτιμούσε βαθύτατα και τον Χάινε Μίλερ, τον Ίψεν, τον Ιάκωβο Καμπανέλλη.
ΠΕΜΠΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ: Την τελευταία φορά που τον είδα, μου είχε χαρίσει το μόλις εκδοθέν έργο του, Το χλιμίντρισμα, προϊόν πολλαπλών διεργασιών επί μακρόν χρονικό διάστημα. Την επομένη του τηλεφωνώ ασθμαίνοντας: «Μάριε, είναι ένα από τα εντελέστερα Ευρωπαϊκά κείμενα που έχω διαβάσει τα τελευταία χρόνια. ― Τέτοια πυκνότητα λόγου και νοημάτων δεν συναντάς εύκολα, πουθενά αλλού». ―Ξερόβηξε χαρούμενος, κάνοντας μία μικρή, ασήμαντη παύση. «Το έχω στείλει ήδη σε κάποιους σκηνοθέτες και δεν μου έχει απαντήσει κανείς. Παράξενο δεν είναι;»
«Μα είναι απολύτως φυσιολογικό», τον διέκοψα. «Πολύ λίγοι σκηνοθέτες θα αποτολμούσαν μίαν αναμέτρηση μ' ένα τέτοιο γιγαντιαίο κείμενο λόγου που απομυθοποιεί πλήρως τον δυτικό πολιτισμό, την βιομηχανική επανάσταση, το Διαφωτισμό, την Προμηθεϊκή φλόγα της γνώσης. ― Η μόνη λύση να το σκηνοθετήσεις μόνος σου.»
«Μπα, τι μας λες; Ποιός είμαι εγώ που θα αποτολμήσω να αναμετρηθώ με ένα τέτοιο γιγαντιαίο κείμενο λόγου. Αυτό δεν μου είπες προηγουμένως; Θέλεις να με πάρεις στο λαιμό σου;»
Και ξέσπασε σ' ένα εξαιρετικά έντονο γάργαρο γέλιο. Πρώτη φορά τον άκουγα να γελάει τόσο πρόσχαρα. Αυτό ήταν ένα ακόμη ιδιαίτερο χαρακτηριστικό. Το υποδόριο χιούμορ του στην ζωή και εν θεάτρω. Εκεί που δεν το περίμενες σε έστελνε αδιάβαστο. Το Χλιμίντρισμα προέρχεται κατευθείαν από το μέλλον, προφητεύοντας την καινούργια πραγματικότητα που αναδύεται.
Κάποιες σύντομες στοχευμένες απόψεις ενός νεότερου συγγραφέα για μερικά θεατρικά κείμενα ενός προγόνου θεατράνθρωπου.
«Η ΠΑΝΟΡΑΜΙΚΗ ΘΕΑ ΜΙΑΣ ΝΥΧΤΕΡΙΝΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ»
Πολιτικό μανιφέστο γύρω από το λούμπεν-προλεταριάτο, τις ταξικές ανισότητες ή μία κατ΄εξοχήν ποιητική αλληγορία περί των ορίων και τη δυναμική του ανθρώπινου δράματος; Ήταν η πρώτη θορυβώδης γνωριμία του Μ. Ποντίκα με το θεατρικό γίγνεσθαι, προαναγγέλοντας μάλιστα τον ερχομό του Γάλλου δραματουργού Μπερνάρ Κολτές, ύστερα από αρκετές δεκαετίες με έργα αναλόγου περιεχομένου και αντίστιξης (Ρομπέρτο Τσούκο, Δυτική αποβάθρα).
«ΟΙ ΘΕΑΤΕΣ»
Ένα συναρπαστικό υπαρξιακό θρίλερ που κυριολεκτικά τσάκιζε κόκαλα. Οι ρόλοι και οι διαθέσεις των ηρώων εναλλάσσονται διαρκώς με μαεστρικότατο τρόπο. Ο θεατής των «άλλων» γινόταν αιφνιδίως παρατηρητής του ιδίου του εαυτού του. Το θύμα μετατρεπόμενο σε θύτη. με απρόβλεπτες συνέπειες.
«ΕΣΤΩ ή Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΛΩΤ»
Ίσως το πιο σύγχρονο, μοντέρνο, διαχρονικό έργο του. Υπόγεια ρεύματα, που βρίθουν φροϋδικών αποχρώσεων. Άραγε ποια είναι η αλήθεια και ποιο το ψέμα όσον αφορά το φρικτό αμάρτημα της αιμομιξίας; Ή μήπως συνυπάρχουν αμφότερα στο ίδιο μετεωρικό αμφίρροπο σύμπαν έως το τελικό βύθισμα στον αχανή λαβύρινθο της ανθρώπινης συνειδήσεως;
«ΕΣΩΤΕΡΙΚΑΙ ΕΙΔΗΣΕΙΣ»
Θυμάμαι ακόμα και τώρα, τα τεράστια πλήθη των μαθητών από το Κολέγιο Αθηνών και το Αρσάκειο να κατακλύζουν την Στοά σε προαγορασμένες παραστάσεις. Τέτοια ήταν η κοινωνική επιδραστικότητα του κειμένου. Μικρά-μικρά κομματάκια - ψηφίδες, ένα σατιρικό παλίμψηστο υψηλότατης ευκρίνειας για τις διαχρονικές, χαίνουσες πληγές της Νεοελληνικής πραγματικότητας.
«Ο ΓΑΜΟΣ»
Πολύ πριν το σύγχρονο κίνημα me-too και τον παγκόσμιο θόρυβο γύρω από την σεξουαλική παρενόχληση, ο Ποντίκας καταγράφει ενδελεχώς την συντηρητική φασίζουσα χροιά της Ελληνικής πατριαρχικής οικογένειας. Τα πάντα κρυμμένα προσεκτικά κάτω από το χαλί του συλλογικού καθωσπρεπισμού, χάριν της ατομικής ευδαιμονίας και της κοινωνικής ομερτά.
«ΟΡΘΟΣ ΛΟΓΟΣ»
Από την πρώτη βραδιά τη πρεμιέρας σε έναν υπόγειο χώρο του Εθνικού Θεάτρου προκλήθηκαν πάμπολλες θετικές, διθυραμβικές, αλλά και αντίθετες απόψεις, εξιτάροντας αφάνταστα τον Μ. Ποντίκα. Από ότι φαίνεται το θέμα του έργου ζεματούσε και έκαιγε τους πάντες.
Εν τω μέσω μιας μεγαλοπρεπούς δεξίωσης, μιας μεγαλοαστικής οικογενείας, ο οικοδεσπότης βρίσκεται εντελώς απρόσμενα κρεμασμένος με ένα σχοινί στο κέντρο του σαλονιού. Πανικός και καίριες απορίες πανταχόθεν. Γιατί συνέβη; Πώς έγινε; Τι ακριβώς σημαίνει μία τέτοια απονενοημένη ενέργεια; Ποιοι ευθύνονται και ποιό το παρελθόν του ιδανικού αυτόχειρα; Άραγε ποιός είναι τελικά ο πραγματικός Ορθός λόγος του αστικού πολιτισμού και των ανθρώπων;
«Με ενδιαφέρουν κυρίως τα μη προφανή θέματα, όλα εκείνα που υποβόσκουν κάτωθεν»,
είχε υπογραμμίσει σε κάποια συνέντευξή του. Κάτωθεν των λέξεων, των συναισθημάτων και της πολιτικής επικαιρότητας, κάτω από την γλυκυτάτη αχλή των ονείρων ― θα πρόσθετα. Να ποια υπήρξαν όντως τα λατρευτά μοτίβα του Ποντίκα.
Είδαμε λίαν προσφάτως μία καταπληκτική παράσταση του Γάμου στο θέατρο Επί Κολονώ, σε σκηνοθεσία της Ελένης Σκότη ―με το έργο να λάμπει εκτυφλωτικά και να εκρήγνυται προς πολλές κατευθύνσεις― σημερινό, επίκαιρο για το παρόν και το μέλλον της τραγικά διαταραγμένης ελληνικής συνειδήσεως.
Ο Μάριος Ποντίκας ήρθε για να παραμείνει εσαεί πάνω στις θεατρικές σκηνές και μέσα στις καρδιές μας, σαν ένας ανεστραμμένος καθρέπτης πολλαπλών αποχρώσεων.