Από τις ιστορίες του Αντρέα Ε.
Δούλευα τότε, που λες, κάλφας στο τσαγκάρικο, εκεί απέναντι απ’ το δημαρχείο. Τι ποιο δημαρχείο; Της Λευκωσίας, ντε, το παλιό. Το λοιπόν, μια μέρα, εκεί που παιδευόμουνα με τις φαλτσέτες και τα καλαπόδια, νά σου κι ακούω έξω στο δρόμο φωνές. Έλεγε ένας: «Ρε, την αγαπάς πολύ; Πολύ την αγαπάς;» Τεντώθηκα να κοιτάξω απ’ το παράθυρο. Τότε τον είδα πρώτη φορά. Φόραγε ένα παπούτσι μαύρο κι ένα κόκκινο· το ’να ποδάρι καλτσωμένο, τ’ άλλο ξεκάλτσωτο· το μπατζάκι του σηκωμένο ίσαμε το γόνατο.
Στεκότανε μπροστά στην είσοδο του «Σινέ Άστορ» — το σινεμά που είχε η Δέσπω, σου έχω ξαναπεί. Αγκάλιαζε, που λες, αυτός μια κολώνα τσιμεντένια, από κείνες που βάσταγαν τη μαρκίζα. Φώναζε της Δέσπως: «Αγάπη μου, αγάπη μου». Εκείνη βγήκε στο μπαλκόνι της, ολόγελη, και του πέταξε κάτι πενταροδεκάρες. Έτσι έκανε πάντα.
Τόνε λέγαν όλοι Μπλουμ-Μπλουμ· κανείς δεν ήξερε τ’ όνομά του το αληθινό. Ήτανε διακονιάρης, αυτή τη δουλειά έκανε. Τον αγαπούσε ο κόσμος όλος και του δίναν πάντα το κατιτίς του. Όσα γρόσια μάζευε απ’ τη ζητιανιά τα έθαβε στη ρίζα μιας ελιάς. Είχε χτίσει το παλιόσπιτό του σ’ ένα χωραφάκι· εκεί ήταν η ελιά, εκεί και τα γρόσια.
Κάποτε, λέγανε, είχε αγαπήσει μια κοπέλα, μα εκείνη δεν τον ήθελε. Ε, σάλεψε ο νους του κι άλλαξε μονοπάτι. Εκείνης της κοπέλας έμοιαζε, λέει, η Δέσπω, γι’ αυτό και την αγαπούσε τόσο πολύ ο Μπλουμ-Μπλουμ. Η Δέσπω τού φερνότανε μ’ αγάπη, κι άμα έκανε καμιά φορά πως τον αγκάλιαζε, εκεί να τόνε δεις πώς εψήλωνε δύο μέτρα.
Πέρασαν τα χρόνια, γέρασε η Δέσπω, έκλεισε το σινεμά. Ο Μπλουμ-Μπλουμ χάθηκε από τη γειτονιά. Μάθαμε κάποτε πως επέθανε. Εκείνοι που είχαν το χωράφι είπαν να το χτίσουν κι έφεραν μπουλντόζα, φαγάνα πώς το λένε, να γκρεμίσει το παλιόσπιτο, να ξεριζώσει και το λιόδεντρο. Έρχεται, που λες, το μηχάνημα, χώνει τη δαγκάνα του στα ριζά του δέντρου, το σηκώνει ψηλά — και τι γίνηκε τότε λες εσύ; Γιόμισε ο τόπος κέρματα. Γρόσια να δουν τα μάτια σου! Ποιος να το ’λεγε πως είχε μαζώξει τόσους παράδες απ’ τη διακονιά ο Μπλουμ-Μπλουμ! Είχε και κάμποσα τάλιρα ασημένια, ήτανε πολλά λεφτά τότες. Αφού σου λέω φέρανε τέσσερους νομάτους να τα μαζέψουν, να τα τσουβαλιάσουν — αλλιώς δε γινότανε. Σαν έκατσαν όμως να τα ξεδιαλέξουν, είδαν πως ήτανε παλιά τα νομίσματα, απ’ τον καιρό των Άγγλων, και δεν περνούσανε πια.
Θυμάμαι τον παπά-Στέφανο που είπε τότες: «αργυρίου και χρυσίου δεν επιθύμησα». Κάπως έτσι. Τι θέλει να πει αυτό, εσύ που ξέρεις γράμματα;