«Η όρχηση, θα σου πουν όσοι γνωρίζουν την πραγματική γενεαλογία της, γεννήθηκε την ίδια στιγμή που γεννήθηκε και το σύμπαν, και φανερώθηκε ταυτόχρονα με εκείνον τον πανάρχαιο θεό: τον Έρωτα. Άλλωστε, ο χορός που σέρνουνε τ’ αστέρια ή ο τρόπος που συμπλέκονται οι πλανήτες με τους απλανείς αστέρες —η εύρυθμη κοινωνία τους και η εύτακτη αρμονία τους— δείχνουν πως η όρχηση είναι συνυφασμένη με τις απαρχές του κόσμου.»
Αυτά γράφει ο Λουκιανός, ο Ελληνοσύρος διανοούμενος του 2ου αιώνα μ.Χ., στο έργο του Περί ορχήσεως, τη μοναδική σωζόμενη αρχαία πραγματεία που είναι αφιερωμένη εξολοκλήρου στον χορό.[1] Την ιδέα πως το σύμπαν κινείται σε ρυθμούς χορευτικούς δεν την επινόησε, ωστόσο, ο Λουκιανός: τη συναντούμε, ήδη αρκετούς αιώνες νωρίτερα, στον Ευριπίδη, που μιλά για τους «αιθέριους χορούς των άστρων», και στον Πλάτωνα, που περιγράφει τις κινήσεις των ουρανίων σωμάτων με όρους που παραπέμπουν στις περιστροφές, τις ανακυκλήσεις και τις συζυγίες της χορικής όρχησης, της χορείας.[2] Αλλά και οι ίδιοι οι θεοί των αρχαίων Ελλήνων, μείζονες και ελάσσονες, παρουσιάζονται, στην ποίηση και στις εικαστικές τέχνες, να χορεύουν· κάποτε μάλιστα θεοί και ουράνια σώματα πιάνουν χορό αντάμα, όπως συμβαίνει στον Ίωνα του Ευριπίδη: «μπήκε στον χορό ο έναστρος του Δία ουρανός, χορεύει κι η Σελήνη και οι πενήντα κόρες του Νηρέα».[3]
Για τους αρχαίους η χορεία, η συλλογική όρχηση με τη συνοδεία μουσικής και τραγουδιού, είναι κάτι που συντονίζεται με τον ρυθμό του ίδιου του σύμπαντος: τον αντανακλά και τον αναμεταδίδει. Στις γιορτές και στις χορείες των ανθρώπων, γράφει ο Πλάτων, οι θεοί συμμετέχουν ως συνεορταστές και συγχορευτές, επικυρώνοντας έτσι την εγγενή σχέση του χοροτράγουδου με τον ρυθμό και την αρμονία του κόσμου. Μάλιστα, την αίσθηση του ρυθμού και της αρμονίας, και τη σύμφυτη μαζί της ηδονή, τη θεωρεί ο Πλάτων αποκλειστικό προνόμιο των ανθρώπων: «τα άλλα ζωντανά δεν μπορούν να νιώσουν ούτε την τάξη ούτε την αταξία της κίνησης, που εμείς τις ονομάζουμε ρυθμό και αρμονία». Ένα τέτοιο προνόμιο βέβαια δεν μπορεί παρά να είναι δώρο των θεών: «μπροστάρηδες των χορών μας οι θεοί», γράφει και πάλι ο Πλάτων, «μάς πλέκουν αρμαθιά τον έναν με τον άλλο στον χορό και στο τραγούδι· οι ίδιοι άλλωστε μας έδωσαν τη λέξη χορός, που βγαίνει από τη χαρά.»[4]
Ότι ο συλλογικός χορός είναι σύμφυτος με τη χαρά αποτελεί βεβαίως εμπειρική διαπίστωση όλων μας. Μάλιστα, τη διαπίστωση αυτή έρχεται σήμερα να την επιβεβαιώσει, με μετρήσιμα πειραματικά δεδομένα, η νευροβιολογία, δείχνοντας πως η συγχρονισμένη ομαδική όρχηση και το συγχρονισμένο ομαδικό τραγούδι (καθώς και άλλες συλλογικές δραστηριότητες) προκαλούν την έκκριση ενδορφινών. Οι ενδορφίνες είναι ορμόνες με φυσικές αναλγητικές ιδιότητες, οι οποίες δημιουργούν αισθήματα γαλήνης και ευφορίας, αλλά και συντείνουν στη δημιουργία εγκάρδιων κοινωνικών δεσμών και θερμών σχέσεων εμπιστοσύνης. Δημιουργείται έτσι η αίσθηση στο υποκείμενο ότι ανήκει οργανικά σε μια κοινότητα, στην οποία είναι πλήρως ενσωματωμένο. Η αντίληψη δηλαδή πως τα ομαδικά χοροτράγουδα εναρμονίζουν τους χορευτές με τον ρυθμό που διέπει τον κόσμο —μια αντίληψη που, καθώς είδαμε, αποτυπώνεται σε αρκετές αρχαίες πηγές— δεν είναι ούτε τυχαία ούτε αυθαίρετη: αντίθετα, στηρίζεται σε γερές νευροφυσιολογικές βάσεις.[5]
Στην αρχαία Ελλάδα, η χορεία ήταν δραστηριότητα με ουσιώδη σημασία για τη συγκρότηση και τη συνοχή της κοινότητας. Γι’ αυτό και ο συντονισμένος, ομαδικός χορός κατέχει κεντρική θέση σε πάμπολλες πτυχές του αρχαίου ελληνικού βίου. Με συλλογικούς χορούς τιμούσαν οι αρχαίοι τους θεούς τους· με τον ομαδικό ένοπλο χορό της πυρρίχης σφυρηλατούσαν την πολεμική αρετή και περιοδικά την επαναβεβαίωναν· με χορούς έφηβων κοριτσιών (τα λεγόμενα παρθένεια) σηματοδοτούσαν τις τελετές της ενηλικίωσης· με υμεναίους χορούς και ύμνους γιόρταζαν τους γάμους· με χορικές εκτελέσεις πανηγύριζαν τις νίκες στους αθλητικούς αγώνες. Χορούς είχε ακόμη και ο Κάτω Κόσμος: όσοι, λέει ο Πλούταρχος, είχαν μυηθεί στα μυστήρια ένιωθαν βέβαιοι ότι η μεταθανάτια ζωή τους θα είναι γεμάτη τραγούδια και χορούς.[6] Τέτοιους μακάριους χορούς νεκρών μυστών συναντά ήδη ο αριστοφανικός Διόνυσος των Βατράχων:
Θεέ μου πολυτίμητε, Ίακχέ μου,
γεμίζεις, λατρεμένε, τα ολάνθιστα περβόλια:
μαζί με αγιασμένους οπαδούς σου
χόρεψε τώρα, χόρεψε, με μένα.
Τίναξε το κεφάλι σου· μαζί και το πολύκαρπο στεφάνι
και της μυρτιάς ο ανθός θ’ ανασειστεί, και τολμηρό
το πόδι θα τραντάζει με ακόλαστη χαρά
το χοροστάσι.
Τιμημένε από τις Χάρες, καταδέξου τον ιερό,
των μυστών των αγιασμένων τον αγνότατο χορό.[7]
Ακόμη και η τραγωδία, κατά τον Αριστοτέλη, γεννήθηκε από χορική μήτρα: από τους ἐξάρχοντες, τους πρωτοτραγουδιστές και πρωτοχορευτές, του διονυσιακού χορικού άσματος που ονομαζόταν διθύραμβος.[8] Πράγματι, το χορικό στοιχείο είναι, στην αρχαία τραγωδία και στο αρχαίο δράμα γενικότερα, αναπόσπαστο και αναπαλλοτρίωτο στοιχείο της παράστασης. Δεν νοείται τραγωδία, κωμωδία ή σατυρικό δράμα δίχως Χορό, δίχως σύνολο ανθρώπων που τραγουδούν και χορεύουν ομαδικά και συντονισμένα. Και ο ρόλος του δραματικού Χορού δεν είναι ποτέ (τουλάχιστον κατά την πρωιμότερη ιστορία του δράματος) απλώς εξωραϊστικός. Ο Χορός λειτουργεί ως εκπρόσωπος της κοινότητας, ως εκφραστής μιας συλλογικότητας, η οποία αντιπαρατίθεται στη μοναδικότητα του πρωταγωνιστή, την υπογραμμίζει και την αναδεικνύει. Πολύ συχνά, εξάλλου, ο Χορός λειτουργεί και σαν γέφυρα ανάμεσα στο θεατρικό κοινό και στη σκηνική δράση, άλλοτε αντανακλώντας ή υποβάλλοντας τις συναισθηματικές αντιδράσεις των θεατών, άλλοτε σχολιάζοντας, ως επί το πλείστον με συγκινησιακή φόρτιση, τα δρώμενα και άλλοτε εγγράφοντας τις πράξεις και τους λόγους των ηρώων σε ευρύτερα πλαίσια, πολιτικά, μυθικά ή άλλα.
Κρίσιμο ρόλο εδώ διαδραματίζει ένα θεμελιώδες στοιχείο της ταυτότητας του δραματικού Χορού, αλλά και όλων των χορικών συνόλων της ελληνικής αρχαιότητας. Κάθε χορική εκτέλεση αποτελεί εξ ορισμού ένα αδιάσπαστο σύνθεμα λόγου, μουσικής και όρχησης: τα τρία αυτά συστατικά συνυπάρχουν αρμονικά και ισότιμα. Αυτό ακριβώς δίνει στη χορεία την απαράμιλλη δυνατότητα να διεγείρει τη συναισθηματική και ενσώματη ανταπόκριση του κοινού. Οι θεατές δεν παρακολουθούν απλώς παθητικά τη χορική επιτέλεση, αλλά συντονίζονται με τους κραδασμούς της και πάλλονται στους δικούς της ρυθμούς.
Τον ρόλο αυτόν του Χορού μπορεί κανείς και σήμερα να τον πιστοποιήσει εμπειρικά, αν τουλάχιστον δεν έχει εντελώς αποκοπεί από τις παραδοσιακές μορφές του συλλογικού βίου. Στα πανηγύρια των χωριών, πρωταγωνιστής είναι σχεδόν πάντοτε ο ομαδικός κύκλιος χορός, που ενσαρκώνει με την ατελεύτητη περιδίνηση των σωμάτων τη συνοχή του κοινοτικού βιώματος και αποτυπώνει αισθητικά το συλλογικό γεγονός της εορταστικής σύναξης. Μπορεί κανείς ακόμα και τώρα να ψηλαφήσει τα ίχνη της αρχαίας χορείας σ’ αυτούς τους πανηγυριώτικους χορούς, όπου με την εναρμόνια σύζευξη λόγου, μέλους και όρχησης συντελείται μια υπόγεια ένωση με τον μυστικό ρυθμό του κόσμου και αντηχούν, άγνωστο για πόσο ακόμη, οι αναπαλμοί του αρχαίου χορικού λυρισμού.
______________
Το κείμενο γράφτηκε για το πρόγραμμα της παράστασης «Χορικά Ύδατα», μιας παραγωγής του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου σε σκηνοθεσία της Λίνας Νικολακοπούλου, η οποία έκανε και την επιλογή και συναρμογή των κειμένων και των χορικών. Δημοσιεύεται εδώ σε επεξεργασμένη και εμπλουτισμένη μορφή.