
Ο Έμπορος κατά συνείδηση είναι το νέο θεατρικό έργο του Αντώνη Ε. Χαριστού. Με αφετηρία έναν φαινομενικά ταπεινό χώρο, ένα παλαιοβιβλιοπωλείο, το έργο ξετυλίγει μια σκοτεινή τοιχογραφία θεσμικής βίας και κοινωνικής συνενοχής. Σε αντίθεση με έργα που αποζητούν αισθητική απόσβεση του πόνου ή εξευγενισμό του τραύματος, το συγκεκριμένο κείμενο επιλέγει την αναμέτρηση με το ηθικά δυσάρεστο. Το αποτέλεσμα είναι ένα έργο που αποσπά τον θεατή από τη θέση του παρατηρητή και τον φέρνει αντιμέτωπο με την αμήχανη εγγύτητα της ευθύνης.
Η δράση εκτυλίσσεται σε έξι διαδοχικές ημέρες, από την Πρωτομαγιά έως την επόμενη Παρασκευή. Η επιλογή αυτή λειτουργεί μεταφορικά: σηματοδοτεί τη μετάβαση από την εργασία στην εκμετάλλευση, από την εξαγγελία αξιών στην ηθική τους αποσύνθεση. Η χρήση της δραχμής ως νομίσματος δεν προσδιορίζει απλώς μια εποχή, αλλά επιτρέπει στη βία να εμφανίζεται ως διαχρονική, αποδεσμευμένη από συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο. Η συνύπαρξη της δραχμής με τις σύγχρονες μεταναστευτικές ροές, το ιστορικό φορτίο των αναφορών (1935, 1963), και η γλώσσα —σύγχρονη, με διάσπαρτες νύξεις παλαιότερης ή ξενότροπης εκφοράς— συγκροτούν ένα υβριδικό περιβάλλον χρονικής αιώρησης. Ο χρόνος δεν λειτουργεί ως ουδέτερο υπόβαθρο, αλλά ως ενεργός μηχανισμός δραματουργικής έντασης. Πρόκειται για ενδιαφέρουσα και συγχρόνως φιλόδοξη επιλογή, όσον αφορά τη διαύγεια των ορίων και την ενότητα της θεατρικής εμπειρίας.
Ο κεντρικός ήρωας, ο Πολυχρόνης, δεν είναι ο αναγνωρίσιμος «κακός». Είναι ο καθημερινός άνθρωπος που ασκεί εξουσία μέσα σε έναν χώρο φαινομενικά οικείο· που εκμεταλλεύεται, ταπεινώνει, ιδιοποιείται σώματα και λέξεις χωρίς να διαταράσσει την κοινωνική του θέση. Bιβλιοπώλης και ρητορεύων αριστερός, υιοθετεί έναν λόγο δήθεν κριτικό, μόνο για να καλύψει την κανονιστική του ταύτιση με τις μορφές βίας. Η εξουσία του δεν στηρίζεται σε θεσμική ισχύ, αλλά ασκείται μέσα από πράξεις ωμής κυριαρχίας: εκμεταλλεύεται, τιμωρεί, εξευτελίζει. Το τραύμα που προκαλείται δεν οφείλεται σε παρόρμηση, αλλά σε έναν εδραιωμένο κυνισμό.
Δίπλα του, ο Αλί: νεαρός Σύριος εργάτης, εγκλωβισμένος σε έναν χώρο που του αρνείται οποιαδήποτε μορφή αυτονομίας. Και η Καρίνα: ένα παιδί χωρίς φωνή, η κωφάλαλη φιγούρα πάνω στην οποία εγγράφεται η αποθέωση της σιωπής ως εργαλείου καταστολής. Το έργο δεν διστάζει να αποτυπώσει τη φρίκη χωρίς φιλτραρίσματα. Η σκηνή ταπείνωσης της Καρίνας, με τον Πολυχρόνη να ουρεί στο φαγητό της, λειτουργεί ως καταγγελία της απόλυτης εξουσιαστικής αυθαιρεσίας – και της ανοχής που τη συνοδεύει.
Η βαρβαρότητα, ωστόσο, δεν εξαντλείται στον πρωταγωνιστή. Οι περιφερειακοί χαρακτήρες —ο Ανδρέας Παπαδόπουλος, ο Πέτρος Γιώτης, ο Νίκος Δενδρινός, η Μαρίνα Σουρή, ο Μάρκος Ευαγγέλου— εκπροσωπούν μια κοινωνία που όχι μόνο ανέχεται τη βία, αλλά τη διαπράττει. Ο Παπαδόπουλος, παθητικός και συμβιβασμένος, συντηρεί το πλαίσιο σιωπής· ο Γιώτης και ο Δενδρινός συμμετέχουν ενεργά στην κακοποίηση της δωδεκάχρονης Καρίνας, αποκαλύπτοντας τη διάχυση της εξουσιαστικής βίας στους θεσμούς. Η Σουρή και ο Ευαγγέλου, πίσω από την τεχνοκρατική ρητορική ανθρωπισμού, ενσαρκώνουν την απάθεια ενός μηχανισμού που δεν προστατεύει· συχνά συγκαλύπτει. Η φρίκη δεν είναι εξαίρεση· είναι θεσμισμένη.
Η δομή του έργου, αυστηρά συμμετρική (τρεις πράξεις, τρεις σκηνές η καθεμία), αντανακλά μια σχεδόν ιεροτελεστική επανάληψη. Ο χρόνος κυλά χωρίς σημεία υπέρβασης, οι χώροι (υπόγειο βιβλιοπωλείου, δωμάτιο) κλείνουν ολοένα και περισσότερο γύρω από τα πρόσωπα. Δεν υπάρχει φυσικό φως· ο εξωτερικός κόσμος παραμένει απών. Η ασφυξία δεν δηλώνεται· βιώνεται.
Η σκηνική ατμόσφαιρα αποκλείει κάθε περιθώριο λύτρωσης. Η ένταση δεν χτίζεται από δραματικά συμβάντα, αλλά από τη σταθερή παραβίαση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Το φινάλε δεν απονέμει δικαιοσύνη· ούτε προσφέρει κάθαρση. Αντιθέτως, παρατείνει τη δυσανεξία. Η πληγή παραμένει ανοικτή όχι ως κορύφωση της πλοκής, αλλά ως σταθερή, βασανιστική συνθήκη.
Το έργο αποφεύγει την ηθικολογία· φωτίζει τη συνείδηση ως προϊόν κοινωνικών σχέσεων και θεσμικών μηχανισμών. Δεν πρόκειται για προσωπική στάση, αλλά για τρόπο συγκρότησης της πραγματικότητας, όπου η εξουσία μεταμφιέζεται σε κανονικότητα. Έτσι, η βία δεν είναι αποτυχία των θεσμών, αλλά συχνά το αθέατο έργο τους.
Μπορεί κανείς να σκεφτεί πως το έργο ενίοτε επιτείνει την ωμότητα ή πως αποφεύγει τις αποχρώσεις. Ίσως αυτή ακριβώς η μονοτονία της βίας να λειτουργεί ως πρόκληση: όχι για να σοκάρει, αλλά για να απογυμνώσει. Η εσκεμμένη αποστέρηση της ανακούφισης δεν είναι ελάττωμα· είναι ηθική πρόταση. Το θέατρο εδώ δεν υπόσχεται μεταρρυθμίσεις ούτε λυτρωτικά σχήματα· προσκαλεί σε επανεξέταση του φαντασιακού. Αν, όπως επισημαίνει ο Καστοριάδης, η αυτονομία θεμελιώνεται στην αμφισβήτηση των θεσπισμένων σημασιών, τότε ο Έμπορος κατά συνείδηση
τοποθετεί τον θεατή ενώπιον της ευθύνης να επανεξετάσει όσα θεωρεί αυτονόητα.
Το ερώτημα που απομένει δεν είναι τι να κάνουμε με τον Πολυχρόνη, αλλά με εμάς. Πώς στεκόμαστε απέναντι στη βία που ενσωματώνεται στην καθημερινότητα; Πώς διαχειριζόμαστε τη γνώση ότι το έγκλημα δεν είναι απόκλιση, αλλά όρος λειτουργίας; Το έργο δεν μας αφήνει αλώβητους, αλλά εκτεθειμένους σε αυτό που συνήθως αποσιωπάται. Και αυτή ακριβώς είναι η σημασία του.