Ανθρωποφαγικές διατροφικές αναφορές και η ανάγκη αναζήτησης του μέτρου

Σχέδια του Α. Σαραντόπουλου για τα σκηνικά και τα κοστούμια της παράστασηςε του «Ορθού λόγου» στο Γκαράζ του Εθνικού Θεάτρου (1987-88, σκην. Χ. Σιοπαχάς)
Σχέδια του Α. Σαραντόπουλου για τα σκηνικά και τα κοστούμια της παράστασηςε του «Ορθού λόγου» στο Γκαράζ του Εθνικού Θεάτρου (1987-88, σκην. Χ. Σιοπαχάς)




____________________

ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΝΕΩΝ ΕΡΕΥΝΗΤΩΝ «Ο ΜΑΡΙΟΣ ΠΟΝΤΙΚΑΣ ΣΤΟΝ 21ο ΑΙΩΝΑ» (2023)

__________________________



Οι αναφορές στο φαγητό στα έργα του Ποντίκα αναδεικνύουν έναν ανθρωποφαγικό κόσμο, γεγονός που καταρχάς συνδέεται με μια μεταφορική έννοια της ανθρωποφαγίας και έχει ως βάση της μια ερμηνεία της βίας ως φαινόμενο κοινωνικής προελεύσεως. Ωστόσο, η βία στα έργα του Ποντίκα έχει και φυσική βάση.
Στα έργα του Ποντίκα η πιο αδρή αποτύπωση του φαινομένου της επιθετικότητας επιτυγχάνεται μέσα από την ανάλυση των σχέσεων και των μοτίβων συμπεριφοράς που αναπτύσσουν οι δραματικοί χαρακτήρες.[1] Οι μόνες γνήσιες και ειλικρινείς σχέσεις οφείλουν να είναι στη βάση τους επιθετικές, μοιάζει να μας λέει ο συγγραφέας. Ενδεικτικό είναι ένα απόσπασμα από τον Ορθό λόγο,[2] που παρουσιάστηκε στο Γκαράζ του Εθνικού Θεάτρου σε σκηνοθεσία Χρίστου Σιοπαχά, το 1987-1988, ένα έργο που θεματοποιεί τις σχέσεις σπαραγμού ανάμεσα στους έντεκα πρωταγωνιστές του

ΠΕΤΡΟΣ: Μας έχει ενώσει ένα άρρωστο πάθος. Αυτό είναι όλο. […] Η βρόμα που έχουμε στο μυαλό μας. Αυτή μας ένωσε. Η αρρώστια. […] Ο Ανδρόνικος μου ’λεγε, και είχε δίκιο, ότι τους ανθρώπους μόνο η διαστροφή τους ενώνει. Κάθε σχέση μας, μου ’λεγε, πρέπει να ’ναι συνομιλία διαστροφών και ταίριασμα απωθημένων. […] Αλλιώς είναι ψεύτικη. Είναι ανύπαρκτη. (σ. 107)

Το έργο ξεκινά εν τω μέσω των πραγμάτων (in medias res) με τον απαγχονισμό του Ανδρόνικου, ο οποίος διαλέγει να βάλει τέλος στη ζωή του στο υπόγειο του σπιτιού του παρουσία των φίλων του. Ο χαμός του συγκλονίζει τους φίλους του, επειδή ο Ανδρόνικος δεν είναι ένα απλό μέλος της συντροφιάς αλλά το σημείο αναφοράς όλης της παρέας. Για τους άντρες ήταν το «επίζηλο και επίφοβο πρότυπο», ενώ για τις γυναίκες ένα «απόρθητο αντικείμενο επιθυμίας».[3] Τα χαρακτηριστικά του Ανδρόνικου και το είδος της σχέσης που τον συνδέει με τα υπόλοιπα μέλη της παρέας δικαιολογούν τον συσχετισμό του θανάτου του Ανδρόνικου με τον συμβολικό θάνατο του πατέρα.[4] Μολονότι, όμως, αυτή η συσχέτιση θα μπορούσε να προσδώσει μία φυσική βάση στη βία που αφ’ εαυτού του το γεγονός του θανάτου του Ανδρόνικου σηματοδοτεί, ο βίαιος τρόπος που συντελέστηκε η αυτοκτονία του (δηλαδή με παρουσία κοινού, εν είδει θεάματος) καθώς και η βία που εξαπολύθηκε στην ατμόσφαιρα μετά τη συντέλεση της αυτοκτονίας, (έτσι, καθώς αποτυπώνεται στον αλληλοσπαραγμό των υπόλοιπων μελών της παρέας) προβληματίζει.
Ο φυσικός νόμος της συνέχισης της ζωής καθιστά αναγκαίο τον βίαιο χαρακτήρα του σπαραγμού υπό την έννοια ότι η αποτροπή της εξαφάνισης των έμβιων όντων και η προσφορά σε ολόκληρο το είδος μιας αιωνιότητας δεν μπορεί να παραχωρηθεί σε κάθε άτομο χωριστά.[5] Ωστόσο, ο θάνατος του Ανδρόνικου, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Γιώργος Πεφάνης, δε λυτρώνει τους φίλους-αδελφούς, «γιατί η συμβολική ανθρωποφαγία του παραλληλισμού φίλος-πατέρας δε λαμβάνει εδώ χώρα: οι φίλοι αδελφοί δεν οικειώνονται τον νεκρό, δεν υιοθετούν τον ρόλο του, δεν αποκτούν τη δύναμή του».[6] Για ποιον λόγο, όμως, τα πρόσωπα αυτά, τα τόσο άρρηκτα δεμένα με τον Ανδρόνικο, δεν αποδεικνύονται ικανά να πενθήσουν και να αφήσουν να εισχωρήσει μέσα τους κάτι από αυτόν τον σημαντικό γι’ αυτούς νεκρό; Γιατί ο χαμός του Ανδρόνικου το μόνο που επέφερε ήταν ένα κρεσέντο βίας;[7] Για να απαντήσουμε στα παραπάνω ερωτήματα θα πρέπει να δούμε σε τι ακριβώς συνίσταται ο ρόλος του αυτόχειρα στην παρέα πριν την αυτοκτονία του και σε τι μετά;
Ο λόγος για τον οποίο δε στάθηκε δυνατό να αφομοιωθεί κάποιο στοιχείο του Ανδρόνικου από τα υπόλοιπα μέλη της παρέας είναι ότι και όσο ζούσε ο Ανδρόνικος η σημαντικότητα της ύπαρξής του για τα υπόλοιπα μέλη της παρέας δεν προέκυπτε από αυτό που τους πρόσφερε ο ίδιος, αλλά από το γεγονός ότι τον επιθυμούσαν. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Πεφάνης, ο Ανδρόνικος, ενόσω ζούσε, αποτελούσε μια παρούσα έλλειψη, ενώ ο θάνατός του δημιουργεί τώρα μια απούσα έλλειψη, πολύ σφοδρότερη από την πρώτη.[8] Η παρέα προσπαθεί να πενθήσει τον νεκρό ενσωματώνοντάς τον, αλλά στην προσπάθειά της αυτή συνειδητοποιεί ότι δεν υπάρχει κάτι να ενσωματωθεί (φαγωθεί), γιατί αυτό που ήταν και είναι ο Ανδρόνικος για εκείνους ήταν και είναι η προσωποποίηση του πόθου, ο οποίος αποκαλύπτεται ότι είναι κενός και βίαιος. Όντως το δραματικό πρόσωπο του Ανδρόνικου,[9] και συγκεκριμένα το δραματικό πρόσωπο του Ανδρόνικου ως συμβόλου του πατέρα, σηματοδοτεί τον αντρικό πόθο εν γένει, τον πόθο δηλαδή που συνδέεται με τη γενετήσια πράξη. Τα χαρακτηριστικά και την περιγραφή αυτού του πόθου παραθέτει εύγλωττα ο συγγραφέας μέσα από μια γυναικεία ματιά.

ΙΩΑΝΝΑ: Μια γυναίκα είναι καταδικασμένη να ικανοποιεί αυτόν τον αχόρταγο πόθο που γεννά στους άλλους! […] Δεν μπορεί ν’ αντισταθεί μια γυναίκα στον πόθο να προκαλεί στους άλλους, γιατί είναι θηρίο ανήμερο ο πόθος αυτός και δεν υπάρχει γυναίκα που δεν υπέκυψε στη δύναμή του, αργά η γρήγορα ΟΛΕΣ οι γυναίκες θα υποκύψουν και θα προσφερθούν τροφή στον αχόρταγο πόθο που γεννάνε στους άντρες. (σ. 90-91)

Στο παραπάνω απόσπασμα η συσχέτιση της σεξουαλικής επιθυμίας με το φαγητό και τον θάνατο εντείνει τη δομική σύνδεση του πόθου με τη γενεσιουργία και επομένως με τον κόσμο και την ύπαρξη. Η σεξουαλική επιθυμία παρομοιάζεται σαν ένα ανυπέρβλητο θηρίο. Οι γυναίκες γεννάνε-δημιουργούν τον πόθο και αποτελούν τροφή για το θηρίο, ενώ οι άντρες αποτελούν την ενσάρκωση του θηρίου χάριν της σεξουαλικής επιθυμίας που νιώθουν για το γυναικείο φύλο. Ωστόσο, η σεξουαλική επιθυμία είναι εξίσου έντονη και δομική και στις γυναίκες, αφού μόνο αυτή νοηματοδοτεί την ύπαρξή τους. Η συνύφανση του πόθου με το φαγητό έρχεται στην επιφάνεια και μέσα από την ανατομική κατασκευή του σώματος. Τόσο το γυναικείο σεξουαλικό όργανο όσο και το στόμα αποτελούν ανατομικά οπές. Μία τρύπα που καλεί συνεχώς για γέμισμα αλλά, ως τρύπα, παραμένει και οφείλει να παραμένει κενή. Το γιατί «ο πόθος» είναι κενός και βίαιος το εξηγεί αναλυτικότερα ο συγγραφέας παρακάτω.

ΙΩΑΝΝΑ: Όλοι οι άντρες εν τέλει είναι για μια γυναίκα υποκατάστατα του ενός: του πρώτου και του μοναδικού. Ο οποίος όμως ουδέποτε εμφανίζεται ούτε και όταν βγαίνει μέσα από τη μήτρα της. Ακόμα κι αυτός, ο ονομαζόμενος εκλεκτός, είναι υποκατάστατο του μοναδικού! Η μήτρα της γυναίκας είναι η λέσχη των αντρών… Το καφενείο τους… Μαζεύονται εκεί μέσα και τα λένε και εξέρχονται ξαναγεννημένοι. Στρατιές υποκατάστατων. Με τις φιλοδοξίες, τις ζήλιες τους και τους κομπασμούς τους, τις μνήμες τους και τα όνειρά τους, τις μάταιες και ανέλπιδες προσπάθειές τους να φτάσουν τον ένα και μοναδικό που όμως είναι άυλος και γι’ αυτό, μονίμως απών. (σ. 106)

Ο πόθος ως πείνα παραπέμπει στην έννοια της κενότητας.[10] Ο πόθος ορίζεται ακριβώς ως η επιθυμία να γεμίσει το άδειο, το κενό. Η αναζήτηση για πλήρωση. Εξ αυτού προκύπτει ότι το κενό προϋποθέτει το γεμάτο, και το αντίστροφο, οι δύο έννοιες δηλαδή αλληλοσυμπληρώνονται, όπως η έννοια του θανάτου και της ζωής. Η δομή επομένως και η βάση του πόθου είναι ετερογενής. Η παρουσία επιρρωνύει συνεχώς την απουσία και το αντίστροφο. Σε αυτό το πλαίσιο δηλαδή, η συγκεκριμένη παρουσία της καθεμιάς γυναίκας σηματοδοτεί για τον άντρα μια υπόσχεση γεμίσματος ενός «συνεπαγόμενου» κενού και όπως εύλογα προκύπτει ισχύει αντίστροφα και για τις γυναίκες. Συνεπώς η απουσία, άρα και η παρουσία, ορίζεται με βάση την επιθυμία για το(ν) «Άλλο»-το(ν) έξω από το «Εγώ», (ο)-το οποίο(ς) καλείται να γεμίσει, να νοηματοδοτήσει το «Εγώ».
Ωστόσο, η επιθυμία για το(ν) «Άλλο» έχει και ένα δεύτερο σκέλος, το οποίο θα λέγαμε ότι είναι εσωτερικό ‒ και λειτουργεί ως ένας δεύτερος πόθος μέσα στον βασικό πόθο. Ο πόθος παρουσιάζεται «στοιχειωμένος» από μία πρωταρχική απουσία,[11] έναν αόρατο Άλλον, έναν, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο συγγραφέας, «μονίμως απών». Σαν ένα φάντασμα, με την έννοια που ο Derrida αποδίδει στη μορφή του φαντάσματος, όχι ως μια μορφή μέσα στις άλλες, αλλά πιθανώς ως η κρυμμένη μορφή όλων των μορφών.[12] Αυτή η πρωταρχική έλλειψη-απουσία διαφοροποιεί τον χαρακτήρα του πόθου ανάμεσα στις γυναίκες και στους άντρες. Για τις γυναίκες ο «πρωταρχικός απών» εντείνει την αίσθηση της κενότητας που τις κινητοποιεί προς αναζήτηση του άλλου, αφού καμία αντρική παρουσία δεν μπορεί να τις κάνει να αισθανθούν ολόκληρες. Για τους άντρες, όμως, το πρωταρχικό αυτό κενό, ο «μονίμως απών», η πηγή αυτή του πόθου τυγχάνει να έχει την ίδια σύσταση με τους ίδιους ‒είναι ο πόθος τους να «φάνε» και όχι να «φαγωθούν», όπως επιθυμούν οι γυναίκες. Καταληκτικά, η σχέση με αυτόν τον «μονίμως απόντα» είναι η σχέση αναφοράς που προσδιορίζει το σύνολο των ανθρώπινων σχέσεων. Η λειτουργία αυτής της κρυμμένης «αρχικής» μορφής συνίσταται στο να δημιουργεί μια ανταγωνιστική πρώτη αναφορά στις «στρατιές των υποκατάστατων». Η ανταγωνιστική βάση εγγράφει τη βία στο σύστημα κοσμογονίας. «Οι μάταιες και ανέλπιδες προσπάθειες να φτάσουν τον έναν και μοναδικό» χαρακτηρίζουν και ορίζουν τον αντρικό κόσμο –ο οποίος με τη σειρά του ορίζει τον υπόλοιπο κόσμο. Κάθε ελπίδα πλήρωσης είναι ψεύτικη. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά του συγγραφέα στις «τυφλές ελπίδες» στο Χλιμίντρισμα, με αφορμή το μαρτύριο του Προμηθέα,[13] το οποίο εξασφαλίζει στον ήρωα συνεχώς και εκ νέου το διαβατήριο για τη ζωή.
Ενιαία οντότητα αποδεικνύεται, συνεπώς,[14] ο κόσμος στον Ποντίκα, υπό την έννοια ότι ο θάνατος βρίσκεται παντού. Η ζωή δε νοείται χωρίς τον θάνατο και ο θάνατος δε βρίσκεται επέκεινα, εκτός ζωής, εκτός αν εγγράψουμε το επέκεινα στο εντεύθεν, μέσα στην ουσία του ζώντος. Αυτό είναι το αποτύπωμα του θανάτου στον Ορθό λόγο, το οποίο παρουσιάζεται ως η μηχανική του πόθου: Κάθε πόθος αναζητά την πλήρωση αλλά αντ’ αυτής βρίσκει το κενό που τον επανεκκινεί. Σε τι έγκειται άραγε η πληρότητα; Πότε υπάρχει; Πότε συντελείται το γεμάτο; Ποτέ. Η ύπαρξη δεν προσδιορίζεται ως το γεμάτο.[15] Η ύπαρξη προσδιορίζεται ως η επιθυμία που τείνει, που αναζητά την πλήρωση. Αφού η γυναίκα επιθυμεί να γεμίσει η ίδια προκύπτει να είναι κενή. Επιπλέον, όπως αποδεικνύει ο θάνατος του Ανδρόνικου, δεν υπήρχε αυτό που θα κατέλυε τη γυναικεία επιθυμία. Η γυναίκα επομένως επιθυμεί για να επιθυμεί, ενώ δεν υπάρχει η δυνατότητα πλήρωσης. Υπό αυτήν την έννοια τόσο η γυναίκα όσο και αυτό που επιθυμεί είναι κενά και άρα απαρτίζουν μια ενιαία οντότητα. Ωστόσο, αυτό που ορίζεται ως «κενό» δεν είναι άδειο, δεδομένου αφενός ότι είναι στοιχειωμένο από μια πρωταρχική παρουσία-απουσία, του «μονίμως απόντος», και αφετέρου ότι βρίθει υποκατάστατων. Σε αυτό το σημείο η σύλληψη του Ποντίκα προσεγγίζει τη σκέψη του Derrida, όταν θεωρεί τη ζωή ως ζωή της λήθης ― η ζωή δηλαδή ως καθαυτό λήθη.[16]





Συνακόλουθα δημιουργείται το ερώτημα: Μολονότι ο πόθος κινητοποιεί την επανάληψη, επομένως και την αλυσίδα της γενεσιουργίας, ισχύει και το αντίστροφο; Η αλυσίδα της γενεσιουργίας, δηλαδή, συνδέεται αποκλειστικά με τον πόθο;
Η διαδικασία της γενεσιουργίας στον Ποντίκα συνδέεται με τη λειτουργία του πόθου και η σεξουαλική επιθυμία δεν παρουσιάζεται ως καθαρή βούληση. Ο συγγραφέας τονίζει τον αναπόδραστο χαρακτήρα του πόθου, ο οποίος φαίνεται να οδηγεί σε μια μηχανιστική αιτιοκρατία. «Δεν υπάρχει γυναίκα που δεν υπέκυψε στη δύναμή του, αργά η γρήγορα ΟΛΕΣ οι γυναίκες θα υποκύψουν», (σ. 90) αναφέρει χαρακτηριστικά. Όμως, η αυτοκτονία του Ανδρόνικου αποτελεί μια παρέκκλιση αυτού του μηχανισμού, η οποία ενεργοποιεί εν γένει το ενδεχόμενο της παρέκκλισης ως δυνατότητα. Μια παρέκκλιση λοιπόν που διανοίγει ένα πεδίο αμφισβήτησης ενός συστήματος αυστηρού φυσικού ντετερμινισμού αφήνοντας περιθώριο στην ελεύθερη θέληση.
Έχει σημασία να δούμε αυτή η διάνοιξη της δυνατότητας της παρέκκλισης πού οδηγεί σε σχέση με τον χαρακτήρα της βίας. Αναγνωρίσαμε ότι η βία και η επιθετικότητα η οποία εκδηλώνεται στο πλαίσιο κάθε ζωντανού οργανισμού πυροδοτείται από την ανταγωνιστική σχέση μεταξύ του εκάστοτε οργανισμού (παρουσίας) και της αόρατης παρουσίας-απουσίας, του «μονίμως απόντος». Επίσης, ότι η επιθετικότητα λειτουργεί πολλαπλασιαστικά έτσι καθώς διαχέεται στις «στρατιές των υποκατάστατων» και έτσι καθώς επηρεάζει τις σχέσεις των δύο φύλων. Συνεπώς η βία αποδεικνύεται φυσική αλλά και όπως διαγράφεται εύγλωττα από το σύνολο της εργογραφίας του Ποντίκα και κοινωνική ή αλλιώς εξίσου φυσική όσο και κοινωνική. Υπό αυτήν την έννοια λοιπόν η κοινωνική διάσταση της επιθετικότητας προαπαιτεί-παραπέμπει και σε μια πολιτισμική θεώρησή της, η οποία θα μπορούσε να σηματοδοτήσει μια δυνατότητα παρέκκλισης. Ενδεικτική ως προς μία τέτοια παρέκκλιση είναι η θεώρηση του πόθου στην αρχαία Ελλάδα, η οποία αναγνωρίζει μεν τη βία ως ένα συνοδευτικό συστατικό της σεξουαλικής πράξης, αλλά εξαρθρώνει τον κοινωνικό της αντίκτυπο.
Η σεξουαλική πράξη για τους αρχαίους Έλληνες είναι ανησυχητική,[17] επειδή διαταράσσει και απειλεί τη σχέση του ατόμου με τον εαυτό του και τη συγκρότησή του ως ηθικού υποκειμένου. Αυτό προκύπτει επειδή η πράξη αυτή εγκυμονεί, αν δε γίνεται με μέτρο και δεν κατανέμεται ορθά, την εξαπόλυση αθέλητων δυνάμεων, την εξασθένηση της ενέργειας και τον θάνατο χωρίς αξετίμητους απογόνους.[18] Το να δίνει κανείς στη δραστηριότητα αυτή την περιοριστική και τυποποιημένη μορφή μιας δίαιτας αναλογεί με εξασφάλιση κατά των μελλοντικών δεινών. Επίσης, σημαίνει ότι το υποκείμενο διαμορφώνεται, ασκείται, δοκιμάζεται ως άτομο ικανό να ελέγχει τη βιαιότητά του και να την αφήνει να κινείται μέσα στα επιτρεπτά όρια, να συγκρατεί εντός του την πηγή της ενέργειάς του και να αποδέχεται τον θάνατό του προνοώντας για τη γέννηση των απογόνων του. Για τους αρχαίους η φυσική δίαιτα των «αφροδισίων» ήταν μια προφύλαξη της υγείας και, ταυτόχρονα, μια υπαρξιακή άσκηση.[19]
Η αίσθηση του μέτρου υπήρξε το δομικό στοιχείο του αρχαιοελληνικού κλασικού πολιτισμού. Αυτήν τη χαμένη έννοια φέρνει στο προσκήνιο ο συγγραφέας, καθώς οραματίζεται έναν διαφορετικό κόσμο, έναν διαφορετικό πολιτισμό και έναν τρόπο ζωής ο οποίος θα αποτελεί εχέγγυο της ευτυχίας του κοινωνικού βίου. Χαρακτηριστικό είναι ένα απόσπασμα από Τα σημεία στίξεως.

…Θέλω να νιώσω ότι είμαι μικρή και αδύναμη. Εσύ δεν το θέλεις αυτό; Και θα μιλάμε και θα κυλούν οι λέξεις μας σαν το νερό. Και θα φοβόμαστε όταν νυχτώσει. Και θα’ μαστε αγκαλιά […] Αδηφάγο τέρας αυτό το ψέμα το ’χασες. Τελεία τώρα. Και παύλα (σ. 149, 150).

Το αδηφάγο τέρας, από το οποίο προσπαθεί να ξεφύγει η πρωταγωνίστρια του έργου, δεν είναι άλλο από την ίδια της τη ζωή. Η αυτοκτονία είναι ο μόνος δρόμος διαφυγής. Η παρομοίωση της ζωής σαν ένα αδηφάγο τέρας που καταβροχθίζει και σαρώνει τους πάντες και τα πάντα στο πέρασμά του συνδέεται άμεσα με την απύθμενη βουλιμία και την ακόρεστη πείνα που, όπως αναλύσαμε νωρίτερα, χαρακτηρίζουν και τον γενετήσιο πόθο. Το αρνητικό αυτό προφίλ της ζωής οφείλεται στη μονομερή επικράτηση του ορμέμφυτου της ζωής και στον εξοβελισμό του ορμέμφυτου του θανάτου από τον σύγχρονο πολιτισμό. Η περιγραφή από την πρωταγωνίστρια μιας καθημερινότητας με εξαντλητικούς ρυθμούς και αφιερωμένης στο συνεχές κυνήγι της επιτυχίας μάς είναι οικεία.

Εισ’ ευτυχισμένη είσαι με τον εαυτό σου ωραία έχεις πετύχει τον συντονισμό είναι η ώρα του αδηφάγου τέρατος προς στιγμήν εχόρτασε, αν φάει κι άλλο θα ξεράσει, εξάλλου είναι και τα περιττά κιλά τώρα που άρχισα δε σταματάω. […] Πού είμ’ εγώ; Θέλω να ρωτήσω το τέρας πού είναι η Δειλία μου; Οι φόβοι μου και οι σπασμοί μου; Ποια ντροπή τους έκρυψε; Ποιος πρόλαβε και τους έσπρωξε πίσω ολοταχώς μεσ’ στο στομάχι; […] Θα ρωτήσει το αδηφάγο τέρας που τρώει συναισθήματα που τρώει συγκινήσεις που τρώει μνήμες που τρώει τρόμους μόνο αυτό και δεν αφήνει τίποτα πάνω στο τραπέζι – οι σπασμοί σου; Και θ’ αρχίσει η χώνεψη […] τι πολυτέλεια περιττή αδηφαγία που δεν έχει όρια… (σ. 144-145)

Όταν την ορμή της ζωής δεν υπάρχει ο θάνατος να την ανακόψει, ο βίος γίνεται ανυπόφορος. Ένα νικηφόρο πνεύμα που πρέπει όλη την ώρα να αποδεικνύει το νικητήριο προφίλ του έναντι σε καθετί. Το σύγχρονο προφίλ είναι ακριβώς αυτό. Το όραμα για έναν άλλον πολιτισμό σκιαγραφείται ξεκάθαρα μέσα από τα τελευταία λόγια της Γυναίκας. Ένας πολιτισμός στον οποίο δε θα έχει χαθεί η έννοια του μέτρου. Οι άνθρωποι δε θα προσπαθούν να υπερβούν τη φύση, αλλά θα νιώθουν δέος απέναντί της και θα τη σέβονται. Η στάση τους αυτή θα τους ηρεμεί, θα τους χαλαρώνει και θα τους συμφιλιώνει με τη ζωή και τον θάνατο. Το ζητούμενο λοιπόν είναι το μέτρο και αυτό το διασφαλίζει ο θάνατος.[20]

BIΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ-ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

Derrida, Jacques, Φαντάσματα του Μαρξ (μτφρ. Κωστής Παπαγιώργης), Εκκρεμές 1993.
Δημόκριτος, Η ζωή και το έργο του (εισ. Β. Α. Κύρκος, μτφρ. Στ. Γκιργκένης), Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2004.
Foucault, Michel, Ιστορία της σεξουαλικότητας. 2. Η χρήση των απολαύσεων (μτφρ. Γιώργος Κωνσταντινίδης), εκδ. Ράππα 2003.
Lucretius, Titus Carus, De rerum natura (επιμ. H. Diels), Βερολίνο 1924.
Πεφάνης, Γιώργος Π., «Αντηχήσεις σ’ ένα χλιμίντρισμα», Book Press, 16 Φεβρουαρίου 2015.
Πεφάνης, Γιώργος Π., Θέματα του μεταπολεμικού και σύγχρονου ελληνικού θεάτρου, Κάπα Εκδοτική 2021 (¹2001).
Ποντίκας, Μάριος, Άπαντα τα θεατρικά, τόμος Γ΄ (Εθνική γιορτή, Ορθός λόγος, Τα σημεία στίξεως, Κοίτα τους, Ο δολοφόνος του Λάιου και τα κοράκια), Αιγόκερως 2007.
Ποντίκας, Μάριος, Χλιμίντρισμα, εκδ. Μωβ Σκίουρος 2015.


ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: