Ο Μάριος Ποντίκας, από τις πιο διεισδυτικές φωνές της νεοελληνικής δραματουργίας, υπήρξε πάντα ένας συγγραφέας που με τόλμη και καθαρότητα διάγνωσε τις πληγές της κοινωνίας μας. Aνήκει σε εκείνη τη σπάνια κατηγορία δραματουργών που κατόρθωσαν να μετατρέψουν την πολιτική και ηθική αγωνία μιας ολόκληρης εποχής σε διαχρονικό θεατρικό λόγο. Το έργο του Θεατές (1972) δεν είναι μόνο προϊόν της μεταπολεμικής Ελλάδας, αλλά ένας στοχασμός πάνω στην ανθρώπινη ευθύνη, στην ενοχή της σιωπής και στην παθητική αδιαφορία του θεατή μπροστά στο δράμα του άλλου. Το έργο εκτυλίσσεται σ’ ένα φτηνό πανδοχείο, έναν τόπο μεταβατικό, σχεδόν ανώνυμο, που λειτουργεί σαν μικρογραφία της κοινωνίας: εκεί όπου συναντώνται οι άνθρωποι της ήττας, οι φθαρμένοι, οι χαμένοι, οι παρατηρητές.
Τα πρόσωπα είναι τέσσερα: ο Άντρας, η Πρώτη Γυναίκα, ο Γείτονας και η Δεύτερη Γυναίκα. Οι ζωές τους συνυπάρχουν, χωρίς όμως να συναντώνται πραγματικά. Στο διπλανό δωμάτιο εκτυλίσσεται ένα δράμα ―ένας φόνος κι έπειτα μια αυτοχειρία― που ο Γείτονας παρακολουθεί από την τρύπα του τοίχου με μια δόση νοσηρής ευχαρίστησης. Δεν επεμβαίνει, δεν αντιδρά, δεν προσπαθεί να αποτρέψει την τραγωδία. Αντιθέτως, όταν όλα τελειώσουν, μπαίνει στο δωμάτιο και παίρνει τα χρήματα των νεκρών ― τρεις χιλιάδες δραχμές. Η ωμότητα της πράξης του συμπυκνώνει τη βαρβαρότητα μιας κοινωνίας που έχει χάσει κάθε ίχνος ενσυναίσθησης.
Η πράξη αυτή δεν είναι απλώς κλοπή· είναι συμβολική επιβεβαίωση μιας κοινωνίας που έχει απολέσει την ικανότητα του οίκτου. Ο Ποντίκας καταγράφει την ψυχολογία ενός θεατή που δεν αισθάνεται, που έχει αποκοπεί από την ανθρώπινη τραγικότητα και ζει μέσα στην αυτάρεσκη αυτάρκεια της παρακολούθησης. Ο Γείτονας γίνεται καθρέφτης κάθε εποχής όπου ο άνθρωπος επιλέγει τη θέση του θεατή αντί του συμμέτοχου.
Η Πρώτη Γυναίκα, αντίθετα, εκφράζει την οριακή απόφαση του ανθρώπου να πάρει στα χέρια του τη μοίρα του, έστω μέσα από την πράξη του φόνου και της αυτοχειρίας. Η πράξη της, αν και βίαιη, εμπεριέχει ένα στοιχείο λύτρωσης, μια μορφή ευθανασίας απέναντι σε μια ανυπόφορη πραγματικότητα. Η αναπηρία του Άντρα λειτουργεί ως σύμβολο: το σώμα του είναι η εικόνα μιας εποχής ηθικά και ιδεολογικά παράλυτης, μιας κοινωνίας εγκλωβισμένης στα συντρίμμια μιας πίστης που απέτυχε να δώσει νόημα.
Ο Ποντίκας, μέσα από αυτή τη σκληρή αντιπαράθεση, αποκαλύπτει τον άνισο αγώνα του ανθρώπου ενάντια σε μια αόρατη εξουσία. Δεν είναι μόνο οι πολιτικοί μηχανισμοί ή οι κοινωνικές δομές που συνθλίβουν τον άνθρωπο· είναι η ίδια του η παραίτηση, η αποδοχή της αδράνειας ως φυσικής κατάστασης. Οι Θεατές είναι, με έναν τρόπο, το πορτρέτο μιας κοινωνίας που έχει εκπαιδευτεί να βλέπει χωρίς να αισθάνεται, να γνωρίζει χωρίς να πράττει.

Σκηνοθετικά, το έργο προσφέρει ένα γόνιμο πεδίο αναμέτρησης με το ζήτημα της ευθύνης του βλέμματος. Το πανδοχείο μπορεί να στηθεί ως ένας κλειστός, ασφυκτικός χώρος, όπου η εγγύτητα των σωμάτων δεν συνεπάγεται επαφή, αλλά απομόνωση. Η τρύπα στον τοίχο λειτουργεί σαν οπτικό και ηθικό σύνορο: χωρίζει τον κόσμο της δράσης από τον κόσμο της παρατήρησης, και ταυτόχρονα ταυτίζει το βλέμμα του ήρωα με εκείνο του θεατή της παράστασης. Η σκηνοθεσία καλείται να μετατρέψει το κοινό σε συνένοχο ― όχι για να το κατηγορήσει, αλλά για να το αφυπνίσει.
Η ωμότητα της γραφής του Ποντίκα είναι συγκλονιστική γιατί δεν αφήνει περιθώρια για συναισθηματικές υπεκφυγές. Δεν υπάρχει ηρωισμός, ούτε καθαρμός. Υπάρχει μόνο η αποκάλυψη της ανθρώπινης γύμνιας, της ανικανότητας να αντιδράσουμε όταν το κακό διαδραματίζεται δίπλα μας. Το θέατρο, μέσα από αυτή τη σκοτεινή παραβολή, γίνεται τόπος αυτογνωσίας: ένας καθρέφτης που επιστρέφει στο κοινό το ίδιο του το πρόσωπο.
Η διαχρονικότητα των Θεατών έγκειται στο ότι περιγράφει με τρομακτική ακρίβεια τη σύγχρονη εποχή. Ζούμε κι εμείς σε μια κοινωνία θεατών, σε έναν κόσμο όπου η βία, η αδικία, ο πόλεμος, η φτώχεια, προβάλλονται διαρκώς μπροστά μας μέσα από οθόνες, κι όμως παραμένουμε ακίνητοι. Η αδιαφορία μας μετατρέπεται σε ηθική συνενοχή, η απουσία πράξης σε μορφή συμμετοχής στο κακό. Το έργο λειτουργεί έτσι ως προειδοποίηση: κάθε φορά που επιλέγουμε να μην δούμε, να μην μιλήσουμε, να μην αντιδράσουμε, γινόμαστε μέρος της ίδιας βαρβαρότητας που καταγγέλλουμε.
Οι Θεατές του Μάριου Ποντίκα δεν είναι απλώς ένα έργο για τον Εμφύλιο ή για μια ταραγμένη ιστορική περίοδο. Είναι ένας καθρέφτης της ανθρώπινης συνείδησης σε κρίση, μια δραματουργική παραβολή για τον εκφυλισμό του βλέμματος και την αποσύνθεση της ηθικής στάσης. Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, το έργο αποκτά τη δύναμη μιας προφητείας: μας θυμίζει ότι η σιωπή μπροστά στη βία είναι συνενοχή, και ότι ο άνθρωπος που δεν πράττει, όσο κι αν πιστεύει ότι μένει αμέτοχος, γίνεται αναπόφευκτα κομμάτι του εγκλήματος που παρακολουθεί.
Αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα του σύγχρονου θεάτρου: να μετατρέψει ξανά τον θεατή σε πολίτη, σε ενεργό συνειδητό άνθρωπο. Ο Ποντίκας μας το υπενθυμίζει με τρόπο αμείλικτο, μα και βαθιά ανθρώπινο.