Έκπτωση της γλώσσας και υβρίδια στη δραματουργία του Μάριου Ποντίκα

Στα σχετικά πρόσφατα έργα του, ο Μάριος Ποντίκας φαίνεται να προβληματίζεται για τη δυνατότητα της γλώσσας να επικοινωνεί αποτελεσματικά ή, ακόμα σωστότερα, θέτει το ζήτημα της ματαιότητας του έναρθρου λόγου, ο οποίος, καθώς έχει σημασιολογικά ευτελιστεί, οδηγεί στην ασάφεια, στην πλήρη παρανόηση:
«Γνωστές λέξεις και δεν λένε;» θα πει η Κασσάνδρα στο έργο Η Κασσάνδρα απευθύνεται στους νεκρούς,[1] θέτοντας έτσι το ζήτημα της πλήρους διάσπασης της σχέσης του σημαίνοντος με το σημαινόμενό του. Ενώ, από την πλευρά της, η Γυναίκα-Κορακίνα, στο Ο δολοφόνος του Λαΐου και τα κοράκια,[2] δανειζόμενη προσωρινά την ανθρώπινη γλώσσα, γίνεται πιο επεξηγηματική, απευθυνόμενη στο ακροατήριό της: «[…] λέτε λέξεις και νομίζετε ότι είπατε αυτό που θέλετε να πείτε, σας εξαπατά η γλώσσα σας, οι λέξεις σας περιπαίζουν […] σα γερανός η γλώσσα σας τις ξεφορτώνει και αραδιάζονται μπροστά σας, και τα ανείπωτα άπειρα σπρωγμένα στο άπειρο, επειδή πάλιωσαν οι λέξεις; […] τις εξευτελίσατε και σας περιφρονούν;».
Άπελπις, η Κασσάνδρα, ενώ συνδιαλέγεται με άλλους αρχαίους μάντεις (Κάλχα, Αμφιάραο, Μαντώ, Τειρεσία, Μελάμποδα), βλέπει με έκπληξη τις γλώσσες τους να κόβονται. Η Μαντώ, λίγο πριν χάσει τη δική της, της εξηγεί: «Ανώφελες οι λέξεις άχρηστες, ναρκωτικό, υπνωτικό, τις έχουν συνηθίσει, παράτα τες και βρες τον λόγο τον ανεύρετο, το τρομερό να πεις που έρχεται».
Αν η Μαντώ, με τα λεγόμενά της, μοιάζει να παραπέμπει ευθέως στις αντιλήψεις του Αντονέν Αρτό, η Κασσάνδρα ταυτίζεται με την άποψη του Αποστόλου Παύλου, όταν εκείνος υποστήριζε ότι η ομιλούμενη γλώσσα είναι χάρισμα μειωμένης σημασίας, νηπιακού χαρακτήρα, κάτι που οδηγεί σε ατελή γνώση (Α’ Κορ. Ιγ’ 8-13). Έτσι λοιπόν η Κασσάνδρα απαιτεί:

Απόλλωνα δεν τις θέλω τις λέξεις σου
Άναρθρος λόγος να ακουστεί
Οι λέξεις που μου έδωσες παγίδα
Δεν τις χρειάζομαι και τις καταφρονώ
Άναρθρος, άρρητος λόγος ν’ ακουστεί

Η Κασσάνδρα, συνειδητοποιημένη, επιλέγει να απορρίψει την επικοινωνιακή δύναμη του λόγου, της αρθρωμένης γλώσσας, υποχείριο της λογικής, επιστρέφοντας σε αρχέγονες, προγλωσσικές εποχές. Επιλέγει την ηχολαλία, την άσημη γλώσσα, αναφωνώντας «Ανάμνησή μου φοβερή χελιδονιού φωνή»,[3] λίγο πριν κλείσει τον λόγο της με μια αμιγώς ηχητική εκφορά στην ανάγκη της να βρει τον λόγο τον «ανεύρετο», τον λησμονημένο:

Αλαλαλαλαιουαααααααααααααα

Αλλά, και η Γυναίκα-Κορακίνα, στον δικό της λόγο, θα αντιπαραβάλει την αποτελεσματικότητα της δικής της άσημης γλώσσας πτηνού στην ανούσια ανθρώπινη ομιλία: «[…] ενώ ένα κρω-κρω (κρώζει) είναι μόνο αυτό και τίποτ’ άλλο, κρω θα πει κρω, εγώ το λίγο που κατάλαβα, μιλώντας τη γλώσσα σας, είναι ότι δεν μιλάτε μιλώντας, μπαίνετε απλώς σε μια σειρά από λέξεις και πάτε όπου σας πάνε».

Για τον Αντονέν Αρτό και το «langage universel»[4] που εισηγείται, η χρήση των λέξεων δεν στηρίζεται στις καθιερωμένες σημασίες τους, αλλά στις ηχητικές ιδιότητες που αυτές εκπέμπουν,[5] «αποβλέποντας στο να καταστήσει τα εκφερόμενα σημαίνοντα κατανοητά σε όλους, πέρα από γλωσσικούς και πολιτισμικούς φραγμούς».[6] Γεγονός που οδηγεί στη διαπίστωση ότι δεν υπάρχει πραγμάτωση της γλώσσας, αλλά φωνητικοποίηση του ίδιου του υποκειμένου, ανοίγοντας έτσι την οδό για μια εκτός γλωσσικών συνόρων πρόσληψη του εκπεμπόμενου νοήματος.[7] Με άλλα λόγια, μετάβαση στην απόλυτη προφορικότητα,[8] ά-σημη μεν, ζωώδη, αλλά ενοποιητική, ήτοι παγκόσμια, που, αν και ουτοπική, θα απέτρεπε τη διάσπαση της ανθρωπότητας.[9]
Πρόκειται για μια κινητοποίηση της μνήμης να ανασύρει τους λησμονημένους ήχους, πριν η εκμάθηση γλωσσών επιβάλλει φωνητικούς περιορισμούς.[10] Άρα, για μια «επιστροφή» στη νηπιακότητα, καθώς, σύμφωνα με τον Γιάκομπσον, το νήπιο που φλυαρεί ακατανόητα μπορεί να παραγάγει οποιονδήποτε ήχο με τεράστια ευκολία.[11] Ή, αλλιώς, να αναδυθεί ξανά η «αντήχηση μιας άλλης ομιλίας ή ενός ήχου που δεν είναι γλώσσα: μια ηχολαλιά, η οποία έχει διαφυλάξει την ανάμνηση αδιαφοροποίητων, από τα βάθη των χρόνων, ήχων».[12]
Αυτή την «ά-σημη», ηχητική γλώσσα θα επιλέξει στο έργο του Ποντίκα και ο Κένταυρος Χ(ε)ίρων, εμφανιζόμενος στο δεύτερο μέρος του Τριπτύχου ―διαθέτοντας μόνο το ανθρώπινο μισό του, αφού το αλογίσιο του μισό αποκόπηκε γιατί «σιχάθηκε την ανθρωπίλα»― λέγοντας ότι όταν θα συναντήσει ξανά τον άλλο μισό εαυτό του, «δεν θα ομιλώ. Θα χλιμιντρίζω», επιλέγοντας και αυτός τον εξω-γλωσσικό τρόπο επικοινωνίας και ακυρώνοντας τον έναρθρο λόγο. Επικυρώνει, δε, την απόφασή του κλείνοντας το τρίτο μέρος του Τριπτύχου με τη δική του, αλλά ταυτόσημη με εκείνη της Κασσάνδρας, γλωσσολαλική κραυγή:

Αλαλαλαλαιουαααααααααααααα

Ο έναρθρος λόγος και η λογική, από την οποία εκπορεύεται, αδυνατεί να αποκαλύψει την αλήθεια στον Άνδρα-Οιδίποδα του Ποντίκα στο έργο του Ο δολοφόνος του Λαΐου και τα κοράκια. Σε αντίθεση, τα κρωξίματα των κοράκων που συνοδεύουν την εμφάνιση της μεταμορφωμένης Κορακίνας σε Γυναίκα, ως αρχαία «γλώσσα»-οιωνός, κατέχουν την αλήθεια: αυτή που θα πει η Κορακίνα ολοκληρώνοντας την παρουσία της στη σκηνή: «Ο φονιάς που ψάχνεις, λέω, είσαι εσύ».[13]



Από την παράσταση της «Κασσάνδρας» (Σκηνοθεσία Θ. Τερζόπουλου)

Ωστόσο, δεν πρέπει να διαφύγει της προσοχής το γεγονός ότι σε όλες τις περιπτώσεις των έργων του Μάριου Ποντίκα όπου αμφισβητείται η εγκυρότητα του αρθρωμένου λόγου, αυτή προέρχεται από όντα υβριδικά. Ας αποδεχτούμε ότι η Κασσάνδρα, σε ομολογία με όλους τους αρχαίους μάντεις, διαθέτει την ιδιότητα μεταπήδησης από το αρσενικό στο θηλυκό φύλο και αντιστρόφως. Αυτό επιτρέπει την ανάληψη του ρόλου, όπως έγινε στην παράσταση του Θεόδωρου Τερζόπουλου, από άνδρες ηθοποιούς. Ωστόσο, όταν ο άντρας ηθοποιός που υποδύεται την Κασσάνδρα προβαίνει στο εκφώνημα «εγώ άνδρας Κασσάνδρα», δεν κάνει παρά να αναδεικνύει «την επιτελεστικότητα του ομιλιακού ενεργήματος, το οποίο έρχεται σε σύγκρουση με τα κανονιστικά πρότυπα περί φύλου».[14] Ωστόσο, η ονοματοδοσία, σύμφωνα με τη Judith Batler, είναι «και ορισμός των συνόρων»,[15] με την έννοια ότι οποιαδήποτε ονοματοδοσία «θηλυκοποιεί» ή «αρσενικοποιεί» το εν λόγω άτομο. Η παραπάνω εκφορά, ωστόσο, καταλύει τα κανονιστικά πρότυπα και κοινωνικά όρια ως προς τη διάκριση των φύλων, «καθώς σε ένα και το αυτό εκφώνημα συνυπάρχουν το βιολογικό φύλο», με τα σωματικά χαρακτηριστικά του άνδρα, «και η θηλυκοποίησή του μέσω της ονοματοδοσίας του (Κασσάνδρα)»,[16] καθιστώντας τον/την υβρίδιο.
Ακραία, όσο και ιδιαίτερα ανησυχητική ετερότητα συνιστά η συνύπαρξη σε μια οντότητα του ανθρώπου και του ζώου. Η Κορακίνα, μεταμορφωμένη περιστασιακά σε Γυναίκα, θέτει επί τάπητος το ζήτημα της κυριολεκτικής ενανθρώπισης του ζώου, που καταλύει το αντιθετικό δίπολο ανθρώπινο/μη ανθρώπινο-ζωώδες, υπερβαίνοντας ακόμη και τις θεωρητικές προσεγγίσεις πάνω στο θέμα του Αντόρνο ή του Αγκάμπεν.[17] Καθώς το ζώο, σε αντίθεση με τον άνθρωπο, στερείται βασικών ιδιοτήτων του τελευταίου, μεταξύ των οποίων «τον ορθό λόγο, την αυτοσυνείδηση, την αφαιρετική σκέψη ή την ηθική χρήση της γλώσσας».[18] Η Κορακίνα καταλύει τα κανονιστικά όρια που διακρίνουν τον άνθρωπο από το ζώο και, διατηρώντας την κινησιολογία του πουλιού, με ρούχο μαύρο και στιλπνό που παραπέμπει στα φτερά της, εκφέρει λόγο για να δείξει την αναποτελεσματικότητά του.
Από την άλλη, ο Κένταυρος, μυθολογικό υβρίδιο ανθρώπου και ζώου, νοήμονος και α-λόγου, θα αρνηθεί τον έλλογο λόγο του ανθρώπινου μισού του και θα επιλέξει το άναρθρο χλιμίντρισμα, επιλέγοντας τη ζωώδη «γλώσσα» και, κατ’ επέκταση, την ολοκληρωτική του ζωοποίηση.
Είναι γεγονός ότι τα «υβρίδια τρομάζουν διότι καταλύουν τα όρια μεταξύ φυσικού και υπερφυσικού, μεταξύ ελεγχόμενου και ανεξέλεγκτου. Διαλύουν την καθαρότητα των ταυτοτήτων και θέτουν σε κίνδυνο τη σωστή άσκηση κοινωνικού ελέγχου».[19] Τα υβρίδια έλκουν και ταυτόχρονα απωθούν, καθώς ανακαλούν μνήμες από τον «απωθημένο Άλλο» ή ένα «απωθημένο αλλού και άλλοτε».

Ο Μάριος Ποντίκας, θέλοντας να καταδικάσει τον «νόθο λόγο του φιλελεύθερου “ανθρωπισμού” που κατασκευάζει μια γενική και σεπτή έννοια του ανθρώπου»[20] επιλέγει υβρίδια για να θέσουν το ζήτημα της κατάχρησης, της έκπτωσης της γλώσσας, καθώς αυτά, όντας εκτός κοινωνικών κανονικοτήτων, στο περιθώριο, διαθέτουν ακόμη την απολεσθείσα μνήμη ενός προ-γλωσσικού, προ-ορθολογικού κόσμου και, σε τελευταία ανάλυση, μπορούν να οδηγήσουν τον σύγχρονο άνθρωπο σε μια αναθεωρητική των πεπραγμένων του, απελευθερωτική συνειδησιακή κατάσταση. Σε έναν νέο ανθρωπισμό.



ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: