Τον συναντήσαμε κάποιο καλοκαίρι στο στεριανό νησί του Ιονίου, στο χωριό της καταγωγής μας, στα ορεινά. Ήταν ο πρώτος που έφτασε εκεί, αυτός που πρωτομαγεύτηκε και πρωτοκατοίκησε στον Αλέξανδρο, το μικρό μισοερειπωμένο χωριό. Εμείς ήρθαμε αργότερα και συναντηθήκαμε εκεί, γνωριστήκαμε και απολαύσαμε τη φιλία τους ―του ίδιου και της Βίκυς― και τη γνωστή φιλοξενία τους.
Οι καλοκαιρινές μας συναντήσεις, συνήθως ανάλαφρες και χαριτωμένες στον όμορφο κήπο τους με τσάι ή καφέ, προσεγμένα μεζεδάκια σε σκεύη πορσελάνης να συνοδεύουν την όμορφη καράφα με το τσίπουρο και, ολόγυρα, λογής-λογής χρώματα κι αρώματα. Άλλοτε πάλι φθινοπωρινές βόλτες με το αυτοκίνητο και με πολλές κουβέντες πάνω σε όλα τα πεδία, κυρίως όμως πολιτικές, οι οποίες συνήθως χρωματίζονταν με το έντονο ύφος και το περίσσιο πάθος του και έφεραν την υπογραφή: Μάριος. Ήταν σαν να μην τον έπιανες από πουθενά…
Χαμόγελο πλατύ, ωραία δόντια, μάτι παιχνιδιάρικο, άνδρας ευειδής ντυμένος πάντα στα λευκά ή στα μαύρα, καμιά φορά και στα ασπρόμαυρα. Κάποτε χανόταν και ξαφνικά ―συνήθως τα μεσημέρια― θυμόταν ψώνια στην Καρυά ―το κοντινό κεφαλοχώρι― οπότε επιστρέφοντας ανέβαινε να μας καλημερίσει, να χωρατέψει, να σχολιάσει αλλά και να καπνίσει στα κλεφτά ή να πιει ένα τσίπουρο ― απαγορευμένο… Άνθρωπος γοητευτικός, με πειραχτική διάθεση, ευστροφία, ανησυχία και ειλικρινές ενδιαφέρον για τους άλλους. Ήταν αδύνατο ν’ αντισταθείς και να μην του επιτρέψεις να «παρανομήσει».
Έβγαινε από το αυτοκίνητο, με βλέμμα άγριο και σκωπτικό μαζί, ανακοινώνοντας την άφιξή του, αυτοαποκαλούμενος «σερίφης». Στην καθημερινή του περιπολία ―ή αναφορά;― έφερνε πάντα κάποιο νέο του χωριού, του σπιτιού, της επικαιρότητας. Απλό ή σύνθετο, το διηγούνταν με τρόπο παραστατικό, ορμητικό, καυστικό, σαν τα γραπτά του. Οι λέξεις έβγαιναν από το στόμα του βροντερές, συγκεκριμένες, με απεύθυνση, με πάθος. Οι σκηνές ζωντάνευαν και τα μάτια του, τάχα αυστηρά, γελούσαν ― καλοσύνη και πονηριά.
Άνθρωπος έντονος, με αιρετικές ιδέες, κάποιες φορές συγκρουσιακές. Σαν να έπαιζε με τη ζωή και τα όρια και προκαλούσε όπως στα έργα του και τον προφορικό του λόγο, το ίδιο και στις συναναστροφές του. Τη βόλτα με το τουριστικό καραβάκι στα γύρω νησιά με το ζεύγος Καλοκύρη και τα ευτράπελα που την συνόδεψαν, που ήρθε ανυπομονώντας την άλλη μέρα να μας διηγηθεί, δεν θα την ξεχάσουμε ποτέ.
Τον έχουμε συναναστραφεί και βλοσυρό και θυμωμένο με καταστάσεις πολιτικές και κοινωνικές αδικίες, με θέσεις πάντα ενάντια στην εξουσία και την πολιτική αυθαιρεσία. Ο περιθωριοποιημένος, ο αδύναμος, ο ιδιαίτερος, ο αγύρτης ήταν οι ήρωες για τον συγγραφέα και τον άνθρωπο. Και τη φωτιά έσβηνε η καλή του σύντροφος που τον συγκρατούσε, τον ηρεμούσε και έφερνε την ισορροπία με απαλή φωνή και καλοπροαίρετη σκέψη, ένα τρυφερό χάδι για όλους μας.
Ανήσυχος με τα κοινά, ήταν πάντα πρώτος σε όλες τις μάχες για την προστασία του χωριού και εκ των πρωταγωνιστών στην ίδρυση του πρωτοποριακού Συλλόγου φίλων Αλεξάνδρου «Φηγός», μέσω του οποίου, κατορθώθηκε με την δική του επιμονή ―ατέλειωτες ώρες σε παραστάσεις σε υπηρεσίες και σε υπουργεία― και κάποιων συνοδοιπόρων, μετά από αγώνα 24 χρόνων, να κηρυχτεί ο οικισμός ως παραδοσιακός.
Ο καλός μας φίλος έφυγε, το σπίτι άλλαξε ενοίκους, εμείς όμως συνεχίζουμε να μιλάμε για το σπίτι της Βίκυς και του Μάριου ή το σπίτι του Ποντίκα, σημείο αναφοράς για τον μικρό μας τόπο ―το τελευταίο σπίτι του χωριού― αρχοντικό, όμορφο, φιλόξενο και δροσερό, έτσι όπως πάντα θα το θυμόμαστε.