Επανέκαμψεεεε!

Χορεύοντας με τη Βίκυ στο Βερολίνο (φωτ. Ν. Παναγιωτόπουλος)
Χορεύοντας με τη Βίκυ στο Βερολίνο (φωτ. Ν. Παναγιωτόπουλος)

Εκεί μες το σκοτάδι, θαμμένος, τυλιγμένος μέσα στις μάλλινες κουβέρτες του μυαλού μου —θεέ μου, τι βάρος! πως κινείται κανείς εδώ μέσα; δεν γίνεται, δεν γίνεται να σηκωθείς, τι σκοτούρα!— μου φάνηκε ότι άκουσα να χτυπάει το τηλέφωνο. Μια φορά μόνο. Μου φάνηκε. Μπα, ούτε μισή. Σαν να κόπηκε στη μέση το κουδούνισμα — να δίστασε και να το ’κλεισε; Να άλλαξε γνώμη; Με κάποιο τρόπο το χέρι μου απλώθηκε και βρήκε το λευκό πλαστικό και το σήκωσε. Δεν άκουσα τίποτα στη γραμμή. Αυτό σημαίνει ότι κάποιος ήταν εκεί. «Ναι; Παρακαλώ;» Το σκοτάδι επέμενε ακόμη και στο αυτί. Στο κεφάλι μου μέσα αυτό ήταν θρόμβος. Αμυδρά κι απόμακρα σαν να ακούστηκε κάποια φωνή. Μια γυναίκα. Χωρίς λέξεις ακριβώς, ήχοι μόνο, μπορεί να ήταν και συλλαβές. Διακεκομμένες. Περισσότερο μου φάνηκε πως άκουγα το σύρμα στο ενδιάμεσο. «Δεν σας ακούω, παρακαλώ;» Τότε κάτι είπε —κάτι άκουσα— με φανερό δισταγμό, σαν να μην ήξερε που βρισκόταν ή σε ποιόν ή που απευθυνόταν — ήμουν εξάλλου μακριά, είχα φύγει πάλι, αυτό τουλάχιστον εγώ το ήξερα. Διστάζοντας φανερά, κάτι μου είπε που κάπως με έκανε να συναρτήσω τα θραύσματα του μυαλού μου, τα χάσματα των ήχων, της αμυδρής φωνής και του σύρματος, της απόλυτης αδυναμίας μου να συγκεντρωθώ, κάπως κάτι μου είπε που μου θύμισε ότι είχα φύγει και ότι, ναι, το είχα ξεχάσει —πω, ρε γαμώτο!— γιατί αμέσως εκείνη την στιγμή άκουσα τον εαυτό μου να λέει, «Ω ναι, άπειρα συγγνώμη, που δεν σας πήρα τηλέφωνο πριν φύγω…», χωρίς να προλάβω να πω το υπόλοιπο γιατί η φωνή της γυναίκας συνέχισε βραχνά κι απόμακρα, όμως λιγότερο διστακτικά, παρότι συνέχιζε να στάζει στίγματα το σύρμα, να μου ξαναλέει, να μου υπενθυμίζει, την κατάσταση της κυρίας Φ., μιας μακρινής μου θείας νομίζω, που μου είχε ζητήσει μια χάρη την οποία προφανώς είχα ξεχάσει μες το φευγιό, εξάλλου τι να θυμηθεί κανείς μέσα σε αυτό το θανατικό, ούτε τις αναμνήσεις σου δεν μπορείς να ανασύρεις απ’ τις κουβέρτες. Και έτσι ξύπνησα με το λευκό πλαστικό τηλέφωνο στο χέρι, σαν το μικρό λευκό βιβλιαράκι με τα «ελαφρώς μεταχειρισμένα» διηγήματα του Μάριου. Ζήτω!




Φωτ. Πηνελόπη Πετσίνη (για το «Ζήτω»)




Ξεφυλλίζοντάς το προ ημερών, ξαναδιαβάζοντας τα ξερατά του αρχιμάγειρα σε εκείνο το Grande Bouffe των στρατηγών και συγγραφέων, δίπλα στο πτώμα της κυρίας υπουργού, σκέφτηκα, τι άραγε γινόταν μέσα του όταν το έγραφε; γελούσε σατανικά, όπως συνήθιζε στην παρέα με τους φίλους; — γιατί στους εχθρούς του απευθυνόταν με τα μάτια, ξαποστέλνοντας οργή με σιωπηλούς πυραύλους. Μήπως όταν το έγραφε τον κυρίευσε η θλίψη; Μήπως έκανε εμετό; — Τουλάχιστον, έτσι φαινόταν στην σελίδα.

Οι άνθρωποι στις σελίδες του Μάριου δεν ξέρουν τι κάνουν και γιατί το κάνουν, τι τους συμβαίνει και γιατί τους συμβαίνει. Γυμνοί με τα πόδια ανάμεσα στα σπασμένα γυαλιά παλεύουν με την ακινησία. Ακόμη και όταν τρέχουν δίπλα σε φορτηγά και μικρά αυτοκινητάκια, μπορεί και παιδικά παιγνιδάκια — κι αυτά ακόμη μπορεί να σε πατήσουν για πλάκα. Και άγαλμα να καταντήσεις να γίνεις, λευκό μαρμάρινο ή και βρόμικο, δεν έχει σημασία, πάνω σου ούτως ή άλλως θα ασελγήσουν κι εσύ, το άγαλμα, οφείλεις να αποφασίσεις αν θα χαμογελάσεις. Αν θα τους δείξεις ότι υπάρχει όντως ιστός υποδόριος, που πάντα θα χάσκει ανυπέρβλητος.

Βέβαια, ξαναδιαβάζοντας τον Μάριο δεν μου τον φέρνει πίσω. Συγγνώμη, κύριε Ποντίκα, δεν γίνεται, πώς να το κάνουμε! Εξάλλου, μακριά σου τα μεταφυσικά αναλγητικά της απώλειας, ή υπερβάσεις του θείου πνεύματος — και της θείας, που δυστυχώς είχα ξεχάσει να της κάνω την χάρη μες το φευγιό. Θα γελούσε με δαύτα, πριν μου ρίξει κάνα βρισίδι από κείνα που γούσταραν παιγνιώδη αντιπερισπασμό —σπασμωδικές κινήσεις επιμένοντος απέναντι στην ανυπαρξία. Ματαίως ζητώ την αναθεώρηση του χρόνου —δικά του λόγια— εξάλλου, θα έπρεπε να βγει από τη μέση ο οδηγός του τρακτέρ με την φάλτσα τραγουδίστρια, πάλι κι εκεί μακελειό, πανάθεμά τον. «Ο χρόνος ήταν πάντα εναντίον μου. Καλώς ή κακώς αυτή είναι η αλήθεια, όπως και να το δει κανείς.».




ΥΓ. Ένα καλοκαίρι στο Γαλαξείδι, παρέα με όλη την επί χάρτου ηγεσία, εν μέσω θερινής μάσας, παραθαλάσσια, με τα μαγιό και ένα γκαρσόνι σαστισμένο από όλη αυτή την τρέλα —γλιστρούσε ο άμοιρος από τα γέλια που κυλούσαν ποτάμι ανάμεσα στα τραπέζια— ήρθε η ώρα να χωρίσουμε, όμως ο Μάριος ξαφνικά —«ξέρεις πόσο διάσημος είμαι;»— εκεί που είχε φύγει και προσπαθούσαμε να συνηθίσουμε την απουσία του, να βρούμε την ησυχία μας δηλαδή, ακούσαμε μια κόρνα απ’ την αυλόπορτα, ακόμη ανοιχτή ίσως γιατί κανείς μας δεν ήθελε να κλείσει αυτή τη πτυχή του χρόνου ούτε για δευτερόλεπτο, και απ’ το παράθυρο του οδηγού κατεβασμένο μια έξαλλη φωνή, ακαταλόγιστη και ξεκαρδιστική, «Επανέκαμψεεεεε!!!»

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: