«​Αντόνιο»: μια κβαντική οντότητα σε παράλληλα σύμπαντα

«​Αντόνιο»: μια κβαντική οντότητα σε παράλληλα σύμπαντα
Antonio

Το έρ­γο Αντό­νιο ή Το μή­νυ­μα της Λού­λας Ανα­γνω­στά­κη[1] θα απο­τε­λέ­σει το αντι­κεί­με­νο του πα­ρό­ντος κει­μέ­νου[2] υπό την οπτι­κή της Ση­μα­ντι­κής των Πι­θα­νών Κό­σμων.

Το έρ­γο ανε­βαί­νει εν μέ­σω δι­κτα­το­ρί­ας στην Ελ­λά­δα, το 1972, στο Θέ­α­τρο Τέ­χνης. Έρ­γο που η Βί­κυ Μα­ντέ­λη έχει χα­ρα­κτη­ρί­σει δι­καιο­λο­γη­μέ­να «αι­νιγ­μα­τι­κό», συ­μπλη­ρώ­νο­ντας ότι μό­νο «μέ­σα από ρωγ­μές» ο θε­α­τής ανα­γνω­ρί­ζει «κά­ποια κοι­νω­νι­κά και πο­λι­τι­κά συμ­φρα­ζό­με­να».[3]

Στην ανα­λυ­τι­κό­τε­ρη και πλέ­ον έγκυ­ρη μέ­χρι στιγ­μής ανά­λυ­ση που κά­νει ο Φί­λιπ­πος Χά­γερ[4] για το έρ­γο, με βα­σι­κά ερ­γα­λεία του την κοι­νω­νιο­λο­γι­κή θε­ω­ρία του Πιερ Μπουρ­ντιέ, δι­καιο­λο­γη­μέ­να εντο­πί­ζει τις δυα­δι­κές σχέ­σεις που διέ­πουν τη δο­μή του. Από την άλ­λη, πα­ρου­σιά­ζο­ντας την υπο­δο­χή του έρ­γου από την κρι­τι­κή της επο­χής, δια­πι­στώ­νει ότι οι κρί­σεις που κυ­ριαρ­χούν ανα­φέ­ρουν την απου­σία αι­τιό­τη­τας, την απου­σία λο­γι­κής δια­δο­χής των γε­γο­νό­των, την απου­σία ολο­κλη­ρω­μέ­νης δια­γρα­φής των χα­ρα­κτή­ρων, την απου­σία δρά­σης και, τέ­λος, την απου­σία ξε­κά­θα­ρου μη­νύ­μα­τος.[5]
Ο με­λε­τη­τής κα­τα­λή­γει στη δια­πί­στω­ση ότι η ως επί το πλεί­στον αρ­νη­τι­κή ή αμή­χα­νη κρι­τι­κή οφεί­λε­ται στο γε­γο­νός ότι η Ανα­γνω­στά­κη διαρ­ρη­γνύ­ει τους πα­ρα­δο­σια­κούς δρα­μα­τι­κούς κα­νό­νες, ενώ το ανα­με­νό­με­νο κοι­νω­νι­κο-πο­λι­τι­κό μή­νυ­μα του έρ­γου δεν απο­κρυ­πτο­γρα­φεί­ται από εκεί­νους που αρ­νού­νται να προ­χω­ρή­σουν πέ­ρα από την επι­φά­νεια των πραγ­μά­των.[6] Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ο Χά­γερ δια­πι­στώ­νει εδώ ότι το έρ­γο δεν λει­τουρ­γεί σύμ­φω­να με τη 

θε­ω­ρία της αντα­νά­κλα­σης, τη μό­νη οι­κεία αν όχι και τη μό­νη έγκυ­ρη για την κρι­τι­κή της επο­χής, και στην οποία αντι­πα­ρα­τί­θε­ται η Ση­μα­ντι­κή των Πι­θα­νών Κό­σμων. Η Ανα­γνω­στά­κη, δη­λα­δή, δη­μιουρ­γεί έναν ανοί­κειο πι­θα­νό κό­σμο, όπου όλα κά­τι θυ­μί­ζουν αλ­λά δεν εί­ναι επα­κρι­βώς ανα­γνω­ρί­σι­μα, θέ­το­ντας έτσι σε διε­ρώ­τη­ση τον βαθ­μό προ­σβα­σι­μό­τη­τας με­τα­ξύ υπαρ­κτού και μυ­θο­πλα­στι­κού κό­σμου. Ας διευ­κρι­νι­στεί εδώ ότι ως προ­σβα­σι­μό­τη­τα ορί­ζε­ται η σχέ­ση Σ με­τα­ξύ δύο κό­σμων Κo και Κδ (όπου Κο = ο πραγ­μα­τι­κός κό­σμος των θε­α­τών και Κδ = ο κό­σμος του δρά­μα­τος), στο πλαί­σιο της οποί­ας ο ένας Κό­σμος μπο­ρεί να γεν­νη­θεί από τον άλ­λον, με απο­τέ­λε­σμα να δια­θέ­τουν ση­μα­ντι­κό αριθ­μό κοι­νών χα­ρα­κτη­ρι­στι­κών. Έτσι, στη σχέ­ση Κo Σ Κδ δη­λώ­νε­ται ότι ο Κό­σμος του Δρά­μα­τος έχει προ­σβα­σι­μό­τη­τα στον Κό­σμο της Πραγ­μα­τι­κό­τη­τας,[7] σχέ­ση που ελα­χι­στο­ποιεί­ται σε έρ­γα, για πα­ρά­δειγ­μα, του Θε­ά­τρου του Πα­ρα­λό­γου.

Όπως προ­α­νέ­φε­ρα, ιδιαί­τε­ρο εν­δια­φέ­ρον στην ανά­λυ­ση του Χά­γερ έχει ο εντο­πι­σμός των ποι­κί­λων δυα­δι­κών σχέ­σε­ων που διέ­πουν τον κό­σμο του δρά­μα­τος, αρ­χής γε­νο­μέ­νης από το πρό­σω­πο του τί­τλου, τον «Αντό­νιο», ο οποί­ος απο­κα­λύ­πτε­ται δι­πλός: ο ένας σκη­νι­κά πα­ρών ενώ ο άλ­λος απών, ο ένας σχε­δόν αυ­τι­στι­κός ενώ ο άλ­λος ηγέ­της ενός ανα­τρε­πτι­κού κι­νή­μα­τος. Ή, μάλ­λον έτσι, αφού οι προ­τα­σια­κές κα­τα­θέ­σεις των δρα­μα­τι­κών προ­σώ­πων ου­δέ­πο­τε επα­λη­θεύ­ο­νται. Η μό­νη αλή­θεια, πά­ντως, εί­ναι ότι αν ο σκη­νι­κός «Αντό­νιο» εί­ναι η προ­σω­πο­ποί­η­ση της αδρά­νειας, ο άλ­λος «Αντό­νιο» κι­νεί­ται υπερ­δρα­στή­ρια σε έναν άλ­λον, πα­ράλ­λη­λο με τον σκη­νι­κό, πι­θα­νό κό­σμο. Η Ανα­γνω­στά­κη εδώ θέ­τει εμ­μέ­σως πλην σα­φώς ένα καί­ριο ζή­τη­μα της Θε­ω­ρί­ας των Πι­θα­νών Κό­σμων, αυ­τό που αφο­ρά στον προσ­διο­ρι­σμό της ταυ­τό­τη­τας του δρα­μα­τι­κού προ­σώ­που σε σχέ­ση με το όνο­μά του ως αυ­στη­ρού εν­δεί­κτη (rigid designator),[8] ζή­τη­μα που έχει ανα­λύ­σει εκτε­νώς ο Saul Kripke.[9]

Η συγ­γρα­φέ­ας, ενώ φέρ­νει επί σκη­νής ένα πρό­σω­πο (και μά­λι­στα του τί­τλου) με το όνο­μα «Αντό­νιο», το οποίο προι­κί­ζει με συ­γκε­κρι­μέ­νες ιδιό­τη­τες, δη­λώ­νει ταυ­τό­χρο­να ότι σε έναν μη ορα­τό σκη­νι­κά κό­σμο, σε ένα πα­ράλ­λη­λο προς αυ­τόν σύ­μπαν, λει­τουρ­γεί ο «Αντό­νιο» με τε­λεί­ως δια­φο­ρε­τι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά. Με την ίδια λο­γι­κή, το ου­δέ­πο­τε κα­το­νο­μα­ζό­με­νο ως σκη­νι­κός χώ­ρος Λον­δί­νο λει­τουρ­γεί ως τό­πος ο οποί­ος δια­θέ­τει τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της Αθή­νας σε έναν άλ­λον κό­σμο. Διό­τι για το πραγ­μα­τι­κό Λον­δί­νο της συ­γκε­κρι­μέ­νης ιστο­ρι­κής επο­χής, η πο­λι­τι­κο­κοι­νω­νι­κή κα­τά­στα­ση που επι­κρα­τού­σε στην Αθή­να το­πο­θε­τού­σε αυ­τό­μα­τα την ελ­λη­νι­κή πρω­τεύ­ου­σα σε ένα πα­ράλ­λη­λο και πλή­ρως ανοί­κειο σύ­μπαν, όπου όλοι οι νό­μοι της λο­γι­κής εί­χαν πα­ρα­βια­στεί από το στρα­τιω­τι­κό κα­θε­στώς, κα­θε­στώς αδια­νό­η­το για τις δυ­τι­κές χώ­ρες.

Αυ­τή η σύγ­χυ­ση πό­λε­ων γί­νε­ται αι­σθη­τή και με την εί­σο­δο των δύο ομά­δων πο­λι­τι­κών ει­σβο­λέ­ων με αό­ρι­στο κί­νη­τρο την ανα­ζή­τη­ση του «μη­νύ­μα­τος» του «Αντό­νιο» στο σπί­τι της «Αλί­κης», οι οποί­οι, όπως πα­ρα­τη­ρεί η Μα­ντέ­λη, εί­ναι αριθ­μη­τι­κά ισά­ριθ­μοι αλ­λά δια­χω­ρί­ζο­νται οι μεν ως εδραιω­τές του κα­θε­στώ­τος και οι δε ως ανα­τρο­πείς του.[10] Το Λον­δί­νο μοιά­ζει έτσι να το­πο­θε­τεί­ται σε ένα εναλ­λα­κτι­κό σύ­μπαν εντός του οποί­ου εί­ναι αυ­τό που λει­τουρ­γεί ως Αθή­να υπό δι­κτα­το­ρι­κό κα­θε­στώς.

Εξάλ­λου, στη συ­γκρι­τι­κή με­τα­ξύ του δρα­μα­τι­κού κό­σμου και του πραγ­μα­τι­κού κό­σμου κοι­νω­νιο­λο­γι­κή ανά­λυ­ση του Χά­γερ, απο­δει­κνύ­ε­ται ότι όλες οι πα­ρα­δε­κτές κοι­νω­νι­κές μορ­φές λει­τουρ­γούν κα­τά τρό­πο δια­στρε­βλω­μέ­νο στον δρα­μα­τι­κό κό­σμο του Αντό­νιο: η οι­κο­γέ­νεια, κυτ­τα­ρι­κή μορ­φή και στή­ριγ­μα της κοι­νω­νί­ας, με μέ­λη της που συν­δέ­ο­νται με βιο­λο­γι­κούς δε­σμούς, εδώ ανα­τρέ­πε­ται, αφού όλοι οι συ­γκα­τοι­κού­ντες εί­ναι ξέ­νοι με­τα­ξύ τους. Η οι­κο­γέ­νεια, ως μο­νά­δα προ­ο­ρι­σμέ­νη για κοι­νω­νι­κή και βιο­λο­γι­κή ανα­πα­ρα­γω­γή, ανα­τρέ­πε­ται εδώ, αφού όλα τα σκη­νι­κά πρό­σω­πα επι­δει­κνύ­ουν βιο­λο­γι­κή, κοι­νω­νι­κή και συ­ναι­σθη­μα­τι­κή στει­ρό­τη­τα. Η οι­κο­γέ­νεια, ως εκ­προ­σω­πού­σα το ιδιω­τι­κό που προ­στα­τεύ­ε­ται από το κρά­τος από έξω­θεν κιν­δύ­νους, πα­ρα­βιά­ζε­ται εδώ από τη βί­αιη εί­σο­δο και κα­τά­λυ­ση του ασύ­λου της από τους εκ­προ­σώ­πους του κρά­τους. Τέ­λος, η πα­ρα­δο­σια­κή αν­δρο­κρα­τι­κή δο­μή έχει επί­σης κα­τα­λυ­θεί, αφού στον δρα­μα­τι­κό κό­σμο μό­νον οι γυ­ναί­κες δρουν και απο­φα­σί­ζουν.

Όλα τα πα­ρα­πά­νω στοι­χεία προ­σο­μοιά­ζουν σε έναν κό­σμο που διέ­πε­ται από την ανο­μία (με την ντυρ­κεϊ­μι­κή έν­νοια). Έναν κό­σμο που θα μπο­ρού­σε να εί­ναι ο πραγ­μα­τι­κός αλ­λά, τε­λι­κά, εί­ναι ένα αντε­στραμ­μέ­νο εί­δω­λό του που αντα­να­κλά­ται σε
ένα πα­ράλ­λη­λο σύ­μπαν. Ένα σύ­μπαν όπου ακό­μη και ο μα­χη­τής «Αντό­νιο» ενός πραγ­μα­τι­κού κό­σμου, στον σκη­νι­κό εναλ­λα­κτι­κό χώ­ρο έχει με­τα­τρα­πεί σε άβου­λο πλά­σμα.

Τε­λι­κά, αν υπάρ­χει ένα ιδε­ο­λο­γι­κό μή­νυ­μα που στέλ­νει με το έρ­γο της εκεί­νη τη συ­γκε­κρι­μέ­νη ιστο­ρι­κή επο­χή η Λού­λα Ανα­γνω­στά­κη στους συ­μπα­τριώ­τες της και σε όλο τον κό­σμο, εί­ναι μια κραυ­γή από­γνω­σης για τη συ­νε­χι­ζό­με­νη απρα­ξία απέ­να­ντι στην ανα­τρο­πή κά­θε πα­ρα­δε­δεγ­μέ­νης αξί­ας στην Ελ­λά­δα. Η χώ­ρα της εί­χε πε­ρά­σει στη σφαί­ρα ενός Πι­θα­νού Κό­σμου που κι­νεί­το πα­ράλ­λη­λα αν όχι στο πε­ρι­θώ­ριο του πο­λι­τι­σμέ­νου κό­σμου. Ό,τι ίσχυε στον τε­λευ­ταίο, υλο­ποιεί­το κα­τά αντί­στρο­φη φο­ρά στον Πι­θα­νό Κό­σμο «Ελ­λά­δα».

Αν κά­ποιο στοι­χείο απο­τε­λεί κα­θο­ρι­στι­κό δεί­κτη της συ­νύ­παρ­ξης των δύο αυ­τών ίδιων αλ­λά αντι­θε­τι­κών πα­ράλ­λη­λων κό­σμων, εί­ναι οι προ­τα­σια­κές κα­τα­στά­σεις που πε­ρι­γρά­φο­νται από έναν από τους οκτώ Νέ­ους που ει­σβάλ­λουν ως φί­λοι του Αντό­νιο (ποιου, όμως, από τους δύο;) στο σπί­τι:

ΑΓΟ­ΡΙ Β. (πά­ει στο πα­ρά­θυ­ρο, κοι­τά­ζει έξω – αρ­γά) Έχεις δί­κιο – όλα χά­θη­καν. Η ομί­χλη έπε­σε στην πό­λη – τα κί­τρι­να φα­νά­ρια τη φω­τί­ζουν πέν­θι­μα. Στις γω­νιές του δρό­μου άν­θρω­ποι με στο­λή πα­ρα­φυ­λά­νε. Γέ­μι­σαν τα πάρ­κα από σκο­τω­μέ­να παι­διά και τις λε­ω­φό­ρους τις σκέ­πα­σαν ερεί­πια. Στα πε­ζο­δρό­μια το πλή­θος στρι­μώ­χνε­ται τρέ­μο­ντας από κρύο και φό­βο. Σα­κά­τε­ψαν τους άντρες και τις γυ­ναί­κες. Δεν περ­πα­τούν πια, σέρ­νο­νται. (παύ­ση – ξαφ­νι­κά γε­λά σαρ­κα­στι­κά και απο­μα­κρύ­νε­ται) Δεν εί­ναι αλή­θεια. Τί­πο­τα δεν εί­ναι αλή­θεια. Το ξέ­ρε­τε, δεν το ξέ­ρε­τε; Τα φώ­τα των αυ­το­κι­νή­των σκί­ζουν θριαμ­βευ­τι­κά την ομί­χλη. Τα πάρ­κα εί­ναι γε­μά­τα κα­λο­θρε­μέ­να παι­διά. Στις λε­ω­φό­ρους το πλή­θος συ­νω­στί­ζε­ται χα­ρού­με­νο, τρώ­νε γλυ­κά, ακού­νε τους αγα­πη­μέ­νους τους δί­σκους από τα με­γά­φω­να.[11]

Δύο κό­σμοι εξί­σου πει­στι­κά πραγ­μα­τι­κοί, ορα­τοί έξω από το ίδιο πα­ρά­θυ­ρο ταυ­τό­χρο­να, αλ­λά σε σύ­γκρου­ση με­τα­ξύ τους ως προς αυ­τά που λαμ­βά­νουν χώ­ρα. Δύο πα­ράλ­λη­λοι κό­σμοι, εξί­σου πι­θα­νοί.[12]

Ταυ­τό­χρο­να, ο «Αντό­νιο» εί­ναι πα­ρών και στους δύο αυ­τούς εναλ­λα­κτι­κούς κό­σμους.

«​Αντόνιο»: μια κβαντική οντότητα σε παράλληλα σύμπαντα
ζωγραφική Eλένη Καλοκύρη

Επι­χει­ρώ­ντας μια τολ­μη­ρή ίσως με­τα­φο­ρά στον χώ­ρο της κβα­ντο­μη­χα­νι­κής, θα λέ­γα­με ότι το κει­με­νι­κό πα­ρά­δο­ξο πα­ρα­πέ­μπει σε ένα από τα πα­ρά­δο­ξα της κβα­ντο­φυ­σι­κής, το γνω­στό «πα­ρά­δο­ξο της γά­τας του Σρέ­ντι­γκερ», που πή­ρε το όνο­μά του από τον νο­μπε­λί­στα φυ­σι­κό, ο οποί­ος δια­τύ­πω­σε μια κυ­μα­τι­κή εξί­σω­ση που ανα­πα­ρι­στά όλες τις πι­θα­νές κα­τα­στά­σεις του ατό­μου. Με τη συ­νάρ­τη­ση αυ­τή πε­ριέ­γρα­φε με ακρί­βεια τον τρό­πο που κι­νεί­ται το κύ­μα που συ­νο­δεύ­ει ένα ηλε­κτρό­νιο του οποί­ου η τρο­χιά απο­κτά τη μορ­φή ενός νέ­φους, ενός νέ­φους πι­θα­νο­τή­των.[13] Το «πα­ρά­δο­ξο της γά­τας» θέ­τει το ερώ­τη­μα αν μια γά­τα μπο­ρεί να εί­ναι ταυ­τό­χρο­να ζω­ντα­νή και νε­κρή ενώ βρί­σκε­ται κλει­σμέ­νη σε ένα αδια­φα­νές κου­τί και τη ση­μα­δεύ­ει ένα όπλο με οπλι­σμέ­νη σκαν­δά­λη. Η σκαν­δά­λη συν­δέ­ε­ται με ρα­διε­νερ­γό υλι­κό, και το όπλο εκ­πυρ­σο­κρο­τεί μό­νον αν ανι­χνευ­θεί εκ­πο­μπή ρα­διε­νέρ­γειας. Ας ση­μειω­θεί ότι η εκ­πο­μπή ρα­διε­νέρ­γειας, ως κα­θα­ρά κβα­ντο­μη­χα­νι­κό φαι­νό­με­νο, εί­ναι άγνω­στο αν και πό­τε θα συμ­βεί, επο­μέ­νως υπάρ­χει ίση πι­θα­νό­τη­τα το όπλο να έχει ή όχι εκ­πυρ­σο­κρο­τή­σει.[14] Επο­μέ­νως, έως ότου ανοί­ξου­με το κου­τί, η γά­τα μπο­ρεί εξί­σου να εί­ναι ζω­ντα­νή και νε­κρή, ένα ον σε υβρι­δι­κή κα­τά­στα­ση, και μό­νον αν κά­ποιος πα­ρα­τη­ρη­τής ανοί­ξει το κου­τί θα μα­θευ­τεί η αλή­θεια. Η απά­ντη­ση δό­θη­κε όταν, αφού εξα­σφα­λί­στη­κε η συ­νέ­χι­ση της κυ­μα­το­συ­νάρ­τη­σης τό­σο της υπο­τι­θέ­με­νης νε­κρής όσο και της υπο­τι­θέ­με­νης ζω­ντα­νής γά­τας, μέ­σω της απο­συ­νο­χής, ει­σή­χθη η έν­νοια των πολ­λα­πλών συ­μπά­ντων. Έτσι, η γά­τα μπο­ρεί να εί­ναι και ζω­ντα­νή και νε­κρή, διό­τι το σύ­μπαν έχει χω­ρι­στεί σε δύο πα­ράλ­λη­λα σύ­μπα­ντα, εκ των οποί­ων το κα­θέ­να αντι­προ­σω­πεύ­ει μια δια­φο­ρε­τι­κή έκ­βα­ση της πα­ρα­τή­ρη­σης και, επο­μέ­νως, οι δύο ιδιό­τη­τες της γά­τας μπο­ρούν να υπάρ­χουν χω­ρι­στά. Τα δύο αυ­τά σύ­μπα­ντα δεν εί­ναι πλα­σμα­τι­κοί κό­σμοι αλ­λά εξί­σου πραγ­μα­τι­κά και αντι­κει­με­νι­κά.[15]

Με τον ίδιο τρό­πο, οι δύο κό­σμοι που πε­ρι­γρά­φο­νται στο έρ­γο της Ανα­γνω­στά­κη από τον νέο που κοι­τά­ζει έξω από το πα­ρά­θυ­ρο, εί­ναι δύο πα­ράλ­λη­λοι και εξί­σου πραγ­μα­τι­κοί κό­σμοι. Ο εκτός πα­ρα­θύ­ρου εξω-σκη­νι­κός χώ­ρος εί­ναι και δη­μο­κρα­τι­κό Λον­δί­νο και δι­κτα­το­ρι­κή Αθή­να ‒ ή, εναλ­λα­κτι­κά, προ­δι­κτα­το­ρι­κή και δι­κτα­το­ρι­κή Αθή­να. Εξαρ­τά­ται από εκεί­νον που, τε­λι­κά, το «πα­ρα­τη­ρεί». Ο δε δι­πλός «Αντό­νιο» εί­ναι σαν τη «γά­τα του Schrödinger»: στο ένα σύ­μπαν εί­ναι αδρα­νής και στο άλ­λο μα­χη­τής. Αντί­στοι­χος μιας κβα­ντι­κής οντό­τη­τας που χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται από κυ­μα­το­σω­μα­τι­δια­κό δυ­ϊ­σμό, όπως το ηλε­κτρό­νιο του οποί­ου η θέ­ση εί­ναι αδύ­να­τον να προσ­διο­ρι­στεί επα­κρι­βώς και δια­φέ­ρει κά­θε φο­ρά που θα πα­ρα­τη­ρη­θεί. [16]
Το ερώ­τη­μα εί­ναι ‒και ει­δι­κά την επο­χή της δι­κτα­το­ρί­ας στην οποία ανα­φέ­ρε­ται το έρ­γο‒ σε ποιον από τους δύο πι­θα­νούς αλ­λά εξί­σου πραγ­μα­τι­κούς κό­σμους ζει κα­νείς, έχο­ντας την ψευ­δαί­σθη­ση ότι ο κό­σμος του εί­ναι και ο μό­νος πραγ­μα­τι­κά δυ­να­τός, ώστε να αρ­κεί­ται σε αυ­τόν. Ερώ­τη­μα που πα­ρα­μέ­νει επί­και­ρο ακό­μα και σή­με­ρα. Κα­θώς, όπως ει­πώ­θη­κε, η απά­ντη­ση ανή­κει σε όποιον τολ­μή­σει να ανοί­ξει το κου­τί του κβα­ντι­κού πα­ρα­δείγ­μα­τος και δεν αρ­κεί­ται σε απλές προ­σω­πι­κές ει­κα­σί­ες εκ του ασφα­λούς. Αυ­τός εί­ναι που θα πά­ρει, τε­λι­κά, το κρυμ­μέ­νο «μή­νυ­μα». Και θα λύ­σει ταυ­τό­χρο­να το «αί­νιγ­μα» του έρ­γου.

Η Ανα­γνω­στά­κη, επι­λέ­γο­ντας τον με­τε­ω­ρι­σμό με­τα­ξύ δύο εξί­σου Πι­θα­νών Κό­σμων, δεν κά­νει άλ­λο από το να απευ­θύ­νει έκ­κλη­ση στους συ­μπο­λί­τες της να ανοί­ξουν το κβα­ντι­κό κου­τί, ασκώ­ντας, μέ­σω του επι­τε­λε­στι­κού λό­γου της, τη μο­να­δι­κή εφι­κτή εκεί­νη την επο­χή πρά­ξη ελευ­θε­ρί­ας, με την έν­νοια που προι­κί­ζει τη λο­γι­κή των Πι­θα­νών Κό­σμων ο Τό­μας Πά­βελ, όταν λέ­ει: η λο­γι­κή των Πι­θα­νών Κό­σμων αρέ­σει σε αυ­τούς που αγα­πούν τη λο­γο­τε­χνία και την ελευ­θε­ρία. [17]


ΒΡΕΙ­ΤΕ ΤΟ ΒΙ­ΒΛΙΟ ΣΤΟΝ ΙΑ­ΝΟ
Αντό­νιο ή Το μή­νυ­μα της Λού­λας Ανα­γνω­στά­κη