Εμείς φταίμε και τώρα φαίνεται

Εμείς φταίμε και τώρα φαίνεται

Έρχεται μια στιγμή που όλα αλλάζουν σε αυτό που λέμε τέχνη του θεάτρου, όπως και όλα στη ζωή. Χωρίς να γίνει αντιληπτό, όλα γίνονται καινούργια, δηλαδή διαφορετικά, κι αυτά που υπήρχαν, μοιάζουν πολύ παλιά και γερασμένα. Είναι κάτι που το αναγνωρίζουν όλοι, όσο κι αν μουδιασμένοι επιμένουν για το αντίθετο. Οι προφήτες είναι να τους κλαις. Έχουν μείνει μετέωροι, χωρίς αρμοδιότητα, γιατί το καινούργιο δεν ήταν αυτό που περίμεναν. Είναι το αύριο ένα παιδί που δεν μοιάζει κανενός.
Ο 21ος αιώνας διαδέχτηκε έναν Φεβρουάριο αιώνα που είχε σταματήσει να μετράει τους νεωτερισμούς στην τέχνη του θεάτρου, πριν ν’ αρχίσει ο δεύτερος μεγάλος πόλεμος, κι από τότε όλο σημειωτόν βάδιζε και επαίρονταν για τ’ ανύπαρκτα κατορθώματά του, που ήταν μόνο ξιπασιές εφευρετικού μυαλού. Η εξαίρεση που λεγόταν Μπέκετ αναιρέθηκε από τους σκηνοθέτες και τους ηθοποιούς, κυρίως όμως από τις επίμονες οδηγίες του ιδίου, όταν έγινε θεατρική πράξη. Περίπτωση Μύλλερ μάλλον δεν υπήρξε.
Η φόρμα, γιατί μόνον αυτή είναι αλλαγή, αποτελεί την ομόλογη καταγραφή της συνείδησης μιας εποχής. Ο προηγούμενος αιώνας τα τελευταία εξήντα χρόνια του δεν είχε συνείδηση, εξαιτίας των πολλών και μεγάλων «Εγώ» που αντέταξε στην κοινωνία των πολλών. Μη βιαστεί κανείς να πει ότι ρίχνω την ευθύνη στους εργάτες της καθημερινής πρακτικής του θεάτρου που δεν σεβαστήκαν τους τεχνίτες του κειμένου. Αυτά πάνε μαζί, γιατί το θέατρο γίνεται και γινόταν κι από τις δυο μεριές πάντα. Η συντεχνία ήταν πάντα μία και αδιαίρετος. Ούτε να νομίσει κανείς ότι άτομα είναι αυτά που ευθύνονται. Η κάστα των εξουσιαστών ήταν που γεννούσε και πρόβαλλε τα «εγώ» για να θολώνει τις αγωνίες της εποχής που επιτακτικά ζητούσαν απάντηση. Εισέβαλε στην τέχνη του θεάτρου σαν καταναλωτική λαίλαπα, με την προσωπίδα της νεωτερικότητας, και μέρα με τη μέρα μετάβαλλε τους τεχνίτες σε αγωνιζόμενες μεν υπάρξεις αλλά γελοίες μέσα στην αγωνία τους να γίνουν ευυπόληπτοι. Έτσι διαμελίστηκε η συντεχνία και τα μέλη της έγιναν πρόβατα που φαντάζονταν τον εαυτό τους για λύκους. Οι άνθρωποι του θεάτρου για πρώτη φορά στην Ιστορία έγιναν καλοδεχούμενοι στα σαλόνια των αστών και συνδιαλέγονταν για τον πλούτο, για τον καιρό, για τη μόδα και την πολιτική, που πια κανείς τους δεν μπορούσε να κρίνει. Οι υποσχέσεις για άνετη ζωή έγινε ο άνεμος που έσβησε το φως της κριτικής και της αντιπαράθεσης. Η «διασημότητα» έγινε καρκίνωμα που απλώθηκε σε όλα τα μυαλά. Παρέες, γέλια, άσκοπες κουβέντες και, προσοχή, καμιά ορατή αγωνία. Ο ρόλος μας είναι απαλλαγμένος από κάθε ιστορική συνείδηση. Μόνο εφήμερα ιδεολογήματα. Πάντα ο θεατρίνος έπρεπε να προβλέπει την ανταπόκριση που θα έχει η δουλειά του ώστε να του εξασφαλίσει το ζην. Τώρα, όμως, είχε γίνει αυτοσκοπός η κολακεία των μπουρζουάδων, κι όλο ξέπεφτε στον εφησυχασμό των μικροαστών και υπνώτιζε τη χοντροκομμένη εξουσία. Οι πολιτικοί, τα ιδρύματα που άρχισαν να ξεφυτρώνουν κατά δεκάδες, ανταπέδιδαν με επιχορηγήσεις, καλοπληρωμένα συνέδρια πολλών ημερών, πανεπιστημιακές έδρες, δοκησίσοφους κήνσορες και λόγια, λόγια, λόγια. Ποτέ δεν λέχθηκαν τόσα λόγια για το θέατρο όσα τα τελευταία χρόνια του αιώνα που πέρασε. Τα συλλαβίσματα του αγράμματου ονομάστηκαν αναζήτηση στον λόγο μέσα από φόρμες που ψάχνουν το πρωτόγονο. Η άτεχνη κίνηση ονοματίστηκε αναίρεση και η ανυπαρξία δομής αποδόμηση. Πόση αλαζονεία, πόση διαφημιστική λογική, πόσο λάιφ στάιλ, πόσα φανταχτερά ρούχα, πόσα περίεργα κουρέματα φωτογραφήθηκαν για τα χιλιάδες πολυτελή έντυπα για να τα καταβροχθίσουν αδαείς χαρτοφάγοι.
Χάθηκε ο καλλιτέχνης του θεάτρου, για ν’ αναδειχθεί ένα «εγώ» που αναζητούσε επίμονα η κοινωνία τού «σήμερα υπάρχω και αύριο ο επόμενος». Η προφητεία του Γουόρχολ έγινε αυτοσκοπός. Η είδηση μετράει. Το έργο πρέπει να ξαφνιάζει. Το μεγαλύτερο μέρος από το κεφάλαιο της παραγωγής διατίθεται για την προβολή, η σκηνοθεσία πρέπει να προκαλέσει με παράδοξες εικόνες, ο ενδυματολόγος έγινε το κρυφό όπλο μιας επιτυχίας. Το τελευταίο αλλά όχι έσχατο, ο ηθοποιός πρέπει να είναι γνωστός πάση θυσία, ακόμη κι αν είναι σεσημασμένος δολοφόνος ή διάσημη πόρνη πολυτελείας.
Το σημαντικότερο όπλο της εξουσίας των μικροαστών και των αμαθών ήταν οι αντιπαραθέσεις και οι διαχωρισμοί. Ποιοτικό-εμπορικό, καινούργιο-παλιό, πειραματικό-καθιερωμένο, μεγάλο-μικρό, πικρό-γλυκό. Μανιχαϊσμός μιας α-πνευματικής εποχής που καταναλώνει αυτό που αναδεικνύει γιατί της μοιάζει. Και ποιος τα ορίζει όλα αυτά. Οι θεατές με προσκλήσεις, οι φιλότεχνοι δημοσιογράφοι, οι πανεπιστημιακοί που δεν είδαν ποτέ θέατρο πριν εισαχθούν τυχαία στη θεατρολογία, και σμήνη παπαγάλων τζαμπατζήδων. Τα θέατρα πια γεμίζουν απ’ αυτούς που θα ζήσουν και χωρίς θεατρική βραδιά όταν αυτό πια θα έχει πεθάνει.
Μην παραλείψουμε και την ευθύνη των «καλλιτεχνών». Ξεφύτρωσε μια λέξη που ποτέ πριν δεν χρησιμοποιήθηκε, άσχετα αν όλοι τη νομίζουν για παλιά. «Έχει ταλέντο». Παλιά λέγανε δεξιοτεχνία, ικανότητα, αφοσίωση, ευρηματικότητα. Αυτό απαιτούσε γνώση και από τον κρίνοντα ή τον κρινόμενο. Γνώση όχι αόριστη ή μεγάλη. Απλή αγνότητα, που δίνει η γνώση τού είμαι άνθρωπος και συναισθάνομαι την κοινή ανθρώπινη μοίρα. Διασκεδάζω, ναι διασκεδάζω, δεν είναι λάθος λέξη, όταν αφηγούμαι «οικεία δεινά».
Η λέξη «ταλέντο» αρκείται στον προσδιορισμό του «εγώ» ως μετρήσιμη μονάδα αλλά χωρίς ανταπόδοση.
«Ταλαντούχοι» ηθοποιοί και σκηνοθέτες κατάκλυσαν το θέατρο, με μόνο στόχο την επωνυμία και την εύκολη ζωή. Όπως και τραγουδιστές και ποδοσφαιριστές. Το σύστημα πάντα γελούσε και πριμοδοτούσε τις πληθωριστικές τάσεις του θεάματος, γιατί πάντοτε αναπολούσε την αυθεντικότητα της ρωμαϊκής αρένας. Η πληθώρα μονομάχων ποτέ δεν έβλαψε τους δουλέμπορους.
Όπως και τότε, κριτήρια υπήρξαν η σωματική ρώμη και η άγνοια. Έτσι δημιουργήθηκε η καλλιτεχνική παραπαιδεία. «Αδιαβάθμητες» δραματικές σχολές που προσφέρουν τίτλο «επαγγελματία ηθοποιού» έναντι καλής αμοιβής του σχολάρχη και των απαίδευτων «καθηγητών». Ακολουθούν εκατοντάδες σεμινάρια εξειδίκευσης σε θολές ειδικότητες. «Σωματικό θέατρο», «Τελετουργικό θέατρο», «Επινοημένο θέατρο». Δηλαδή τεχνίτες υποτακτικοί χωρίς εργαλεία. Το εργαλείο είναι ένα. Ο Λόγος. Το θέατρο ακούγεται, δεν βλέπεται. Αποτέλεσμα. Νέο παγκόσμιο κοινωνικό φαινόμενο. Άνεργοι καλλιτέχνες. Ο Πίτερ Μπρουκ αναρωτιέται σ’ ένα κείμενό του: «Τι σημαίνει άνεργος καλλιτέχνης;»
Ένα ακόμη φάντασμα που δημιούργησε ο βρικόλακας καπιταλισμός, που αρέσκεται να τρώει τα παιδιά των αδύναμων, αφού τα ενδυναμώσει με αόριστα ροζ ιδανικά.
Ανατριχιάζω όταν σκέφτομαι τι θα γίνει αν ζητήσουν εκδίκηση τόσες χιλιάδες όνειρα τόσων νέων ανθρώπων που εξαθλιώθηκαν αναζητώντας μια θέση στον φανταχτερό κόσμο του θεάτρου.

Εμείς φταίμε και τώρα φαίνεται

Ευτυχώς, πρόσφατα έμαθα μια πρόβλεψη από κάποιους φίλους που διδάσκουν θετικές επιστήμες σε αμερικανικά πανεπιστήμια. Έλεγαν ότι στα ερχόμενα χρόνια θα χαθούν αρκετά από τα γνωστά επαγγέλματα. Αλλά δεν υπήρχε στον κατάλογο το θέατρο. Ακόμη και στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης θέατρο θα υπάρχει. Υπάρχει μέλλον. Παρήγορο ή φρικτή προφητεία; Περιμένουμε. Θα φανεί, αν δεν έχει ήδη φανεί.
Πιστεύω ότι μπαίνουμε σε μια καλύτερη εποχή για το θέατρο. Αυτό που «βλέπω» να έρχεται μοιάζει πιο όμορφο.
Το θέατρο ξανά αφηγείται «μεγάλες ιστορίες». Κάποιος… Κάπου… Κάποτε… έπραξε…
Δεν υπάρχουν ακόμη μεγάλα κείμενα, γι’ αυτό καταφεύγουμε στη λογοτεχνία ή σε πολύ παλιά κείμενα. Θα έρθουν. Γιατί ποτέ δεν εκλείπει η ανάγκη στον άνθρωπο να μιλάει για ιστορίες άλλων ανθρώπων. Η σκηνογραφία όλο και φθίνει. Τα οπτικά εφέ εκλείπουν. Οι παραγωγοί επικαλούνται την οικονομική κρίση. Λάθος. Το θέατρο και το αληθινό κοινό του δεν τα χρειάζονται. Τα «εφέ» της προσθετικής φαντασίας που συμπληρώνει τις λέξεις είναι αρκετά. Τα πλήθη των δευτερευόντων ρόλων αντικαθίστανται από λέξεις που περιγράφουν τα πλήθη. Οι φανταχτεροί πρωταγωνιστές αμείβονται με ελάχιστα και εξαφανίζονται σαν τα μαμούθ που εξέλειψε ο λόγος ύπαρξής τους. Οι εκατοντάδες ηθοποιοί παλεύουν να επιβιώσουν και όχι για να φανούν. Αυτό θα τους οδηγήσει στους νέους τρόπους έκφρασης. Πληθαίνουν οι μοναχικοί καλλιτέχνες του δρόμου, οι αυτοδιαχειριζόμενες ομάδες, οι φτωχοί περιοδεύοντες θίασοι, οι ερασιτεχνικοί θίασοι.
Κάποτε αισθανόμουν απέχθεια για τους ερασιτέχνες. Σήμερα τους βλέπω σαν τη μόνη ελπίδα μιας γενικευμένης αντίστασης, κι ας είναι πειρατεία.
Ένα πρέπει να καταλάβουμε. Ο αγώνας των τάξεων ποτέ δεν εξέλειψε, κι εμείς οι θεατροτεχνίτες ανήκαμε πάντα στους ανίσχυρους.
Δεν είναι απαραίτητο και να γλείφουμε τα χαμηλά της εξουσίας διαμερίσματα.