Εν αρχή ο λόγος, εν τέλει ο κινηματογράφος

Η σύ­νο­δος των τε­χνών στη θε­α­τρι­κή δη­μιουρ­γία

Εν αρχή ο λόγος, εν τέλει ο κινηματογράφος

[ Ομι­λία-αντι­φώ­νη­ση για την ανα­γό­ρευ­ση του Δη­μή­τρη Μαυ­ρί­κιου σε Επί­τι­μο Δι­δά­κτο­ρα Θε­α­τρι­κών Σπου­δών στο Εθνι­κό και Κα­πο­δι­στρια­κό Πα­νε­πι­στή­μιο Αθη­νών ]

Ετοι­μά­ζο­ντας τα όσα ήθε­λα να πω για τη σύ­νο­δο των τε­χνών στο θέ­α­τρο, όλο και σκό­ντα­φτα. Ανα­κά­λυ­πτα ότι πιο πο­λύ με απα­σχο­λού­σε το πλαί­σιο αυ­τής της ομι­λί­ας, πα­ρά το ίδιο το θέ­μα της. Το θέ­μα μού ήταν σχε­τι­κά γνω­στό· το πλαί­σιο, άγνω­στο.
Δεν εί­μαι σε θέ­α­τρο, πα­ρό­λο που ο χώ­ρος κά­τι έχει από θέ­α­τρο, ίσως εί­ναι και πιο υπο­βλη­τι­κός από ένα ωραίο θέ­α­τρο. Και εί­μαι εδώ, εγώ (νο­μί­ζω του­λά­χι­στον ότι εί­μαι εγώ), αλ­λά φο­ράω κά­τι που, αν και δεν εί­ναι, μοιά­ζει με θε­α­τρι­κό κο­στού­μι. Κά­πως νιώ­θω ότι έχω γί­νει... ρό­λος. Ναι· έτσι με βλέ­πω: λί­γο σαν ρό­λο... σαν χα­ρα­κτή­ρα θε­α­τρι­κό, την ανά­λυ­ση του οποί­ου θα απο­τολ­μή­σω να κά­νω συ­νο­πτι­κά, πριν μπω στο κυ­ρί­ως θέ­μα μου.
Με­γά­λω­σα μέ­χρι τα 9 μου χρό­νια στην Αί­γυ­πτο. Μά­λι­στα, γεν­νή­θη­κα στην Γκί­ζα, κυ­ριο­λε­κτι­κά κά­τω από τις Πυ­ρα­μί­δες, και δη μια πρω­το­χρο­νιά των αρ­χαί­ων Αι­γυ­πτί­ων: 19 Ιου­λί­ου – με ό,τι μπο­ρεί να ση­μαί­νει αυ­τό.
Ο πα­τέ­ρας μου, Συ­μια­κός· η μη­τέ­ρα μου, Κερ­κυ­ραία με βε­νε­τσιά­νι­κη κα­τα­γω­γή. Έχουν κά­νει τα πά­ντα για τον αδελ­φό μου κι εμέ­να. Χρω­στώ πά­ρα πολ­λά και στους δύο, ει­δι­κά στη μη­τέ­ρα μου. Χρω­στώ πολ­λά και στον δι­κό της πα­τέ­ρα, τον παπ­πού μου τον Πέ­τρο, που γέ­μι­ζε το σπί­τι με όπε­ρες από το πα­λιό γραμ­μό­φω­νο και μας απήγ­γελ­λε Δά­ντη στο πρω­τό­τυ­πο.
Πολ­λά χρω­στώ και στις δύο μι­κρές αδελ­φές της μη­τέ­ρας μου: στο πιά­νο της Καί­της, νή­πιο, αυ­το­σχε­δί­α­ζα μου­σι­κή με τις ώρες· και η Νί­τσα, εμπνευ­σμέ­νη πα­ρα­μυ­θού, ήταν η πρώ­τη που με μύ­η­σε στη μυ­θο­πλα­σία. Σ’ εκεί­νην χρω­στώ το παι­χνί­δι που πιο πο­λύ αγά­πη­σα: πώς θα πα­ρα­στή­σω κά­τι, εί­τε με τον λό­γο εί­τε με κά­τι που έμοια­ζε με παι­χνί­δι αλ­λά δεν ήταν παι­χνί­δι... ήταν παί­ξι­μο. Οι δυο έν­νοιες του «παί­ζω» γί­νο­νταν μία.
Και ξαφ­νι­κά, ο πό­λε­μος του Σου­έζ… το σπί­τι μας στο Πορτ Σα­ΐντ, ακρι­βώς στο μέ­τω­πο των μα­χών... η φυ­γή στο εσω­τε­ρι­κό του Δέλ­τα... προ­σφυ­γιά... κρύο... κά­ποια στιγ­μή και πεί­να... στην επι­στρο­φή, μή­νες με­τά, το σπί­τι μας βομ­βαρ­δι­σμέ­νο...

Εν αρχή ο λόγος, εν τέλει ο κινηματογράφος

Στη δου­λειά μου (ενί­ο­τε ασυ­ναί­σθη­τα) ταυ­τί­ζο­μαι συ­χνά με κά­ποιους ήρω­ες των έρ­γων. Στην πρώ­τη μου ται­νία, τις Τρω­ά­δες (αλ­λά και τέσ­σε­ρις δε­κα­ε­τί­ες με­τά, στην Αν­δρο­μά­χη του Ρα­κί­να), όχι μό­νον ήμουν το παι­δί που εί­χε ζή­σει έναν πό­λε­μο, ο Αστυά­ναξ, αλ­λά και ταύ­τι­ζα τη μη­τέ­ρα μου με την Αν­δρο­μά­χη. Όχι τυ­χαία, στην πρω­τό­λεια εκεί­νη ται­νία μου όπου έπαι­ζαν συγ­γε­νείς και φί­λοι, τον ρό­λο της Αν­δρο­μά­χης τον εί­χα δώ­σει στην ίδια τη μη­τέ­ρα μου, η οποία και τό­τε και στις επό­με­νες δύο ται­νί­ες μου υπήρ­ξε η πιο στε­νή και αφο­σιω­μέ­νη συ­νερ­γά­τις μου. Την ήθε­λα πει­σμα­τι­κά κο­ντά μου σε ό,τι κι αν έκα­να στα πρώ­τα μου βή­μα­τα.
Όταν πια απο­γα­λα­κτί­στη­κα από έναν τέ­τοιο «θη­λα­σμό», με­τά τα τριά­ντα μου, μπό­ρε­σε κι εκεί­νη να στρα­φεί στη δι­κή της δη­μιουρ­γία, τα ωραία δι­η­γή­μα­τά της που εκ­δό­θη­καν σχε­τι­κά πρό­σφα­τα στον Κέ­δρο.
Η Μα­ρία, η μη­τέ­ρα μου, ήταν πά­ντα πη­γή έμπνευ­σης για μέ­να· ακό­μα και τώ­ρα, που, πα­ρά το ενε­νη­κο­στό ένα­το έτος της ηλι­κί­ας της, επέ­με­νε να εί­ναι από­ψε εδώ, μα οι για­τροί της δεν την άφη­σαν.
Όταν γύ­ρι­ζα τις Τρω­ά­δες, στα 22 μου χρό­νια (στα στού­ντιο της Τσι­νε­τσι­τά ως φοι­τη­τής της Κρα­τι­κής Σχο­λής Κι­νη­μα­το­γρά­φου), ευ­τύ­χη­σα να έχω δά­σκα­λο τον Ρο­μπέρ­το Ρο­σε­λί­νι. Εί­χαν προη­γη­θεί τα χρό­νια των θε­α­τρι­κών σπου­δών στο Πα­ρί­σι, όπου επί­σης ήμουν τυ­χε­ρός με δα­σκά­λους όπως ο Ντορτ, ο Σε­ρέρ, ο Σε­βα­στί­κο­γλου, ο Αντο­νέ­τι... Εί­μαι σε όλους ευ­γνώ­μων.
Το Πα­ρί­σι και η Ρώ­μη στα χρό­νια της δι­κτα­το­ρί­ας ήταν κι αυ­τά τύ­χη για έναν νε­α­ρό Έλ­λη­να που οι αρι­στε­ροί γο­νείς του ανα­γκά­ζο­νταν ν’ αλ­λά­ξουν για άλ­λη μία φο­ρά πα­τρί­δα, αφού θα ζού­σαν πια ορι­στι­κά στο Πα­ρί­σι. Όμως ακό­μα και το Πα­ρί­σι μάς υπο­δέ­χθη­κε φλε­γό­με­νο! Μά­ης του ’68. Τον έζη­σα κι αυ­τόν – ως φοι­τη­τής Κλα­σι­κής Φι­λο­λο­γί­ας και Θε­α­τρι­κών Σπου­δών σε μια Σορ­βόν­νη εν μέ­σω οδο­φραγ­μά­των.
Μί­λη­σα πριν για τύ­χη, επει­δή στα μαύ­ρα εκεί­να χρό­νια της δι­κτα­το­ρί­ας η συ­σπεί­ρω­ση των εκεί Ελ­λή­νων ήταν κά­τι το συ­ναρ­πα­στι­κό. Στε­νές, ου­σια­στι­κές φι­λί­ες, έξω από το πλαί­σιο κά­ποιας κο­σμι­κό­τη­τας.
Τύ­χη, για­τί ο νε­α­ρός που ήμουν ζού­σε πλάι στα ιν­δάλ­μα­τά του: Νί­κο Κούν­δου­ρο, Μι­χά­λη Κα­κο­γιάν­νη, Βα­σί­λη Βα­σι­λι­κό, Γιάν­νη Τσα­ρού­χη, Μί­κη Θε­ο­δω­ρά­κη, Ρο­βή­ρο Μαν­θού­λη, Άγ­γε­λο Δε­λη­βορ­ριά, Με­λί­να, Ει­ρή­νη Πα­πά, Μα­ρία Φα­ρα­ντού­ρη, Ελέ­νη Κα­ρα­ΐν­δρου και, κά­ποια στιγ­μή, διερ­χό­με­νο από το Πα­ρί­σι, τον Μά­νο Χα­τζι­δά­κι, στον οποίο οφεί­λω πολ­λά: τη συ­νερ­γα­σία μου με το Τρί­το Πρό­γραμ­μα, την πρώ­τη πα­ρά­στα­σή μου που εκεί­νος με έσπρω­ξε να κά­νω, το 1980, αλ­λά και την πιο πρό­σφα­τη, κύ­ριο έναυ­σμα της οποί­ας υπήρ­ξε η μου­σι­κή του Χα­τζι­δά­κι για το Από­ψε αυ­το­σχε­διά­ζου­με.

Εν αρχή ο λόγος, εν τέλει ο κινηματογράφος

Με γέ­φυ­ρα τη μου­σι­κή του Χα­τζι­δά­κι, περ­νώ στο κυ­ρί­ως θέ­μα μου: «Εν αρ­χή ο λό­γος, εν τέ­λει ο κι­νη­μα­το­γρά­φος» και κά­που ανά­με­σά τους η μου­σι­κή. Άυ­λη, αι­θέ­ρια, δε­σπό­ζει μα­γι­κά στη σύ­νο­δο των τε­χνών· για­τί αυ­τό εί­ναι το θέ­α­τρο: μια σύ­νο­δος τε­χνών.
Η μου­σι­κή δεν εί­ναι «επέν­δυ­ση», δεν εί­ναι το ρού­χο που ντύ­νει μια πα­ρά­στα­ση ή μια ται­νία· εί­ναι ορ­γα­νι­κός ιστός του σκη­νι­κού ή του κι­νη­μα­το­γρα­φι­κού έρ­γου.
Η μου­σι­κή προ­ϋ­πάρ­χει των σκη­νι­κών δο­κι­μών, έστω ως προ­σχέ­διο, έστω και μό­νον στο μυα­λό του σκη­νο­θέ­τη, ο οποί­ος οφεί­λει από την αρ­χή να μυ­ή­σει τους ηθο­ποιούς στην αρ­μο­νι­κή σχέ­ση που θα έχουν ο λό­γος, η δρά­ση και το συ­ναί­σθη­μά τους με τη μου­σι­κή. Θα εί­ναι κρί­μα αν τους «φο­ρέ­σει» τη μου­σι­κή εκ των υστέ­ρων σαν ηχη­τι­κό ρού­χο, ή αν την αγνο­ή­σει τε­λεί­ως σε έρ­γα που υπο­βάλ­λουν την πα­ρου­σία της, ή αν δι­δά­ξει τους ρό­λους χω­ρίς να στα­θεί στη μου­σι­κή φυ­σιο­γνω­μία του λό­γου.
Βλέ­πε­τε, ο λό­γος, συ­χνά, εί­ναι και μου­σι­κή· ει­δι­κά στην πε­ρί­πτω­ση του έμ­με­τρου θε­α­τρι­κού λό­γου – η αδυ­να­μία μου, μια σχε­δόν εμ­μο­νή, που από τον Σαίξ­πηρ ώς τους Γάλ­λους κλα­σι­κούς κι από τον Σο­φο­κλή ώς τον Δά­ντη μ’ έχει κά­νει να με­τα­φρά­σω ώς τώ­ρα κα­μιά δω­δε­κα­ριά χι­λιά­δες στί­χους· συ­νή­θως σε ίαμ­βο, αλ­λά ενί­ο­τε και σε ανά­παι­στο ή με­σο­το­νι­κό.
Όμως και η πρό­ζα συ­χνά κρύ­βει μέ­σα της μου­σι­κή. O Λόρ­κα, ο Τε­νε­σί Ουίλ­λιαμς, ο Όσκαρ Ουάιλντ, τα πε­ζά του Ρί­τσου, κρύ­βουν στην πρό­ζα τους μου­σι­κή και όχι μό­νο στο μέ­τρο, αλ­λά και στους συν­δυα­σμούς των φθόγ­γων, στις πα­ρη­χή­σεις. Όταν με­τέ­φρα­ζα τη Σα­λώ­μη του Όσκαρ Ουάιλντ από τα γαλ­λι­κά, στα οποία την έγρα­ψε, και πα­ρό­λο που η διά­τα­ξη του κει­μέ­νου ήταν σε πρό­ζα, κά­τι μ’ έκα­νε να κο­ντο­στα­θώ, να υπο­ψια­στώ για πρώ­τη φο­ρά ότι μέ­σα σ’ έναν φαι­νο­με­νι­κά πε­ζό λό­γο, μπο­ρεί να κρύ­βε­ται ακό­μα και μια σει­ρά από 27 ανα­παί­στους! Τό­σοι ανά­παι­στοι σε ένα κεί­με­νο που, από τη διά­τα­ξή του, δεν εμ­φα­νί­ζε­ται ως έμ­με­τρο.
Εδώ, ο με­τα­φρα­στής και ο σκη­νο­θέ­της οφεί­λουν πά­ση θυ­σία να απο­κω­δι­κο­ποι­ή­σουν τη μου­σι­κή του λό­γου ως μύ­στες και, μα­ζί, ως ερ­γά­τες της ύστα­της αυ­τής μορ­φής προ­φο­ρι­κής λο­γο­τε­χνί­ας που εί­ναι το θέ­α­τρο.
Η εξά­λει­ψη του αναλ­φα­βη­τι­σμού, αλ­λά και η τυ­πο­γρα­φία, εδώ και αρ­κε­τούς αιώ­νες, έχουν συ­ντε­λέ­σει στο να μην υπάρ­χει πια άλ­λη προ­φο­ρι­κή μορ­φή μιας τέ­χνης, η οποία στα γεν­νο­φά­σκια της, στον Όμη­ρο και με­τά, στο αρ­χαίο δρά­μα, ήταν προ­φο­ρι­κή.
Αρ­κε­τοί με­τα­φρα­στές, μα και συγ­γρα­φείς, δεν δί­νουν ιδιαί­τε­ρο βά­ρος σε αυ­τήν την ιδιαι­τε­ρό­τη­τα του θε­α­τρι­κού λό­γου. Ως κω­φά­λα­λοι δη­μιουρ­γοί, συ­χνά εξαί­ρε­τοι, δε λέω, απευ­θύ­νο­νται σε κω­φά­λα­λους ανα­γνώ­στες. Όμως κά­τι που ως ανά­γνω­σμα εί­ναι όμορ­φο και αντι­λη­πτό δεν ση­μαί­νει ότι αυ­το­μά­τως εί­ναι και εύ­η­χο ή άμε­σα κα­τα­νοη­τό ως ακρό­α­μα.

Εν αρχή ο λόγος, εν τέλει ο κινηματογράφος

Το 1986 έλα­βα μιαν αδια­πραγ­μά­τευ­τη εντο­λή από έναν άλ­λο με­γά­λο δά­σκα­λο τέ­χνης και ζω­ής, που τό­σα του χρω­στώ. Ο Μί­νως Βο­λα­νά­κης δεν το συ­ζη­τού­σε καν: τη με­τά­φρα­ση για το Έξι πρό­σω­πα ζη­τούν συγ­γρα­φέα όφει­λα να την κά­νω εγώ ο ίδιος. Σχε­δόν έντρο­μος, τον ρώ­τη­σα: «Για­τί μου το κά­νεις αυ­τό;» Η απά­ντη­ση ήταν: «Θα το κα­τα­λά­βεις μό­νος σου». Κι εξα­φα­νί­στη­κε. Κι εγώ κα­τά­λα­βα…
Για τον σκη­νο­θέ­τη, αν γνω­ρί­ζει τη γλώσ­σα του πρω­το­τύ­που, αν έχει τη δυ­να­τό­τη­τα να εκ­φρά­ζε­ται λο­γο­τε­χνι­κά, δεν υπάρ­χει κα­λύ­τε­ρη εμ­βά­θυν­ση στο έρ­γο, κα­λύ­τε­ρη θη­τεία δί­πλα στον συγ­γρα­φέα, από το να με­τα­φρά­σει ο ίδιος το έρ­γο που θα δι­δά­ξει στους ηθο­ποιούς. Από τη μια, θα ξέ­ρει να τους εξη­γή­σει κα­λά το για­τί κά­θε λέ­ξης· από την άλ­λη, κά­τι θα έχει ει­σπρά­ξει από τη μου­σι­κό­τη­τα του πρω­τό­τυ­που λό­γου για να το με­τα­φέ­ρει στο με­τά­φρα­σμα και στη δι­δα­σκα­λία – ακό­μα και στον Πι­ρα­ντέλ­λο, ο λό­γος του οποί­ου δεν εί­ναι ιδιαί­τε­ρα μου­σι­κός.
Ευ­χή και κα­τά­ρα του Βο­λα­νά­κη. Ήταν τό­σο πο­λύ­τι­μο αυ­τό το μά­θη­μα, ώστε σε όλες τις πα­ρα­στά­σεις που σκη­νο­θέ­τη­σα, έκα­να ο ίδιος τη με­τά­φρα­ση, αλ­λά, βέ­βαια, με έναν πε­ριο­ρι­σμό: να ασχο­λού­μαι μό­νο με έρ­γα των τεσ­σά­ρων γλωσ­σών που γνώ­ρι­ζα.
Δύο χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, το 1989, κα­τα­πιά­στη­κα με αυ­τό που θε­ω­ρώ ότι εί­ναι από τα πιο τολ­μη­ρά που έχω επι­διώ­ξει. Σε μια επο­χή κα­τά την οποία η έμ­με­τρη με­τά­φρα­ση ήταν ου­σια­στι­κά εί­δος απο­κη­ρυγ­μέ­νο, εκ­πο­νή­θη­κε εκεί­νη που μου προ­κύ­πτει ως η πρώ­τη έμ­με­τρη με­τά­φρα­ση με­τά από του­λά­χι­στον μι­σό αιώ­να εξο­στρα­κι­σμού του έμ­με­τρου λό­γου από τις θε­α­τρι­κές με­τα­φρά­σεις: ανα­φέ­ρο­μαι στο Ρω­μαί­ος και Ιου­λιέ­τα για το Εθνι­κό Θέ­α­τρο. Εί­χα και μια με­γά­λη πρό­κλη­ση γι’ αυ­τό: τη με­λω­δι­κή, εφη­βι­κή, ερω­τι­κή φω­νή της Λυ­δί­ας Φω­το­πού­λου.

Εν αρχή ο λόγος, εν τέλει ο κινηματογράφος

Να κι ένα ακό­μα στοι­χείο που συ­νη­γο­ρεί υπέρ της με­τά­φρα­σης από τον σκη­νο­θέ­τη. Όταν η με­τά­φρα­ση προ­κύ­πτει από μιαν ανά­θε­ση σκη­νο­θε­σί­ας, ο σκη­νο­θέ­της, κα­θώς με­τα­φρά­ζει, «ακού­ει» τη φω­νή του ηθο­ποιού που έχει δια­λέ­ξει.
Η Ηλέ­κτρα έγι­νε για την Κα­ρυο­φυλ­λιά Κα­ρα­μπέ­τη. Τό­σο η δι­κή της υπο­βλη­τι­κή φω­νή όσο και του Νί­κου Κα­ρα­θά­νου, της Μα­ρί­ας Κε­χα­γιό­γλου, της Μα­ρί­ας Κα­τσια­δά­κη και, βέ­βαια, του Δη­μή­τρη Μα­ρω­νί­τη στοί­χειω­ναν τ’ αυ­τιά μου όσο με­τέ­φρα­ζα το έρ­γο του Σο­φο­κλή. Με τον Κα­ρα­θά­νο, μά­λι­στα, δο­κί­μα­ζα κα­θη­με­ρι­νά τα λό­για του Ορέ­στη...
Έτσι και για τα έρ­γα του Τε­νε­σί Ουίλ­λιαμς: η Αμά­ντα με­τα­φρά­στη­κε για τη Ρά­νια Οι­κο­νο­μί­δου, ο Τομ για τον Νί­κο Κου­ρή, η Βάιο­λετ για την Μπέ­τυ Αρ­βα­νί­τη· και για εκεί­να του Πι­ρα­ντέλ­λο, η Μο­μί­να για τη Γιού­λι­κα Σκα­φι­δά, ο Παλ­μί­ρο για τον Γιάν­νη Βο­για­τζή, στο Από­ψε αυ­το­σχε­διά­ζου­με, και πά­ει λέ­γο­ντας... Όταν, μά­λι­στα, προ­έ­κυ­ψε να ανε­βά­σω για δεύ­τε­ρη φο­ρά τα Έξι πρό­σω­πα, προ­σάρ­μο­σα την πα­λιά με­τά­φρα­ση βά­σει και της νέ­ας δια­νο­μής: από τον Δη­μή­τρη Κα­ρέ­λη στον Λά­ζα­ρο Γε­ωρ­γα­κό­που­λο, από τη Λί­να Λα­μπρά­κη στη Βαγ­γε­λιώ Αν­δρε­α­δά­κη... Και ού­τω κα­θε­ξής...
Κά­τι τέ­τοιο συμ­βαί­νει σε ακό­μα με­γα­λύ­τε­ρο βαθ­μό όταν πρό­κει­ται για δια­σκευή ή για πρω­τό­τυ­πη γρα­φή, όπως οι έν­θε­τοι μο­νό­λο­γοι της Αντο­νιέ­τας Πι­ρα­ντέλ­λο στο Ερ­ρί­κος Δ΄ που γρά­φτη­καν για τη με­γά­λη μας Αλέ­κα Πα­ΐ­ζη, για την οποία εί­χα γρά­ψει αρ­χι­κά και τον ρό­λο της Κορ­νη­λί­ας Ρο­ΐ­δη στην Πά­πισ­σα Ιω­άν­να. Το ίδιο πε­ρί­που έγι­νε και στη δια­σκευή του Έβδο­μου ρού­χου της Ευ­γε­νί­ας Φα­κί­νου, όπου εί­χε «με­τρή­σει» η φω­νή της Αλέ­κας Πα­ΐ­ζη για τους δια­λό­γους. Σ’ εκεί­νη την πα­ρά­στα­ση, μά­λι­στα, εί­χα βα­σί­σει τους δια­λό­γους της Ρί­τσας πά­νω σε μια φω­νη­τι­κή μί­μη­ση που έκα­νε χρό­νια πριν η Ευ­γε­νία Απο­στό­λου.

Εν αρχή ο λόγος, εν τέλει ο κινηματογράφος

Η σχέ­ση με κά­θε ηθο­ποιό ξε­χω­ρι­στά ξε­κι­νά­ει από τη συγ­γρα­φή ή τη με­τά­φρα­ση και συ­νε­χί­ζε­ται, πά­λι για κα­θέ­ναν ξε­χω­ρι­στά, στις πρό­βες. «Γκρου­πά­ρου­με» όσο γί­νε­ται τις πρώ­τες δο­κι­μές, και συ­χνά επι­διώ­κω ακό­μα και ατο­μι­κές πρό­βες με κά­θε ηθο­ποιό. Αν δεν υπάρ­χει στο ξε­κί­νη­μα της δι­δα­σκα­λί­ας η πο­λύ­τι­μη για μέ­να δυα­δι­κή σχέ­ση ηθο­ποιού-σκη­νο­θέ­τη, εί­ναι δύ­σκο­λο το πέ­ρα­σμα στη φά­ση των ομα­δι­κών δο­κι­μών.
Κο­ρυ­φαία δη­μιουρ­γία σε αυ­τήν τη «σύ­νο­δο τε­χνών» εί­ναι η υπο­κρι­τι­κή για τον ηθο­ποιό και η δι­δα­σκα­λία για τον σκη­νο­θέ­τη. Κι αν αυ­τή δεν βα­σί­ζε­ται σε κά­τι που μοιά­ζει με έρω­τα ανά­με­σά τους, η ζεύ­ξη μπο­ρεί να βγά­λει τα απο­τε­λέ­σμα­τα ενός απλού συ­νοι­κε­σί­ου. Κα­νέ­να Κά­μα Σού­τρα σκη­νο­θε­σί­ας ή υπο­κρι­τι­κής δεν τι­θα­σεύ­ει αυ­τόν τον «έρω­τα».
Κά­θε ηθο­ποιός λει­τουρ­γεί μέ­σα από τη δι­κή του προ­σω­πι­κό­τη­τα, και μό­νο αυ­τό οφεί­λει να μας δε­σμεύ­ει. Άλ­λος φτιά­χνει ένα πρώ­το σχή­μα του ρό­λου και το γε­μί­ζει σι­γά σι­γά. Άλ­λος, αντι­θέ­τως, ξε­κι­νά­ει από τον πυ­ρή­να του ρό­λου και τον γνέ­θει σαν κου­κού­λι γύ­ρω του. Δεν θα επι­βά­λεις σε κα­νέ­ναν από τους δύο το αντί­θε­το. Θα χά­σεις. Θα χά­σει κι εκεί­νος. Κι ο θε­α­τής…
Η ψυ­χή του ηθο­ποιού εί­ναι το Α και το Ω στο θέ­α­τρο. Κι αν ο σκη­νο­θέ­της δεν στα­θεί με λα­τρεία απέ­να­ντί της, το δη­μιούρ­γη­μά του κιν­δυ­νεύ­ει να εί­ναι ένα απλό κα­τα­σκεύ­α­σμα.
Έτσι και ο εν­δυ­μα­το­λό­γος, ο κι­νη­σιο­λό­γος, οφεί­λουν, όπως και ο σκη­νο­θέ­της, να λά­βουν υπ’ όψιν τους τον ψυ­χι­σμό κά­θε ηθο­ποιού με­μο­νω­μέ­να. Το έχου­με επι­διώ­ξει με τους συ­νερ­γά­τες και τις συ­νερ­γά­τι­δές μου στους δύο αυ­τούς το­μείς.
Τα κο­στού­μια και τα σκη­νι­κά φέρ­νουν την ει­κα­στι­κή δυ­να­μι­κή της πα­ρά­στα­σης σε αυ­τήν τη σύ­νο­δο των τε­χνών, αλ­λά, όπως συμ­βαί­νει και με τις άλ­λες τέ­χνες, σε απο­λύ­τως στε­νή σχέ­ση με την ιδέα της πα­ρά­στα­σης. Αν ο σκη­νο­γρά­φος, όσο εξαί­ρε­τος ει­κα­στι­κός κι αν εί­ναι, δεν ζυ­μώ­σει μα­ζί με τον σκη­νο­θέ­τη το σκε­πτι­κό πο­λύ και­ρό πριν ξε­κι­νή­σουν οι πρό­βες, η ει­κα­στι­κή υπό­στα­ση του έρ­γου κιν­δυ­νεύ­ει να απο­βεί αυ­το­σκο­πός ξέ­νος προς τη δρα­μα­τουρ­γία της πα­ρά­στα­σης.
Σε επτά από τις τε­λευ­ταί­ες μου πα­ρα­στά­σεις, τη δια­σκευή, τη σύν­θε­ση του πώς θα πα­ρα­στα­θεί το έρ­γο, την κά­νω πά­ντα –και ενί­ο­τε τη συ­νυ­πο­γρά­φω– με τον σκη­νο­γρά­φο (τον Δη­μή­τρη Πο­λυ­χρο­νιά­δη, εν προ­κει­μέ­νω).
Με την ανα­φο­ρά μου αυ­τήν στον νε­ό­τε­ρο από τους συ­νερ­γά­τες μου, θα κά­νω ένα σάλ­το μι­σού αιώ­να πί­σω για να τι­μή­σω τον αρ­χαιό­τε­ρο, μιας και δεν μπο­ρώ εδώ να ονο­μα­τί­σω και να ευ­χα­ρι­στή­σω έναν έναν όλους ανε­ξαι­ρέ­τως τους καλ­λι­τε­χνι­κούς και τε­χνι­κούς συ­νερ­γά­τες μου 50 ετών σε όλους τους το­μείς: από τα ει­κα­στι­κά στη μου­σι­κή, από τη χο­ρο­γρα­φία στους φω­τι­σμούς. 
Έτσι, θα στα­θώ στον Νέ­στο­ρά τους, με τον οποίο ξε­κι­νή­σα­με μα­ζί, ει­κο­σά­χρο­να παι­διά, και συ­νερ­γα­στή­κα­με τό­σο στο θέ­α­τρο όσο και στον κι­νη­μα­το­γρά­φο, τό­σο στε­νά όσο και μα­γι­κά: τον Λευ­τέ­ρη Παυ­λό­που­λο, που με­γα­λουρ­γεί σε μιαν άλ­λη τέ­χνη, την τέ­χνη των φω­τι­σμών.
Η τέ­χνη αυ­τή εί­ναι η επι­στέ­γα­ση των ει­κα­στι­κών τε­χνών στο θέ­α­τρο, ο κα­λός αγω­γός ανά­με­σα στον σκη­νι­κό χώ­ρο και τη δρα­μα­τουρ­γία μιας πα­ρά­στα­σης, κά­τι που, όταν το έλε­γες εκεί­να τα χρό­νια, τα πα­λιά, αρ­κε­τοί σε κοί­τα­ζαν πε­ρί­ερ­γα. Στις πρώ­τες πα­ρα­στά­σεις μου στα κρα­τι­κά θέ­α­τρα, με τον Βέρ­θε­ρο στη Λυ­ρι­κή, τα Έξι πρό­σω­πα στο ΚΘ­ΒΕ, το Ρω­μαί­ος και Ιου­λιέ­τα στο Εθνι­κό, τους φω­τι­σμούς δεν τους υπέ­γρα­φε κα­νείς. Θε­ω­ρού­σαν ότι ήταν αρ­μο­διό­τη­τα του ηλε­κτρο­λό­γου τού θε­ά­τρου. Και ο σκη­νο­θέ­της όφει­λε να συ­νερ­γα­στεί μα­ζί του, ανε­ξαρ­τή­τως του αν εί­χαν και οι δύο γνώ­σεις και τα­λέ­ντο στη φω­το­γρα­φία. Τολ­μώ να πω ότι και η δι­κή μου επι­μο­νή συ­νέ­βα­λε στο να γλι­τώ­σει το ελ­λη­νι­κό θέ­α­τρο από μια τέ­τοια αντί­λη­ψη.
Θα έλε­γα και ότι το προ­χώ­ρη­σα ακό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο – με κά­ποιο φό­βο, ίσως, για­τί δεν εί­χε ξα­νά απο­τολ­μη­θεί αυ­τό που θα πω, αλ­λά και με μπό­λι­κο πεί­σμα ενά­ντια στη συ­ντή­ρη­ση της επο­χής εκεί­νης.

Εν αρχή ο λόγος, εν τέλει ο κινηματογράφος

Από τα φοι­τη­τι­κά μου χρό­νια ήλ­πι­ζα να προ­ε­κτεί­νω κά­πο­τε τη δυ­να­μι­κή της τέ­χνης των φω­τι­σμών με την ει­σα­γω­γή του κι­νη­μα­το­γρά­φου στο θέ­α­τρο. Και λέω του κι­νη­μα­το­γρά­φου και όχι του video, όπως λέ­με σή­με­ρα, για­τί από τη δε­κα­ε­τία του ’70 μέ­χρι το 2000 δου­λεύ­α­με με φιλμ που μο­ντά­ρα­με και προ­βάλ­λα­με κι­νη­μα­το­γρα­φι­κά. Το εναρ­κτή­ριο λά­κτι­σμα δό­θη­κε το 1977, όταν ο Βο­λα­νά­κης μού ζή­τη­σε να εντά­ξω τον κι­νη­μα­το­γρά­φο στο Μα­χα­γκό­νι της Λυ­ρι­κής Σκη­νής, με την αι­θέ­ρια Βά­σω Πα­πα­ντω­νί­ου να τρα­γου­δά­ει στην ερω­τι­κή σκη­νή κά­τω από τρεις οθό­νες που έδει­χναν το αέ­ναο πέ­ταγ­μα δύο που­λιών – κι αυ­τό, μες στο υπέ­ρο­χο σκη­νι­κό του Διο­νύ­ση Φω­τό­που­λου, ση­μα­ντι­κού κα­το­πι­νού συ­νερ­γά­τη μου. Από εκεί και πέ­ρα, σχε­δόν σε όλες τις πα­ρα­στά­σεις μου, υπήρ­χε κι­νη­μα­το­γρά­φος.
Το τι άκου­σα και το τι γρά­φτη­κε όταν πρώ­τος ει­σή­γα­γα τον κι­νη­μα­το­γρά­φο στο θέ­α­τρο, ίσως κα­λύ­τε­ρα να μην το θυ­μά­μαι, ακό­μα και τώ­ρα, που με­τά από δε­κα­ε­τί­ες δι­καιώ­νο­μαι, κα­θώς εί­ναι αμέ­τρη­τες πια οι πα­ρα­στά­σεις που έχουν προ­βο­λές.
Εί­χα κα­τα­ντή­σει όχι μό­νο ο πο­νο­κέ­φα­λος πολ­λών πα­ρα­γω­γών, αλ­λά και το λα­βρά­κι αρ­κε­τών δη­μο­σιο­γρά­φων. Το 1998, για την Ηλέ­κτρα στην Επί­δαυ­ρο με το Εθνι­κό Θέ­α­τρο, ο Κούρ­κου­λος ήταν σκε­πτι­κός τό­σο για το επι­πλέ­ον κον­δύ­λι στον προ­ϋ­πο­λο­γι­σμό, όσο και για το αν ήταν πρέ­πον να ει­σα­χθούν προ­βο­λές στην Επί­δαυ­ρο. Δυ­σκο­λευό­μουν να του εξη­γή­σω ότι οι προ­βο­λές θα ήταν απλώς ενι­σχυ­τι­κές των φω­τι­σμών, κα­θώς θα πολ­λα­πλα­σί­α­ζαν τις φυ­σι­κές σκιές των ηθο­ποιών και του Χο­ρού με κι­νη­μα­το­γρα­φη­μέ­νες σκιές στο βά­θος, στα δέ­ντρα. Το ίδιο εξη­γού­σα και σε συ­νε­ντεύ­ξεις. Εις μά­την. Μέ­χρι που, σε ένα άρ­θρο εφη­με­ρί­δας, εί­δα έναν τε­ρά­στιο τί­τλο πά­νω από μια φω­το­γρα­φία μου που έλε­γε κά­τι το οποίο, φυ­σι­κά, δεν εί­χα πει πο­τέ: «Θα κά­νω την Επί­δαυ­ρο θε­ρι­νό σι­νε­μά»!
Ο κι­νη­μα­το­γρά­φος, όπως και οι άλ­λες τέ­χνες, δεν εί­ναι αυ­το­σκο­πός στο θέ­α­τρο. Θα τον χα­ρα­κτή­ρι­ζα άλ­λο­τε ως την «οπτι­κή μου­σι­κή» μιας πα­ρά­στα­σης και άλ­λο­τε ως τη δρα­μα­τουρ­γι­κή συ­μπλή­ρω­ση των σκη­νι­κών δρω­μέ­νων. Το θέ­α­τρο –ως τέ­χνη που υπάρ­χει μέ­σα από όλες τις τέ­χνες– αγκά­λια­σε τε­λι­κά τον κι­νη­μα­το­γρά­φο, όπως θ’ αγκα­λιά­σει στο μέλ­λον κά­θε νέα καλ­λι­τε­χνι­κή ή τε­χνο­λο­γι­κή κα­τά­κτη­ση του αν­θρώ­που, κά­τι που έκα­νε και στο πα­ρελ­θόν.

Εν αρχή ο λόγος, εν τέλει ο κινηματογράφος

Ποιος φα­ντα­ζό­ταν, στις αρ­χές του 20ού αιώ­να, την εί­σο­δο του ηλε­κτρι­κού φω­τός στο θέ­α­τρο; Πό­σοι άρα­γε δεν ει­ρω­νεύ­τη­καν τον Πι­ρα­ντέλ­λο, όταν, το 1921, μι­λού­σε ήδη για δια­φο­ρε­τι­κούς φω­τι­σμούς σε μια πα­ρά­στα­ση, ή όταν ο ίδιος, το 1930, όπως και ο Μπρε­χτ, αλ­λά και ο Tε­νε­σί Ουίλ­λιαμς το 1944, ήθε­λαν μια οθό­νη με προ­βο­λές στο κέ­ντρο του σκη­νι­κού τους; Πό­σοι τόλ­μη­σαν να σε­βα­στούν τό­τε, και για αρ­κε­τές δε­κα­ε­τί­ες με­τά, αυ­τές τις επα­να­στα­τι­κές για την επο­χή τους ιδέ­ες;
Ποιος θα μά­ντευε προ­πο­λε­μι­κά ότι σύ­ντο­μα η ηχο­γρα­φη­μέ­νη μου­σι­κή θα έπαι­ζε έναν τε­ρά­στιο ρό­λο στο θέ­α­τρο πα­ντού στον κό­σμο, όπως και στην Ελ­λά­δα, όπου η χρή­ση ενός νέ­ου ερ­γα­λεί­ου, του μα­γνη­το­φώ­νου, χά­ρι­σε στο θέ­α­τρο πα­ρα­στά­σεις ιστο­ρι­κές όπως του Κουν, με μου­σι­κές αξε­πέ­ρα­στες;
Το θέ­α­τρο εί­ναι μη­τέ­ρα όλων των τε­χνών, όχι μό­νο για­τί τις αγκα­λιά­ζει όλες, αλ­λά και για­τί γεν­νο­βο­λά­ει και­νούρ­γιες καλ­λι­τε­χνι­κές εκ­φρά­σεις και υιο­θε­τεί και­νούρ­γιες τε­χνι­κές. Ας ορα­μα­τι­στού­με μέ­σα από μια τολ­μη­ρή φα­ντα­σία τι ακό­μα μπο­ρεί σε πολ­λά χρό­νια να κά­νει το θέ­α­τρο πλου­σιό­τε­ρο σε έκ­φρα­ση. Κι ας επι­διώ­ξουν οι νέ­οι να συμ­βεί κά­τι τέ­τοιο ξε­κι­νώ­ντας από μια πιο εξε­λιγ­μέ­νη χρή­ση των ολο­γραμ­μά­των στο θέ­α­τρο, έτσι όπως τους εύ­χο­μαι να δουν κά­πο­τε τα Έξι πρό­σω­πα του Πι­ρα­ντέλ­λο. Εγώ, λό­γω ηλι­κί­ας, πε­ριο­ρί­ζο­μαι στο να τα δω ή, μάλ­λον, στο να τα ξα­να­δώ και να τα ξα­να­κά­νω για πολ­λο­στή φο­ρά, αλ­λά μέ­σα από ένα όνει­ρο που εί­χε εκ­φρά­σει ο Πι­ρα­ντέλ­λο στον Λι­δω­ρί­κη και στον Ου­ρά­νη: να παι­χτούν στην Επί­δαυ­ρο υπό μορ­φή αρ­χαί­ας τρα­γω­δί­ας... Και εί­μαι έτοι­μος γι’ αυ­τό, αν ει­σα­κου­στώ.

Εν αρχή ο λόγος, εν τέλει ο κινηματογράφος

Μιας και στην αρ­χή ανα­φέρ­θη­κα στους δα­σκά­λους μου, νο­μί­ζω ότι δι­καιού­μαι πλέ­ον να κα­μα­ρώ­νω κι εγώ ως δά­σκα­λος και να κλεί­σω αυ­τή την ομι­λία μου απευ­θυ­νό­με­νος σε πα­λιούς και μελ­λο­ντι­κούς μα­θη­τές μου.
Στους πα­λιούς, για να τους πω ευ­χα­ρι­στώ, κα­θώς πολ­λοί από αυ­τούς με έβγα­λαν ασπρο­πρό­σω­πο, αφού πρώ­τος τούς έσπρω­ξα στο θέ­α­τρο για την παρ­θε­νι­κή τους δου­λειά: Νί­κος Κα­ρα­θά­νος, Θω­μάς Μο­σχό­που­λος, Νί­κος Κου­ρής, Κων­στα­ντί­νος Μαρ­κου­λά­κης, Αγ­γε­λι­κή Πα­πα­θε­με­λή, Άγης Εμ­μα­νου­ήλ, Γιάν­νης Κό­τσι­φας, Δη­μή­τρης Ντά­σκας, Ευ­γε­νία Δη­μη­τρο­πού­λου και κά­μπο­σοι ακό­μα, και νε­ό­τε­ρους, απ’ τους οποί­ους πε­ρι­μέ­νω κι άλ­λα: Μα­νώ­λης Δού­νιας, Μα­ρία Βαρ­δά­κα, Αλέ­ξαν­δρος Βάρ­θης και τό­σοι άλ­λοι...
Μελ­λο­ντι­κούς θε­ω­ρώ τους μα­θη­τές που ελ­πί­ζω να προ­κύ­ψουν και από μια ελεύ­θε­ρη σχέ­ση μου με το Πα­νε­πι­στή­μιο. Στο μέ­τρο των δυ­να­το­τή­των μου θα εί­μαι ενί­ο­τε δια­θέ­σι­μος να προ­σφέ­ρω ό,τι μπο­ρώ, ως ελά­χι­στη αντα­πό­δο­ση μιας τό­σο τι­μη­τι­κής για μέ­να διά­κρι­σης.