Ιστορία μιας βραδιάς με ομίχλη & Μια παλιά συνταγή

Ιστορία μιας βραδιάς με ομίχλη

Η μοναξιά είναι ένα νησί με μαύρα πόδια
που πατούν σε σαθρό βυθό.
Κάθε χρόνο τα πόδια τρίβονται
και το νησί χάνει ορισμένους πόντους.
Δεν είναι γνωστό πότε θα βυθιστεί.

Η απομόνωση είναι ένα δέντρο μόνο
μακριά από τα άλλα που κάνουν παρέα
πετούν λουλούδια και φύλλα μεταξύ τους
γελούν καρπούς.
Εκείνο σταμάτησε να ανθίζει.

Ένα βράδυ με ομίχλη
η μικρή νεράιδα σήκωσε απαλά το δέντρο
και το εγκατέστησε στο κέντρο του νησιού.
Ρίζες και πόδια μπλέχτηκαν
σ’ ένα σφιχτό και δυνατό αγκάλιασμα.

Ήταν μια μέρα ομίχλης
έπρεπε να τη σχίσεις με το μαχαίρι
άνοιξα το παράθυρο να φύγει η νύχτα
όρμησε η ομίχλη στο δωμάτιο
τα κάλυψε όλα
μόνο το αμυδρό φως του υπολογιστή φαινόταν
πήρα βαθιά ανάσα
χώθηκα σε μια άβυσσο.

Ιστορία μιας βραδιάς με ομίχλη & Μια παλιά συνταγή


Μια παλιά συνταγή

Ματαιώνονταν οι πτήσεις συνεχώς.
Το φωτιστικό στο καθιστικό έγερνε παράταιρα.
Το λάπτοπ άρχισε να απολεπίζεται
σαν ψάρι σε αποσύνθεση.
Το αγαπημένο μου μπορντώ σακάκι ξέφτισε κουρέλι.
Ήταν πολύτιμο το αντικείμενο.
Έπρεπε να μεταφερθεί
χωρίς να σπάσει, το εύθραυστο.
Η καρδιά έχασε τον ρυθμό της
επαναστατημένη.

Μέσα στα βιβλία
βρήκα μια παλιά συνταγή για το ανα
την προσάρμοσα στο σήμερα.
Μακριά ακούστηκε βόμβος αεροπλάνου.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: