Το χιούμορ στο πεζογραφικό έργο του Γιώργου Ιωάννου

Θεσσαλονίκη, δεκαετία του 1960 (Ψηφιακά επιχρωματισμένη φωτογραφία από το Αρχείο της «Διαγωνίου»)
Θεσσαλονίκη, δεκαετία του 1960 (Ψηφιακά επιχρωματισμένη φωτογραφία από το Αρχείο της «Διαγωνίου»)

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ο Τ. Σ. Έλιοτ έγραψε κάποτε για το έργο του Τζέιμς Θέρμπερ: «Στο βάθος δεν είναι παρά μια κριτική της ίδιας της ζωής. Τα κείμενά του θα επιζήσουν πέρα απ’ τον καιρό τους και πέρα από το άμεσο περιβάλλον απ’ όπου ξεπήδησαν».

Βέβαια, το ερώτημα που γεννιέται με τη φράση αυτή, είναι τι σχέση θα μπορούσε να έχει ο εν λόγω συγγραφέας με τον πεζογράφο Γιώργο Ιωάννου, εφόσον γνωρίζουμε πως ο Αμερικανός αυτός συγγραφέας ήταν προπάντων ένας εξαίρετος ευθυμογράφος. Όμως, αν επιχειρήσουμε να δούμε συνολικά το έργο του Ιωάννου όχι μόνο από την πρόθεσή του να περιγράψει τον μύχιο κόσμο του με θλίψη, καμιά φορά κατανυκτική, αλλά από την πρωταρχική επιδίωξή του να υπηρετεί πάντα μιαν αλήθεια «σπαρταριστή», για να χρησιμοποιήσω μια λέξη που συνήθιζε να λέει, τότε θα διαπιστώναμε πως σε πολλά κείμενά του υπάρχουν εκείνες οι ρωγμές ευθυμίας που παρεμβάλλονται αριστοτεχνικά μέσα στη συμπαγή υφή του λόγου του. Εξάλλου, θα ήταν, νομίζω, σωστό να διατυπώσουμε εδώ τη σκέψη πως ο αληθινός τεχνίτης είναι εκείνος που μπορεί και ισορροπεί θαυμάσια ανάμεσα στα δυο ακρότατα και βασικά συναισθήματα (χαρά-λύπη), χωρίς όμως να δείχνει, μέσα από το έργο του τουλάχιστον, πως επιδιώκει ανοιχτά κάτι τέτοιο, εφόσον τα ίδια τα γεγονότα εκφράζουν συχνά αυτό ή εκείνο το συναίσθημα. Μα προκειμένου για τον Ιωάννου, που τυχαίνει να είναι άριστος τεχνίτης και σχετικά με το χιούμορ που μας αφορά, συμβαίνει να το μεταχειρίζεται ποικιλοτρόπως και με μέθοδο κατά την οποία μπορεί ο αναγνώστης, μετά από την αδιάκοπη παράθεση των αλλεπάλληλων περιστατικών, να παίρνει ανάσα ιδίως όταν το ύφος της αφήγησης γίνεται ιδιαίτερα βαρύ και πνιγηρό, ώστε να επιζητείται κατ’ ανάγκη μια εκτόνωση της ατμόσφαιρας. Αυτό που θέλω να τονίσω, είναι πως η κύρια πρόθεσή μου δεν είναι να ορίσω σώνει και καλά τον Ιωάννου ευθυμογράφο – κάθε άλλο μάλιστα. Ούτε πάλι θεωρώ πως αυτή η λέξη αφορά ένα είδος του λόγου περιφρονητέο, το οποίο συχνά η κριτική της λογοτεχνίας εξοστρακίζει με τη δικαιολογία πως μόνο τα θλιβερά είναι βαρυσήμαντα είναι άξια να κριθούν, πως το αστείο καμιά φορά εκπίπτει στην αφέλεια και στην αμετροέπεια, όσον αφορά το λογοτέχνη, και, ως εκ τούτου, ο αναγνώστης χαρακτηρίζεται επιπόλαιος επειδή προτιμά τον Θέρμπερ απ’ τον Ντοστογιέφσκι. Αυτό δεν αποτελεί καν άποψη σοβαρή και, πολύ φοβάμαι, πως εμπίπτει κι αυτό στη πολυσυζητημένη έννοια της υποκριτικής σοβαροφάνειας που παραδέρνει κριτικούς και κοινό. Συν τοις άλλοις, ο Ιωάννου, απ’ ό,τι πρόλαβα να τον γνωρίσω στα τέσσερα τελευταία χρόνια της ζωής του, δεν αποδείχθηκε ποτέ σε μένα άνθρωπος όπως τον πλάθει η φαντασία ενός αναγνώστη, που αναπόφευκτα κάνει την γνωριμία του με τον συγγραφέα μέσα από τα κείμενά του. Συχνά, υπήρξε αρκετά εύθυμος, προκλητικά καμιά φορά, αν και σχεδόν απότομα βυθιζόταν σε μια παράξενη μελαγχολία, την οποία κατόρθωνε πάντα ν’ απομακρύνει με ειρωνικό χαμόγελο. «Άντε, βρε, αρκετά παραβαρύναμε κι οι δυο με τη συζήτηση αυτή για της ζωής τ’ ακατανόητα. Καιρός είναι να πούμε κάτι διαφορετικό», έλεγε συχνά, και, σχεδόν αμέσως πήγαινε την κουβέντα στα καθημερινά (θα έλεγες πως πιανόταν στην κυριολεξία απ’ αυτά), για να καταλήξει στις γνωστές φιλοσοφημένες του διαπιστώσεις.

Ο Ιωάννου, όπως μιλούσε, έτσι κι έγραφε. Με μια γλώσσα ήδη έτοιμη, βιωμένη και διανθισμένη με λέξεις λόγιες και δημοτικές, θαυμάσια συνταιριασμένες, που τις περισσότερες φορές, έτσι όπως τις χρησιμοποιεί, αποκαλύπτουν μια ξεχωριστή ειρωνεία, που από μόνη της αποκομίζει στον αναγνώστη-ακροατή μια ιδιότυπη χιουμοριστική αίσθηση. Πολλές φορές, έτσι όπως σου μιλούσε καθισμένος στο γραφείο του με χαμηλωμένο βλέμμα, νόμιζες πως είχες απέναντί σου έναν απλοϊκό άνθρωπο που τάχατες δεν γνώριζε τίποτε απ’ τα εγκόσμια, μα όλα τα υποπτευόταν, έναν άνθρωπο που, σαν αθώο νεογέννητο, δεν ήξερε, ή καμωνόταν πως δεν ήξερε τα «πασίγνωστα», που αποτελούν τη σοφία των μεγάλων. Κι εδώ νομίζω πως συναντάμε το χαρακτηριστικό γνώρισμα του χιουμοριστή, την απλοϊκότητα, η οποία μέσα της αποκρύπτει τη βαθιά κατανόηση για τα ανθρώπινα. Στα κείμενα του Ιωάννου ανακαλύπτει κανείς τη βιωμένη γνώση ενός κόσμου που δεν δύει, αλλά απαυγάζει ακόμα ως θολή αναλαμπή μέσα στην απεγνωσμένη προσπάθεια της καθημερινής επιβίωσης.

Προηγουμένως ανέφερα πως κύρια πρόθεση του Ιωάννου δεν ήταν βέβαια το χιούμορ, ούτε η θλίψη και η κατήφεια (κάτι τέτοιο θα ήταν αφελές να υποστηριχθεί), αλλά η προσωπική του αλήθεια. Αυτό άλλωστε απέδειξε με την περιπλάνησή του σε πολλά μέρη, για να καταλήξει μετά στην πληκτική πρωτεύουσα, όπου ρίζωσε οριστικά, καταδιωκόμενος απ’ το λογοτεχνικό όραμα του, το οποίο εμπλουτιζόταν από ψηφίδες ζωής και θανάτου. Το έργο του θα επιζήσει λοιπόν και πέραν του καιρού του, όπως κι αυτός κατάφερε να επιβιώσει μέσα σε λογοτεχνικές κακοτοπιές και συμμορίες. Αλλά εκείνο όμως που διαφαίνεται καθαρά σε όλη τη συγγραφική του πορεία, είναι πως ο Ιωάννου υπήρξε ένας τελευταίος ακάματος εργάτης του πνεύματος, ίσως ο τελευταίος σύγχρονος συγγραφέας που επέμενε βασανιστικά να γράφει με μολύβι και κόλλα αναφοράς, αντιγράφοντας και διορθώνοντας κατ’ επανάληψη τα κείμενά του μέχρι να προσλάβουν τέλεια μορφή. Και η αγωνία αυτή, η δραματική συν τοις άλλοις, αυτό το συγγραφικό αποκορύφωμα, φαντάζει σήμερα στ’ αλήθεια κωμικό σ’ όλους εκείνους τους συγγραφείς που επιμένουν να γράφουν με κομπιούτερς και άλλα ηλεκτρονικά μέσα, υποστηρίζοντας με ναρκισσιστική αυτοπεποίθηση πόσο εύκολο πράγμα είναι η γραφή:

«Η γραφομηχανή δεν σου επιτρέπει να ζωγραφίσεις τη λέξη, να μετάσχεις και με τις κινήσεις σου στην ανάκλησή της. Δεν σου επιτρέπει να θυμηθείς με την κίνηση, καθώς γράφεις μια λέξη, να κάνεις συνειρμούς κινητικούς, να θυμηθείς με το σώμα σου, να σύρεις ακόμα και με τη μυϊκή σου δυνατότητα, τις λέξεις, τις φράσεις, τις παραγράφους, από το χάος στο χαρτί. Το ξέρεις πως υπάρχουν αρκετοί που γράφουν κατευθείαν σε γραφομηχανή και μάλιστα ορισμένοι από αυτούς εναβρύνονται για το κατόρθωμά τους, ενώ θα έπρεπε να το παρασιωπούν, γιατί προδίδει ανικανότητα και κακογραφία, πράγμα που έχει αντίκρισμα και στο χαρακτήρα. Νομίζουν ίσως οι καημένοι, ότι έτσι γίνονται μοντέρνοι, όπως οι Αμερικάνοι, που γράφουν μυθιστορήματα στη γραφομηχανή και στα κομπιούτερς, μασώντας τσίχλες, πίνοντας μπίρες και ακούγοντας μουσική. Όχι!», γράφει στο κείμενο «Εις εαυτόν», της Πρωτεύουσας των προσφύγων.

Δεν έχω δει άλλον να εργάζεται τόσο πολύ, ούτε άλλον να λέει τόσο σημαντικά πράγματα υπό μορφή καμιά φορά αστειότητας. Τον διέκρινε ανέκαθεν μια πρωτότυπη και μυστική επαφή με τα πράγματα, τους ανθρώπους και τους χώρους, και κάθε τι πρωτόγνωρο γι’ αυτόν νόμιζες πως κατευθύνονταν σε μια νοητική παρακαταθήκη, που συμπληρωνόταν καθημερινά από βαρυσήμαντους συλλογισμούς κι έξοχες παρατηρήσεις. Σχετικά όμως με το χιούμορ, στο οποίο έτσι κι αλλιώς θα καταλήξουμε, πρέπει να πούμε πως στο έργο του είναι άλλοτε διασκορπισμένο ευκαιριακά στα κείμενά του, και άλλοτε δοσμένο σ’ ένα και μόνο κείμενο. Συχνά, ενώ εγκλωβίζεσαι ως αναγνώστης, παρασυρμένος απ’ τη φαιδρή κι ευτράπελη διήγηση, στο τέλος η ερημιά και η απόγνωση έρχονται ν’ αντικαταστήσουν το τερπνό συναίσθημα σου. Τις περισσότερες φορές, το χιούμορ στον Ιωάννου έχει ερωτικούς υπαινιγμούς, και ιδιαιτέρως αφορά την περίοδο της Κατοχής μέχρι το 1949, τη λήξη του Εμφύλιου. Η γιαγιά του συγγραφέα, και ειδικά οι γριές, αναφέρονται σχεδόν πάντα για να ειπωθεί μαζί τους κάτι το φαιδρό, εφόσον τα πρόσωπα αυτά εμπαίζονται γενικά και η συμπεριφορά τους κατακρίνεται ως ακραία. Και δεν είναι μόνο η γιαγιά, αλλά και κάθε συγγενικό πρόσωπο με μια ξεχωριστή ιδιοσυγκρασία. Επίσης, εκδήλωση χιούμορ υπάρχει όταν διηγείται τη ζωή προσφυγικών οικογενειών της γενέθλιάς του πόλης. Ο συγγραφέας τα ατενίζει όλ’ αυτά όντας παιδί την εποχή εκείνη, κύριο γνώρισμα του χιουμοριστή. Και όλα τα γεγονότα, ευτράπελα και μη, εξελίσσονται συχνά σε δύσκολα χρόνια. Ο συγγραφέας παρατηρεί τ’ ανθρώπινα με μια διάθεση τραγική και, αν υποκύπτει προς στιγμήν στο χωρατό, είναι για ν’ αποκαλύψει στο τέλος ένα δράμα, πράγμα το οποίο αποτελεί οικεία τεχνική σε πολλούς συγγραφείς. Πάντως, ας δοθεί εδώ και η παρακάτω διευκρίνιση: η προσπάθειά μου αυτή δεν αφορά καθόλου τις χιουμοριστικές πινελιές, διατυπωμένες με ειρωνεία, που υπάρχουν στα περισσότερα κείμενα του συγγραφέα, παρά αυτοτελή κατά το δυνατόν αποσπάσματα που αναδεικνύουν μια «αποκλειστικά δική του» τεχνική πάνω στο χιούμορ, σπουδή μάλλον μιας άποψης για τ’ ανθρώπινα. Βασίστηκα κυρίως στα πρώτα του έργα, μιας που το χιούμορ των κειμένων αποβλέπει στην παγίωση μιας ξεχωριστής κι αμιγούς τεχνικής, η οποία υπηρετεί άριστα τα χιουμοριστικά είδη. Είμαι της άποψης πως στα τελευταία έργα τον Ιωάννου το χιούμορ δεν τον ενδιαφέρει άμεσα. Το ύφος των κειμένων είναι πιο προσωπικό και σπανίως καταφεύγει σε ευτράπελα περιστατικά. Το χιούμορ εδώ συγκρούεται θα έλεγες με τη δραματικότητα και καταπνίγεται, γι’ αυτό και η εξομολογητική διάθεση αποβαίνει πολλές φορές σπαραχτική και μεταφυσική. Πάντως, είναι σωστό να πούμε πως όταν αφηγείται ο Ιωάννου, τότε μόνο παρασύρεται από χιουμοριστική διάθεση. Όταν μιλά επίσης για τον εαυτό του υπάρχει αυτοσαρκασμός που εμπίπτει στην ειρωνεία. Αλλά ας δούμε πώς έχουν τα πράγματα.

2. ΤΟ ΧΙΟΥΜΟΡ ΣΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Α. Από τη συλλογή Για ένα φιλότιμο, εκδόσεις Διαγωνίου, Θεσσαλονίκη 1964, στο πεζογράφημα «Τα κελιά», αφού προηγουμένως ο συγγραφέας εκθέσει αναλυτικά και αλυσιδωτά το θέμα του, προτού ολοκληρώσει την αφήγησή του, καταλήγει στην προτελευταία παράγραφο:

«Ένας φίλος μου, όταν καταλάβαινε ότι ήρθε η ώρα για να πάει, έκαμνε ολόκληρες ετοιμασίες. Διάλεγε το καλύτερο ή το δυσκολότερο βιβλίο που διάβαζε εκείνες τις μέρες και κλεινόταν στο καμπινέ με τις ώρες. Ο ίδιος μου ομολόγησε πως μόνο εκεί μέσα μπόρεσε να καταλάβει καλά την «Κριτική του Καθαρού Λόγου» του Καντ. Άλλοι πάλι φίλοι μου έχουν γράψει στ’ αποχωρητήρια τα πιο εμπνευσμένα ποιήματά τους, και πιστεύω ακράδαντα ότι πολλές μεγάλες αποφάσεις σπουδαίων ανθρώπων έχουν παρθεί εκεί μέσα. Εγώ βρίσκω την ατμόσφαιρά τους κατανυκτική. Αυτό θα συμβαίνει επειδή είναι στενά και υψηλά σαν κελιά αγίων η σα φυλακές».

Προφανώς, εδώ το χιούμορ οριοθετείται από τη σύζευξη αντιθέτων: «Κριτική του Καθαρού Λόγου» του Καντ, «εμπνευσμένα ποιήματα», «σπουδαίες αποφάσεις» από τη μια και «αποχωρητήριο» από την άλλη. Η χιουμοριστική ειρωνεία είναι ολοφάνερη. Αλλά και σ’ αυτήν ακόμα την παράγραφο, ο συγγραφέας αποφαίνεται: «Τ’ αποχωρητήρια είναι σαν κελιά αγίων». Τ’ ασήμαντα και τα περιφρονητέα στη λογοτεχνία του Ιωάννου γενικά καταξιώνονται.

Στο πεζογράφημα «Οι κότες» που ακολουθεί, αφού πρώτα ο συγγραφέας κάνει λόγο για την απέχθειά του που τρέφει γι’ αυτά τα πτηνά, παρεμβάλλει ένα κομμάτι λέγοντας:

«Επί Κατοχής, ιδίως μετά το 41, σ’ όλα σχεδόν τα σπίτια είχαν κότες. Παντού κοτέτσια: στα μπαλκόνια, στις ταράτσες, ακόμα και μέσα στις κουζίνες. Τότε άρχισε να γίνεται πολύς λόγος στις παρέες της γειτονιάς και του σχολείου για ερωτοτροπίες πάνω σε κότες. Ήταν φανερό πως το δασκάλεμα είχε γίνει από μεγαλύτερους, που πάντα προσπαθούν, ποιος θα πρωτανοίξει τα μάτια των παιδιών. Μια μέρα ένα συμμαθητής μας μας διηγήθηκε, πως τον φώναξε κάποιος μουστακαλής στο καφενείο και μεταξύ άλλων τον ρώτησε: Έχεις γκόμενα; Έχετε στο σπίτι σας κότες; Κατόπι του εξήγησε. Κατά τα λεγόμενά τους, οι κότες τις περισσότερες φορές ψοφούσαν μετά απ’ αυτό και οι μανάδες και οι νοικοκυρές δεν ήξεραν τι να κάνουν με τη μυστήρια αρρώστια, που ρήμαζε το κοτέτσι. Μα κι όταν δεν ψοφούσαν, έκαναν κάτι αυγά περίεργα, συμπιεσμένα ή πριν την ώρα τους, χωρίς τσόφλι. Τα μέσα τους είχαν ξεχαρβαλωθεί. Και σήμερα ακόμα βρίσκει πότε πότε κανείς στις λαϊκές εφημερίδες κάτι τέτοιες ειδήσεις απ’ τις επαρχίες, που επιμελώς όμως δεν εξηγούνται. Τα καημένα τα ζώα, φαίνεται πως εξακολουθούν να υποφέρουν από την αυστηρή ηθική της ελληνικής υπαίθρου. Όταν αργότερα ήμουν στο πανεπιστήμιο, ένας περίεργος τύπος, φοιτητής της ιατρικής, μου εξήγησε, με τρόπο που μου προκάλεσε τον αποτροπιασμό, αυτές τις προτιμήσεις. Έχουν ψηλότερη θερμοκρασία, ιδίως οι χήνες, μου είπε. Στην Ολλανδία, μάλιστα, όπου οι χήνες είναι μεγαλόσωμες».

Εδώ το χιουμοριστικό αποτέλεσμα είναι μακάβριο, αποκαλύπτοντας ένα απ’ τα ερωτικά διέξοδα της θεόσωστης επαρχίας μας. Αυτό που εικάζει κατά βάθος ο Ιωάννου, είναι πως ίσως τα ζώα αυτά να μην είναι και τελείως «άχρηστα» κι «απορριπτέα», όπως ο ίδιος τα βλέπει, αλλά εξυπηρετούν κι αυτά βασικές ανθρώπινες ανάγκες. Όπως φαίνεται, η πρόθεση του συγγραφέα να εξαντλήσει εντελώς το θέμα, του επιτρέπει να πει και γι’ αυτήν την ιδιάζουσα χρησιμότητα που έχουν τα ζώα κυρίως στη στερημένη επαρχία τη δεκαετίας του ’60. Άρα το χιούμορ στο κείμενο προκύπτει ως φυσικό κι αβίαστο αποτέλεσμα κατά την έκθεση του ιδίου του θέματος.

Στον «Φόβο του ύψους», λίγο πριν το τέλος πάλι (όπως βλέπουμε, προτού ολοκληρωθεί το σοβαρό θέμα ο συγγραφέας το αποφορτίζει με παρεμβολή αστείου περιστατικού), ενώ ο Ιωάννου μιλά επί πολύ για την έντονη μοναξιά του, παρεμβάλλει ένα περιστατικό που έχει υπερρεαλιστική βάση επειδή αγγίζει ούτως ή άλλως την υπερβολή:

«Ένα βράδυ με παγωνιά, που γύρισα απ’ τους ευαγγελικούς, έγινε κάτι άλλο που με κατατάραξε. Φιλοξενούσαμε στο σπίτι ένα παιδάκι ανταρτόπληκτο και μπήκα στο δωμάτιο να το δω πριν κοιμηθεί. Εκεί όμως που το χάιδευα, πετάχτηκε απάνω κατατρομαγμένο κι άρχισε να ξεφωνίζει και να δείχνει: “μια μύγα, μια μύγα”. Φυσικά μύγα δεν υπήρχε στο δωμάτιο, κι ούτε ήταν δυνατό με τέτοια παγωνιά. Αλλά επιτέλους είναι τόσο τρομερό πράγμα μια μύγα; Κάτι βλέπει κι αυτό συλλογίστηκα. Δεν ήταν λοιπόν η φαντασία μου. Εκείνη την ώρα μου φάνηκε, πως το σπίτι κρατούσε την αναπνοή του».

Με την παρεμβολή του χιουμοριστικού περιστατικού, ο Ιωάννου εκλαμβάνει αυθαίρετα ως σύμμαχο στη μοναξιά του ένα ανταρτόπληκτο παιδί που έχει όμως την ικανότητα να βλέπει άλλα πράγματα, ίσως ικανά προς στιγμήν να τον απομακρύνουν απ’ το προσωπικό του πρόβλημα. Το παιδί προσποιείται πως βλέπει μια μύγα, μα ο συγγραφέας αντιστέκεται σ’ αυτό. Οι δυο απόψεις συγκρούονται, το παιδί αφαιρείται, ενώ ο Ιωάννου πατάει στέρεα στη γη. Το περιστατικό όμως δεν παρηγορεί.

Στην «Εξαίσια αστική μας κοινωνία», παραθέτει ένα ζουμερό απόσπασμα που αφορά την εργατική τάξη, συγκρίνοντάς την όμως μ’ εκείνη των μορφωμένων κυριών, για ν’ αποκαλύψει το ντοκουμενταρισμένο δράμα μιας χιουμοριστικής νοοτροπίας:

«Οι εργάτες πάλι, όταν ντύνονται καλά, συνήθως προσπαθούνε να μετριάσουν λίγο την αρρενωπότητά τους. Πολλοί μάλιστα γι’ αυτό το λόγο ξυρίζουν και το μουστάκι. Είναι γνωστό άλλωστε, ότι οι άνθρωποι που μεγάλωσαν υπό σκιάν αφορμή ζητούν για να τους αποκαλέσουν αλήτες. Έτσι ιδίως τους χαρακτηρίζουν, και μάλιστα με κάποια ανατριχίλα στη φωνή, οι δήθεν μορφωμένες κυρίες, που από τότε που έβγαλαν το σχολειό, ζήτημα είναι αν πιάσαν άλλο χαρτί στα χέρια τους, εκτός από την τράπουλα και το χαρτί της τουαλέτας. Οι εργάτες πάντως γι’ αυτές τις περιπτώσεις έχουν μια άλλη γνωστή λέξη, που καλύπτει επίσης μεγάλη κλίμακα ιδιοτήτων. Και μάλλον ξέρουν αυτοί τι λένε».

Ενώ ο κοροϊδευτικός τόνος είναι καταφανής, και η αλήθεια ξεσκεπάζει απροκάλυπτα τη δήθεν υπεροχή των αμόρφωτων κυριών, δίνοντας προτεραιότητα κι αποδοχή στους εργάτες. Το χιούμορ στο απόσπασμα πηγάζει απ’ τη σύγκριση.

Στο πεζογράφημα «Οι ψύλλοι», που είναι όλο σχεδόν διαποτισμένο από χιούμορ, διαβάζουμε στην αρχή:

«Μια πολύ γνωστή μου ύπαρξη έχει να λέει πως η πρώτη και τελευταία ερωτική της απόπειρα ματαιώθηκε εξαιτίας των ψύλλων. Παραθέριζαν κάπου, κι είχε τρυπώσει μ’ ένα εντόπιο πλάσμα μέσα σ’ ένα ακατοίκητο δωμάτιο, είδος αποθήκης. Μόλις όμως πέρασε η πρώτη στιγμή, διαπίστωσαν πως απάνω στα μέλη τους είχαν τσιτωθεί ένα σωρό ψύλλοι, που με λύσσα βύζαιναν το αίμα. Αμέσως τα παράτησαν όλα στη μέση, κι από τότε δεν ήρθε βολικά να ξανασυναντηθούν, καθώς κάθε φορά έβγαινε κι από ένα νέο εμπόδιο».

Παραθέτοντας την επέμβαση του εντόμου στη σεξουαλική πράξη, ο συγγραφέας εμπαίζει ένα γνωστό του για να παρασυρθεί μετά και να μιλήσει για τους ψύλλους. Το έναυσμα είναι χιουμοριστικό, και μ’ αυτή τη διάθεση σφραγίζεται τελικά το ύφος του κειμένου ίσαμε το τέλος. Οι αποκαλυπτικές διαπιστώσεις του συγγραφέα σοκάρουν ιδίως όταν το τραγικό αποδίδεται με εύθυμο τόνο, κάτι που επιβάλλει καθαρά η μετάθεση ύφους.

Η «Λυσσασμένη αγελάδα» έχει σαν θέμα μια αγελάδα λυσσασμένη που σφάχτηκε στην Καλαμπάκα και φαγώθηκε σ’ εστιατόριο Τρικάλων. Η επίπτωση της είδησης αυτής των εφημερίδων για τους κατοίκους της πόλης είναι άκρως χιουμοριστική. Ο συγγραφέας με υποψία παρακολουθεί τ’ αποτελέσματα αυτού του γεγονότος σε ορισμένους κατοίκους της πόλης, οι οποίοι μάλιστα κατανέμονται και σε κατηγορίες ανάλογα αν έφαγαν το κρέας της αγελάδας ή όχι. Το δήθεν τραγικό γεγονός, βασισμένο στις υποψίες του κόσμου, αποβαίνει στο τέλος τραγελαφικά βασανιστικό. Η υποψία για το αν έφαγαν ή όχι το κρέας της αγελάδας γίνεται αγωνιώδης, ενώ το χιούμορ ισορροπεί περίτεχνα. Μέχρι και το μητροπολίτη αφορούν οι υποψίες.

Β. Στη συλλογή Η Σαρκοφάγος, που εκδόθηκε στην Αθήνα το 1971, υπάρχει διάχυτο χιούμορ. Υποθέτω πως επειδή το έργο γράφτηκε στην πόλη αυτή της ανέχειας, όπως σχολίαζε συχνά ο ίδιος ο συγγραφέας, του έδωσε αφορμή να δει τα πράγματα με άλλο μάτι:

            «1. Στην Αθήνα, και αυτοί από τους δημιουργούς που ασκούν ελεύθερο επάγγελμα και αυτοί που αποζούν από τη δημιουργία τους, αλλά και αυτοί που είναι δημόσιοι υπάλληλοι βρίσκουν καλύτερες συνθήκες ζωής.

                2. Ακούστηκε παραπάνω ότι στην Αθήνα οι δημιουργοί “αναπνέουν” καλύτερα. Το παραδέχομαι κι αυτό, και μάλιστα στην ευρύτερη κοινωνική έκτασή του, γιατί η αθηναϊκή κοινωνία ως πολύ ευρύτερη παρουσιάζει περισσότερη αρμονία, ευκαμψία και λείανση. Άλλο τώρα το θέμα, αν τη λειτουργία αυτή την κρατάει αδιατάραχτη και στις συμφορές σου, όταν δηλαδή έχεις ανάγκη να ασχοληθούν οι άλλοι μαζί σου περισσότερο», λέει αρκετά χρόνια αργότερα στο κείμενο που δημοσιεύτηκε στο βιβλίο Εφήβων και μη, Κέδρος 1984, «Περί φυγής, της διαφυγής, ή και της καταφυγής πολλών πνευματικών δημιουργών της Θεσσαλονίκης στην Αθήνα».

Στην προαναφερθείσα συλλογή υπάρχουν κείμενα στα οποία το χιούμορ προκαλεί συχνά ένα ξέσπασμα γέλιου στον αναγνώστη, κι αυτό που αξίζει να σημειωθεί, είναι πως στη συλλογή υπάρχουν και κείμενα αμιγή, παραδομένα ολοκληρωτικά στο χιούμορ.

Στη «Νεκροφάνεια», επί παραδείγματι, ο αναγνώστης έχει από την αρχή την εντύπωση πως το κείμενο είναι από τα γνωστά εκείνα που περιγράφουν μια νεκροφάνεια όπου στο τέλος, ο αποτροπιασμός συγγενών και φίλων μεταμορφώνεται αισίως. Εδώ υπάρχει πρωτοτυπία τουλάχιστον ως προς τον χειρισμό του θέματος. Όλα κινούνται γύρω από μια ιδέα, όπως άλλωστε και στη «Λυσσασμένη αγελάδα», η οποία διαδίδεται ανάμεσα στους παρευρισκομένους πως ο νεκρός, η κυρία Φιφή, ίσως να ήταν ζωντανή μες στο φέρετρο, εξαιτίας του ότι τα μάγουλά της ήταν ρόδινα και λυγούσαν τα δάχτυλά της. Η Καίτη και ο Λέλος, τα παιδιά της νεκρής, γελούν με την ιδέα αυτή. Μα όταν το νέο παίρνει διαστάσεις σε σημείο να καλέσουν γιατρό ο οποίος στη συνέχεια διαπιστώνει πως πράγματι η κυρία Φιφή ήταν νεκρή, τα πάντα παγώνουν. Ο Λέλος και η Καίτη θρηνούν τώρα γοερά. Η ελπίδα προς στιγμήν προκαλεί τη χαρά και παρατείνει κάπως το όνειρο. Το χιούμορ εδώ είναι πηγαίο, μα ανατρέπεται στο τέλος βίαια όταν κλυδωνίζονται τα πάντα, υποχωρώντας έτσι στην επιβεβαίωση και κατίσχυση της αρχικής πίστης. Όταν δεν υφίσταται πια η εκδοχή της ζωής, τότε όλα βυθίζονται στην ατμόσφαιρα του θανάτου. Ο θάνατος είναι στο κείμενο η μόνη αλήθεια. Η διαφορά με τη «Λυσσασμένη αγελάδα» είναι, πως στο πεζογράφημα αυτό η υποψία-ιδέα εξατμίζεται στο τέλος, ενώ στη «Νεκροφάνεια» υπάρχει βίαιη ανατροπή η οποία επισφραγίζει και συμπληρώνει θα έλεγες το σχήμα θάνατος-ελπίδα ζωής-θάνατος.

Με τη «Σειρήνα» ο Ιωάννου επιχειρεί να δώσει εικόνες της Θεσσαλονίκης πριν την επίθεση της Ιταλίας κατά της Ελλάδας, φτάνοντας μέχρι και την επιστράτευση των Ελλήνων στις 28 Οκτωβρίου 1940. Ο συμβολισμός εδώ είναι καταφανής. Μέσ’ απ’ τα δραματικά γεγονότα της Ευρώπης, ως μακρινός απόηχος της επικείμενης για την Ελλάδα καταστροφής, υπάρχουν και εικόνες ενός περίγυρου ιδωμένου με τα μάτια ενός παιδιού που μεταμορφώνεται στο τέλος του κειμένου σε έφηβο. Ανάμεσα στα ευτράπελα γεγονότα που επιβιώνουν πριν αυτά παρασυρθούν απ’ την επερχόμενη δίνη του πολέμου, υπάρχει και το ακόλουθο, κωμικό περιστατικό:

«Μια καινούρια συγκάτοική μας, η επιλεγόμενη Χαρτού ή Μπαλαφούσκα – έριχνε τα χαρτιά κι ήταν πολύ χοντρή – άνοιξε πόλεμο σχεδόν μ’ όλο το σπίτι. Στο τέλος, βγήκε στην αυλή με μια ταμπέλα τσίγκινη, που έγραφε, θαρρώ, “Πιλοποιείον”, και χτυπώντας την σαν ντέφι την έδειχνε γύρω τριγύρω σ’ όλο το κοινό για να δούνε πόσο σπουδαίος ήταν ο μακαρίτης ο άντρας της. Όμως η αυτοαποκαλούμενη “θεία του σπιτιού”, η θεία δηλαδή του απουσιάζοντος σπιτονοικοκύρη, αμφισβήτησε τη γνησιότητα της ταμπέλας, οπότε έγινε πια χαλασμός Κυρίου. Τον επόμενο χρόνο και οι δυο αυτές γριες πέθαναν απ’ την πείνα. Με τέτοια και με άλλα περνούσε ο καιρός, ενώ ο πόλεμος απλωνόταν στην Ευρώπη».

Στο σημείο αυτό, ας κάνουμε μια σκέψη: ίσως πάντα πριν από την καταστροφή οι άνθρωποι να ξεφαντώνουν και να εκτρέπονται. Ο εύθυμος τόνος που υπάρχει εδώ ανταλλάσσεται στο τέλος της παραγράφου με την τραγικότητα. Όλα βυθίζονται στο θάνατο, αν και η τελευταία φράση της παραγράφου φαντάζει έμμεσα παρηγορητική. Η παράγραφος αυτή αποτελεί, νομίζω, μικρογραφία της τεχνικής του Ιωάννου (χαρά-θλίψη) συγκριτικά με το υπόλοιπο κείμενο.

Το «Χρυσούν απίδιον» που ακολουθεί, αρχίζει ως εξής:

«Εδώ και μερικά χρόνια, ένα απογευματάκι, καθώς πήγα να προσκυνήσω στον τάφο του πατέρα μου, πήρα μια σπάνια σύγχυση. Πάνω στην πλάκα ανοιγμένο διάπλατα βρίσκονταν ένα τυπωμένο χαρτί, που με μεγάλα γράμματα και ζωηρά λόγια διαφήμιζε ούζα, κρασιά και κονιάκ ενός ορισμένου εργοστασίου. Το ξέσκισα αμέσως με αγανάκτηση κι άρχισα να βασανίζομαι για να βρω, ποιος άτιμος και κρύος άντρας μπορούσε να ’χε κάνει το φαρμακερό αυτό αστείο. Δε φτάναν δηλαδή τα τόσα υπονοούμενα, που είχαν πετάξει στις ολομόναχες γυναίκες μερικοί, ακόμα και τη μέρα της κηδείας, θέλαν τώρα να εξακολουθήσουν να μας υπενθυμίζουν ορισμένα πράγματα, που εμάς μας καίγαν και προσπαθούσαμε πώς και πώς να ξεχαστούνε. Άναψα το κερί μου κι έφυγα απ’ το νεκροταφείο με πολύ βαριά καρδιά. Ζούμε ανάμεσα σε τέρατα, έλεγα συνεχώς, και πρέπει να λάβουμε τα μέτρα μας γιατί θα μας ξεκάνουν».

Ως έναυσμα παραθέτει ένα αστείο για να μιλήσει μετά για τα παιδικά του χρόνια αποκαλύπτοντας και την ταβέρνα που συχνά πήγαινε παιδί να φωνάξει τον πατέρα του για να γυρίσει σπίτι και να φάνε. Παραδίπλα στο μαγαζί, βρισκόταν και το φαρμακείο του Πεντζίκη, λογοτεχνικό κέντρο της εποχής, κι ακριβώς πάνω απ’ την ταβέρνα το σπίτι του λογοτέχνη. Τα διαφημιστικά χαρτάκια πάνω στον τάφο του πατέρα του που καταλήγουν συνειρμικά στην ταβέρνα, κι ύστερα στον Πεντζίκη, δεν είναι βέβαια τυχαία. Θα έλεγε κανείς πως η παιδική αφέλεια εδώ έχει προφητικό και συνάμα συμβολικό σκοπό. Στο ίδιο κείμενο, διηγείται κι ένα άλλο χιουμοριστικό περιστατικό, διαφωτιστικό ωστόσο ενός συμβολισμού που συχνά χρησιμοποιεί ο Ιωάννου:

«Ένα βράδυ όμως που είχα πάει μ’ ένα γειτονόπουλο να μαζέψουμε τους πατεράδες μας από κει, τα πράγματα τα βρήκαμε αγριεμένα. Είχαν ετοιμάσει τσιμπούσι μεγάλο και μόλις μας είδαν έγιναν έξω φρενών. Μας έστειλαν να πάμε να κοιμηθούμε αμέσως. Οι γύρω γέλαγαν και τους πείραζαν. Βγήκαμε καταπικραμένοι και τους κοιτάζαμε απ’ τα θολά τζάμια. Δεν το ’χαν καθόλου στο νου τους να σηκωθούν. Αλλά κι εμείς δε θέλαμε καθόλου να γυρίσουμε σπίτι. Σίγουρα θ’ αργούσαν πολύ και θα γινόντουσαν πάλι ιστορίες. Όταν βαρεθήκαμε να περιμένουμε, πήγαμε παρακάτω σ’ ένα αρβανιτάδικο, για να ζεσταθούμε και να φάμε κάτι. Ο γαλακτοπώλης μας αράδιαζε με ταχύτητα τα γλυκά του: “Γαλακτομπούρεκα, μπακλαβάδες, τουλούμπες, κουρκουμπίνια, φοινίκια, εκμέκ-κανταΐφ, μπακλαβά- κανταΐφ, σαραγλί, ρεβανί, μουαλεμπί, γκιουσεμπέν, ασουρέ, κορνέτες, πονηρά, χανούμ-μπουρέκ, μπαμπάδες, ριζόγαλα… ”. “Έναν μπαμπά”, είπαμε κι οι δυο μ’ ένα στόμα. Και τρώγοντας σε λίγο με βουλιμία τους γλυκούς μπαμπάδες σχεδόν δακρύσαμε από ευχαρίστηση.»

Ο χιουμοριστικός συμβολισμός αναδύεται με την παράθεση των γλυκισμάτων ενός γαλακτοπωλείου όπου τα δυο παιδιά διαλέγουν το γλυκό «μπαμπά». Το κείμενο με τη χρήση των συμβολιστικών εικόνων αποκαλύπτει το ριζικό της σχέσης του συγγραφέα με τη λογοτεχνία.

Στη «Συμμορία της καρφίτσας» ο συγγραφέας μιλάει για κάποια περιβόητη πεντάδα που είχε μανία να τρυπάει με καρφίτσα ξένες γαλοπούλες. Το χιούμορ εδώ είναι τραγικό και ξεσκεπάζεται ακαριαία με το παρακάτω απόσπασμα:

«Ο νεκροθάφτης κατοικούσε ακριβώς απέναντί μας και το ξύλινο τουρκόσπιτό τους πολλά μας επέτρεπε ν’ ακούμε αργά τις νύχτες σαν γυρνούσε πιωμένος. Η γυναίκα του – μεγάλη τσαούσα – πάντα σχεδόν τον χτυπούσε και τον έβριζε, μα τα δύο αγόρια του, περιέργως, ποτέ δεν ξυπνούσαν να πάρουν το μέρος κάποιου απ’ τους δυο. “Πάλι με ρήμαξε η άτιμη γάτα”, έλεγε την άλλη μέρα για τις γρατζουνιές στο πρόσωπό του.

Την τελευταία προπολεμική σαρακοστή έφαγαν με πολλή μαεστρία και κέφι τη στερνή γαλοπούλα τους. Γυρνώντας βρήκε τη γυναίκα του αναίσθητη στα στρωσίδια. Δε θα το πρόσεχε, αν δεν ήταν μαθημένος κάθε φορά να τις τρώει. Την κουβαλήσαμε στο νοσοκομείο· είχε πάρει κινίνα για ν’ αυτοκτονήσει. Το γράψαν κι οι εφημερίδες – ρεζιλίκια πράματα. Ήταν φοβερό τότε να σε γράψουν οι εφημερίδες. Το πρωί ο γαλατάς κι ο μανάβης της είχαν φωνάξει τα μύρια όσα για τα βερεσέδια. “Απ’ το μπαταχτσιλίκι του, είπαμε, πήγε ν’ αυτοκτονήσει η γυναίκα”. Όμως δεν ήταν ακριβώς αυτό. Την είχε εγκαταλείψει ένας νεαρός χασάπης.»

Στην τελευταία φράση με την οποία ολοκληρώνεται το απόσπασμα, το χιούμορ συμπληρώνει ως αντιφατική κατάληξη την έντονη δραματικότητα. Κατόπιν ο συγγραφέας, αφού εξιστορήσει τη ζωή αυτής της γυναίκας, τη δικαιώνει στο τέλος επειδή συζούσε με τους κουνιάδους της, συγκρίνοντάς την με τη γυναίκα του Κατά Ματθαίον Ευαγγελίου που παντρεύτηκε επτά αδελφούς στη σειρά.

Δε χωρά αμφιβολία πως τα «Παρατσούκλια» είναι ένα κείμενο άκρως χιουμοριστικό. Ο Ιωάννου διεκτραγωδεί τα διάφορα παρατσούκλια που του φώναζαν οι συμμαθητές του, παρατσούκλια που αφορούσαν συχνά όλη την οικογένειά του, την επονομαζόμενη «Οικογένεια Βατραχιάν». Όλο το κείμενο γέμει περιστατικών που προκαλούν γέλια. Τα πάντα όμως κι εδώ είναι ισοζυγιασμένα, ώστε να μην εκτρέπονται. Μέσα απ’ τη γελοιοποίηση μιας κατάστασης, αναδύεται η μοναξιά και η καταδίκη. Η αιώνια πρόθεση του περίγυρου να καυτηριάζει πάντα το παράξενο, μεγαλοποιείται μέσα από τα μάτια ενός παιδιού. Μερικά περιστατικά που υπάρχουν εδώ θεωρούνται σαν θεία δίκη που ξεσπά εναντίον του συγγραφέα επειδή αυτός τυραννούσε μικρά ζώα. Η παιδική αφέλεια τον οδηγεί στην αντίδραση. Η ονομασία του από τον καθηγητή σε «μπούφο», από τη δασκάλα σε «σκαντζόχοιρο», τον αναγκάζει να τιμωρήσει για να εξιλεωθεί ένα ξανθό μερμήγκι που του μοιάζει στα χρώματα του προσώπου του, ρίχνοντάς το σε φωλιά μαύρων μερμηγκιών.

«Άρχιζα να μην παίζω με κανέναν. Έπαιζα μόνος μου στην αυλή μας διάφορα δικά μου παιχνίδια. Έβρισκα δυο φωλιές μερμήγκια διαφορετικά σε χρώμα και μέγεθος. Επειδή ήμουν πολύ ξανθός, ήθελα μια φωλιά να ’χει ξανθά μερμήγκια. Η άλλη είχε μελαχρινά με μεγάλα ευκίνητα πόδια. Δεν ήταν δύσκολο να βρεθούν. Έπαιρνα τότε ένα απ’ τα ξανθά, που ήταν πιο αδύναμα, και το ’ριχνα μέσα στην τρύπα της φωλιάς, εκεί όπου έβραζαν τα μαύρα μερμήγκια. Αυτά έζωναν αμέσως το ξανθό, το δάγκωναν από παντού, το τραβολογούσαν, και τελικά, μέσα σ’ ένα συνωστισμό, το ’σερναν μισοπεθαμένο στη φωλιά τους. “Πάει ο σκαντζόχοιρος”, έλεγα πικραμένος.

Άλλη μανία μου ήταν να χτυπάω με πέτρες ή να κλοτσάω τις γάτες και τα σκυλιά, ιδίως τα γκαστρωμένα. Το χτύπημα, όταν πετύχαινε καλά, έκαμνε έναν ήχο βαθύ, που με τρέλαινε. Ήταν επίσης και το ούρλιαγμά τους. Όλα αυτά όμως ποιος θα μου τα συγχωρέσει; Ίσως μόνο η Μαρία της Λιβύης, που λατρεύει τα ζώα σαν θεούς.»

Στο τέλος του κειμένου τα πάντα δικαιώνονται, εφόσον ήδη πριν ο εξομολογητικός τόνος απαλύνει όλα τα βάσανα.

Στη «Σκυλοπολιορκία», ο συγγραφέας διεκτραγωδεί τα βάσανά του το 1963, όταν μετατέθηκε από την Πελοπόννησο στην Κασσάνδρα της Χαλκιδικής, και νοίκιασε ένα σπίτι με άγρια σκυλιά που του ορμούσαν όποτε έβγαινε για να πάει στο αποχωρητήριο. Η περιγραφή είναι γεμάτη απελπιστικό χιούμορ, μα όταν εκθέτει τι μηχανεύτηκε για να μην πηγαίνει αργά το βράδυ στο αποχωρητήριο, τα πράγματα φαιδρύνονται:

«Άνοιγα το παράθυρό μου, και όπως ακριβώς οι μεγάλες κυρίες των Βερσαλιών άδειαζαν το ανάλογο περιεχόμενο μέσα απ’ τα πολυτελή βάζα κάτω απ’ τα παράθυρά τους, έτσι έκαμνα κι εγώ. Με μια βασική διαφορά όμως: εγώ είχα ρεματάκι, ενώ αυτές τα άδειαζαν μέσα στους κήπους και πολλές φορές πάνω στα κεφάλια των ανύποπτων φρουρών ή υπηρετών.

Στο μεταξύ, μετά από διάφορα πειράματα, έλυσα επιτυχώς και το θέμα της μυρωδιάς. Έριχνα μέσα στο τσουκάλι, όχι κολόνιες και τέτοια, αλλά χλωρίνη μπόλικη. Δημιουργούνταν αμέσως ένας χαρμόσυνος αφρός, που δεν ήταν καθόλου άσχημο να τον βλέπεις, και διαλύονταν τα πάντα εις τα εξ ων συνετέθησαν.

Τις νύχτες όμως που δεν έβρεχε ή δεν είχε χιόνια άλλαζε ο τρόπος ενεργείας μου. Λίγο προτού κοιμηθώ, έβγαινα σιγά σιγά σαν τον κλέφτη, διέσχιζα με το ξεχειλισμένο τσουκάλι την αυλή και ρίχνοντας δεξιά κι αριστερά διερευνητικές ματιές προχωρούσα προς τον απέναντι λαχανόκηπο, όπου το άδειαζα χωρίς τύψεις πλέον. “Το καλύτερο κινέζικο λίπασμα – της εθνικιστικής Κίνας, βέβαια”, έλεγα ευχαριστημένος κι έτρεχα ν’ ανεβώ τη σκάλα προτού με πάρουν μυρωδιά τα σκυλιά και κόψουν πάλι το σκοινί τους.»

Στη συνέχεια, ο Ιωάννου μας εκπλήσσει με τα όσα παραθέτει. Επειδή του αρέσει να χρησιμοποιεί την αντίθεση, συνειρμικά καταφεύγει στην επιτυχημένη σύζευξη του καθικιού με το γεμάτο μέλι πιθάρι που τοποθετήθηκε ο νεκρός βασιλιάς της Σπάρτης Αγησίπολης για να μεταφερθεί από την Άθυτο αναλλοίωτος στην πατρίδα του. Στο τέλος, ο συγγραφέας διαπιστώνει: «Για να εκτιμήσω όμως όλες αυτές τις βασικές χαρές, έπρεπε να ρημάξω πολύτιμο μέρος της ζωής μου παλεύοντας με τους διάφορους σκύλους και την αποσύνθεση».

Στο κείμενο «Ο δουξ του Σπρουξ», το ειρωνικό ύφος αποπνέει ένα χιούμορ παράξενο. Το θέμα έχει σουρεαλιστικούς υπαινιγμούς που αποδίδονται με ρεαλιστικές εικόνες αθηναϊκού κέντρου, της Ομόνοιας, όπου το δουκάτο του συγγραφέα στεγάζεται σ’ ένα ξενοδοχείο πολύ κοντά στην περιώνυμη πλατεία. Στο κείμενο, μαζί με την ειρωνεία, υπάρχει και μια διάθεση κωμική που δεν υπερβαίνει το μέτρο. «Ο δουξ του Σπρουξ» είναι στην ουσία ένα μωσαϊκό ανθρώπων που περιφέρονται καθημερινά σ’ ένα χώρο που δεν τους αφομοιώνει, αλλά τους ωθεί να πλανώνται από δω κι από κει χωρίς να βρίσκουν πουθενά ησυχία.

«Τα βαφτίσια» είναι επίσης γεμάτο από χιουμοριστικές πινελιές, ιδίως όταν ο συγγραφέας σχολιάζει ονόματα γυναικεία και αντρικά. Προς το τέλος, μέσα σ’ αυτήν τη χιουμοριστική αναμπουμπούλα, παρατίθεται το παρακάτω περιστατικό:

«Ένας άλλος όμως νουνός έπαθε κάτι πολύ χειρότερο. Λυτός θεώρησε καλό να πάει μεθυσμένος στα βαφτίσια. Έβγαλε την ψυχή του παπά όσο να πει το πιστεύω. Όταν ήρθε η στιγμή της ονοματοθεσίας και είπε ο παπάς “Και το όνομα αυτής;” ο νουνός ξέχασε το όνομα, που μόνος του είχε διαλέξει και που ήταν κομμάτι δύσκολο. Ο κόσμος στην αρχή περίμενε με περιέργεια, ύστερα άρχισε σιγα σιγά να χαχανίζει, ενώ ο παπάς είχε γίνει πυρ και μανία. Κάποτε ο νουνός θυμήθηκε τ’ όνομα κι απ’ τη χαρά του βιάστηκε να πει: “Ελπινίκη, γ… τη μάνα του ”. “Πάψε, ευλογημένε” του είπε με αγανάκτηση ο παπάς και άρχισε να επαναλαμβάνει το όνομα. Διάφορα παιδιά έτρεξαν κατά το έθιμο στο σπίτι κι ανήγγειλαν στη μάνα όχι μονάχα το όνομα μα ολόκληρη τη φράση. Η μάνα απ’ τη ντροπή της πήγε και κρύφτηκε στον αχυρώνα. Μα κι ο νουνός που συνήλθε κάπως στο μεταξύ δεν εννοούσε να πάει στο σπίτι. Ντρεπόταν τον κόσμο και ιδίως τη νοστιμούλα κουμπάρα του. Κι έτσι χρειάστηκε να τον ξαναποτίσουν αρκετό κρασί για να ξαναβρεί το θάρρος και το κέφι του».

Αξιοσημείωτο είναι το τέλος του κειμένου, όπου ο συγγραφέας καταφεύγει στους επικήδειους λόγους, τονίζοντας ξανά την αντίθεση γέννηση-θάνατος.

Στο «Ουκ ηπίστατο φεύγειν», οι χιουμοριστικές εικόνες αποδίδονται με τρόπο συνειρμικό, το γνωστό τρόπο της πεζογραφίας του Ιωάννου, κατά τρόπο δευτερεύοντα όμως. Το κείμενο περιγράφει ένα ταξίδι του συγγραφέα απ’ τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα με τρένο. Οι ίδιοι οι σταθμοί που κάνει η αμαξοστοιχία κάθε τόσο, είναι πηγές απ’ όπου αναβλύζει η μνήμη. Κατοχικά περιστατικά εμπλέκονται μαζί με άλλα ευτράπελα, αλλά μόνον όσα εκτυλίσσονται κοντά στη Θεσσαλονίκη είν’ αυτά που έχουν σπουδαιότητα για τον συγγραφέα, όπως το περιστατικό με τη γριά Βενέτω, όπου η γεροντική αφέλεια καταφέρνει προς στιγμήν να διασκεδάσει τους ρημαγμένους γειτόνους της μέσα σ’ εκείνη την ανεξίτηλη και διαβρωτική ερημιά:

«Ήταν κι εκείνη η πάντα ξένοιαστη καμπουρίτσα, η Βενέτω, που είχε από πάνω ως κάτω το μισοσκότεινο υγρό δωματιάκι της όλο εικονίσματα και καντήλια, έβλεπε συνέχεια οράματα και θαύματα, πάλευε τις νύχτες με ίσκιους βαριούς, αλλά είχε μυστηριωδώς μια κόρη κι ένα γιο μοναδικής ομορφιάς και μεγάλο τσόγλανο του ορφανοτροφείου και ο οποίος πέθανε παλικαράκι πια μετά από ένα γερό μπερντάχι που του ’ριξαν οι Γερμανοί στην Κατοχή για κάποια κλεψιά στρατιωτικών ειδών. Η Βενέτω παρηγορήθηκε τότε με μοναδική αναισθησία και ταχύτητα διακρίνοντας “θείον δάκτυλον” κι εδώ και δοκιμασία της πίστης της με ανθρωποθυσίες πλέον. Θεός σχωρέστην. Οι δικές μας ακόμα έχουν να λένε για το πόσο ανοικοκύρευτη ήταν. Πού να ξαδειάσει όμως απ’ τις παρακλήσεις, τα ευχέλαια και τις επισκέψεις σε ιερείς και αρχιερείς; Ήθελε με κάθε λόγο και κάθε πράξη της να δοξάζεται το όνομα του Θεού. Γούστο είχε όταν έριξε κάποτε άθελά της έναν γερμανό στρατιώτη απ’ τη μοτοσυκλέτα. Ήρθε και μας το είπε σταυροκοπούμενη. Δεν ξέρω πώς ακριβώς έγινε το επεισόδιο, αλλά θυμάμαι ότι μας φάνηκε πολύ αστείο. Ο Γερμανός πήγαινε, φαίνεται, σιγά κι αφηρημένος, μα όταν είδε ξαφνικά μπροστά του την καμπούρα και κατάμαυρη Βενέτω, τα ’χασε και φρενάροντας απότομα βρέθηκε κάτω. Σηκώθηκε απ’ τα χώματα με άγριες διαθέσεις. Όμως έμεινε άφωνος, όταν εκείνο το πλάσμα άρχισε με τον πιο μελιστάλαχτο τρόπο να του μιλάει στη γλώσσα του. Αυτή τη φορά δεν επρόκειτο περί θαύματος. Είχε πάει μικρή για χρόνια στο γερμανικό σχολείο της Σμύρνης μα το είχε λησμονημένο. Κι εμάς τότε μας το πρωτόπε. Ζήτησε συγγνώμη απ’ τον γερμανό, τον ρώτησε αν είχε χτυπήσει και του τόνισε ότι τη σωτηρία του την οφείλει στην προστασία του Θεού. Έτσι θα τον βοηθήσει ο Κύριος να πάει γερός στη μανούλα του. Μετά απ’ αυτά ο στρατιώτης κατάπληκτος αν όχι και κατατρομαγμένος έσπευσε να εξαφανιστεί. Όταν γυρίσαμε απ’ την εκδρομή μ’ έπιασε δυνατός πυρετός κι οι μαυρισμένες πια παπαρούνες έγιναν μαλακτικό για τα λαιμά μου. Η Βενέτω έφερε σταυρολούλουδα και με θυμιάτισε. Ιησούς Χριστός νικά – όλα τα κακά σκορπά, επαναλάβαινε συνεπαρμένη και μ’ έντυνε ελαφρά.»

Εδώ το περιστατικό πιθανόν να είναι αναπλασμένο. Παρακάτω, ο συγγραφέας κατατρύχεται από μια σκέψη που του δημιουργεί υποψίες και φοβίες, προκαλώντας το γέλιο. Αυτό που θαυμάζει κανείς εδώ είναι η έκθεση των αλλεπάλληλων παθημάτων, που μπορεί να υποστεί κανείς όταν ξεχάσει τη βρύση του ανοιχτή και φύγει. Μέσα σ’ αυτόν τον ορυμαγδό ευτράπελων εικόνων που παρατίθενται συνειρμικά, υπάρχει και κάτι το απίστευτα δραματικό: η ευθύνη και οι ενοχές που έχει ο συγγραφέας απέναντι σ’ έναν κόσμο που τον εγκλωβίζει, που δεν συγχωράει εύκολα τα ατοπήματα:

«Για μια στιγμή εκεί που στεκόμουν κι ανασκάλευα το παρελθόν μ’ έπιασε φρίκη. Κι αν ξέχασα στο σπίτι καμιά βρύση ανοιχτή; Όρμησα νοερά μέσα στο σπίτι τρελά ψαχουλεύοντας. Έστριβα και ξέστριβα τις βρύσες, αναπαράσταινα τις κινήσεις μου. Αδύνατο, καθόλου δε θυμόμουν. Το μόνο που κατάφερνα να θυμηθώ ήταν πως είχα αφήσει τα ξυριστικά μου. Σκηνές φοβερές άρχισαν να αλληλοανακαλούνται ασταμάτητα: το νερό, που μας το κόβουν κατά τα κέφια τους οι προκομμένοι, να ’ρχεται τα ξημερώματα, η βρύση να τρέχει μανιασμένα, ο μισοβουλωμένος νεροχύτης να μην προφταίνει να τραβήξει όλο το νερό, αυτό να ξεχειλίζει, να προχωρεί σάμπως δειλά στην αρχή, να πλέουν ύστερα παπούτσια, παντόφλες, κιλίμια, μερμήγκια, κατσαρίδες, τα πάντα, να προχωρεί, να βγαίνει στο διάδρομο, να παίρνει χαμπάρι η φριχτή τζαντόγρια του αποκάτω πατώματος, που μ’ έχει ταράξει με το ράδιό της, να βαράει συνέχεια το κουδούνι μου, να ξεφωνίζει, να γρονθοκοπάει την πόρτα μου, να ξυπνάει την πολυκατοικία, κι όταν πια τα νερά ασυγκράτητα αρχίζουν να τρέχουν καταρράχτης απ’ το φρέαρ του ασανσέρ και να υπάρχει κίνδυνος για καμιά ένωση, να καλούν το 100, κι αυτό πάλι την πυροσβεστική, να σπάνουν την πόρτα μου, να κλείνουν τη βρύση, να ψάχνουν και λιγάκι με την ελπίδα να με βρούνε πεθαμένο ή “εν αφασία”, κι ύστερα, μετά από διάφορα σχόλια και χειρονομίες, να κλείνουν όπως όπως την πόρτα και ν’ αφήνουν έκθετα βιβλία, χειρόγραφα, γράμματα, φωτογραφίες και άλλα ενθύμια συγγενών και φίλων. Και όχι μόνο αυτά, μα το νερό, ρεκάζοντας να ’χει ξεπλύνει κι εκείνες τις σταγόνες απ’ το αίμα του μικρού, απ’ την τελειωτική του αιμόπτυση, που εγώ τις έχω πώς και πώς κι ούτε πατάω κατακεί, κι όλο λέω να κάνω γύρω του κάτι το προστατευτικό γιατί για μένα αυτά είναι τ’ άγια λείψανα κι οι άγιες κάρες. Απ’ όλα τα μαρτύρια αυτό το είδα με τα μάτια μου και με δίπλωσε ανεπανόρθωτα στα δυο. Μου έρχονταν να κατεβώ στο Πλατύ και να περιμένω το αντίθετο τραίνο. Και μήπως άλλοτε δεν έχασα τραίνο γιατί νόμισα πως είχα αφήσει αναμμένο θερμοσίφωνο; Πότε περάσαμε τον Λουδία, ούτε ένιωσα. Τι ήθελα και σκάλιζα τα περασμένα και παρατημένα; Γιατί να με νοιάζει; Φεύγω ή δε φεύγω απ’ αυτόν τον καταραμένο τόπο; Ας ρημάξουν όλα, εδώ ρημάχτηκα ολόκληρος.»

Το απόσπασμα αυτό, χιουμοριστικό κατά τ’ άλλα, είναι διπλά δραματικό και για ένα ακόμη λόγο: Για την αναφορά στις σταγόνες απ’ την αιμόπτυση του μικρού αδελφού του συγγραφέα Θεοδωράκη που πέθανε το 1964. Σαν να θέλει να δικαιωθεί απ’ όλη αυτή την ιστορία. Στο τέλος αυτής της εφιαλτικής παραγράφου, ξαναεπανέρχεται στην πραγματικότητα με διάφορες απορίες.

Η μόνη κληρονομιά, διηγήματα, Αθήνα 1974, προσφέρεται κι αυτή για ανάλογες παρατηρήσεις. Το κείμενο «Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ», είναι στην ουσία μια βιογραφία δύο αδελφών γυναικών, προσφύγων κατά τ’ άλλα, που ο συγγραφέας τις παρακολουθεί μέχρι το θάνατό τους. Χιούμορ υπάρχει κι εδώ βέβαια, είναι κάπως όμως μεμονωμένο, όπως π.χ. η περίεργη συμπεριφορά των νιόπαντρων μπατζανάκηδων στην αρχή:

«Οι νιόπαντροι μπατζανάκηδες πήραν το πράγμα κατάκαρδα – έφταιγαν κιόλας λίγο – κι έκαναν το ίδιο βράδυ ένα μεθύσι απ’ τα σπάνια. Αντί να γλεντούν οι καλεσμένοι τους, γλεντοκοπούσανε οι ίδιοι. Στο τέλος, κατέβασαν τα βρακιά τους και χορεύανε ξεβράκωτοι απάνω στα τραπέζια. Οι φίλοι τους ενθουσιασμένοι τους βαρούσανε παλαμάκια τραγουδώντας τους τραγούδια αποκριάτικα, ενώ οι γυναίκες απ’ την αρχή ακόμα βγάλανε μια φωνή κι εξαφανίστηκαν.

Πάνω στο μεθύσι τους δεν πρόσεξαν πως σε μια γωνιά της σάλας, στην πολυθρόνα την καλή, ήταν θρονιασμένη η κουμπάρα. Αυτή μόλις είδε τα καμώματα, σηκώθηκε μ’ αξιοπρέπεια κι έφυγε απ’ το σπίτι. Και ούτε ξαναπάτησε ποτέ. Αρνήθηκε μάλιστα να βαφτίσει και τα παιδιά τους, αδιαφορώντας για την αμαρτία και την προσβολή. Ήταν μεγάλη αρχόντισσα στη Θράκη».

Εδώ το χιούμορ αμφισβητεί τη σοβαρότητα κι επισημότητα του γάμου, και σ’ αυτήν την αμφισβήτηση βασίζεται και η καθαυτή αξία του αστείου. Το χιούμορ δεν παρεμβαίνει μόνο σε περιπτώσεις κορεσμού του σοβαρού ύφους, παρά όταν ο συγγραφέας έχει την πρόθεση ν’ αντισταθεί γελοιοποιώντας έτσι τις κοσμικές επισημότητες. Επίσης χιούμορ εκτίθεται και πιο κάτω, στην κηδεία του χτίστη, του συζύγου της μιας αδελφής, όταν αυτός πέθανε από εχινόκοκκους.

«Πήγαμε και στη νέα κηδεία. Καθώς το προσφυγικό νοσοκομείο ήταν απέναντι απ’ τη Βαγγελίστρα, το παιδί παρακολουθούσε απ’ το παράθυρο την κηδεία του πατέρα του, κάνοντας συνεχώς το σταυρό του. Στην εκκλησία η μάνα μου λιγοθύμησε. Τη βγάλαν σηκωτή έξω, τη μπατσίζαν και την τρίβανε. Το βράδυ δε μας έφτανε η πίκρα μας, είχαμε και τις φωνές του πατέρα μου, που έλεγε πως κάποιος επίτροπος είχε βρει την ευκαιρία και την έτριβε στα στήθια. Θαρρείς και το είχε κάνει επίτηδες η γυναίκα. Πάντως, η απαγόρευση “δε θα ξαναπάς σε κηδείες” ουδέποτε τηρήθηκε».

Ο Ιωάννου στο σημείο αυτό κατορθώνει ν’ αποσπάσει απ’ το τραγικό το αστείο, που επιδρά στο άμεσο οικογενειακό του περιβάλλον, έχοντας κύριο αποδέκτη τη μητέρα του.

Ας έρθουμε στο διήγημα «Ο θείος Βαγγέλης», που αποτελεί την ιστορία ενός δασκάλου, θείου του συγγραφέα ο οποίος παντρεύτηκε μια λωλή συνάδελφό του. Καράφλας μέχρι το κόκαλο, σπουδαίος λοχαγός στον ανταρτοπόλεμο, αλλά και δεινός ρήτορας επικήδειων κατά την περίοδο αυτή:

«Ο θείος Βαγγέλης το μόνο που φρόντιζε ήταν να μαθαίνει το όνομα του ενταφιαζομένου και να το προσθέτει στην τελευταία προσλαλιά. Το μόνιμο ακροατήριό του, παπάδες, φαντάροι και νεκροθάφτες, είχαν πια απαυδήσει απ’ το ν’ ακούνε τα ίδια και τα ίδια. Χασμουριόνταν ολοένα και ξυνόντουσαν.

Έκαμνε μια σύντομη διακοπή το μεσημέρι και ξαναγύριζε με τους τριμμένους λόγους στην τσέπη. Η λωλή δασκάλα τον καρτερούσε ταμπουρωμένη στο σπίτι με όπλα και χειροβομβίδες. Είχε την ιδέα πως ο άντρας της ήταν σπουδαίος στόχος για τους αναρχικούς. Και ευτυχώς που δεν έγινε κανένα αστείο ή παρεξήγηση, γιατί η δασκάλα θα είχε πάει από τότε, παίρνοντας ποιος ξέρει πόσους αθώους στο λαιμό της με τις χειροβομβίδες της.

Ο θείος Βαγγέλης κόντευε ν’ αποχτήσει πια ψυχολογία νεκροθάφτη. “Αυτά έχει η ζωή”, δήλωνε με χαμόγελο. Εντούτοις είχε μια πολύ πικρή γκριμάτσα, όταν τύχαινε – και τύχαινε συχνά – να μιλήσει πάνω από κανένα ωραίο ψηλό παλικάρι με αστραφτερά μαλλιά και μουστάκια. “Και είχε τόσο πλούσια μαλλιά”, μονολογούσε».

Το χιούμορ καλύπτει εντελώς το μακάβριο, κάτι που συμβαίνει και πιο κάτω όταν παρατίθεται η επίσκεψη του ζευγαριού κι ενός χωροφύλακα στο σπίτι τους, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς.

«“Ντινινί σιχτίμινι”, έλεγε έξαλλος ο πατέρας μου, “γυναίκα είσαι ή σκιάχτρο; Βρέθηκε άντρας να σ’ αγαπήσει εσένα; Το Χριστό σου, την Παναγία σου…” –“Μη το Χριστό, μη την Παναγία”, φώναζε κορωμένη η γριά, “εμένα βρίσε, εμένα” –“Τι να σε βρίσω εσένα; εσένα και την τύχη μου έχω βαρεθεί να σας βρίζω”.

Και δώστου, για να μην παραφερθεί, να στραβώνει και να διπλώνει στα δυο τα πιρούνια και τα κουτάλια απ’ το στρωμένο εορταστικό τραπέζι. Με αποτέλεσμα να μην έχουμε κουταλοπίρουνα για να φάμε σε λίγο. Ακόμα θυμάμαι εκείνα τα κακοσιαγμένα πιρούνια και κουτάλια, που ενώ προσπαθούσα να τα φέρω στο στόμα μου, αυτά πήγαιναν στη μύτη μου ή στο αυτί μου.

Όμως όταν ερχόταν η ώρα κι ακούγαμε έξω τα κορναρίσματα, τα τραίνα και τα βαπόρια, φιλιόμασταν όλοι θερμά και κόβοντας την πίτα λέγαμε ευχές και ευχές. Η ακατάβλητη γριά δεν παρέλειπε να ευχηθεί στο γαμπρούλη της “καλά μυαλά” ή “καλή φώτιση”, οπότε γινόταν ένας νέος καβγάς, ο πρώτος πρώτος του καινούριου χρόνου. Γι’ αυτό είμασταν έτσι μουδιασμένοι και ανέτοιμοι εκείνο το βράδυ, που μας ήρθαν ξαφνικά ο θείος Βαγγέλης. Εμείς αλλιώς λογαριάζαμε να περάσουμε – κατά τα ειωθότα.

Μια και δεν υπήρχε τράπουλα ούτε διάθεση για αστεία ανέκδοτα, λέγαμε διάφορα πράγματα για την κατάσταση, που ολοφάνερα, ύστερα από τόσους σκοτωμούς, είχε πάρει να καλυτερεύει. Φυσικό ήταν να μιλήσουμε και για τις απώλειες και για τις θυσίες και για τους νεκρούς. Ο θείος Βαγγέλης βρέθηκε πια στο στοιχείο του. Η λωλή δασκάλα έβγαλε απ’ τη τσάντα της μια χειροβομβίδα. Αφαίρεσε την περόνη κρατώντας σφιχτά τον επικρουστήρα. Κατατρομάξαμε. “Μη φοβάστε”, μας έλεγε, “μη φοβάστε. Σας δείχνω πώς θα την πετάξω”. Ο χωροφύλακας μας έδειξε ξαναμμένος το περίστροφό του. Το άδειασε και το ξαναγέμισε με μαεστρία. Αυτό δεν το φοβηθήκαμε και τόσο.

Όταν αυτά τα νούμερα τέλειωσαν, ο θείος Βαγγέλης σηκώθηκε σιωπηλός, πήγε στην κρεμάστρα και πήρε από το παλτό του κάτι χαρτιά. Ήταν οι περίφημοι επικήδειοι. “Εφόσον δεν έρχεστε να μ’ ακούσετε επί το έργον”, μας είπε, “να σας τους διαβάσω εδώ, μια και τυχαίνει να τους έχω μαζί μου”. Και λέγοντας αυτά κοίταζε, κυρίως, εμένα, που ήμουν ο πιο μορφωμένος, μετά, βέβαια, απ’ αυτόν και τη γυναίκα του. Η δασκάλα χειροκρότησε ζωηρά κι ο χωροφύλακας καλοστρώθηκε στο μιντέρι. Εμείς δεν είπαμε τίποτε· τι να πούμε; επισκέπτες ήταν. Κοιταχτήκαμε μόνο πανικόβλητοι. Νοσταλγούσαμε έντονα τα καβγαδάκια μας».

Το χιούμορ κινεί εδώ τα πάντα και είναι προκλητικό και βεβιασμένο. Θα έλεγε κανείς πως αναγκάζει τους ήρωες να θεωρούν τα πάντα φυσικά και αβίαστα. Το κείμενο είναι απροκάλυπτα εκτεθειμένο, τουλάχιστον για τους ήρωες, σε μια μη συνειδητή γνώση του περίγυρου. Οι άνθρωποι αυτοί έρχονται, θαρρείς, από έναν άλλο κόσμο του οποίου όμως διατηρούν τον αντίλαλό του μέσα στη φρικωδία του Εμφύλιου. Η ευθυμία συνταιριάζει εδώ θαυμάσια με τον φόβο ο οποίος πηγάζει από την περισσευούμενη αστειότητα των ίδιων των ηρώων. Το κείμενο όμως έχει την κοινή τύχη με τα υπόλοιπα: Όσο αστεία και να ξεκινά, τόσο γρήγορα βυθίζεται στο τέλος σε μια νοσταλγική κατήφεια: «Η καημένη η δασκάλα, τα καημένα τα παλικάρια, οι καημένοι οι δικοί μου». Τα πάντα στον Ιωάννου καταλήγουν σε διαπιστώσεις-επικλήσεις, ως μεταθανάτιος απόηχος, όπως εδώ μετά τη χαρμόσυνη προτροπή της αδελφής του συγγραφέα: «Καλέ, τραγουδείστε, καλέ, τραγουδείστε!».

Το διήγημα «Το βουγγάρι» παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον. Είναι κι αυτό μια εκτενής ιστορία των παραμονών του πολέμου που φτάνει μέχρι τα μετέπειτα χρόνια. Με το πρόσχημα αυτό της ιστορίας, ο Ιωάννου, ως γνωστόν, καταφέρνει να εκθέσει κι άλλα, συνθέτοντας έτσι μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα της ζωής, όπως π.χ. τα όσα παραθέτει για την γεροντοκόρη δασκάλα με την οποία παραθερίζανε τότε στη Φλώρινα, είναι αποκαλυπτικά μιας διονυσιακής καθ’ όλα άποψης για τη ζωή, ιδίως όταν αυτή βιώνεται τάχα ανυποψίαστα εν μέσω κινδύνων:

«Πρώτα πρώτα είχαμε μια πολύ άσχημη γεροντοκόρη δασκάλα, που ερχόταν κάθε χρόνο στη Φλώρινα για να κάμνει λέει, ντοματοθεραπεία με τις φημισμένες ντομάτες του τόπου. Ήταν ιδιαίτερα σιχαμερή κατά την ώρα της θεραπείας, όταν μ’ εκείνες τις αχειλάρες και τις δοντάρες της προσπαθούσε να φάει το εσωτερικό μόνο απ’ τις σαρκώδεις ντομάτες, αποφεύγοντας το δύσπεπτο φλούδι. Έτρωγε, φυσικά, κοφίνια ολόκληρα. Εντούτοις κάθε χρόνο γινόταν φριχτότερη στην όψη, μα ομολογουμένως καλύτερη στην καρδιά. Ίσως με τον καιρό να πρόκοπτε σε σοφία και να διαισθανόταν καθαρότερα ότι οι ντομάτες, ακόμα και της Φλώρινας, δεν είναι, δυστυχώς, το μεγάλο όπλο για την υγεία και την ομορφιά σ’ αυτόν τον κόσμο».

Και παρακάτω η σκηνή με τις ερωτοτροπίες του κουρέα με τη φίλη του πίσω από ένα πουρνάρι, πολύ κοντά όμως στη δασκάλα:

«… Η δασκάλα βρέθηκε τότε σε δύσκολη θέση. Φοβηθήκαμε για μια στιγμή μήπως μας δημιουργήσει κανένα ζήτημα. Τι να την κάνουμε; Είχαμε φροντίσει και γι’ αυτήν, αλλά κανένας δεν την είχε θελήσει. Στο τέλος αποκαμωμένη σκεπάστηκε κατά τον ίδιο τρόπο με μια εφημερίδα κι έκανε πως κοιμάται. Μα, αυτό δε βάσταξε πολύ. Έβγαλε ξαφνικά μια τσιρίδα και πετάχτηκε. Την είχε τσιμπήσει μια σφήκα στο δεξί μάγουλο. Οι ερωτευμένοι διέκοψαν τα φιλιά τους για να προσφέρουν τις πρώτες βοήθειες. Αμμωνία, φυσικά, μαζί μας δεν είχαμε. Χρειάστηκε να κατουρήσω εγώ, που το κάτουρό μου ήταν, λέει, ακόμη αγνό, να κάνουμε λάσπη και να της την κολλήσουμε στο πρησμένο μούτρο. Αυτό ήταν γιατροσόφι του κουρέα. Για να την παρηγορήσουμε της λέγαμε σε τόνο στοργικό ότι οι σφήκες στα γλυκά πηγαίνουν κι όχι στα πικρά, οπότε αυτή το πίστεψε κι άρχισε να κάνει νάζια σαν καμιά μπεμπέκα. Δεν ξέραμε πώς να συγκρατήσουμε τα γέλια μας. Η αλήθεια, πάντως, είναι πως οι σφήκες κανέναν άλλο δεν πείραξαν. Δεν πιστεύω όμως να το είχε κάνει επίτηδες η υστερική δασκάλα. Μας χάλασε όλο το κέφι».

Εξαίρετο είν’ επίσης και το επεισόδιο με τις αδελφές Λουκανίκες:

«Αυτές πάλι, αφού έκαμναν πρωί πρωί με πυρωμένο σίδερο τα μακριά μαλλιά τους μπούκλες σαν λουκάνικα – πράγμα για το οποίο ο κόσμος λογοπαίζοντας τις ονόμαζε “Λουκανίκες” – σκαρφάλωναν απάνω στην κορομηλιά για να βλέπουν τις ασκήσεις των παλικαριών, αλλά και για να γλιτώνουν απ’ τη γριά και το γέρο πατέρα τους, που μετά το πάθημα της πρώτης, δεν τις άφηναν να στέκονται πολύ πολύ στην πόρτα. Μέσα στο πηγάδι, που ήταν κάτω ακριβώς απ’ τα κλαδιά της φουντωτής κορομηλιάς και όπου κατεβάζαμε καρπούζια, πεπόνια και αγγούρια για να κρυώσουν, καθρεφτίζονταν συχνά, κι ας ήταν μεσημέρι, το φεγγάρι σε διάφορες φάσεις του. Πάντως, δεν ήταν αλήθεια αυτό που έλεγε η γειτονιά, πως δε φορούσαν τίποτε από κάτω. Η μόνη αλήθεια σχετικά ήταν πως οι Λουκανίκες είχαν παρανοήσει τους στίχους ενός τραγουδιού της εποχής κι αντί να λεν: “Δεν έχεις τίποτε, μα έχεις κάτι, / και από κάτι είσαι ολόκληρη γεμάτη” Αυτές έλεγαν: “Και από κάτω είσαι ολόκληρη γεμάτη…” Τι να τις κάνεις; Μήπως ήξεραν καλά ελληνικά;»

«Το χειρότερο απ’ όλα στο σπίτι των κοριτσιών ήταν το αποχωρητήριο. Στην πραγματικότητα δεν υπήρχε καθόλου αποχωρητήριο. Τη νύχτα πήγαιναν στο απέναντι χωράφι που συνόρευε με το στρατώνα. Οι σκοποί πίσω απ’ τα σύρματα ψιθύριζαν λόγια λαγνείας μες στο σκοτάδι. Καμιά φορά έκαμναν λάθος, οπότε γινόταν άγριος σαματάς. Τη μέρα πήγαιναν στο στάβλο, όπου ήταν το αιώνιο γουρούνι και το παχνί της αγελάδας. Μια φορά, που μ’ έμπασαν εκεί μέσα να κάνω τα κακά μου, κατατρόμαξα σαν ένιωσα μια θερμή ανάσα από πίσω μου. Ήταν το γουρούνι, που στα μισοσκότεινα καταβρόχθιζε ό,τι μπορούσε. Αργότερα, όταν πίεζαν το νεαρό να πάρει την ξεπλανεμένη κόρη, αυτός, ανάμεσα στα άλλα επιχειρήματα που αράδιασε, ήταν και το αποχωρητήριό τους. Ίσως τον είχε τρομάξει κι αυτόν το γουρούνι, που μακάρι και να τον δάγκωνε».

Στο σημείο αυτό, η τεχνική του Ιωάννου είναι γνωστή: Η διήγηση κυλά φυσικά παρασέρνοντας τα πάντα μέχρι να εξαντληθεί το θέμα, χωρίς ωστόσο να φαίνεται πως ο συγγραφέας έχει πρόθεση για κάτι τέτοιο.

Στο σύντομο διήγημα «Τα περιστέρια», η αίσθηση του χιούμορ είναι κι εδώ κατ’ ανάγκην δραματική. Ο ανυποψίαστος αναγνώστης έχει την εσφαλμένη εντύπωση, στην αρχή τουλάχιστον του κειμένου, ότι πρόκειται περί φαιδρού περιστατικού:

«Καθώς γύριζα απ’ το σχολειό πεινασμένος είδα κόσμο έξω απ’ το σπίτι. Ο καμπούρης συγκάτοικός μας φορώντας τη ρεπούμπλικα έβγαζε λόγο απ’ το μπαλκόνι. Κάθισα κι εγώ και τον έκαμνα χάζι. Η γειτονιά φαινόταν να έχει πανηγύρι. Το ακροατήριο ξεσπούσε κάθε τόσο σε χειροκροτήματα. Είχαμε αποχτήσει επιτέλους κι εμείς τον τρελό μας. Την πουτάνα μας την είχαμε προπολλού».

Το χιούμορ καταπνίγεται οριστικά κι ακαριαία απ’ την έκθεση του δράματος ενός ανθρώπου καμπούρη που βγήκε στο μπαλκόνι για να βγάλει λόγο δίπλα σ’ ένα κλουβί περιστεριών, τα οποία κάθε τόσο απελευθερώνει. Ο συγγραφέας, εξαιτίας του γεγονότος αυτού αποκαλύπτει και άλλα δράματα που φωλεύουν στην πολυκατοικία. Στο τέλος, αφού ο καμπούρης ελευθερώνει τέσσερα περιστέρια μπαίνει μέσα και επιχειρεί να σκοτώσει τη μητέρα του.

Στο διήγημα «Τα λεμόνια ήταν ακριβά», υπάρχει, βέβαια, χιούμορ όταν διαβάζει κανείς για Γερμανούς της Κατοχής να πετούν συχνά από το τρίτο πάτωμα επιταγμένου σπιτιού λεμόνια στους περαστικούς Θεσσαλονικείς. Εδώ το χιούμορ δεν προέρχεται απ’ τον περίγυρο, τον συγγενικό ή φιλικό του συγγραφέα, είναι δραματικό χιούμορ που προκαλεί ο κατακτητής στους φοβισμένους πολίτες. Η τραγικότητα που αποπνέει το κείμενο είναι διπλή, να λάβουμε υπόψη μας και την ανατίναξη του κτιρίου απ’ τους δικούς μας, που ίσως και να μη συνέβη. Υποθέτω πως ίσως ο Ιωάννου να καταλήφθηκε από εκδικητική μανία ενάντια σ’ ένα τόσο εξευτελιστικό γεγονός, ώστε θέλησε να επινοήσει την ανταπόδοση με τη χειροβομβίδα.

Όπως σημειώθηκε στην αρχή, στα υπόλοιπα βιβλία του Ιωάννου, Το δικό μας αίμα, πεζογραφήματα, Αθήνα 1978, Ομόνοια 1980, Επιτάφιος θρήνος, διηγήματα, 1980, Πολλαπλά κατάγματα, πεζογράφημα, 1982, υπάρχει βέβαια χιούμορ, το οποίο ο συγγραφέας χρησιμοποιεί με τη γνωστή τεχνική που είδαμε παραπάνω. Η παράθεση κι άλλων αποσπασμάτων θα ήτανε, νομίζω, άνευ σημασίας και αρκετά χρονοβόρα όσον αφορά μια ομιλία. Εξάλλου, στις συλλογές αυτές στις οποίες αναφέρθηκα, κι από τις οποίες σχολιάστηκαν τα εδάφια, υπήρχε η τεχνική άμα τη γενέσει της κι αυτό μ’ ενδιέφερε πάνω απ’ όλα. Μόνη εξαίρεση αποτελεί βέβαια το πεζογράφημα «Βουκουρέστι, αχ, Βουκουρέστι!…» από τη συλλογή Το δικό μας αίμα, 1980, όπου ο συγγραφέας περιγράφει γλαφυρότατα τις συνάξεις των ηλικιωμένων γυναικών στο σπίτι του, πρωτοστατούσης βέβαια της γιαγιάς του, στα χρόνια της Κατοχής, της Απελευθέρωσης και του Εμφύλιου, όπου περνούσαν την ώρα τους με ιστορίες πίνοντας κριθαρένιο καφέ, κι εκφράζοντας με την πρώτη ευκαιρία τον αντικομουνισμό τους. Ας ακούσουμε όμως μια ιστορία:

«Ένας Ρώσος καλόγερος, αφού υπόφερε τα πάνδεινα από τους μπολσεβίκους στις εξορίες και τις φυλακές κι αφού άκουσε βρισίδι και διαφώτιση που του πήγε καπνός κι αντάρα, άρχισε να δείχνει ότι παραδέχεται σε πολλά σημεία τις αντιθρησκευτικές απόψεις των διαφωτιστών του. Κατευχαριστημένοι εκείνοι σκέφτηκαν να τον παρουσιάσουν έτσι με τα ράσα και τα γένια στο λαό, για να μιλήσει μέσα σ’ ένα κατάμεστο στάδιο εναντίον της θρησκείας. Και πραγματικά μάζεψαν τον κόσμο και ανέβασαν σ’ ένα ψηλό βάθρο τον καλόγερο, για να τον βλέπουν όλοι. Κι αυτός, αφού πρώτα περίμενε να γίνει ησυχία απόλυτη και να στραφούνε όλα τα βλέμματα επάνω του, έβγαλε ξαφνικά από τον κόρφο του έναν μεγάλο σταυρό και υψώνοντάς τον κραύγασε προς τα πλήθη: “Χριστός Ανέστη!”. Έγινε τότε πανδαιμόνιο, χαλασμός κόσμου. Οι μπολσεβίκοι αυτοστιγμεί πέσαν πάνω του και τον λιανίσαν».

Και παρακάτω, οι διαπιστώσεις των γυναικών που ακούγονται σαν εξορκισμοί:

«—“Χορεύουν άντρες με γυναίκες γυμνοί”, λέγανε σκυφτές.
“Αχ, Βουκουρέστι το κάνανε, Βουκουρέστι!”, σχολίαζε ο μαυροφορεμένος χορός.
“Χορεύουν γυμνοί άντρες με άντρες”, λέγανε γουργουριστά.
“Αχ, Βουκουρέστι το κάνανε, Βουκουρέστι!”, σχολίαζε ο χηρευάμενος χορός.
“Χορεύουν γυμνές γυναίκες με γυναίκες”, σφύριζαν χαμηλόφωνα.
“Αχ, Βουκουρέστι το κάνανε, Βουκουρέστι!” σχολίαζαν όλες μαζί και σταυροκοπιόντουσαν, ίσως γιατί έπιαναν με τη φαντασία τους την ομήγυρή τους ολόγυμνη να χορεύει.
“Αυτός με τις μουστάκες…”, ψιθύριζαν.
Αχ, Βουκουρέστι πια, Βουκουρέστι!”.
“Απορρίχνουν ελεύθερα τα παιδιά”, έλεγαν.
“Γεννάνε στα νοσοκομεία, όχι στα σπίτια τους”.
“Οδηγάνε αυτοκίνητα, τραίνα, ακόμα και καράβια, γυναίκες πράμα!”, έλεγαν.
Πηγαίνουν και στρατιωτίνες, μαθές!
“Πάει ο ντουνιάς! Βουκουρέστι, όλα Βουκουρέστι ”»

Όλο το κείμενο κυριαρχείται από τη φράση «Αχ, Βουκουρέστι, αχ, Βουκουρέστι!…», που ενώ αντηχεί αστεία, αναδίδει ένα φαρισαϊσμό θρησκοληψίας και πουριτανισμού που δεν αποδεικνύεται και τόσο αθώος: Η γλαφυρή ιστορία της Λεωνόρας, της φίλης της γιαγιάς, που ζούσε με τον άντρα της νεκρής αδελφής της και τα δυο παιδιά τους που ήταν κι αυτός μπολσεβίκος, και της άλλης φίλη της, της Αηδονιώς, που είχε μάλιστα κι ένα γιο κομμουνιστή σε μόνιμο τόπο εξορίας, το αποδεικνύουν. Η εντύπωση αυτή ότι το Βουκουρέστι είναι τόπος σεξουαλικής απελευθέρωσης, δεν παραδέρνει μόνο τις αφελείς γριές, αλά κι έναν καθηγητή πανεπιστημίου, ο οποίος παρασύρεται κι αυτός, πιστεύοντας πως εκεί πάνω γίνονται σημεία και τέρατα. Η τρέχουσα αντίληψη για τα γεγονότα, αντιστρατεύεται την επιστημονική γνώση την οποία αντιπροσωπεύει ο καθηγητής και τη συντρίβει. Ενώ το κείμενο ολοκληρώνεται, ο Ιωάννου, αναπολεί πικρά: «Αχ, Σαλονίκη, ρημαγμένη Σαλονίκη, δεν ξέρω πώς να σε θρηνήσω…». Κάπου αλλού έχουμε ακούσει ανάλογη, σπαραχτική επίκληση που μας εμβάλλει σκέψεις. Στον «Θείο Βαγγέλη», ένα αμιγές χιουμοριστικό κείμενο, του οποίου το τέλος το σφραγίζει η ματαιότητα (το άλλο είναι «Τα παρατσούκλια» και η «Νεκροφάνεια»). Και τα δύο αυτά τα κείμενα καταλήγουν σε σπαραχτική ζωοφόρο.

    Τελειώνοντας, ας προσθέσω και κάτι ακόμα που αφορά την αξία του χιούμορ, όπως την ορίζει ο Robert Escarpit: «Ο άνθρωπος χωρίς χιούμορ ζει τη ζωή του μεταξοσκώληκα κάτω από το μεταξωτό περίβλημά του, βέβαιος για ένα μέλλον που δεν θα διαρκέσει, μισοαναίσθητος, ανίκανος σε οποιαδήποτε αλλαγή. Το χιούμορ σπάζει το κουκούλι, για να οδηγήσει προς τη ζωή, την πρόοδο, τους κινδύνους της υπάρξεως. Συνήθως βγαίνει απ’ αυτό ένα φτερωτό έντομο, κοινό κι ασήμαντο, καμιά φορά όμως ξεπετιέται η πολύχρωμη πεταλούδα που νομίζεις πως γελάει σαν τους θεούς ή μαντεύουμε μέσα στη σκιά το μυστηριώδες ξάνοιγμα φτερών κάποιας γιγάντιας πεταλούδας, μαύρης σαν τη νύχτα». Και ο Ιωάννου, ικανός τεχνίτης που ήταν, ανέκαθεν υποχρεωμένος ν’ ατενίζει τα πάντα μονάχα με τα μάτια της ψυχής, γνωρίζει να βλέπει τα του κόσμου τούτου με πίκρα και τα εκφράζει καμιά φορά με χιούμορ, άσχετα αν μέσα απ’ αυτό θέλει τις περισσότερες φορές να κρύψει ένα ανομολόγητο τρόμο.

    ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
     

    αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: