Ασ’ τα να πάνε, Γιώργο μου!

Ασ’ τα να πάνε, Γιώργο μου!

— Βρε κα­λώς τον Γιώρ­γο. Δε σε πε­ρί­με­να.
— Πώς να με πε­ρί­με­νες! Αφού χά­θη­κα. Λεί­πω δε­κα­ε­τί­ες τώ­ρα, θα ’χε­τε λη­σμο­νή­σει και την όψη μου πια!
— Α μπα, ξε­χνιέ­σαι εσύ, αδερ­φέ!
— Όμως του αν­θρώ­που η μνή­μη σβή­νει γρή­γο­ρα.
— Άλ­λων μπο­ρεί, η δι­κή σου όχι, εσέ­να σ’ αγα­πούν, και σε μνη­μο­νεύ­ουν, όχι όσοι θα όφει­λαν βέ­βαια. Πά­ντως οι φί­λοι μου κι εγώ κά­θε μέ­ρα σε σκε­φτό­μα­στε, κά­ποιοι από μας σου κά­νου­με πα­ρέα νο­ε­ρά.
— Αλή­θεια, δεν ξέ­ρεις τι χα­ρά μου δί­νεις!
— Όταν περ­νάω απ’ την Ομό­νοια ή απ’ το Βαρ­δά­ρη στή­νω μα­ζί σου κου­βέ­ντα, όταν ακούω προ­σφυ­γι­κές λα­λιές το ίδιο, όταν δια­βά­ζω αρ­χαία κεί­με­να σε φέρ­νω στο νου μου, Ψαλ­μούς, πα­ρο­μοί­ως, δη­μο­τι­κά τρα­γού­δια, επί­σης.
— Λαϊ­κά τρα­γού­δια δεν ακούς;
— Σχε­δόν απο­κλει­στι­κά. Μα αυ­τά τ’ ακούω ακό­μη και μέ­σα μου. Προ­πα­ντός τα πο­λύ βα­ριά κι ασή­κω­τα, που μου θυ­μί­ζουν εσέ­να, κα­λέ μου, τα πά­θη σου. «Τα πα­ρά­θυ­ρο κλει­σμέ­νο» του Πα­παϊ­ω­άν­νου, «Ο ζη­τιά­νος» του Τσι­τσά­νη, «Μαύ­ρη ζωή, μι­κρού­λα μου» του Μάρ­κου. Και άλ­λα πολ­λά που πα­ρα­πέ­μπουν στην αμαρ­τία, μ’ εκεί­να σε συν­δέω πιο πο­λύ, «Κο­λα­σμέ­νο μου κορ­μί», «Εί­μ’ ένα κορ­μί χα­μέ­νο», «Το πα­ρελ­θόν μου το βα­ρύ».
— Πο­λύ σ’ αγα­πώ!
— Δεν τα παί­ζουν τέ­τοια τρα­γού­δια, ού­τε στις τα­βέρ­νες, ού­τε στα ρα­διό­φω­να. Μό­νος μου τα τρα­γου­δώ. Ολο­μό­να­χος, δε με κα­τα­λα­βαί­νουν πια. Αν με πιά­σει το με­ρά­κι και τρα­γου­δή­σω κα­νέ­να τέ­τοιο περ­πα­τώ­ντας με κοι­τά­νε σαν πα­ρά­ξε­νο φρού­το. Μπο­ρεί και σαν πα­ρα­κα­τια­νό. Έχω γί­νει κι εγώ πα­λιο­μο­δί­της στα μά­τια τους.
— Ενώ όταν μπαί­νουν στα μα­γα­ζιά να ψω­νί­σουν και ακού­νε ντί­σκο δεν εί­δα να δια­μαρ­τύ­ρο­νται.
— Μάλ­λον το ευ­χα­ρι­στιού­νται. Δεν αντι­δρούν στα ξέ­να, για­τί θαρ­ρούν ότι θα λο­γα­ρια­στούν έξω απ’ το κο­πά­δι, φο­βού­νται μην κα­τα­ντή­σουν δα­χτυ­λο­δει­κτού­με­νοι.
— «Ου­δείς αντέ­στη, το παν εχέ­σθη».
— Πά­νω κά­τω εί­χες προ­βλέ­ψει αυ­τή την κα­τρα­κύ­λα του λα­ού μας.
— Μα ήδη απ’ την δε­κα­ε­τία του ’70 εί­χαν αρ­χί­σει να δί­νουν κώ­λο. Και, για πες μου, τα δι­κά μου τα τρα­γού­δια τα ακού­ει κα­νείς;
— Τα δι­κά σου; Πε­θαί­νω! «Κέ­ντρο διερ­χο­μέ­νων»! Αλί­μο­νο! «Δε θέ­λω να μας δού­νε, μι­σώ το μά­τι τους, εγώ πο­τέ δεν εί­πα για το κρε­βά­τι τους»! Πο­λύ σε πί­κρα­ναν οι άν­θρω­ποι, Γιωρ­γά­κη μου!
— Οι άν­θρω­ποι από τό­τε, πο­λύ πριν κλεί­σει ο αιώ­νας, εί­χαν αρ­χί­σει να γί­νο­νται αγριάν­θρω­ποι, δεν ξέ­ρω για τώ­ρα.
— Που πε­ρι­πλα­νιό­σουν τό­σον και­ρό σ’ αυ­τές τις ξέ­νες χώ­ρες τις άξε­νες;
— Δε βα­ριέ­σαι, τί­πο­τε το πε­ρί­ερ­γο, έκα­να το ίδιο τα­ξί­δι που έχουν κά­νει ανα­ρίθ­μη­τοι προη­γού­με­νοι κι άλ­λοι τό­σοι απει­ρά­ριθ­μοι επό­με­νοι θα συ­νε­χί­σουν να επα­να­λαμ­βά­νουν στους αιώ­νες. Όμως δε θυ­μά­μαι να εί­χα­με γνω­ρι­στεί.
— Δι­κό μου το φταί­ξι­μο μα όχι από­λυ­τα. Εί­χα­με δια­σταυ­ρω­θεί κά­να δυο φο­ρές αλ­λά δεν πή­ρα το θάρ­ρος. Έχα­σα βέ­βαια. Ίσως απ’ τον πο­λύ θαυ­μα­σμό που σου εί­χα, ήμου­να και μι­κρός βλέ­πεις.
— Κλα­σι­κό σφάλ­μα της νιό­της, δεν περ­νά­ει απ’ το μυα­λό των νέ­ων ότι εί­ναι κι αυ­τοί μελ­λο­θά­να­τοι, έστω με πιο μα­κρά προ­θε­σμία, αν και τί­πο­τε δεν εί­ναι σί­γου­ρο. Κι εγώ τα ’κα­να αυ­τά, δεν πλη­σί­α­ζα εύ­κο­λα αν­θρώ­πους που εί­χαν κά­ποιο μύ­θο.
— Ήσουν ένας απ’ τους «μύ­θους» εκεί­νης της επο­χής, το πι­στεύω, Γιώρ­γο.
— Ση­μα­σία έχει αν έχω αφή­σει κα­νέ­να γε­ρό χνά­ρι στις ψυ­χές των άλ­λων, να με δια­βά­ζουν και να συ­γκι­νού­νται, να ενι­σχύ­ε­ται η αν­θρω­πιά τους, να αυ­γα­ταί­νει το ήθος τους. Εί­σαι κι απ’ τη Θεσ­σα­λο­νί­κη, ε; Άλ­λα­ξε κα­θό­λου; Έπα­ψε να εί­ναι σφι­χτο­κού­ρα­δη;
— Όπως τα ξέ­ρεις! Αν κά­να­με πα­ρέα τό­τε θα εί­χα­με να πού­με πολ­λά, Γιώρ­γο.
— Ας τα πού­με τώ­ρα, πά­ντα μου άρε­σε να κά­νω και­νού­ριους φί­λους.
— Εμείς εί­μα­στε φί­λοι πα­λιοί, έχου­με κα­τα­γω­γή απ’ τα ίδια χώ­μα­τα της Ανα­το­λι­κής Θρά­κης, πο­νά­με τη μα­γκού­φα την προ­σφυ­γο­μά­να, εί­μα­στε κι οι δυο μο­να­χο­πε­ρι­πα­τη­τές, και τό­σα άλ­λα. Έκα­νες κα­νέ­να πε­ρί­πα­το;
— Έκα­να πολ­λές τσάρ­κες όπως συ­νή­θι­ζα πά­ντα. Μέ­σα σε ύπο­πτα στε­νά, σε μι­σο­φω­τι­σμέ­νους δρό­μους.
— Αυ­ξή­θη­κε, λες, η αλη­τα­ρία;
— Α μπα, δε βγά­ζω άκρη. Εί­δα πε­ρι­ποι­η­μέ­νους να κυ­νη­γά­νε κου­ρε­λή­δες, εί­δα μυ­στι­κούς ντυ­μέ­νους σαν αναρ­χι­κοί. Κι εκεί­νη την έρ­μη προ­σφυ­γιά! Την έχουν βά­λει στο μά­τι λες και φταί­ει για την κα­τά­ντια τους. Ξε­θύ­μα­νε η μνή­μη των τυ­ραν­νι­σμέ­νων για­γιά­δων τους, τι να πω;
— Σε φί­λε­ψαν κα­θό­λου;
— Έφα­γα και σ’ ένα «κα­λό» σπί­τι, κά­τι γνω­στών μου, άθλια γού­στα, πρό­στυ­χα ανέκ­δο­τα, αντι­πα­θη­τι­κά σου­σού­μια. Εύ­κο­λο χρή­μα, βλέ­πεις! Μά­ζε­ψαν το αλη­τα­ριό απ’ τα πάρ­κα και του έδω­σαν προ­α­γω­γή στα σα­λό­νια. Εξάλ­λου τα καη­μέ­να τα πάρ­κα την πλή­ρω­σαν κι αυ­τά, απο­ψι­λώ­θη­καν, ξη­λώ­σα­νε τα πα­γκά­κια τους, τα φω­τί­ζουν με κά­τι λά­μπες που κά­νουν τη νύ­χτα μέ­ρα, πού να κρυ­φτείς, καη­μέ­νε!
— Άλ­λο τι σου έκα­νε εντύ­πω­ση;
— Μπα­σκι­να­ρία, βρε παι­δά­κι μου, πα­ντού μπα­σκι­να­ρία!
— Δε σου θυ­μί­ζει τί­πο­τα;
— Μου φαί­νε­ται πως η Ελ­λα­δί­τσα μας ξα­να­γυρ­νά­ει πί­σω, στη δε­κα­ε­τία του ’60, σ’ εκεί­να τα χρό­νια τα σκλη­ρο­τρά­χη­λα, με­τά τον Εμ­φύ­λιο. Μό­νο το πορ­τρέ­το της Φρει­δε­ρί­κας πή­ρε δρό­μο. Κά­να­με τό­σα χρό­νια κα­νέ­να βή­μα σο­βα­ρό; Δεν το βλέ­πω!
— Και τα νιά­τα μας; Πώς βλέ­πεις τη νέα σο­δειά;
— Τα νιά­τα μας εί­ναι ασύλ­λη­πτα, λι­μπι­στι­κά, πολ­λή ομορ­φιά εν­νοώ, μέ­γας πει­ρα­σμός.
— Για­τί, τό­τε δεν ήταν;
— Ήταν κα­κο­ταϊ­σμέ­να και φτω­χο­ντυ­μέ­να αλ­λά αστρά­φτα­νε μέ­σα στα κου­ρέ­λια τους. «Το κα­λό το άτι και κά­τω απ’ τα κου­ρέ­λια φα­ντά­ζει» λέ­ει ο λα­ός μας.
— Απο­θύ­μη­σες κα­νέ­να τό­σον και­ρό;
— Τους μα­θη­τές μου απ’ τα χρό­νια της Κασ­σάν­δρας, ένα ηλιο­βα­σί­λε­μα στα Κά­στρα, ένα βρά­δυ στου Τσι­τσά­νη, κά­τι φί­λους μου λο­γο­τέ­χνες απ’ την Αθή­να, τ’ αδέρ­φια μου στη Θεσ­σα­λο­νι­κη, έναν πα­λιό μου ερα­στή, πο­λε­μι­στή του Έπους της Αλ­βα­νί­ας. Απο­θύ­μη­σα τη χα­ρά που έπαιρ­να μό­λις έβγαι­νε και­νού­ριο βι­βλίο μου!
— Το κα­λύ­τε­ρο βι­βλίο σου δεν πρό­λα­βες να το σκα­ρώ­σεις! Δεν ξέ­ρω τι να πω και τι να κά­νω, τώ­ρα που σε βρή­κα, για να σου δώ­σω λί­γη χα­ρά πα­ρα­πά­νω!
— Δεν πει­ρά­ζει, φτά­νει που με κρα­τάς έτσι στη μνή­μη σου. Κά­νε μου ένα χα­τί­ρι, άμα βγαί­νεις για κρα­σί, πα­ράγ­γελ­νε κα­νέ­να σκλη­ρό ρε­μπέ­τι­κο, βά­ζε κα­νέ­να πο­τη­ρά­κι απέ­να­ντί σου, γέ­μι­ζε το και κά­νε κα­μιά πρό­πο­ση μ’ εμέ­να αό­ρα­το, οι άλ­λοι ας μην ξέ­ρουν.
— Αν τύ­χει και κά­νω έρω­τα; Πώς να σ’ έχω μα­ζί μου;
— Ε, δώ­σε κα­νέ­να χά­δι και για μέ­να.
— Θα ήθε­λα να περ­πα­τή­σου­με μα­ζί, να σερ­για­νί­σου­με από δω κι από κει.
— Μπα, φτά­νουν τό­σα που εί­δα. Ευ­τυ­χώς που θα ξα­να­γυ­ρί­σω πί­σω, αλ­λιώς θα υπέ­φε­ρα, θα υπέ­φε­ρα πο­λύ! Μια χα­ρά εί­μαι εκεί πέ­ρα εγώ, εσύ να κοι­τά­ξεις να περ­νάς κα­λά, φί­λε μου. Δεν αξί­ζει το μα­ρά­ζι! Δεν πι­στεύω να βα­σα­νί­ζε­σαι κι εσύ!
— Άσ’ τα να πά­νε, Γιώρ­γο μου, άσ’ τα να πά­νε!

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: