Το αστυνομικό μυθιστόρημα ως αυτοσκοπός και πρόφαση

«Ορκίζομαι ότι οι ντετέκτιβ μου θα ανιχνεύουν ορθά και ειλικρινά τα εγκλήματα που τους εμφανίζονται, χρησιμοποιώντας μόνο τη διάνοια που διαθέτουν και χωρίς βοήθεια από μεταφυσική αποκάλυψη, θηλυκή διαίσθηση, άμπρα καντάμπρα, μαγειρέματα, ή από μηχανής θεό.»

(Όρκος που συνέθεσε ο Γκ. Κ. Τσέστερτον για τα υποψήφια μέλη του διάσημης Βρετανικής Λέσχης Αστυνομικού Μυθιστορήματος: British Detection Club.)

Το αστυνομικό μυθιστόρημα ως αυτοσκοπός και πρόφαση

Στην αστυνομική λογοτεχνία υπάρχουν κανόνες. Μάλιστα, ο Ρόναλντ Κνοξ το 1929 τους απαρίθμησε ρητά:

  1. Ο κακοποιός πρέπει να είναι κάποιος που αναφέρεται στο πρώτο μέρος της ιστορίας αλλά όχι κάποιος τις σκέψεις του οποίου μπορεί να παρακολουθεί ο αναγνώστης.
  2. Κάθε υπερφυσική ή μεταφυσική δύναμη πρέπει να καταργείται στην πορεία της αφήγησης.
  3. Δεν επιτρέπονται περισσότερα από ένα μυστικά δωμάτια ή περάσματα.
  4. Δεν επιτρέπονται δηλητήρια που δεν έχουν εισέτι ανακαλυφθεί ή συσκευές που χρειάζονται μακρές επιστημονικές εξηγήσεις στο τέλος.
  5. Δεν επιτρέπονται Κινέζοι στην εξιστόρηση.
  6. Καμιά σύμπτωση δεν μπορεί να βοηθάει τον ντετέκτιβ, ούτε και απροσδιόριστες διασθήσεις που αποδεικνύονται ορθές.
  7. Ο ντετέκτιβ δεν μπορεί να έχει διαπράξει ο ίδιος το έγκλημα.
  8. Ο ντετέκτιβ δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει τεκμήρια που δεν είναι διαθέσιμα στον αναγνώστη.
  9. Ο χαζός φίλος του ντετέκτιβ, ο Ουότσον του, δεν πρέπει να κρύβει τις σκέψεις που περνούν από το μυαλό του. Η διάνοιά του πρέπει να είναι κατώτερη, αλλά μόνο ελάχιστα κατώτερη από αυτήν του αναγνώστη.
  10. Δίδυμα αδέλφια και γενικά σωσίες δεν μπορούν να εμφανίζονται, εκτός αν έχουμε προετοιμαστεί κατάλληλα για κάτι τέτοιο.

Κι όταν όμως οι κανόνες δεν είναι τόσο συγκεκριμένοι, υπάρχει ένας συγκεκριμένος καμβάς που παραπέμπει στη λογοτεχνική παράδοση του αστυνομικού μυθιστορήματος, είτε αυτό βασίζεται στο πρότυπο των διάσημων συγγραφέων, είτε στους δεκάδες ανώνυμους συγγραφείς του φτηνού αστυνομικού μυθιστορήματος, της μαζικής και βιαστικής παραλογοτεχνίας που η Ντόροθι Σέιερς χαρακτήρισε ως «λογοτεχνία διαφυγής». Το πρώτο πρότυπο, όμως, εκείνο του Σέρλοκ Χολμς και του Ηρακλή Πουαρώ, είναι ένα πρότυπο που θέλει τον ντετέκτιβ να είναι ένας δυνατός λύτης, ένας εξιχνιαστής περισσότερο παρά αστυνομικός, και απευθύνεται στον αναγνώστη που αγαπά τα παιχνίδια του νου, τα σταυρόλεξα και τις νοητικές περιπέτειες των εναλλακτικών υποθέσεων. Η βιαιότητα του ενστίκτου, η δραματικότητα, η αγριότητα, το τερατούργημα του φόνου που αναμφίβολα θα έκανε όλους τους παθιασμένους εραστές αυτής της λογοτεχνίας να αποστρέψουν το βλέμμα και να απομακρυνθούν τρέχοντας αν το συναντούσαν στην πραγματικότητα, εδώ αποτελεί πρόφαση για να βάλουν μπροστά μια γλυκιά καχυποψία που ξεκινάει από την πρώτη κιόλας σελίδα του βιβλίου, καθώς είναι έτοιμοι για τις πιο απίθανες εξηγήσεις. Για ένα διαδραστικό παιχνίδι με τον πονηρό συγγραφέα που πάει συνεχώς να τους τη φέρει, ανατρέποντας τα πάντα με μια έκπληξη για την ταυτότητα του δολοφόνου. Αυτήν την πονηριά που χαρακτηρίζει τον μύστη αστυνομικών μυστηρίων, μια «παρανοειδή ετοιμότητα», όπως θα την έλεγαν ίσως οι ψυχίατροι, την περιγράφει πολύ εύστοχα ο Μπόρχες:

«Υπάρχει ένας τύπος σύγχρονου αναγνώστη, ο αναγνώστης αστυνομικής λογοτεχνίας. Ο αναγνώστης αυτός –που τον συναντάμε σε όλες τις χώρες του κόσμου και μετριέται σε εκατομμύρια– δημιουργήθηκε από τον Έντγκαρ Άλαν Πόε. Ας υποθέσουμε πως έχουμε να κάνουμε με έναν άνθρωπο πολύ απομακρυσμένο από μας, λόγου χάρη έναν Πέρση. Ή έναν Μαλαίσιο, έναν χωριάτη, ένα παιδί, έναν άνθρωπο που του λένε ότι ο Δον Κιχώτης είναι αστυνομικό μυθιστόρημα. Ας υποθέσουμε τώρα πως αυτός ο υποθετικός άνθρωπος έχει διαβάσει κι άλλα αστυνομικά μυθιστορήματα και αρχίζει να διαβάζει τον Κιχώτη. Για να δούμε, λοιπόν, τι διαβάζει: Σ’ ένα χωριό της Μάντσας, που δεν θέλω να θυμάμαι τ’ όνομά του, δεν πάει πολύς καιρός που ζούσε ένας ιππότης…, κι αμέσως αμέσως ο αναγνώστης μας είναι γεμάτος υποψίες, γιατί ο αναγνώστης αστυνομικών μυθιστορημάτων είναι ένας αναγνώστης που διαβάζει με δυσπιστία, με καχυποψία, με ξεχωριστή καχυποψία. Όταν, για παράδειγμα, διαβάζει: σ’ ένα χωριό της Μάντσας… είναι φυσικό να υποθέσει πως το γεγονός δεν συνέβη στη Μάντσα. Και πιο κάτω: που δεν θέλω να θυμάμαι τ’ όνομά του… Γιατί δεν θέλει να το θυμάται ο Θερβάντες; Γιατί το δίχως άλλο ο Θερβάντες ήταν ο δολοφόνος, ο ένοχος. Αμέσως μετά: δεν πάει πολύς καιρός…Πιθανότατα, αυτό που συνέβη δεν ήταν τόσο τρομαχτικό όσο αυτό που επιφυλάσσει η συνέχεια. Κ.λπ.»

Το αστυνομικό μυθιστόρημα ως αυτοσκοπός και πρόφαση

Εδώ βρίσκεται και η μικρή ανταγωνιστική διαστροφή του αφοσιωμένου αναγνώστη: αν δεν καταφέρει να τον εκπλήξει ο συγγραφέας στο τέλος, ο έμπειρος αναγνώστης χαίρεται που ξέφυγε από τις παγίδες τού κάθε επίδοξου Ζορζ Σιμενόν, και απέδειξε την ανωτερότητά του. Το στοίχημα μεγαλώνει με τη διασημότητα του συγγραφέα. Άλλο είναι να παραβγείς με τον Ουίλιαμ Μακχάργκ κι άλλο με την Άγκαθα Κρίστι και ν’ αποδείξεις, με συγκρατημένη ανωτερότητα και υπερηφάνεια, ότι, τελικά, ίσως να μην είναι και τόσο μεγάλη, ή να μη στάθηκε στο ύψος της σε αυτό το μυθιστόρημα. Αν, βέβαια, το αντίπαλον δέος σου τη φέρει, μπορείς πάντα να το κατηγορήσεις για τρύπες στην πλοκή και απιθανότητες. Κάθε αστυνομικό μυθιστόρημα αυτού του είδους είναι μια μικρή μονομαχία ανάμεσα στον κατασκευαστή του γρίφου και στον λύτη. Μάλιστα υπάρχει ένα ολόκληρο είδος λογοτεχνίας, η λογοτεχνία γρίφων, μια υποκατηγορία της λογοτεχνίας μυστηρίου, που συγγενεύει με τα αστυνομικά μυθιστορήματα αυτού του είδους. Για παράδειγμα, ο Κίπλιγκ έχει γράψει μια τέτοια ιστορία, όπου ο πρωταγωνιστής, ένας άνθρωπος που μισεί θανάσιμα τις γάτες, αρχίζει να βρίσκει κάθε μέρα κι από ένα γατάκι στα πιο απίθανα μέρη. Πάνω στο στήθος του το πρωί καθώς ξυπνάει, ένα μισοπεθαμένο στην τσέπη του πανωφοριού του καθώς ψάχνει για τα γάντια του, ένα στριμωγμένο ανάμεσα στα ρούχα του στην κασέλα, ένα τυφλό κάτω από την καρέκλα του στο εστιατόριο, ένα κρεμασμένο με το κεφάλι κάτω στη γυάλα που φυλάει τον καπνό του, ένα να το ξεσκίζει το τεριέ του στη βεράντα κ.λπ. Ο ίδιος αρχίζει μια σειρά υποθέσεων, μέχρι που καταλήγει σε μεταφυσικές ερμηνείες που τον σταματούν από το να αδιαφορήσει ή να ξεκάνει τα γατιά (παρόλο που τα μισεί θανάσιμα), έως ότου, φυσικά, αποκαλυφθεί η απόλυτα λογική και απλή εξήγηση στο τέλος της ιστορίας.

Ο Ρέιμοντ Τσάντλερ μάς εξηγεί ότι η αστυνομική ιστορία μάς αφηγείται τις περιπέτειες ενός ανθρώπου καθώς αυτός ψάχνει να βρεί μια κρυμμένη αλήθεια. Θα έλεγε κανείς ότι το ένστικτο που αναζητά ικανοποίηση στον αναγνώστη αστυνομικών μυθιστορημάτων δεν είναι ούτε επιθετικό, ούτε σαδιστικό, καθώς διαβάζει για φόνους και αποτρόπαια εγκλήματα, δεν αναζητά καν μια τρομακτική εμπειρία που να συμπεριλάβει ανακουφιστικά όλες τις αγωνίες του. Στην πραγματικότητα, το αστυνομικό μυθιστόρημα συγγενεύει περισσότερο με το παιχνίδι και την εξερεύνηση, είναι περισσότερο εκδήλωση της εγγενούς περιέργειας που έχει κάθε άνθρωπος ήδη από την παιδική του ηλικία καθώς γνωρίζει τον κόσμο και της προσπάθειάς του να λύσει τα αινίγματα που του θέτει η ζωή και να κυριαρχήσει στο άγνωστο. Ανεβάζει ευχάριστα την αδρεναλίνη, καθώς σου βάζει προς λύση έναν διανοητικό γρίφο.

Λίγο καιρό πριν από τον θάνατο της Άννας Φρόιντ, ο διάσημος κοινωνιολόγος Κρίστοφερ Μπάντκοκ, σε μια επίσκεψη στο σπίτι όπου έμενε με τον πατέρα της στα τελευταία χρόνια της εξορίας τους στο Λονδίνο, σχολίασε τη μεγάλη συλλογή αστυνομικών μυθιστορημάτων στη βιβλιοθήκη. Εκείνη του είπε ότι ο πατέρας της ήταν φανατικός αναγνώστης ιστοριών μυστηρίου και, μάλιστα, το τελευταίο μισοτελειωμένο βιβλίο του για τον Μωυσή ο ίδιος το θεωρούσε «ιστορικό μυθιστόρημα», βασισμένος στην πεποίθηση ότι ο Μωυσής ήταν στην πραγματικότητα ένας Αιγύπτιος που δολοφονήθηκε από τους Εβραίους, οι οποίοι στη συνέχεια αλλοίωσαν τα βιβλικά κείμενα για να συγκαλύψουν το έγκλημα. Υπάρχουν και αυτοί που πιστεύουν ότι στην πραγματικότητα όλο το έργο του Φρόιντ δεν είναι άλλο παρά μια διανοητικοποιημένη προσπάθεια συγκάλυψης του πάθους του για τους γρίφους των μυστηρίων.
Στην αστυνομική λογοτεχνία δεν είναι ασυνήθιστο να βασίζεται η πλοκή του μυθιστορήματος στην εξιχνίαση ενός μυστηρίου με βάση την ψυχολογία του δράστη, ή να βασίζεται ο εντοπισμός των κινήτρων του δολοφόνου σε ψυχαναλυτικές αρχές, έτσι ώστε να μπορούν να προβλεφθούν οι κινήσεις του και να συλληφθεί. Στο ψυχολογικό αστυνομικό μυθιστόρημα οι εγκληματολόγοι βασίζονται πολλές φορές σε επιστημονικές μεθόδους, όπως την ψυχοφυσιολογία και τη ψυχοφαρμακολογία, κάνοντας χρήση συσκευών ανίχνευσης ψεύδους και ορούς αληθείας. Βασίζονται επίσης σε ψυχολογικούς τρόπους έρευνας, όπως η επεξεργασία του ψυχολογικού προφίλ του εγκληματία, προσπαθώντας να αποκαλύψουν πτυχές της ψυχικής του κατάστασης. Ο Ουίλιαμ Μακχάργκ, που αναφέραμε νωρίτερα, έχει γράψει γύρω στα 1940 μια σειρά από αφηγήματα, τις «Υποθέσεις του Ντετέκτιβ Ο’ Μάλεϊ», όπου ο εν λόγω πρωταγωνιστής χρησιμοποιεί ποικίλες μεθόδους για να μπορέσει να μπει στον νου του εγκληματία, όπως το να χρησιμοποιεί τα λεγόμενα εγκληματιών σε αλλοιωμένες καταστάσεις συνείδησης (όταν μιλούν στον ύπνο τους ή υπό την επήρεια φαρμάκων), ή να χρησιμοποιεί επιστημονικές ανακαλύψεις από τον τρόπο ομιλίας των μικρών παιδιών ή τη συμπεριφορά των ζώων, προκειμένου να προσεγγίσει τρόπους σκέψης που διαφέρουν από τον συνηθισμένο τρόπο σκέψης του ενηλίκου και έτσι να πλησιάσει περισσότερο την ψυχή του δολοφόνου. Ο Έρνεστ Πόατ το 1920 χρησιμοποίησε για ήρωά του έναν ψυχίατρο της Νέας Υόρκης, τον Δρα Μπέντιρον, που εξιχνιάζει τα εγκλήματα δημιουργώντας ψυχολογικά προφίλ των υπόπτων, με βάση τις αρχές της φροϊδικής ανάλυσης. Πολλοί άλλοι στη συνέχεια έχουν χρησιμοποιήσει ψυχολογική γνώση ή ψυχιάτρους για τα μυθιστορήματά τους, αλλά ο Πόατ είναι ο πρώτος που εισήγαγε αυτήν την καθαρά ψυχολογική προσέγγιση στο αστυνομικό μυθιστόρημα. Ένας πολύ ενδιαφέρων συγγραφέας αυτού του είδους λογοτεχνίας είναι ο Φαν Ντάιν, ο ήρωας του οποίου, ο Φάιλο Βανς, ακολουθεί τις αρχές όχι της φροϊδικής αλλά της γνωσιακής ψυχολογίας, που πρεσβεύει ότι κάθε άνθρωπος έχει χαρακτηριστικούς τρόπους νόησης και επεξεργασίας των δεδομένων, και ότι αν μελετήσεις αυτά τα νοητικά μοτίβα που εμφανίζονται σ’ ένα έγκλημα μπορείς να βρείς τον «συγγραφέα», τρόπον τινά, του εγκλήματος. Να συμπεράνεις, δηλαδή, ποιος νους σοφίστηκε το συγκεκριμένο έγκλημα, βασιζόμενος στο πώς σκέφτεται αυτός ο νους σε άλλες καταστάσεις της ζωής του που δεν σχετίζονται με το έγκλημα.

Ο Μπάντκοκ αναλύει ότι υπάρχουν δύο είδη σκέψης που διατρέχουν τη σκέψη των μυθιστοριογράφων μυστηρίου και κατ’ επέκταση των ηρώων τους. Από τη μία ο αυτιστικός σχεδόν τρόπος του Σέρλοκ Χολμς, που με μια αποστασιοποιημένη και ασπεργκεροειδή σοφία λειτουργεί σαν καλολαδωμένη ερμηνευτική μηχανή, αναλύοντας κάθε στοιχείο που προκύπτει. Από την άλλη ο ψυχωσικόμορφος τρόπος της Μις Μαρπλ, πιο μενταλιστικός παρά μηχανιστικός, που προσανατολίζεται στα συμπεράσματα που προκύπτουν από εμπειρία των ανθρώπων και όχι από μελέτη των αντικειμένων. («Δεν μ’ αρέσει αυτός. Μου θυμίζει τον τάδε τύπο στο χωριό που παντρεύτηκε την τάδε για την περιουσία της.»)

Όπως και να ’χει, πάντα και τα δύο συνιστούν μαζί τούς τρόπους σκέψης των ανθρώπων που ονομάζουμε ιδιοφυΐες.
Το ενδιαφέρον, βέβαια, για τους γρίφους και τα αινίγματα είναι παλιά ιστορία. Το αίνιγμα της Σφίγγας προς τον Οιδίποδα, τα αινίγματα του Σολομώντα προς τον Χιράμ, τον βασιλιά της Τύρου, στον οποίο, μάλιστα, έβαζε πρόστιμο κάθε φορά που δεν κατάφερνε να λύσει κάποιο από αυτά, είναι μερικές από τις κλασικές μυθολογικές αναφορές. Υπάρχουν πολλές ιστορίες μυστηρίου και εξιχνίασης στους αρχαίους πολιτισμούς. Μία από τις αρχαιότερες είναι η ιστορία του «έξυπνου κλέφτη», που σκηνοθετεί το κόψιμο του κεφαλιού του και βάζει ψευτοσυγγενείς να κλαίνε το ακέφαλο σώμα, ώστε να γίνει πειστικός ο θάνατός του και να ξεφύγει, εξίσου ευρηματικό, όμως, είναι και το κόλπο που στήνεται από την αστυνομία για να αποκαλυφθεί η απάτη του και να τον πιάσουν. Αυτή η ιστορία είναι ένας αρχαίος μύθος που έχει κάνει, με παραλλαγές, τον γύρο του αρχαίου κόσμου, από το Θιβέτ μέχρι την Ινδία, την Ελλάδα, την Αίγυπτο και τα παράλια της Αδριατικής. Οι Άραβες έχουν πλήθος τέτοιων ιστοριών, πολλές ενσωματωμένες στις Χίλιες και μια νύχτες, ιστορίες που έρχονται από την Περσία, τη Συρία, την Ινδία, την Κίνα. Στην αρχαία Κίνα τέτοιες ιστορίες με εξιχνίαση εγκλημάτων (λέγονται Κουνγκ-αν) βρίσκονται στις πιο πρώιμες λαϊκές γραφές και έχουν διατηρηθεί μέσα από την προφορική παράδοση σε πανηγύρια και γιορτές. Ιστορίες με ντετέκτιβ δικαστές (ονόματι Μπάο, Ντι, Πενγκ κ.λπ.), μέχρι τις διάσημες ιστορίες του δικαστή Τι, που έχουν εκδοθεί και στην Ελλάδα. Η ίδια μορφή του δικαστή βρίσκεται και στην ιαπωνική λογοτεχνία μετά τον 17ο αιώνα. Στην ιστορία της σύγχρονης Δυτικής λογοτεχνίας ο πρώτος ντετέκτιβ θεωρείται ο Γάλλος ευπατρίδης Σαρλ Ογκίστ Ντιπέν, ήρωας του Έντγκαρ Άλαν Πόε, του ποιητή που θεωρείται ότι επινόησε το σύγχρονο δυτικό αστυνομικό μυθιστόρημα.

Τα αστυνομικά μυθιστορήματα, όπως και τα ερωτικά μυθιστορήματα, με τον καμβά του φόνου και της εξιχνίασής του, αποτελούν, σαν τα ερωτικά τρίγωνα, ένα είδος αρχέτυπου: το περίγραμμα μιας ιστορίας που βρίσκεται ενσωματωμένο σε εικόνες, σύμβολα, θέματα και μύθους μιας συγκεκριμένης κουλτούρας. Καθώς το λέω αυτό, θυμάμαι ότι και ο Γιουνγκ διάβαζε αστυνομικά μυθιστορήματα πριν κοιμηθεί, πράγμα που αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο η αστυνομική λογοτεχνία να έχει επηρεάσει και τα δικά του όνειρα. Τέτοιου είδους συνταγές λειτουργούν γιατί βάζουν σε συμβατική τάξη μια σειρά από πολιτισμικές και καλλιτεχνικές ανησυχίες. Κατασκευάζουν έναν φανταστικό κόσμο (ο Τσάντλερ λέει ότι αν ο κόσμος αυτός ήταν ρεαλιστικός, μόνον ένας ψυχοπαθής θα έγραφε ή θα διάβαζε γι’ αυτόν) που επικυρώνει τα τρέχοντα ενδιαφέροντα και τις απόψεις του κοινού, επιλύει τις εντάσεις και τις διαφορές που βρίσκονται ανάμεσα σε διαφορετικές πολιτισμικές ομάδες ή ανάμεσα σε αμφιλεγόμενες αξίες και στάσεις, και επιτρέπει στο κοινό να εξερευνήσει στη φαντασία του τα όρια ανάμεσα στο απαγορευμένο και στο επιτρεπτό, μέσα σε μια απόλυτα ελεγχόμενη εμπειρία. Οι ιστορίες εγκλήματος και εξιχνίασης περιλαμβάνουν βασικά στοιχεία συνταγής: το έγκλημα (που περιλαμβάνει και το όπλο, τα μέσα, τα κίνητρα), τον εγκληματία (είτε αυτός βρίσκεται μέσα είτε εξω από την πολιτισμική ομάδα), το θύμα, το πλαίσιο, τον ντετέκτιβ (που μπορεί να είναι άντρας, γυναίκα ή και ολόκληρη ομάδα), τις μεθόδους επίλυσης (τα στοιχεία, τους μάρτυρες, την ανάκριση, τη λογική συνεπαγωγή ή κάποιο είδος κατανόησης, ακόμη και υπερφυσικό) και ψευδή στοιχεία και ψευδείς κατηγορίες. Μέσα από τέτοια στοιχεία συνταγής οι ιστορίες αυτές αποκαλύπτουν αρχές κοινωνικής οργάνωσης, νόμου, τιμωρίας και δικαιοσύνης, που βρίσκει κανείς σε όλες τις κουλτούρες. Φερ’ ειπείν, στις ιαπωνικές ιστορίες βρίσκει κανείς εγκληματίες χωρίς όπλα (αφού απαγορεύονται αυστηρά) και κίνητρα που έχουν σχέση με την τιμή και την οικογενειακή εκδίκηση. Επίσης, σε αντίθεση με τις δυτικές αστυνομικές ιστορίες που επιδιώκουν τη λύση του μυστηρίου, οι ιαπωνικές εστιάζουν περισσότερο σε φιλοσοφικά ζητήματα για την εγγενή εγκληματικότητα στη φύση του ανθρώπου και έτσι θέματα όπως η ενοχή και η αθωότητα γίνονται λιγότερο σαφή.

Η δύναμη του συγγραφέα που ασχολείται με τέτοιου είδους μυθιστορηματικές συνταγές βρίσκεται στο πόσο πρωτότυπα θα καλύψει τον προκαθορισμένο καμβά. Πέρα από το πόσο καλά θα στήσει το αίνιγμα, η δύναμή του βασίζεται εξίσου στην ικανότητά του να δημιουργήσει ζωντανούς και ενδιαφέροντες χαρακτήρες.

Το αστυνομικό μυθιστόρημα ως αυτοσκοπός και πρόφαση

Και η προσωπικότητα του συγγραφέα βρίσκεται στο επίκεντρο των επιλογών που θα στηρίξουν την ιστορία. Όταν έδινα τον τίτλο αυτής της ομιλίας, «Το αστυνομικό μυθιστόρημα ως αυτοσκοπός και πρόφαση», είχα στον νου μου για το πρώτο σκέλος τον Σερ Άρθουρ Κόναν Ντόιλ και την Άγκαθα Κρίστι, όπου ο γρίφος, η διανοητική έξαρση βρίσκονται στο επίκεντρο και υποστηρίζονται από χαρακτήρες που είναι ευχάριστα γοητευτικοί επειδή είναι απολύτως σχηματοποιημένοι και προβλέψιμοι, και ως εκ τούτου αβαθείς, όπως ο Χολμς, ο Ουότσον, ο Πουαρό, ο Χέιστιγκς, η Μις Μαρπλ. Σχετικά με το δεύτερο σκέλος, το αστυνομικό μυθιστόρημα ως πρόφαση, είχα στον νου μου δύο άλλα παραδείγματα: τον Ζορζ Σιμενόν και τον Αντρέα Καμιλλέρι, δύο ιδιαίτερα αγαπημένους μου συγγραφείς, που ακριβώς επειδή, κατά τη γνώμη μου, δεν είναι συγγραφείς αστυνομικού μυθιστορήματος, αλλά το χρησιμοποιούν ως πρόφαση, δίνουν μια άλλου είδους αίσθηση και άλλου βάθους συγκίνηση. Αυτοί οι συγγραφείς χρησιμοποιούν τον καμβά του αστυνομικού μυθιστορήματος προκειμένου να γράψουν ανθρώπινες ιστορίες, να αγγίξουν περίπλοκα ψυχολογικά βάθη και κοινωνικές συνιστώσες, να αναπαραστήσουν τον κόσμο τους και τις ψυχοκοινωνικές παρατηρήσεις τους, και ξεπερνούν κατά πολύ τον καμβά που χρησιμοποιούν. Ο Μαιγκρέ λύνει τα μυστήρια όχι με τη δύναμη της διάνοιάς του, αλλά μέσα από μια συναισθηματική κατανόηση του εγκληματία, ένα ψυχικό πλησίασμα, υπολογίζοντας περισσότερο τον ανθρώπινο παράγοντα και θυμίζοντας περισσότερο ψυχαναλυτή από οποιονδήποτε άλλον ντετέκτιβ στα αστυνομικά μυθιστορήματα. Και στην πρώτη πρώτη ιστορία του επιθεωρητή Μαιγκρέ ο ίδιος ο Μαιγκρέ αποκαλύπτει το μυστικό της παιδικής του ηλικίας: φανταζόταν πάντα, λέει, έναν συνδυασμό γιατρού και ιερέα, ο οποίος «επειδή έχει την ικανότητα να ζει τις ζωές κάθε είδους ανθρώπου, μπορεί να γίνει ένα είδος επανορθωτή της μοίρας». Και ύστερα ο Μαιγκρέ, όπως και ο ίδιος ο Σιμενόν, εξαιτίας κάποιου ατυχήματος (στη ζωή του Σιμενόν ο θάνατος του πατέρα του), αναγκάζεται να εγκαταλείψει τις ιατρικές του σπουδές και να γίνει αστυνομικός (στη ζωή του Σιμενόν, δημοσιογράφος του αστυνομικού δελτίου και κατόπιν συγγραφέας αστυνομικών ιστοριών).
Ο Καμιλλέρι, από την άλλη μεριά, λιγότερο νευρωσικός, απολύτως εξωστρεφής, βαθιά ανθρώπινος, άνθρωπος του κινηματογράφου και της ζωής, και απολύτως εναρμονισμένος με τη σικελική κοινότητα, τη διασώζει ακόμη και σε επίπεδο διαλέκτων, ακόμη και διατριβές έχουν γραφτεί για τα γλωσσικά ιδιώματα στον Καμιλλέρι. Όσο ο Μαιγκρέ μάς αποκαλύπτει τα βάθη, τις αιφνιδιαστικές ιδιομορφίες και τις διαστροφές της ατομικής ψυχολογίας, τόσο ο Μονταλμπάνο μάς ξεδιπλώνει τα βάθη, τις αιφνιδιαστικές ιδιομορφίες και τις διαστροφές της κοινωνικής ζωής στη συμβολική Βιγκάτα, τη σικελική πόλη που βρίσκεται στο μεταίχμιο χωριού και πόλης, παράδοσης και σύγχρονου πολιτισμού.

Είναι, όμως, αυτό αστυνομικό μυθιστόρημα; Είναι, αλλά ως πρόφαση για κάτι πολύ ευρύτερο. «Την πλοκή τη θέλω σαν ξυλογραφία», γράφει ο Σιμενόν. «Τους χαρακτήρες μου, όμως, τους θέλω τρισδιάστατους, σαν να είναι ο καθένας τους αδελφός κάποιου στον κόσμο».


Φωτογραφίες από το Μουσείο Δικαιοσύνης & Αστυνομίας του Σίδνεϋ
(Αυστραλία)
https://sydneylivingmuseums.co...

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: