Χάρτης θαλάσσης

Για αποφυγή της τρικυμιώδους πραγματικότητας και προσέγγιση σε στεριές ποιητών, από αυτές τις σελίδες παρουσιάζονται ποιητές της Ιβηρικής χερσονήσου και της Λατινικής Αμερικής.

Σαλβαδόρ Νταλί: «Πανέρι με ψωμί», 1926, Φιλαδέλφεια, Μουσείο Τέχνης
Σαλβαδόρ Νταλί: «Πανέρι με ψωμί», 1926, Φιλαδέλφεια, Μουσείο Τέχνης

Ζουάν Μαργαρίτ

Πιστή στις θαλάσσιες διαδρομές, δεν υπέκυψα στην προθυμία του οικοδεσπότη μου να πάμε με το αυτοκίνητό του στη Βαρκελώνη. Αρκέστηκα στο να με συνοδεύσει από την Ουέλβα πίσω στο Κάντιθ για να πάρω το πλοίο της γραμμής. Έτσι θα είχα όλη την ηρεμία για να συγκεντρωθώ στο έργο του ποιητή που θα συναντούσα στην καταλανική πρωτεύουσα. «Πού μένετε;» με ρώτησε ο Ζουάν Μαργαρίτ στο πρώτο τηλεφώνημά μου. «Κοντά στην Ακαδημία Καλών Γραμμάτων, με φιλοξενεί η χήρα του ελληνιστή Εουδάλ Σολά». Συναντηθήκαμε στο Dunne’s, το γνωστό ιρλανδέζικο μπαρ-εστιατόριο. Διακρίνοντας κάποια εγκαρδιότητα με τους σερβιτόρους, τον ρώτησα αν αυτό ήταν το στέκι του. «Φυσικά! Όπως και τα περισσότερα μπαρ της Βαρκελώνης!» μου απάντησε με παιγνιώδη διάθεση. «Ξέρετε, όλα μου τα ποιήματα, ή σχεδόν όλα, σ’ αυτά τα μπαρ τα έχω γράψει». «Και δε σας ενοχλεί η φασαρία;» τον ρώτησα με απορία. «Αν έχεις ανάγκη από ειδικές συνθήκες για να γράψεις… άσχημα τα πράγματα! Απλώς ξεκλέβω μία ώρα πριν από την επίβλεψη κάποιου έργου, καθότι ασκώ το επάγγελμα του αρχιτέκτονα, και μία ώρα μετά…». «…Για να οπλίζεστε με λέξεις, όπως διάβασα σε κάποια συνέντευξή σας» τον διέκοψα. «Οι λέξεις υπάρχουν για να παίρνουν όνομα τα πράγματα και να παύουν έτσι να είναι τρομακτικά: ένα δέντρο, χωρίς τη λέξη δέντρο, είναι τρομακτικό!» «Κι ο ποιητής, τι είναι;» «Κάποιος που ψάχνει την αλήθεια, την οικουμενική αλήθεια, αυτήν που την αναγνωρίζει οποιοσδήποτε και οπουδήποτε. Δεν υπάρχει ποίηση χωρίς κάποιον αναγνώστη να αντιλαμβάνεται το ποίημα! Κι ένα ποίημα που το διαβάζεις το πρωί, πρέπει να σου αρκεί για όλη τη μέρα, αν είναι καλό ποίημα. Οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι η ποίηση είναι πολύ εύκολο να πλαστογραφηθεί: είν’ εύκολο να φτιάξεις κάτι που να μοιάζει με ποίημα. Χιλιάδες ποιητές το κάνουν. Μπορεί κι εγώ, δεν ξέρω. Δεν το μαθαίνουμε αν δεν περάσει πολύς καιρός. Ξέρω πως ο Ματσάδο ήταν μεγάλος ποιητής, όμως ο ίδιος ο Ματσάδο δεν το ήξερε – δεν μπορούσε να το ξέρει. Η μόνη απόδειξη είναι το ότι έπειτα από εκατό χρόνια διαβάζεται ακόμα». «Εσείς, πότε καταλάβατε ότι θα γινόσασταν ποιητής;» «Κάπου στα δέκα οκτώ μου είχα την πεποίθηση. Μπορείς να κάνεις λάθος… και να χάσεις τη ζωή! Έτοιμος ήμουν…, ώσπου κατάλαβα πως, το να μη γράφω στη μητρική μου, καθιστούσε αδύνατη την ύπαρξη καλού ποιήματός μου. Αλλά είχα ήδη εκδώσει το πρώτο μου βιβλίο… που σήμερα το μισώ». «Γιατί;» «Γιατί πίστευα πως η ποίηση είναι ένας καθεδρικός. Σήμερα  γνωρίζω πως είναι μια τραχιά κρύπτη». «Μα νομίζω πως ακόμα γράφετε στις δύο γλώσσες, και καταλανικά και ισπανικά». «Πάντα αρχίζω ένα ποίημα στα καταλανικά: δεν μπορώ να το ξεκινήσω στα ισπανικά. Θυμάμαι την κρύπτη. Μου παίρνει δύο μήνες να το γράψω· το παλεύω δύο μήνες. Ξεκινάω στα καταλανικά, αλλά στο δεύτερο στάδιο, υπάρχει ήδη και ισπανικά και καταλανικά. Δουλεύω και με τις δύο γλώσσες γιατί κάποιες φορές τα λάθη που κάνω είναι εμφανέστερα στα ισπανικά απ’ ό,τι στα καταλανικά, ή και το αντίστροφο.* Και η μία γλώσσα λέει: Έι, εδώ κάνεις λάθος! Κοιτάζεις στην άλλη και είναι λάθος κι εκεί. Και όπως ισχυρίζομαι, οι γλώσσες δε φταίνε σε τίποτα. Το φταίξιμο είναι των ανθρώπων που χρησιμοποιούν τη γλώσσα. Η ίδια γλώσσα μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να γράψει κανείς ένα ερωτικό ποίημα ή για να προσβάλει κάποιον». «Και η σχέση των καταλανικών και των ισπανικών για εσάς εξακολουθεί να είναι αυτή του καθεδρικού και της κρύπτης;» «Τώρα τα καταλανικά έχουν κι αυτά τον καθεδρικό τους». Βλέποντας το ψωμί στο τραπέζι, τον ρώτησα: «Τι μας τρέφει περισσότερο, το ψωμί ή η ποίηση;» Και η απάντησή του; «Μην τα ξεχωρίζετε. Ό,τι περνάει από το μυαλό αφήνει το χνάρι του στο σώμα, και το αντίστροφο. Σίγουρα, εγώ έμαθα τι είναι το ψωμί βλέποντας το έργο του Νταλί La cesta de pan. Γι’ αυτό ο πίνακας αυτός είναι ποίηση!».**

Αρχές και τέλη

Κάποτε ήμουν ένα κορίτσι με μέλλον.
Διάβαζα Οράτιο και Βιργίλιο στα λατινικά
κι απάγγελνα ολόκληρο τον Κητς από μνήμης.
Μα, μπαίνοντας μες στις σπηλιές των ενηλίκων,
με αιχμαλώτισαν κι άρχισα να γεννάω
παιδιά ενός ανόητου και ματαιόδοξου άντρα.
Τώρα γεμίζω το ποτήρι όποτε μπορώ
και κλαίω αν θυμηθώ έναν στίχο του Κητς.
Καμιά δε μαθαίνει, από νέα,
πως δεν υπάρχει κάποιο μέρος
όπου θα μπορέσει να μείνει για πάντα.
Και παραξενεύεται όταν δεν έρχεται ποτέ
εκείνος ή εκείνη όπου θα βρει ξεκούραση.
Καμιά δεν ξέρει, από νέα, πως οι αρχές
ποτέ δε μοιάζουν με τα τέλη.

Μην πετάς τα ερωτικά γράμματα

Αυτά δε θα σ’ εγκαταλείψουν.
Ο χρόνος θα περάσει, θα σβήσει η επιθυμία
–αυτό το βέλος της σκιάς–
και τα αισθησιακά, ωραία, έξυπνα πρόσωπα
θα κρυφτούν σ’ έναν καθρέφτη μέσα σου.
Θα πέσουν τα χρόνια, θα βαρεθείς τα βιβλία.
Θα κατεβείς κι άλλο
και θα χάσεις, τελικά, την ποίηση.
Ο κρύος θόρυβος της πόλης στα τζάμια
θα καταλήξει να είναι ή μόνη σου μουσική,
και τα ερωτικά γράμματα που θα ’χεις φυλάξει,
η τελευταία σου λογοτεχνία.

Γυναίκα της άνοιξης

Πίσω από τις λέξεις έχω μόνο εσένα.
Θλιβερός όποιος δεν έχασε
από έρωτα ένα σπίτι.
Θλιβερός όποιος πεθαίνει
με μιαν άλω σεβασμού και κύρους.
Εμένα με ενδιαφέρει ό,τι συμβαίνει
στην έναστρη νύχτα κάποιου στίχου.

Στον αναγνώστη

Δικές σου θα γίνουν οι γυναίκες που αγάπησα
και που δεν έχασα ποτέ, παρ’ όλο τον σκληρό
άνεμο των χρόνων, και δικό σου το αίνιγμα
για το νησί των θησαυρών.
Τα μάτια σου θα γίνουν δικά μου για μια στιγμή
και, ως αντάλλαγμα, θα σ’ αφήσω ν’ ακούσεις στα τζάμια
τη βροχή που εγώ ακούω τώρα, και θα σε κάνω συνεργό
του μέλλοντός μου, που εσύ θα μπορείς να γνωρίζεις,
δε θα επιτρέψεις να πεθάνω και, ένα βραδάκι,
θα μ’ αφήσεις να γίνω εσύ μέσα σε μιαν άλλη βροχή.

Το κορίτσι του φαναριού

Έχεις την ίδια ηλικία που είχα κι εγώ
όταν άρχισα να ονειρεύομαι πως θα σε συναντήσω.
Δεν ήξερα ακόμα, όπως κι εσύ
δεν το ’χες μάθει ακόμα, ότι μια μέρα
ο έρωτας γίνεται τούτο το όπλο 
το γεμάτο μοναξιά και μελαγχολία
που σε σημαδεύει τώρα από τα μάτια μου.
Είσαι η κοπέλα που έψαχνα
τόσον καιρό όταν ακόμα δεν υπήρχες.
Κι εγώ ο άντρας προς τον οποίο θα θελήσεις
κάποτε να οδηγήσεις τα βήματά σου.
Αλλά τότε θα είμαι τόσο μακριά από σένα
όπως από μένα είσαι τώρα εσύ σε τούτο το φανάρι.

Το να είσαι γέρος

Ανάμεσα στις σκιές των πετεινών
και των σκύλων σε αυλές και κοτέτσια
στη Σαναούζα, ανοίγει μια τρύπα
που γεμίζει με χαμένο χρόνο και βρόμικη βροχή
όταν τα παιδιά οδεύουν προς τον θάνατο.
Το να είσαι γέρος είναι ένα είδος μεταπολεμικό.
Καθισμένους στο τραπέζι της κουζίνας,
να καθαρίζουνε φακές
τα βράδια του μαγκαλιού,
βλέπω αυτούς που με αγάπησαν.
Τόσο φτωχοί που στο τέλος εκείνου του πολέμου
αναγκάστηκαν να πουλήσουν το άθλιο
αμπέλι κι εκείνο το κρύο αγροτόσπιτο.
Το να είσαι γέρος σημαίνει πως ο πόλεμος τελείωσε.
Ότι ξέρεις πού βρίσκονται τα καταφύγια, άχρηστα σήμερα.

Διήγημα της αυγής

Στην άδεια πλατεία βρέχει.
Υπάρχει ένα μοναδικό ταξί στη στάση.
Σβησμένη η μηχανή,
στ’ αμάξι μέσα κάνει πολύ κρύο.
Μια πόρτα ανοίγει και μπαίνει ένας επιβάτης
κακόκεφος, κουρασμένος, με τα ρούχα βρεγμένα.
Του δίνει μια διεύθυνση.
Παραβιάζοντας ένα φανάρι, του γκρινιάζει.
Ο ταξιτζής γυρίζει μουρμουρίζοντας:
Ο γιος μου πέθανε πριν μια βδομάδα.
Ο επιβάτης σωπαίνει και βυθίζεται στο κάθισμα.
Η νύχτα προχωράει, στο ταξί μπαίνει
μια παρέα που γλεντούσε, κι αυτός τους λέει:
Ο γιος μου πέθανε πριν μια βδομάδα.
Όλοι μας θα πεθάνουμε, του απαντούν,
μέσα σε χωρατά και γέλια.
Μόλις τελειώνει τη δουλειά, μες στο γκαράζ,
πηγαίνει στην καμπίνα του ασύρματου:
Ο γιος μου πέθανε πριν μια βδομάδα.
Η γυναίκα, με μάτια
κόκκινα από την κούραση,
του απαντάει ναι καθώς προσέχει
τις φωνές ανακατεμένες με τον θόρυβο
που βγαίνουν από έναν πομπό.

Αυτό είναι, στην πραγματικότητα, ένα διήγημα του Τσέχωφ.
Σ’ εκείνο πέφτει χιόνι, όχι βροχή,
και το αυτοκίνητο είναι μια άμαξα μ’ ένα γέρικο άλογο.
Ξέρω πως ο ταξιτζής δε θα μπορεί να κοιμηθεί.
Κι ο θάνατος; Βρίσκεται μέσα στη γροθιά
που υψώνει η ζωή, ή είναι η γροθιά
στην οποία είμαστε κλεισμένοι;
Στην ιστορία του Τσέχωφ, του αμαξά
τού μένει το άλογό του για να του διηγείται
πως το παιδί του πέθανε. Ξαφνικά.
νιώθω να είναι όλα μέσα μου,
ο φόβος πια να παγώνει,
κι ανάβω μια φωτιά, κι όλοι νιώθουμε τη ζέστη της,
ο ταξιτζής, ο αμαξάς, εσύ που με διαβάζεις,
εγώ, οι πεθαμένοι μου κι ο Τσέχωφ, όλοι μαζί
βλέποντας να πέφτει η ζωή μοναχικά, όπως το χιόνι.
Ένα νυχτερινό τρένο διασχίζει, βαμμένο τριανταφυλλί,
ελαιώνες την αυγή.
Εδώ τελειώνω, κουρασμένος, νυσταγμένος
και μυστηριωδώς ευτυχισμένος, αυτό το ποίημα.

Προχωρώντας μέσα σ’ ένα παραμύθι

Πάνω στο δάσος σιωπηλά πέφτει το χιόνι,
χοντρή κουβέρτα που όμως δε ζεσταίνει
ένα ρακένδυτο πλήθος δρυών.
Γερά ντυμένος, το διασχίζω περπατώντας:
όπου υπήρχε δρόμος είναι σκεπασμένος
δε μένουν άλλα χνάρια από τα βήματά μου.
Μπροστά μου μια φωλιά πεσμένη, μια φωλιά μεγάλη
σαν κούνια πεθαμένου κοριτσιού.
Για να γυρίσω πίσω τώρα έχω ανάγκη
τα ίδια μου τα χνάρια, μα το χιόνι πέφτει
κι όλα τα σβήνει πια με τη σιωπή του.
Έρχεται μια ριπή ανέμου, ένας στρόβιλος,
και η φωλιά που διασχίζει αναπηδώντας
έναν καιρό βουβό και παγερό και δίχως δρόμους.

Κρόνος

Έσκισες τα βιβλία μου με τα ποιήματα.
Τα πέταξες μετά από το παράθυρο.
Οι σελίδες τους, παράξενες πεταλούδες,
αιωρούνταν πάνω από τον κόσμο.
Δεν ξέρω αν τώρα θα καταλαβαινόμασταν,
γέροι, εξουθενωμένοι και απογοητευμένοι.
Σίγουρα όχι. Καλύτερα να το αφήσουμε έτσι.
Ήθελες να με καταπιείς. Εγώ, να σε σκοτώσω.
Εγώ, ο γιος που είχες σε πλήρη πόλεμο.

Οίκος Ελέους

Ο πατέρας τoυφεκισμένος.
Ή, όπως λέει ο δικαστής, εκτελεσμένος.
Η μητέρα, η εξαθλίωση και η πείνα,
η αίτηση που κάποιος της δακτυλογραφεί:
Χαιρετώ τον Νικητή, Δεύτερο Έτος Θριάμβου,
Αιτούμαι στην Εξοχότητά σας ν’ αφήσω τα παιδιά μου
σε τούτο τον Οίκο Ελέους.
Η παγωνιά του αύριο είναι στην αίτηση.
Τα ορφανοτροφεία και τα άσυλα ήταν σκληρά,
μα η κακοκαιρία ήταν σκληρότερη.
Η αληθινή φιλανθρωπία προκαλεί φόβο.
Όπως η ποίηση: ένα καλό ποίημα,
όσο ωραίο και να ’ναι, πρέπει να είναι στυγνό.
Δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο. Η ποίηση είναι σήμερα
ο τελευταίος οίκος ελέους.

*Για καλύτερη απόδοση στα ελληνικά, η μετάφραση παρακολουθεί τα ποιήματα και στις δύο γλώσσες.
**Για να μη δημιουργηθεί παρεξήγηση: Η συνάντηση με τον ποιητή είναι φανταστική και ο διάλογος βασίζεται σε συνεντεύξεις του.

Χάρτης θαλάσσης

Ο Ζουάν Μαργαρίτ [Joan Margarit i Consarnau] (Σαναούζα 1938). Καταλανός ποιητής και αρχιτέκτονας. Έχει εκδώσει ένα βιβλίο δοκιμίων και περισσότερες από τριάντα ποιητικές συλλογές. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί και εκδοθεί σε πολλές γλώσσες. Το έργο του έχει αποσπάσει το Βραβείο ποίησης Βινσέντ Αντρές Εστελιές (1981), το Κρατικό Bραβείο Λογοτεχνίας (2008), το Κρατικό Βραβείο Ποίησης (2008) και το Ιβηροαμερικανικό βραβείο ποίησης Πάμπλο Νερούδα (2017).

Πηγές:
https://www.google.com/search?q=pagina+oficial+joan+margarit&oq=Pagina+oficial+de+Joan&aqs=chrome.4.69i57j0l4.14268j0j8&sourceid=chrome&ie=UTF-8
https://circulodepoesia.com/2017/08/poemas-de-joan-margarit/
https://deixantrastre.wordpress.com/2009/04/03/joan-margarit-entrevista-a-la-contra-de-la-vanguardia/
https://www.google.com/search?q=THE+JOAN+MARGARIT+INTERVIEW+Interview+by+Prithvi+Varatharajan

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: