H πρώτη σου έγχρωμη σκηνοθετημένη ζωή είχε ελάχιστα χρώματα: το ατέλειωτο γκρίζο του ουρανού πάνω από το πετροχημικό εργοστάσιο του συζύγου σου Ούγκο, το κίτρινο του καπνού από τα φουγάρα, το ασημένιο των παράξενων βιομηχανικών εγκαταστάσεων, το καφέ της στολής των εργατών. Μοναδική παραφωνία ήσουν εσύ, με τα ξανθά μαλλιά και το πράσινο παλτό σου. Σ’ εκείνη την περιοχή της Ραβέννα που έμοιαζε με περιβάλλον επιστημονικής φαντασίας δεν υπήρχε σιωπή, μόνο οι εκκωφαντικοί ήχοι των μηχανών. Αυτός ήταν ο κόσμος σου, μακριά από κάθε ιδέα ομορφιάς, κι εσύ κρατώντας ένα μικρό αγόρι απ’ το χέρι έμπαινες για άλλη μια φορά μέσα του.
Εκεί γνώρισες τον Κοράντο, που έχει έρθει να προσλάβει εργάτες για ένα ορυχείο στην Παταγονία. Είχε κι αυτός ένα βλέμμα μιας αδιόρατης θλίψης, αλλά είχε αποδεχτεί τον κόσμο όπως ήταν· ο δικός του τρόπος να προσαρμοστεί στο κάθε εφιαλτικό περιβάλλον ήταν να βρίσκεται διαρκώς σε κίνηση. Τον πήγες στο κατάστημα κεραμικών που σκόπευες να ανοίξεις, χωρίς να γνωρίζεις την τέχνη τους. Ο υπόγειος χώρος ήταν ακόμα άδειος και μισοβαμμένος, με μια τηλεφωνική συσκευή στο πάτωμα. Τον ρώτησες τι θα πάρει μαζί του στην Νότια Αμερική, εκείνος απάντησε «τίποτα, μόνο μια δυο τσάντες», ενώ εσύ θα έπαιρνες μαζί της τα πάντα. Του μίλησες και για μια γυναίκα που νοσηλεύτηκε για καιρό και όταν βγήκε δεν έπαψε να αναρωτιέται ποια είναι. Η έλξη σας ήταν εμφανής, επισφραγισμένη στην φράση σου «μακάρι ο Ούγκο να με κοιτούσε όπως εσύ». Βγαίνοντας η κάμερα στάθηκε στις μαύρες σου γόβες καθώς πατούσαν πάνω σε μια παλιά εφημερίδα. Ένα σύμβολο κομψότητας ήθελε να καταργήσει τον λόγο ή η εσωτερική σου αγωνία ήταν πολλή για να σε αφορά ο δημόσιος κόσμος; Κάποτε ο Ούγκο σε είχε μαλώσει: απ’ όλα τα παπούτσια που έχεις έβαλες αυτά τα πολυφορεμένα; Προφανώς για εκείνον η κοινωνική επίδειξη έπρεπε να σβήνει κάθε ψυχική κατάσταση. Δεν σε έβλεπε ως πρόσωπο αλλά ως εικόνα-προέκτασή του ίδιου. Τον ενδιέφερε να είσαι αψεγάδιαστη, ακόμα κι αν έδειχνες αδύναμη και χαμένη. Εσύ αντιλαμβανόσουν πως τα τόσα ζευγάρια που σου είχε πάρει δεν θα σου έδιναν ποτέ κάποια απάντηση.
Μαζευτήκατε μια συντροφιά σε μια παραποτάμια καλύβα ενώ έξω γλιστρούσαν τιτάνια πλοία μέσα στην ομίχλη. Σε μια από τις γνώριμές σου πια αναλαμπές χόρεψες σε στίχους που έλεγαν «θέλω να κάνω έρωτα» - το ίδιο ψιθύρισες και στον σύζυγό σου. Φυσικά, σε επανέφερε στην τάξη. Το σπίτι σου ήταν εξίσου άχρωμο και ψυχρό, οι νύχτες σου δύσκολες. Κάποια στιγμή άνοιξες έναν χάρτη και σκέφτηκες φωναχτά «κάπου σε αυτό τον κόσμο θα υπάρχει ένα καλύτερο μέρος». Το μοναδικό λαμπρό, ηλιακό φως το έφτιαξες μόνη σου σε μια διήγηση προς το παιδί σου: μια παραλία, μια γυναίκα που ξαπλώνει στην άμμο (τα αμμώδη της πέλματα εμφανή), η ελεύθερη νεότητα που αγγίζει και αγγίζεται από την φύση, τα καθαρά γαλάζια νερά, ένα καΐκι με κόκκινο πανί στη μέση μιας μπλε θάλασσας, κάποιος που έρχεται, μια μουσική άγνωστης προέλευσης.
Έσπευσες να αναζητήσεις τον Κοράντο, την μόνη σου προσφερόμενη διαφυγή. Στο δωμάτιό του στο ξενοδοχείο του εξομολογήθηκες «Δεν γνωρίζω ούτε τον εαυτό μου. Γιατί πάντα χρειάζομαι άλλους ανθρώπους; Πρέπει να είμαι ηλίθια. Θα ήθελα όλοι όσοι ποτέ νοιάστηκαν για μένα, να είναι γύρω μου τώρα, σαν ένας τοίχος». Είχε κατάφερε για λίγο να σε αποσπάσει από τον εφιάλτη αλλά ήταν εμφανές ότι αδυνατούσε να σε κατανοήσει. Σε υπέβαλλε στον περιπαθή ερωτικό εναγκαλισμό του χωρίς να γνωρίζω αν δυνάστευσε την ελάχιστη απομείνασα επικράτειά σου ή απλώς ακύρωσε για λίγο τις αναστολές σου. Θυμάμαι το κοντινό πλάνο των ποδιών σου όπως πέταξαν τα παπούτσια και πάλευαν πάνω στο κρεβάτι χωρίς να γυμνωθούν άλλο. Κι ύστερα, αντί να σε φροντίσει αυτός, εσύ προσπαθούσες να τον καθησυχάσεις, να μην ανησυχεί για σένα εφόσον ήδη το κάνουν οι γιατροί. Σου είχαν συστήσει να προσαρμοστείς στην πραγματικότητα αλλά δεν το κατάφερες, του είπες, ακόμα και με το να γίνεις μια άπιστη σύζυγος. Κι εγώ θα θυμάμαι για πάντα την φράση που ψέλλισες εκείνες τις στιγμές: «Υπάρχει κάτι τρομερό σχετικά με την πραγματικότητα αλλά δεν ξέρω τι είναι και κανείς δεν θα μου πει».
Όταν είχες την ευκαιρία να διαφύγεις επέλεξες να μείνεις με την οικογένειά σου, σε μια οριστική αποδοχή των πάντων. Ίσως θεώρησες αδιανόητο να ξεφύγεις από τους διαθέσιμους ρόλους του φύλου σου, της συζύγου και της ερωμένης. Παρέμεινες εκεί, αποπροσανατολισμένη του χρόνου και του χώρου, η μόνη με φωτεινά χρώματα μπροστά στο αποχρωματισμένο τοπίο, να διατηρείς πεισματικά μια αίσθηση ατομικότητας, να αναζητάς απαντήσεις στον φυσικό κόσμο αλλά αυτός να μην βρίσκεται πουθενά δεν βρισκόταν πουθενά, χωρίς να γνωρίζεις πώς να κινηθείς μέσα στους μοντέρνους καιρούς, επιλέγοντας όμως πάντα κομψά ρούχα ακριβώς για να δείχνεις πως ανήκεις σε αυτούς, αποτυγχάνοντας να βρεις ανθρώπους που να σε καταλαβαίνουν, να τους μιλήσεις για τον εαυτό σου και τον κόσμο τους, απορώντας πώς και οι άλλοι δεν συνειδητοποιούν πόσο μόνοι είναι.