40 χρόνια από την αιωνιότητα του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ

40 χρόνια από την αιωνιότητα του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ



Με εί­χε αφή­σει το βα­ρύ σο­σια­λι­στι­κό τραμ του Μ8 στην τρι­γω­νι­κή Rosa-Luxemburg-Platz μέ­σα στα άγρια χα­ρά­μα­τα. Πέ­ρα­σα το υπο­φω­τι­σμέ­νο θέ­α­τρο Φολκ­σμπί­νε και πή­ρα την Almstadtstraße με τα χέ­ρια στις τσέ­πες και τους για­κά­δες του που­κα­μί­σου και των δια­θέ­σε­ων εξε­ρεύ­νη­σης ση­κω­μέ­νους μέ­χρι το σβέρ­κο. Έκα­νε ψύ­χρα αν και το ημε­ρο­λό­γιο έδει­χνε 2 Αυ­γού­στου.

Θα μπο­ρού­σα να πά­ρω την Rosa-Luxemburgstraße και να βρε­θώ κα­τευ­θεί­αν στην Αλε­ξά­ντερ­πλατς, αλ­λά εί­χα τους φι­λο­λο­γι­κούς μου ανο­μο­λό­γη­τους λό­γους. Τα εί­χα μά­θει όλα αυ­τά τα στε­νά του Mite, από την προη­γού­με­νη φο­ρά που εί­χα­με οι­κο­γε­νεια­κώς επι­σκε­φθεί το Βε­ρο­λί­νο. Ήταν ένας υπέ­ρο­χος, πα­γω­μέ­νος Νο­έμ­βριος όταν εί­χα δει την πό­λη πρώ­τη φο­ρά. Τό­τε έβγα­λα το συ­μπέ­ρα­σμα ότι έτσι πρέ­πει να εί­ναι ο μή­νας που θα επι­σκε­φθεί κα­νείς το Βε­ρο­λί­νο πα­γω­μέ­νος, με χιό­νια στις άκρες των ρεί­θρων και πά­γους στις εσο­χές των προσ­δο­κιών. Ήταν μια πα­γω­μέ­νη εβδο­μά­δα αλ­λά όπου και να πή­γαι­να, εί­τε στο Σπα­ντά­ου, εί­τε στο Ου­ρά­νιε­μπουργκ και το Ζα­ξεν­χά­ουζ, το πρώ­το στρα­τό­πε­δο συ­γκέ­ντρω­σης των Να­ζί, πά­ντα άφη­να λί­γο χρό­νο να περ­πα­τή­σω στο κέ­ντρο της πό­λης. Την Εβραϊ­κή συ­νοι­κία, την Unter den Linden, το Νη­σί των Μου­σεί­ων δεν υπήρ­χε από­γευ­μα ή πρω­ι­νό τα χα­ρά­μα­τα, κα­λή ώρα, να μην τα περ­πα­τή­σω.

Οι κα­λύ­τε­ρες ώρες να δεις την πό­λη εί­ναι πριν ξυ­πνή­σει και όταν κοι­μη­θεί. Κά­ποιες φο­ρές εκεί στο εν­διά­με­σο γί­νε­ται «το έλα να δεις και το φύ­γε πριν τα χά­σεις». Μια Κυ­ρια­κή στο Μό­να­χο, εί­χα ξυ­πνή­σει πο­λύ πρωί ακό­μα και για τα δι­κά μου δε­δο­μέ­να κα­τά τις τέσ­σε­ρις, με σκο­πό να δω την πό­λη εκεί στο με­ταίχ­μιο που δεν εί­χε ξυ­πνή­σει ακό­μα αλ­λά δεν εί­χε και απο­κοι­μη­θεί τε­λεί­ως. Εί­χα φτά­σει στην Μα­ριεν­πλατς, ακό­μα δεν εί­χαν βγει οι σκου­πι­διά­ρη­δες και η πλα­τεία ήταν γε­μά­τη μπου­κά­λια, χαρ­τιά και σκου­πι­δο­μά­νι. Πέ­ρα­σα εγκάρ­σια την πλα­τεία και έστρι­ψα αρι­στε­ρά την Sparkassenstraße. Τα φώ­τα νέ­ον ανα­βό­σβη­ναν στο μπαρ της γω­νί­ας. Εί­χα κά­ποιους δι­σταγ­μούς να μπω, αλ­λά «γι αυ­τό δεν ξύ­πνη­σα μέ­σα στα άγρια με­σά­νυ­χτα», εί­πα μέ­σα μου, κι άνοι­ξα την πόρ­τα. Μπρο­στά μου ξε­χύ­θη­κε ένας άλ­λος κό­σμος, ήμουν βέ­βαια κι εγώ ξε­νέ­ρω­τος εκτός τό­που και χρό­νου, αλ­λά και η κα­τά­στα­ση στο μπαρ ήταν απο­πνι­κτι­κή, κα­πνοί, μυ­ρω­διές, ιδρω­τί­λα, μπι­ρί­λα, κά­ποιοι γερ­μέ­νοι πά­νω στα τρα­πέ­ζια και τους πά­γκους, γέ­λια, φω­νές ακό­μα και τρα­γού­δια ακού­γο­νταν από το βά­θος. Μό­νη με σώ­ας τας φρέ­νας, φρέ­σκια, ξε­κού­ρα­στη και χα­μο­γε­λα­στή μια κο­πέ­λα ξαν­θιά πί­σω από το μπαρ να τρέ­χει να εξυ­πη­ρε­τή­σει όλο αυ­τό το ασκέ­ρι κι αυ­τό να το κά­νει με τη χά­ρη δέ­κα μο­ντέ­λων, τη φι­νέ­τσα κά­μπο­σων σταρ και τη γλυ­κύ­τη­τα ενός τάγ­μα­τος αγ­γέ­λων. Η θλί­ψη με μια στα­γό­να αι­σιο­δο­ξί­ας. Όλο τού­το το σκη­νι­κό έμοια­ζε με κά­τι πα­ρακ­μια­κά που «ζω­γρά­φι­ζε» ο Ράι­νερ Βέρ­νερ Φα­σμπί­ντερ στις ται­νί­ες του για να μι­λή­σει εί­τε για τη Γερ­μα­νία του με­σο­πό­λε­μου, εί­τε για τις «πα­ρε­κτρο­πές» των μι­κρο­α­στών και των λού­μπεν εί­τε για τους εφιάλ­τες «των αν­θρώ­πων της ημέ­ρας». Έκλει­σα την πόρ­τα πί­σω μου και βγή­κα άρον, άρον. Μάλ­λον δεν βγή­κα μό­νος μου, απλώς με ξέ­ρα­σε όλη αυ­τή η αφό­ρη­τη κα­τά­στα­ση. Αυ­τό το ξα­νά­κα­να σε αρ­κε­τές πό­λεις αλ­λά πο­τέ πια δεν ξαφ­νια­ζό­μουν, ήξε­ρα πά­νω κά­τω τι να πε­ρι­μέ­νω, άνοι­γα έβλε­πα, έκα­να κα­μιά αρ­γό­συρ­τη βόλ­τα μέ­χρι το βά­θος του μα­γα­ζιού και τα έγκα­τα της απελ­πι­σί­ας κι έφευ­γα. Πά­ντα θυ­μά­μαι πό­σο ευ­γε­νι­κοί και ήμε­ροι με πε­ρί­με­ναν οι αγου­ρο­ξυ­πνη­μέ­νοι δρό­μοι με­τά την έξο­δό μου από αυ­τήν τη θε­σπέ­σια κό­λα­ση του μα­ρα­σμού και της εγκα­τά­λει­ψης.
Ο κό­σμος μας εί­ναι ο κό­σμος δύο θε­ών. Εί­ναι ο κό­σμος της δη­μιουρ­γί­ας και ο κό­σμος της διά­λυ­σης. Κα­νέ­νας άλ­λος λα­ός δεν μπο­ρεί να το απο­δεί­ξει με με­γα­λύ­τε­ρη πει­στι­κό­τη­τα αυ­τό το θε­ώ­ρη­μα από τον Γερ­μα­νι­κό.
Αυ­τό σκε­φτό­μουν κα­θώς κα­τέ­βαι­να τη Rosenthaler Strasse στο Mite του Βε­ρο­λί­νου όπως ο Φραντς Μπί­μπερ­κοπφ ο ήρω­ας του «Βε­ρο­λί­νο – Αλε­ξά­ντερ­πλατς». Ο κό­σμος μας εί­ναι ο κό­σμος δύο θε­ών, επα­νέ­λα­βα. Εί­ναι ο κό­σμος της δη­μιουρ­γί­ας και ο κό­σμος της διά­λυ­σης. Η αντι­πα­ρά­θε­σή τους δια­δρα­μα­τί­ζε­ται πά­νω στη γη κι εμείς συμ­με­τέ­χου­με σ' αυ­τή. Συν­δέω τώ­ρα αυ­τή τη συλ­λο­γι­στι­κή με την εγκλη­μα­τι­κό­τη­τα. Η κοι­νω­νία εί­ναι ζυ­μω­μέ­νη με το έγκλη­μα. Τι ση­μαί­νει αυ­τό; Ότι υπάρ­χει τά­ξη και διά­λυ­ση. Δεν εί­ναι δυ­να­τόν να υφί­στα­ται τά­ξη χω­ρίς να υπάρ­χει ταυ­τό­χρο­να τά­ση για διά­λυ­ση και de facto κα­τα­στρο­φή.

Στο Βε­ρο­λί­νο Αλε­ξά­ντερ­πλατς του Άλ­φρεντ Ντέ­μπλιν, ο Φραντς Μπί­μπερ­κοπφ απο­φυ­λα­κί­ζε­ται. Εί­ναι από φυ­σι­κού του κα­λός και επι­πλέ­ον έχο­ντας κα­εί στο χυ­λό φυ­σά και το για­ούρ­τι. Βγαί­νο­ντας στην κοι­νω­νία θέ­λει να μεί­νει τί­μιος, να εφαρ­μό­σει τους νό­μους της κοι­νω­νί­ας ή του­λά­χι­στον αυ­τούς που εκεί­νος θε­ω­ρεί νό­μους. Αλ­λά δεν το κα­τα­φέρ­νει. Δέ­χε­ται το ένα χτύ­πη­μα με­τά το άλ­λο και κα­ταρ­ρέ­ει. Μα­ζί του κα­ταρ­ρέ­ουν και οι θε­ω­ρη­τι­κές μας πα­ρα­δο­χές. (Από την πα­ρου­σί­α­ση στο οπι­σθό­φυλ­λο του βι­βλί­ου).
Ο Φραντς Μπί­μπερ­κοπφ βγαί­νει από τις φυ­λα­κές του Τegel αλ­λά φο­βά­ται να βγει στον κό­σμο, κά­πο­τε ξε­κολ­λά από το κόκ­κι­νο τοί­χο του κτι­ρί­ου των φυ­λα­κών του, με πα­ρό­τρυν­ση του φύ­λα­κα και προ­σπα­θεί να προ­σαρ­μο­στεί σε έναν κό­σμο που τον έχει ξε­χά­σει, επι­τέ­λους με­τά από πολ­λές προ­σπά­θειες τον βρί­σκου­με στο Μί­τε του Βε­ρο­λί­νου να ανα­ζη­τά κά­ποια και­νούρ­για αρ­χή για τη ζωή του στο ρη­μαγ­μέ­νο από την ανέ­χεια και την ανερ­γία Βε­ρο­λί­νο του με­σο­πό­λε­μου.
Με μια κά­με­ρα 16 mm, ο σπου­δαί­ος Ράι­νερ Βέρ­νερ Φα­σμπί­ντερ κι­νη­μα­το­γρα­φεί σε 13 μέ­ρη συ­νο­λι­κής διάρ­κειας 931 λε­πτών (15 1/2 ώρες), μέ­σα σε μια διε­τία - από το 1979 έως το 1980 - το Μπερ­λίν Αλε­ξά­ντερ­πλατς του Αλ­φρεντ Ντέ­μπλιν. Ένα βι­βλίο που απο­τέ­λε­σε πη­γή έμπνευ­σης μιας ολό­κλη­ρης ζω­ής για εκεί­νον και κα­τά­φε­ρε να το με­τα­φέ­ρει στη μι­κρή οθό­νη. Μέ­σα από τις ει­κό­νες του κα­τά­φε­ρε να ανα­συ­γκρο­τή­σει, με τη μο­να­δι­κή ει­κα­στι­κή μα­τιά του, την πιο άρ­τια με­λέ­τη του για την ανο­λο­κλή­ρω­τη αν­θρώ­πι­νη φύ­ση, τους αδυ­σώ­πη­τους μη­χα­νι­σμούς του νε­ό­τευ­κτου κρά­τους πρό­νοιας, την ανι­κα­νό­τη­τα κοι­νω­νι­κής προ­σαρ­μο­γής.

Διέ­τρε­ξα όλη την Rosenthaler Strasse μέ­χρι τη Hackescher Markt. Εδώ μέ­σα ανα­πτύσ­σε­ται το Χά­κε­σε Χέ­φε, το οποίο εί­ναι ένα τε­ρά­στιο συ­γκρό­τη­μα των αρ­χών του 19ου αιώ­να. Απο­τε­λεί­ται από μια δαι­δα­λώ­δη σει­ρά αλ­λη­λο­συν­δε­δε­μέ­νων αυ­λών που πε­ρι­βάλ­λο­νται από ψη­λά κτί­ρια αρ­μο­νι­κά ανα­πτυγ­μέ­να. Η πε­ριο­χή εί­ναι γε­μά­τη από εστια­τό­ρια μπαρ, αί­θου­σες τέ­χνης, κα­τα­στή­μα­τα και γρα­φεία. Κο­ντο­στά­θη­κα έξω από το café cinema χα­μο­γέ­λα­σα, για­τί θυ­μή­θη­κα την προη­γού­με­νη φο­ρά που πε­ρι­δια­βαί­να­με το Βε­ρο­λί­νο, το πα­γω­μέ­νο εκεί­νο Νο­έμ­βριο σ’ αυ­τό το κα­φέ τρύ­πω­σαν η Ανα­στα­σία και ο Άλεξ για να ζε­στα­θούν, να ξε­κου­ρα­στούν και να ηρε­μή­σουν, πε­ρι­μέ­νο­ντας με, από ένα τε­λευ­ταίο γύ­ρο στην Εβραϊ­κή συ­νοι­κία και το κοι­μη­τή­ριό της. Ακό­μα υπάρ­χει κρε­μα­σμέ­νη στον τοί­χο, εκεί­νη η φω­το­γρα­φία του Φα­σμπί­ντερ, κά­τω από την οποία κούρ­νια­σε ο Άλεξ. Ο σκη­νο­θέ­της ήταν σο­βα­ρός, λί­γο σκυ­θρω­πός, φο­ρού­σε ένα πλα­τύ­γυ­ρο κα­πέ­λο, με­γά­λα γυα­λιά, ένα χνου­δω­τό κα­σκόλ και κρα­τού­σε στα χέ­ρια, σαν μω­ρό, μια 16ά­ρα κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή μη­χα­νή.

40 χρόνια από την αιωνιότητα του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ

Ο Ράι­νερ Βέρ­νερ Φα­σμπί­ντερ γεν­νή­θη­κε στις 31 Μα­ΐ­ου 1946 στο Μπαντ Βε­ρι­σχό­φεν της Βαυα­ρί­ας. Μα­νια­κός με τον κι­νη­μα­το­γρά­φο από τα παι­δι­κά του χρό­νια, εγκα­τέ­λει­ψε το σχο­λείο σε ηλι­κία 16 ετών για να αφιε­ρω­θεί ψυ­χή τε και σώ­μα­τι στον κι­νη­μα­το­γρά­φο, το θέ­α­τρο και την τη­λε­ό­ρα­ση.
Σπού­δα­σε σε μία δρα­μα­τι­κή σχο­λή και συ­νερ­γά­στη­κε με έναν πρω­το­πο­ρια­κό πει­ρα­μα­τι­κό θί­α­σο στο Μό­να­χο. Το 1967, μα­ζί με ορι­σμέ­νους συ­νερ­γά­τες του, ίδρυ­σε το «Αντι­θέ­α­τρο» («Antitheater»), το οποίο λει­τούρ­γη­σε έως το 1970 και πα­ρου­σί­α­σε νέα πρω­τό­τυ­πα έρ­γα αλ­λά και τολ­μη­ρές δια­σκευ­ές έρ­γων κλα­σι­κών συγ­γρα­φέ­ων, του Γκαί­τε, του Σο­φο­κλή κ.ά. Πολ­λοί από τους συ­νερ­γά­τες του στο θέ­α­τρο αυ­τό εμ­φα­νί­στη­καν αρ­γό­τε­ρα στις ται­νί­ες του. Ανά­με­σά τους ήταν και η σύ­ζυ­γός του Ίν­γκριντ Κά­φεν με την οποία πα­ντρεύ­τη­κε το 1970 και χώ­ρι­σαν δύο χρό­νια αρ­γό­τε­ρα.
Πλη­θω­ρι­κός και πα­ρα­γω­γι­κό­τα­τος δη­μιουρ­γός, ο Φα­σμπί­ντερ σκη­νο­θέ­τη­σε την πρώ­τη του ται­νία με­γά­λου μή­κους το 1969 με τί­τλο «Η αγά­πη εί­ναι πιο ψυ­χρή από τον θά­να­το» και η συ­νο­λι­κή του φιλ­μο­γρα­φία πε­ρι­λαμ­βά­νει 41 ται­νί­ες και πολ­λά θε­α­τρι­κά έρ­γα. Το πρό­σω­πο που ίσως άσκη­σε την με­γα­λύ­τε­ρη επιρ­ροή στον Φα­σμπί­ντερ και το έρ­γο του υπήρ­ξε ο Ντά­γκλας Σερκ, ένας σκη­νο­θέ­της κο­ρυ­φαί­ος στο εί­δος του με­λο­δρά­μα­τος, στην κλα­σι­κή επο­χή του Χό­λι­γουντ. Γι’ αυ­τό και το με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος της εκτε­τα­μέ­νης φιλ­μο­γρα­φί­ας του Φα­σμπί­ντερ κι­νεί­ται στον χώ­ρο του με­λο­δρά­μα­τος, αλ­λά σα­φώς σε πιο σκο­τει­νούς τό­νους, κα­θώς και σε μια μη­δε­νι­στι­κή διά­στα­ση.

Η Rosenthaler Strasse με τη Hackescher Markt δη­μιουρ­γούν ένα μα­λα­κό U το οποίο εξε­λίσ­σε­ται στην Oranienburger Strasse την οποία χω­ρίς λό­γο και αι­τία την ακο­λού­θη­σα, λη­σμο­νώ­ντας ότι σκο­πό εί­χα να κα­τέ­βω πιο χα­μη­λά στην Αλε­ξά­ντρερ­πλατς κι από κει στο Humboldt forum στο οποίο έπρε­πε να βρί­σκο­μαι γύ­ρω στις 9. Εί­χα πε­ρά­σει τη Νέα Συ­να­γω­γή, έστρι­ψα αρι­στε­ρά και βρέ­θη­κα χω­ρίς να το κα­τα­λά­βω στην Bertolt-Brecht-Platz, το θέ­α­τρό του, το Berliner Ensemble και το μπρού­τζι­νο άγαλ­μά του. Χω­ρίς να υπάρ­χει εμ­φα­νής λό­γος αυ­τούς τους δυο δη­μιουρ­γούς πά­ντα τους εί­χα στο μυα­λό μου, σαν να τους συν­δέ­ει κά­τι, ενώ ού­τε καλ­λι­τε­χνι­κά «συγ­γέ­νευαν», ού­τε η κο­σμο­θε­ω­ρία τους εί­χε κά­ποια συ­νά­φεια, μά­λι­στα κά­ποιοι τον Φα­σμπί­ντερ τον κα­τη­γό­ρη­σαν και για αντι­κο­μου­νι­σμό, αλ­λά για αντι­κο­μου­νι­σμό έχουν κα­τη­γο­ρη­θεί αναρ­χι­κοί, τρο­τσκι­στές, δη­μο­κρά­τες, σο­σια­λι­στές, σο­σιαλ­δη­μο­κρά­τες και όλοι όσοι μί­λη­σαν για το θε­ά­ρε­στο έρ­γο των Στα­λι­νι­κών και των φα­νε­ρών ή ντρο­πα­λών υπο­στη­ρι­κτών του.

Ο Ράι­νερ Βέρ­νερ Φα­σμπί­ντερ στα έρ­γα του πραγ­μα­τευό­ταν ζη­τή­μα­τα όπως η ηθι­κή κα­τά­πτω­ση της με­τα­πο­λε­μι­κής Γερ­μα­νί­ας, η βία, οι δια­προ­σω­πι­κές σχέ­σεις, τα ναρ­κω­τι­κά, η ομο­φυ­λο­φι­λία, η προ­δο­σία και η ζωή στο πε­ρι­θώ­ριο. «Κά­θε σκη­νο­θέ­της ασχο­λεί­ται με ένα και μό­νο θέ­μα και γυ­ρί­ζει την ίδια ται­νία ξα­νά και ξα­νά», εί­χε δη­λώ­σει κά­πο­τε σε συ­νέ­ντευ­ξή του ο Ράι­νερ Βέρ­νερ Φα­σμπί­ντερ. «Το δι­κό μου εί­ναι η εκ­με­τάλ­λευ­ση των συ­ναι­σθη­μά­των, όποιος και αν εί­ναι ο δυ­νά­στης. Δεν τε­λειώ­νει πο­τέ η εκ­με­τάλ­λευ­ση. Εί­τε πρό­κει­ται για το κρά­τος που επι­κα­λεί­ται τον πα­τριω­τι­σμό εί­τε πρό­κει­ται για ένα ζευ­γά­ρι, ο ένας άν­θρω­πος μπο­ρεί να κα­τα­στρέ­ψει τον άλ­λο». Ο Ράι­νερ Βέρ­νερ Φα­σμπί­ντερ μα­ζί με τον Βιμ Βέ­ντερς και τον Βέρ­νερ Χέρ­τζογκ απο­τε­λούν τους τρεις με­γά­λους σκη­νο­θέ­τες του νέ­ου γερ­μα­νι­κού κι­νη­μα­το­γρά­φου που ανα­δύ­θη­καν τη δε­κα­ε­τία του ‘70. Οι ται­νί­ες του χα­ρα­κτη­ρί­ζο­νται για την κοι­νω­νι­κή και πο­λι­τι­κή κρι­τι­κή ευαι­σθη­σία τους, και ανα­φέ­ρο­νται κυ­ρί­ως στα θέ­μα­τα της κα­τα­πί­ε­σης και της από­γνω­σης. Στο επί­κε­ντρό τους τα ήθη και οι αξί­ες της με­σο­α­στι­κής τά­ξης. Μό­νο που ο Φα­σμπί­ντερ δεν έμει­νε εκεί, αλ­λά κα­τα­πιά­στη­κε χά­ρη σε μια ασύλ­λη­πτη ενέρ­γεια που διέ­θε­τε, με τα αρ­χε­τυ­πι­κά θέ­μα­τα του έρω­τα, της ζή­λιας, της προ­δο­σί­ας, δί­νο­ντας στο σι­νε­μά του μια οι­κου­με­νι­κή και δια­χρο­νι­κή χροιά.
Ακο­λου­θώ­ντας τις απο­βά­θρες του Σπρέε, έφτα­σα στη γέ­φυ­ρα Ebertsbrücke. Στα υπο­στυ­λώ­μα­τά της ένας άστε­γος τυ­λιγ­μέ­νος στις κου­βέρ­τες, στα χαρ­τό­κου­τα και την εγκα­τά­λει­ψη, πα­ρα­τη­ρού­σε τη ρά­χη της γέ­φυ­ρας, αδια­φο­ρώ­ντας για τα λί­γα που συ­νέ­βαι­ναν γύ­ρω του. Ανέ­βη­κα τα σκα­λιά της απο­βά­θρας και βγή­κα δί­πλα στην κου­πα­στή της γέ­φυ­ρας, εν­στι­κτω­δώς σή­κω­σα την κά­με­ρά μου, σαν φα­ντά­ρος που ση­κώ­νει το όπλο του σε πε­ρί­πο­λο, κα­θώς κά­τι ανη­συ­χη­τι­κό έπε­σε στην αντί­λη­ψή του. Ξε­πρό­βα­λε μπρο­στά μου το όμορ­φο Μου­σείο Μπό­ντε, πί­σω του έβγα­ζε τη γλώσ­σα του ο πύρ­γος της τη­λε­ό­ρα­σης, αλ­λά και από πού δεν φαί­νε­ται αυ­τό το μάλ­λον άχα­ρο έρ­γο του «ανύ­παρ­κτου»; Ακό­μα πιο πί­σω ο ήλιος εί­χε πά­ρει το δρό­μο του, χα­ρά­ζο­ντας τη μέ­ρα. Έφτα­σα περ­πα­τώ­ντας κα­τά μή­κος του πο­τα­μού μέ­χρι το Dancefloor Monbijou Park κα­θ’ οδόν τρα­βού­σα τις φω­το­γρα­φί­ες τη μια πά­νω στην άλ­λη, εί­χε και όμορ­φο, απα­λό, πλά­γιο φως. Όλα έμοια­ζαν σαν τα υπο­φω­τι­σμέ­να εξω­τε­ρι­κά πλά­να του Ράι­νερ Βέρ­νερ Φα­σμπί­ντερ.
Από τις πιο γνω­στές και αξιό­λο­γες ται­νί­ες του εί­ναι «Ο Έλ­λη­νας γεί­το­νας», με θέ­μα έναν Έλ­λη­να ερ­γά­τη, ο οποί­ος σκαν­δα­λί­ζει τους Γερ­μα­νούς αστούς, «Ο Αμε­ρι­κα­νός στρα­τιώ­της», «Ο έμπο­ρος των τεσ­σά­ρων επο­χών», «Τα πι­κρά δά­κρυα της Πέ­τρα φον Καντ», με θέ­μα τις εξου­σια­στι­κές προ­σω­πι­κές σχέ­σεις, «Ο φό­βος τρώ­ει τα σω­θι­κά», «Έφι Μπριστ», «Η χρο­νιά με τα 13 φεγ­γά­ρια», μία πο­λι­τι­κή αλ­λη­γο­ρία με θέ­μα ένα τυ­ραν­νι­σμέ­νο άτο­μο, που με­τα­νιώ­νει έπει­τα από εγ­χεί­ρη­ση αλ­λα­γής φύ­λου, «Ο γά­μος της Μα­ρί­ας Μπρά­ουν», στο οποίο μέ­σα από την εξέ­λι­ξη ενός γά­μου πα­ρου­σιά­ζε­ται η ιστο­ρία της Γερ­μα­νί­ας από τον Β’ Πα­γκό­σμιο πό­λε­μο έως το «οι­κο­νο­μι­κό θαύ­μα» της δε­κα­ε­τί­ας τού 1950, «Λι­λή Μαρ­λέν, «Λό­λα, μια γυ­ναί­κα από τη Γερ­μα­νία» μια δι­κή του εκ­δο­χή του μυ­θι­κού «Γα­λά­ζιου Άγ­γε­λου», «Βε­ρό­νι­κα Φος, εμπνευ­σμέ­νο από τη ζωή τής γερ­μα­νί­δας ηθο­ποιού Σί­μπιλ Σμιτς και «Ο κα­βγα­τζής», βα­σι­σμέ­νο στο μυ­θι­στό­ρη­μα του Ζαν Ζε­νέ. Πέ­ρα­σα από τη γέ­φυ­ρα Μον­μπι­ζού στο νη­σί των μου­σεί­ων που φω­λιά­ζει ανά­με­σα στους πα­ρα­πό­τα­μους του Σπρέε. Αυ­τό το νη­σά­κι εί­ναι το λί­κνο της πό­λης του Βε­ρο­λί­νου και η ψυ­χή κά­θε σου­λα­τσα­ρί­σμα­τος στην πό­λη, όπου και να πά­ει κα­νείς από δω θα πε­ρά­σει. Ο ήλιος εί­χε πά­ρει το δρό­μο του για τα κα­λά, έτσι εί­χα χά­σει και το φω­το­γρα­φι­κό εν­δια­φέ­ρον μου για τα υπέ­ρο­χα κτί­ρια που προ­σπερ­νού­σα, το Μου­σείο της Περ­γά­μου, το Νέο και το Πα­λαιό μου­σείο, εί­χα­με επι­σκε­φθεί αρ­κε­τά από αυ­τά, αλ­λά εί­χα­με δου­λειά ακό­μα. Έφτα­σα στον Κα­θε­δρι­κό ναό της πό­λης και απέ­να­ντι στο Humboldt Forum ξε­πρό­βα­λε ο Άλεξ και μου έκα­νε σή­μα­τα, πιο πί­σω η Ανα­στα­σία με το πρό­σω­πο λου­σμέ­νο στον ήλιο και την προ­σμο­νή.

Ο Ράι­νερ Βέρ­νερ Φα­σμπί­ντερ πέ­θα­νε από ένα θα­να­τη­φό­ρο κο­κτέιλ κο­κα­ΐ­νης και βαρ­βι­του­ρι­κών στις 10 Ιου­νί­ου 1982 στο δια­μέ­ρι­σμα του φί­λου σκη­νο­θέ­τη Βολφ Γκρεμ στο Μό­να­χο, σε ηλι­κία μό­λις 36 ετών. Την πε­ρί­ο­δο εκεί­νη ετοί­μα­ζε ένα φιλμ για την πο­λω­νο­γερ­μα­νί­δα επα­να­στά­τρια Ρό­ζα Λού­ξε­μπουργκ, οποία έβα­λε κα­τά του κα­θε­στώ­τος με όλες της τις δυ­νά­μεις, αλ­λά έγκαι­ρα εί­χε δει τα μη­νύ­μα­τα του ολο­κλη­ρω­τι­σμού και από την ανα­το­λι­κή πλευ­ρά της Ιστο­ρί­ας. «Ελευ­θε­ρία μό­νο για τα μέ­λη του Κόμ­μα­τος δεν εί­ναι κα­θό­λου ελευ­θε­ρία. Η ελευ­θε­ρία εί­ναι ελευ­θε­ρία γι αυ­τούς που σκέ­φτο­νται δια­φο­ρε­τι­κά» έγρα­φε και εί­χε μι­λή­σει για την «εξου­σία μιας κλί­κας» ενώ ακό­μα διεύ­θυ­νε τα πράγ­μα­τα ο Λέ­νιν και η πα­ρέα του. Το σπί­τι του σκη­νο­θέ­τη φί­λου του Φα­σμπί­ντερ δεν βρι­σκό­ταν μα­κριά από την Μα­ρί­εν­πλατς και το μπαρ που εί­χα μπει εκεί­νο το πρω­ι­νό στο Μό­να­χο για να δω τα εντό­σθια της πό­λης, που δεν μπο­ρού­σε να ησυ­χά­σει. Αυ­τό το μπαρ έμοια­ζε σαν να ήταν βγαλ­μέ­νο από κά­ποια ται­νία του σπου­δαί­ου Βαυα­ρού σκη­νο­θέ­τη κα­θώς στραγ­γι­ζό­ταν μέ­σα στους πυ­κνούς κα­πνούς, τις βα­ριές μυ­ρω­διές και την πη­χτή πα­ρακ­μή. Λί­γο πριν βγω έξω από αυ­τό το κα­μί­νι των αι­σθή­σε­ων, εί­δα ένα αγό­ρι στα 20, σε μια γω­νιά να ρου­φά­ει μια γραμ­μή, να αδειά­ζει με μιας ένα με­γά­λο πο­τή­ρι μπί­ρας, να το σπά­ει πά­νω στον πά­γκο και να μέ­νει στα ακρο­δά­χτυ­λά του το χε­ρού­λι του χο­ντρού πο­τη­ριού και στην έκ­φρα­σή του, η από­γνω­ση. Πι­θα­νόν να μην έχει ακού­σει πο­τέ για τον τρο­με­ρό Ράι­νερ, να μην έχει δει κα­μιά ται­νία του, αλ­λά εί­χε το ίδιο απελ­πι­σμέ­νο βλέμ­μα με τον με­γά­λο δη­μιουρ­γό και το ίδιο ρη­μαγ­μέ­νο πρό­σω­πο. Μό­νο που ο Φα­σμπί­ντερ πριν φύ­γει για το με­γά­λο τα­ξί­δι και πά­ρει ως αρ­χάγ­γε­λος τη θέ­ση του στους ου­ρα­νούς των τα­πει­νών και των κα­τα­φρο­νε­μέ­νων, πρό­λα­βε να μας ιστο­ρή­σει τους λό­γους και όσους δεν μπό­ρε­σε να μας τους πει, τους κα­τα­λα­βαί­νου­με από τα συμ­φρα­ζό­με­να του μο­να­δι­κού του έρ­γου.

40 χρόνια από την αιωνιότητα του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: