Ο κυματοθραύστης και ο Ντόναλντ

Ο κυματοθραύστης και ο Ντόναλντ

_____
Χ Α Ρ Τ Ι Ν Ο Ι   Η Ρ Ω Ε Σ
_______


Είχα τρυπώσει στο πιο δροσερό δωμάτιο του σπιτιού παρέα με τον Ντόναλντ και τα τρία του ανίψια, τον Χιούι, τον Λιούι και τον Ντιούι. Τον «Ντόναλντ Διακοπές στο νησί της σιωπής» αριθμό τεύχους 882 του Μίκυ Μάους. Ο Ντόναλντ με τ’ ανίψια του καταφθάνει στην παραλία που είναι χτισμένη η έπαυλη του θείου Σκρουτζ. Στην σχεδόν ολοσέλιδη πρώτη βινιέτα βλέπουμε τον Ντόναλντ στη θέση του οδηγού, τα τρία ανίψια στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου και στο φόντο το τεράστιο σπίτι του Σκρουτζ και το υδροπλάνο του δεμένο στην προβλήτα που ξεκινά από το σπίτι και καταλήγει στο σκάφος. Χαρούμενοι όλοι για τις διακοπές το διασκεδάζουν. Ο Ντόναλντ δεν κρατιέται.

―Εγώ, πάντα το έλεγα ότι ο θείος Σκρουτζ μας αγαπά, να που μας κάλεσε στην παραθαλάσσια βίλα του για διακοπές.
Και με όλα τα έξοδα δικά του, λέει ο Χιουι
Μ’ αυτό το πλευρό να κοιμάσαι, κάποιο αντάλλαγμα θα μας ζητήσει, απαντά ο Ντιουι.
Αυτό είναι βέβαιο, συνέχισε την κουβέντα ο θείος Ντόναλντ, λίγο πριν μπουν στην παραθαλάσσια βίλα του Σκρουτζ, στο τηλέφωνο, μου τόνισε, ότι έχει να μας πει κάτι πολύ ευχάριστο.
Τα πολύ ευχάριστα του θείου είναι πολύ δυσάρεστα για μας είπε κάποιος από του τρεις μικρούς, χωρίς η εικόνα να ξεκαθαρίζει ποιος. Ο Ντόναλντ που έβλεπε τον Σκρουτζ να τραγουδάει και να χορεύει από τη χαρά του το επισήμανε.
Κοιτάχτε, πηδάει από τη χαρά του που μας είδε.
Καλώς έφτασε ο Ντόναλτ, με τα τρία ανίψια μου, χόρευε ο Σκρούτζ και ταυτόχρονα τραγουδούσε γιατί μέσα στο συννεφάκι του είχε και νότες,
οι οποίες φαίνεται πως με νανούρισαν γιατί όταν ξύπνησα το κόμικ είχε βρεθεί στη μούρη μου.

Έσκουζε η ζέστη και ακινητοποιούσε του ένοικους της Ευβοίας, τους έφτιαχνε καυτούς, άκαμπτους σταλαγμίτες να μην κινούνται μη και το σκούξιμο γίνει βουητό, ποτάμι από ιδρώτα και μουγκρητό.

―Μαρήηη, μαρή Δήμητρα, σου φωνάζω μαρή δεν ακούς, άνξε μαρή το λάστιχο.

Η Ρούμελη αυτοπροσώπως, έδινε τα διαπιστευτήριά της πρωί - πρωί στη γειτονιά.

Ξαναχώθηκα μέσα στα σεντόνια, προτιμούσα χίλιες φορές τον εφιάλτη της ζέστης, παρά το ξερουθούνιασμα της πρωινής μου γαλήνης.
Πήρα το κόμικ και κάτω από τα σεντόνια χάθηκα στον δροσερό κόσμο του Ντόναλντ και των άλλων.

―Γιατί τόσο χαρούμενος, αγαπητέ θείε Σκρουτζ, είπε ο Ντόναλντ, πλησιάζοντας τον Σκρουτζ με τα τρία ανίψια στο κατόπι του.
Διάβασε αυτό το γράμμα και θα καταλάβεις, είπε εκείνος και έδωσε το γράμμα στον Ντόναλντ, ο οποίος άρχισε να διαβάζει.
Αγαπητέ κύριε Σκρουτζ, η απάντησή σας κέρδισε το πρώτο βραβείο του διαγωνισμού μας , γιατί στο πρόγευμά σας προτιμάτε το τυρί «Φλοκ»…
Δεν το ήξερα ότι σου αρέσει το τυρί «Φλοκ» θείε, είπε ο Χιούι, απευθυνόμενος στον Σκρουτζ.
Μ’ αρέσει, είπε εκείνος και μετά από μια παύση συνέχισε, αλλά δεν το τρώω ποτέ, είναι πολύ σκληρό. Ο Ντόναλντ κοίταζε το γράμμα και ανέκραξε.
Παιδιά, ακούστε τι τους είχε απαντήσει ο θείος μας, μ’ αρέσει το τυρί Φλοκ, γιατί έχει το χρώμα του χρυσού και γιατί είναι φτηνό…
Δηλαδή μ’ αρέσει να το βλέπω, ολοκλήρωσε γεμάτος υπερηφάνεια ο θείος Σκρουτζ.

Λίγο η ζέστη, λίγο η ησυχία που επέστρεψε στη γειτονιά, άφησα μαλακά την παρέα δίπλα και με ξαναπήρε ο ύπνος.

―Μούσκεμα είσαι παιδάκι μου, ξύπνα. Η μάνα μου είχε βάλει το χέρι της στο μέτωπό μου και σκούπιζε τον ιδρώτα μου.
―Είσαι καλά;
―Ναι, απάντησα μηχανικά και κοίταζα τα χέρια έψαχνα το σώμα μου, που ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα.
―Ήρθε κείνο το παιδί και σε γύρευε.
―Ποιο παιδί; ρώτησα και κάπως ανακουφισμένος, από την πρόχειρη έρευνα στο σώμα μου αναδεύτηκα από το σεντόνι.
―Εκείνο που μένει, πίσω δω στου σοβατζή καημένε, πως το λένε; Ο Χρήστος σκέφτηκα.
―Ο Χρήστος, είπα.
―Ναι, γεια σου, επιδοκίμασε η μάνα μου.
―Ναι ρε, γαμώτο, έχουμε κανονίσει να πάμε για μπάνιο, είπα και σηκώθηκα κι άρχισα γρήγορα - γρήγορα, να ντύνομαι.
―Ντάξει μη βιάζεσαι, μου είπε, θα πήγαινε στο σπίτι του και θα ξαναγυρίσει σε λίγο.
―Μαρή Δήμητρα, κλείστ’ μαρή το λάστιχο ‘ντάξει.

Ακούστηκε ξανά η κυρά Ντίνα. Αυτό, σκέφτηκα, δεν ήταν στον εφιάλτη, φόρεσα το μπλουζάκι, πήρα το περιοδικό και άραξα να περιμένω, συνεχίζοντας από εκεί που είχα μείνει.

―Τι ακριβώς είναι το πρώτο βραβείο τυχερέ θείε, ρώτησε όλο περιέργεια ο Ντόναλντ.
Ελάτε να σας δείξω στον χάρτη, είπε ο Σκρουτζ και κατευθύνθηκε σε ένα μεγάλο χάρτη και θριαμβευτικά έδειξε στην μέση του ωκεανού, νάτο, το Μιγκομάο, είναι ένα μικρό νησάκι στο αρχιπέλαγος της Φιλίας.
Σ’ αυτό το νησάκι μπορείτε να κάνετε το μπάνιο σας είπε ο θείος Σκρουτζ.
Ζητωωω, ούρλιαξαν οι τρεις μικροί κι άφησαν τον Ντόναλντ μέσα στην ανησυχία.

Στο επόμενο καρεδάκι ένα αεροπλάνο διέσχιζε τον ωκεανό, αλλά χτύπησε το κουδούνι της πόρτας, άφησα το περιοδικό στην άκρη και βγήκα βιαστικά.
Ίσα που προλάβαμε το βαρκάρη που έλυνε το σκοινί από τον μόλο. Πηδήξαμε με τα απομεινάρια της σβελτάδας που μας άφησε η ζέστη και γραπωθήκαμε από το φρεσκοβαμμένα ξύλα της βάρκας και τη δροσιά της θαλάσσιας αύρας.
Ξανοίχτηκε η βάρκα και η πόλη σαν να ξεπλύθηκε από το νερό που μας χώριζε, απόχτησε χρώμα, όγκο, διάσταση. Ανάσανε ανακουφισμένη, σαν να περίμενε το Χρήστο κι εμένα να τη δούμε από τη μεριά της θάλασσας λίγο πριν ξεψυχήσει, για να πάρει δύναμη, να πάρει ζωή.
Οι λίγοι επιβάτες, δυο γέροι ψαράδες ο Χρήστος κι εγώ, αποβιβαστήκαμε και σαν συνεννοημένοι καθόμασταν και παρατηρούσαμε τη βάρκα να ξεμακραίνει. Η βάρκα άφριζε το κύμα και η σιλουέτα της έδινε βάθος στην εικόνα της πόλης καθώς απομακρυνόταν, ξέντωνε τις αισθήσεις και τάνυζε τη ματιά λυτρωτικά, όπως το κορμί μετά από ώρες ύπνου.
Bουτήξαμε στην εξωτερική πλευρά του κυματοθραύστη και ξεπλύναμε από πάνω μας κάθε υπόλειμμα μιζέριας, που μας φόρτωσε η διαδρομή μέσα στην καυτή πόλη. Τα νερά, στην πλευρά που έβλεπε τα ανοιχτά του κόλπου της ήταν ακόμα πιο βαθιά και καθαρά. Το μπλε σκούρο της επιφάνειας σιγά - σιγά γινόταν μαύρο και μεταμορφωνόταν σε γωνιασμένη ευχαρίστηση και φρεσκοπλυμένη ευτυχία.
Το νερό έγλειφε τους μυτερούς πέτρινους όγκους σαν ευωδιά και ξαναγύριζε πίσω ν’ αρπάξει θυμίαμα να πασπαλίσει το φως, τη χαρά και την μυρωδάτη ησυχία.
Ο ήλιος είχε γείρει. Ο Χρήστος χάζευε τους ψαράδες που τάιζαν τα ψάρια, το χρόνο και την προσμονή τους. Μπήκα για μια τελευταία βουτιά πριν τα μαζέψουμε.
Είχε κοκκινίσει το βαθύ μπλε και στρωμένο έφτανε μέχρι το φάρυγγα του Ιονίου. Δεν σάλευε τίποτα, μόνο εγώ πετάριζα μούσκεμα στην ευχαρίστηση. Από τα δεξιά του κυματοθραύστη φάνηκε ο τεράστιος όγκος ενός βαποριού, μ’ ένα μουγκανητό χορτασμένης αγελάδας χαιρέτησε την πόλη, ευχαρίστησε την ημέρα που λιγοψυχούσε και ανοίχτηκε στον κόλπο ανατριχιάζοντας τα νερά. Πριν μπει ανάμεσα στον ήλιο και το κόκκινο «χαλί» που απλωνόταν ίσα με μένα, φάνηκε να ξεπορτίζει κι άλλο βαπόρι ακολουθώντας το ίδιο τελετουργικό και πήρε το κατόπι το άλλο που προπορευόταν.
Η θάλασσα ξαφνικά ταράχτηκε, σα γάτα που της πήραν τα μικρά της. Τα κυματάκια του αντιχαιρετίσματος μεγάλωσαν απότομα. Τραβήχτηκα για την πέτρινη προβλήτα ταραγμένος ευθέως ανάλογα με τη θάλασσα και αντιστρόφως ανάλογα με την κολυμβητική μου δεινότητα.
Πλησίασα στα δυο - τρία μέτρα τον πέτρινο φράχτη κι ένα βιαστικό κύμα με πήρε και με πέταξε πάνω σ’ ένα από τα διάσπαρτα βράχια. Ένιωσα ένα τσούξιμο στο μηρό, αλλά ήταν πολύ μικρότερο από την αγωνία που ερχόταν κατά πάνω μου διπόδι. Η θάλασσα μόνη της με τράβηξε πίσω σαν νάθελε να με ρουφήξει κι έκανε τις προσπάθειές μου να κολυμπήσω, να φαίνονται ανόητα καλικατζαρίσματα. Μερικές γουλιές νερό που ήπια έπνιξαν τους λίγους κόκκους αυτοπεποίθησης που κρατούσα σφαλισμένους ανάμεσα στον αντίχειρα και το ρουθούνι. Μ΄ έσπρωξε πάλι μπροστά το κύμα και στη διαδρομή προσπαθούσα να βρω το λιγότερο κοφτερό βράχο μπας και καταφέρω να γαντζωθώ πάνω του. Με τράβηξε πάλι πίσω η θάλασσα και στο δεξί μου χέρι έβλεπα αίμα να ξεπλένεται από την αρμύρα. Έκανα μια προσπάθεια να σηκώσω το κεφάλι από το νερό να δω το Χρήστο και τους άλλους, να φωνάξω βοήθεια, αλλά δεν έβλεπα ψυχή. Η θάλασσα με παράσερνε πάλι μπροστά. Προσπαθούσα πια όχι να κολυμπήσω αλλά να μη με ρουφήξει η θάλασσα και να πέσω όσο πιο μαλακά ― πιο προστατευμένος στα κοφτερά βράχια.
Μπορεί οι αισθήσεις μου να μην λειτουργούσαν στην εντέλεια, για αυτό δεν ήξερα αν ζούσα τον εφιάλτη του πρωινού με τα κοφτερά γυαλιά και τη τρομαχτική βροχή που ακόμα συνεχιζόταν ή μια εφιαλτική πραγματικότητα με πολύ πιο αβέβαιη έκβαση.
Το τράνταγμα ήταν πολύ δυνατό καθώς έπεσα πάνω στο βράχο, η γωνιά του έκοβε σα γυαλί και η παλάμη μου γέμισε αίματα.
Με είχε εγκαταλείψει κάθε ελπίδα και μαζί με εγκατέλειπαν και οι δυνάμεις μου. Μια προσπάθεια να φωνάξω πνίγηκε μέσα στις απανωτές γουλιές αρμυρού νερού.
Το ειδυλλιακό τοπίο είχε μεταμορφωθεί σε κόκκινη υγρή κόλαση, που προσπαθούσε να με καταπιεί.
Μακριά χανόντουσαν τα δυο βαπόρια, γύρω μου δεν έβλεπα ψυχή και μέσα μου στέγνωνα από κουράγιο και πίστη.
Τα χέρια μου και τα πόδια δεν υπάκουαν στις άτονες προσταγές μου και το κορμί μου πονούσε από τον κόπο, τα χτυπήματα και την απελπισία.
Σκοτείνιαζε το φως και δεν ήξερα αν χανόταν μαζί με την ημέρα ή μαζί με εμένα.
Είχα εγκαταλείψει κάθε προσπάθεια και αφημένος απλώς προσπαθούσα να μη βουλιάξω, όταν ένα κύμα με παρέσυρε και με σφήνωσε ανάμεσα σε δυο βράχους, ο τρίτος βράχος μια τεράστια κοτρόνα στρογγυλεμένη από τον καιρό, τον ουρανό ή το Θεό με αγκάλιασε τρυφερά.
Πρέπει να ‘ταν η μόνη πέτρα σ΄ ολόκληρο τον κυματοθραύστη στην οποία δεν περίσσευαν οι γωνιές, τα βαθουλώματα, οι εξοχές και ο φθόνος για την ταλαίπωρη ύπαρξή μου.
Έμεινα ακίνητος για λίγα δευτερόλεπτα να συνειδητοποιήσω τι έγινε και με δύναμη που ούτε φανταζόμουν ότι μου είχε απομείνει, όσο ήμουν στο νερό, σκαρφάλωσα γρήγορα - γρήγορα τα βράχια και βρέθηκα στην ολόισια τσιμεντένια προβλήτα. Περπατούσα πάνω της και μου φαινόταν πως κάτω από το πέλμα μου απλωνόταν ολόδροσο λιβάδι.
Το σκοτάδι άρμεγε το τέλος της μέρας. Οι ψαράδες με το Χρήστο σαν αφημένος μπόγος μαζεμένοι πάνω από ένα ψαροκόφινο μετρούσαν τη ψαριά τους.
Πήρα τα ρούχα μου, τύλιξα τα κομμένα χέρια μου και τους πλησίασα.

―Που ΄σουνα τόση ώρα, ρε μινάρα, να δεις κάτι κεφαλόπουλα που πιάσανε, την άλλη να ψαρέψουμε κι εμείς, δεν είναι δύσκολο. Ενώ η βάρκα είχε πάρει τη ρότα της επιστροφής ο Χρήστος μονολογούσε ενθουσιασμένος για το ψάρεμα που θα κάναμε την επόμενη που θα ξαναρχόμασταν στον κυματοθραύστη.
Η ελεγχόμενη ταραχή με συνόδευε μέχρι που μπήκα στο δωμάτιο μου. Έβγαλα το κόμικ μου και τότε βρήκα τη γαλήνη μου.
Το ταξίδι των φίλων μας συνεχιζόταν πάνω από τον άγριο ωκεανό.

―Να το πέλαγος της φιλίας, Ντόναλντ, είπε πιλοτάροντας ο Σκρουτζ.
Πως το κατάλαβες ότι είναι αυτό; Ρώτησε εκείνος.
Από τα πολλά σύννεφα που είναι πάνω από τα νησιά.
Προσοχή, προσοχή καλείται το υδροπλάνο Μακ Ντακ, ακούστηκε στην καμπίνα του υδροπλάνου.
Ωχ, ως κι εδώ με βρήκαν, από το γραφείο μου θα είναι, είπε ο Σκρουτζ.
Κύριε Σκουτζ, επιστρέψτε γρήγορα. Οι μετοχές του εργοστασίου ανελκυστήρων κατεβαίνουν επικινδύνως.
Τι ατυχία, κλαψούρισε ο Σκρουτζ, πάνε οι διακοπές, στο ωραίο μου νησί.
Άντε πάλι πίσω στη Λιμνούπολη, αναστέναξε ο Ντόναλντ, τα τρία μικρά ήταν περίλυπα.


Φαίνεται ότι το επεισόδιο δεν τελείωνε εδώ, αλλά η κούραση και η ένταση της ημέρας με έκαναν να παρατήσω τον Ντόναλντ στη μέση του επεισοδίου, εξάλλου δεν άντεχα κι άλλες φουρτούνες κι άλλα κύματα κι άλλες επικίνδυνες καταστάσεις και μάλιστα στο ανοιχτό πέλαγος. Πάντως στον Χρήστο το ξεκαθάρισα, ότι δεν με ενδιέφερε καθόλου το ψάρεμα του κεφαλόπουλου, οι φιλίες του με τους ψαράδες και οι ανέμελες, γεμάτες απρόοπτα, βουτιές από τον κυματοθραύστη.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: