Η κινηματογραφική επιβίωση του φίλου στην «Oφειλή» του Σταύρου Ψυλλάκη

Ο Αλέκος Ζούκας (πλάνο από την ταινία)
Ο Αλέκος Ζούκας (πλάνο από την ταινία)


«Να έχεις έναν φίλο, να τον κοιτάς, να μην τον χάνεις από τα μάτια σου, να τον θαυμάζεις στη φιλία σημαίνει να γνωρίζεις με τον πιο έντονο τρόπο, τον ήδη τραυματισμένο, τον πάντοτε επίμονο, τον ολοένα και περισσότερο χαραγμένο στη μνήμη, πως ο ένας από τους δύο αναπόφευκτα θα δει τον άλλο να πεθαίνει»[1] γράφει ο Jacques Derrida μετά τον θάνατο του φίλου του Jean-Marie Benoist. Είναι ο νόμος της φιλίας να θεμελιώνεται στην επίγνωση του θανάτου και να προϋποθέτει την επιβίωση του ενός που θα είναι εκεί για να δει τον φίλο να πεθαίνει, για να τον θάψει και να τον θυμάται, δηλαδή για να επιτελεί τη δύσκολη εργασία του διαρκούς πένθους. Τόσο απλά και σκληρά, κάθε φιλία ξεκινάει με τη δυνατότητα της επιβίωσης.
Στο καινούριο του ντοκιμαντέρ, «Οφειλή», που πρωτοπροβλήθηκε στις φετινές Νύχτες Πρεμιέρας, ο Σταύρος Ψυλλάκης αρνείται να χάσει από το βλέμμα του τον φίλο του, Αλέκο Ζούκα, παίρνοντας εντελώς στα σοβαρά τις άρρητες ηθικές προεκτάσεις της αγαπητικής σχέσης της φιλίας. Επιμένοντας σε ένα ντοκιμαντέρ που είναι συγχρόνως μορφή αγάπης και ηθικό δοκίμιο, ο δημιουργός ανοίγει το προσωπικό του αρχείο βιωμάτων και συναισθημάτων και το μοιράζεται απλόχερα σε μια ταινία φιλίας (για την φιλία / σε φιλία) και διατηρεί τον φίλο μεταπλάθοντάς τον σε έναν γοητευτικό κινηματογραφικό χαρακτήρα. Η ταινία πηγαινοέρχεται ανάμεσα σε δύο περιόδους από το χρονικό της σχέσης τους, συμπεριλαμβάνοντας και λογοτεχνικά αποσπάσματα από το ημερολόγιο του Ζούκα. Η πρώτη περίοδος επικεντρώνεται στην καταγραφή των χρόνων που ακολουθούν τη γνωριμία τους στις αρχές του 2000. Κυριαρχούν τα ταξίδια προς την Πυρσόγιαννη και τα μεθοριακά μαστοροχώρια της Κόνιτσας, όπου οι συναντήσεις της παρέας των φίλων με τις κουβέντες και τα γλέντια τους εξακολουθούν να αναβιώνουν τόπους που έχουν εγκαταλειφθεί στη φθορά. Έτσι, πρωτογνωρίζουμε εμείς τον Αλέκο Ζούκα, στοχαστικό και σαγηνευτικό αφηγητή, καλαμπουρτζή και γλεντζέ, μελαγχολικό αναπολητή και, πάνω από όλα, έναν άνθρωπο που ξέρει να αγαπά τους φίλους του παραδειγματικά.
Η δεύτερη περίοδος διαφέρει ριζικά. Πρόκειται για τα χρόνια της εσωτερικής φθοράς του καρκίνου και της βάναυσης θεραπείας του, όταν η κάμερα έχει σταματήσει να αποτελεί την απαραίτητη αποσκευή στο χέρι του συνταξιωδώτη και έχει στηθεί αντίκρυ μετατρέποντας την εξομολόγησή σε συνομιλία. Παραπέμποντας ευθέως στα υλικά του παλιότερου ντοκιμαντέρ του για την καρκινοπάθεια, Μεταξά: ακούγοντας τον χρόνο (2013), ο δημιουργός καταγράφει με κατανοητική φροντίδα τις συνειδητοποιήσεις του φίλου του που βρίσκεται πια βουτηγμένος σε μια οριακή εμπειρία. Στις παρυφές, εκεί όπου αναπτύσσεται η ετεροδιδακτική μεταξύ ζωής και θανάτου, ο Ζούκας επιβεβαιώνει τη ντερριντιανή αντίληψη της επιβίωσης ως της κατά το δυνατόν εντονότερης ζωής[2] επιβιώνοντας με ανανεωμένη διαύγεια και πάθος στην ταινία του Ψυλλάκη. Μια κατασκευαστική της μνήμης που δημιουργεί, το ντοκιμαντέρ (μας) συστήνει τον φίλο και τον εισαγάγει μια για πάντα στις σκέψεις των θεατ(ρι)ών, εμάς των τρίτων που γινόμαστε συμμέτοχοι.

Στο κατώφλι των Νεότερων Χρόνων, ο Montaigne γράφει τα περίφημα δοκίμιά του σε ανταπόκριση προς τον πρόωρο θάνατο του πολυαγαπημένου του φίλου Étiene de la Boétie που του κληροδοτεί τη βιβλιοθήκη και τα χειρόγραφά του και δίπλα σε αυτά μια αυξημένη διανοητική περιέργεια. Δοκιμάζοντας τη σκέψη του στη φιλία προσφέρει μια πρώτη νεωτερική εννοιολόγηση καθώς την αποσυνδέει από την αριστοτελική αντίληψη της εκούσιας επιλογής του φίλου στη βάση των ιδιοτήτων του, προς την καλλιέργεια της ηθικής αρετής. Για τον Montaigne υπάρχει κάτι το ανεξήγητο στη φιλία που δεν μπορεί να αναχθεί σε κανέναν εξωτερικό παράγοντα αλλά προσδιορίζεται αποκλειστικά από τη σχέση ανάμεσα στους δύο φίλους. «Αν με πιέσουν να πω γιατί τον αγαπούσα, αισθάνομαι πως αυτό δεν μπορεί να εκφραστεί παρά απαντώντας: “Γιατί ήταν αυτός· γιατί ήμουν εγώ.”»[3], γράφει, αναλαμβάνοντας να επεξεργαστεί για χάρη της κατανόησης της φιλίας το συναίσθημα που μοιραζόταν με τον La Boétie.
Για αυτή τη διαισθητική αγάπη ακούμε τη φωνή του σκηνοθέτη να αποφαίνεται στην αρχή της ταινίας: «Ο κάθε άνθρωπος που γνωρίζουμε στη ζωή μας είναι ένα ταξίδι και πολλές φορές νιώθουμε από την αρχή αν θα ταξιδέψουμε μαζί του πρώτη θέση ή χωρίς αποσκευές και με άδειες τσέπες». Πρόκειται για μια διαίσθηση που βαθαίνει σε αφοσίωση και παγιώνεται στην οφειλή της φιλίας υποδεικνύοντας το ντοκιμαντέρ ως εκπλήρωση. Ταυτόχρονα, ωστόσο, όπως συμβαίνει και στη δοκιμιακή γραφή του Montaigne, καθώς μοιράζεται την ιδιαιτερότητα του βιώματός του οδηγείται σε μια συνολικότερη διερεύνηση της μοναδικής συναισθηματικής δομής αυτής της σχέσης. Έτσι, αυτό το χαμηλόφωνο εγκώμιο έρχεται να προστεθεί στην παράδοση των ιστοριών αγάπης μεταξύ φίλων για να διασφαλίσει την επιβίωση του φίλου στη ζωή πέραν της ζωής που είναι ο κινηματογράφος. Μέσα από τη φιλία, μαζί με τον φίλο, ο δημιουργός καταλήγει σε μια ανενδοίαστη κατάφαση προωθώντας μια αντίληψη της τέχνης που ξεκινά από τη φροντίδα και την καλοσύνη. Μια τέτοια τέχνη μόνο με ευγνωμοσύνη μπορεί να γίνει δεκτή, ώστε ίσως περιττεύει να προσθέσω πως είναι από ευγνωμοσύνη που γράφτηκε αυτό το κείμενο.