«Άφθαρτος», του Μ. Νάιτ Σιάμαλαν

«Άφθαρτος», του Μ. Νάιτ Σιάμαλαν


Στην αρχή της, και στην —κατά γενική ομολογία— καλύτερή της περίοδο, η φιλμογραφία του Μ. Νάιτ Σιάμαλαν είναι μια επί της ουσίας φιλοσοφική φιλμογραφία — που στοχάζεται, αναρωτιέται και προβληματίζεται: για τη θέση του ανθρώπου στον κόσμο, για την έννοια της ταυτότητας, για την ικανότητα ή ανικανότητα της ρασιοναλιστικής συνείδησης να υποδεχτεί το ασύλληπτο εύρος της εξωτερικής πραγματικότητας (και τις συνέπειες της αποτυχίας της να το διαχειριστεί), για την εικόνα του εαυτού και των άλλων, για τη μνήμη, για την ελευθερία και το όριό της, για την πράξη και το ίχνος της, για την ηθική και αυτό που εντέλλεται (διότι πάντα η ηθική είναι αδιαχώριστη από μια κυρίαρχη εντολή, την οποία επιβάλλει σε εκείνον που την επωμίζεται αταλάντευτα)∙ αυτή η φιλοσοφική φιλμογραφία, είναι επίσης, στα κυριότερα σημεία της, μια θρησκευτική φιλμογραφία, ή, μάλλον, μια φιλμογραφία που απ’ τα φιλοσοφικά προβλήματα που πραγματεύεται, εξάγει θρησκευτικές λύσεις ή πιθανότητες λύσεων θρησκευτικής υφής. Αναντίρρητα, ο Σιάμαλαν είναι ένας μεταφυσικός του σύγχρονου κινηματογράφου. Αυτό σημαίνει ότι αναζητά το θαύμα ακόμα κι όταν μοιάζει να αμφιβάλλει για τη δυνατότητά του. Ακριβώς αυτή η επισφαλής ισορροπία, ανάμεσα στην ελπίδα και την αμφιβολία, την πίστη και τον σκεπτικισμό, έτσι όπως εκφράζεται μέσα απ’ το καλλιτεχνικό έργο (το οποίο της προσφέρει την αναγνωρίσιμη μορφή μιας συναρπαστικής ιστορίας), χαρίζει στις πρώτες του ταινίες την ακαταμάχητη γοητεία τους.

Το «Άφθαρτος» («Unbreakable», που, κατά την ταπεινή άποψη του γράφοντος, είναι και το αδιαφιλονίκητο αριστούργημά του), ξεκινάει μ’ ένα θαύμα: ο Ντέιβιντ Νταν είναι ο μοναδικός επιζών ενός πολύνεκρου σιδηροδρομικού δυστυχήματος. Όλοι οι επιβάτες του μοιραίου τρένου σκοτώθηκαν — και το ανήκουστο δεν είναι ότι μόνο αυτός επιβίωσε αλλά πως επιβίωσε χωρίς μια γρατζουνιά. Το θαύμα, λοιπόν, είναι δεδομένο εξαρχής∙ όμως αυτό που συνεπάγεται το θαύμα, μοιάζει να ασκεί ακόμα μεγαλύτερη πίεση στην κοινή λογική. Πολύ σύντομα τον επιζώντα προσεγγίζει ένας παράξενος άνδρας, ο Ελάιτζα, ο οποίος προσπαθεί να τον πείσει για κάτι απίστευτο: πως ο Νταν διαθέτει υπερδυνάμεις, είναι άφθαρτος και άρα οφείλει να αναλάβει άμεσα τα καθήκοντα που εκπορεύονται απ’ τη συγκεκριμένη κατάσταση. Η ιδέα αυτή μοιάζει εντελώς παράλογη (κι έτσι την αντιμετωπίζει ο Νταν αρχικά), όμως τα επιχειρήματα του Ελάιτζα διαθέτουν ισχυρή δύναμη πειθούς: πώς είναι δυνατόν ο Νταν να επέζησε εντελώς άθικτος από ένα σιδηροδρομικό δυστύχημα με 131 νεκρούς, το σύνολο δηλαδή των επιβατών; Πώς γίνεται να μη μπορεί να θυμηθεί πότε ήταν η τελευταία φορά που αρρώστησε, που τραυματίστηκε έστω ελαφρά; Κι από την άλλη, είναι τυχαίο που εργάζεται στον τομέα της ασφάλειας, ως security σ’ ένα μεγάλο αθλητικό στάδιο; «Τι να σημαίνουν όλα αυτά;», που λέει κι ο Σαββόπουλος στο «Έλσα σε φοβάμαι».

Ενδέχεται, βέβαια, οι υποτιθέμενες υπερδυνάμεις του Νταν να είναι απλώς ευσεβείς πόθοι του Ελάιτζα, ο οποίος είχε την ατυχία να γεννηθεί με μια σπάνια ασθένεια που καθιστά τα κόκαλά του εξαιρετικά εύθραυστα. Κι επειδή ο Ελάιτζα, βρήκε από μικρός καταφύγιο στα κόμικς (αφού δεν του ήταν εύκολο να βγαίνει έξω απ’ το σπίτι και να παίζει με τα παιδιά της ηλικίας του, λόγω του κινδύνου που διέτρεχε να τραυματιστεί σοβαρά οποιαδήποτε στιγμή), αυξάνονται οι πιθανότητες να έχει πάρει νοσηρά μεγάλες διαστάσεις στο κεφάλι του ο μύθος ενός «εκλεκτού», ενός «υπερήρωα» ο οποίος έχει σταλεί απ’ την θεία πρόνοια ανάμεσα στους κοινούς θνητούς, ως φύλακας, για να τους προστατεύει απ’ το Κακό. Τι συμβαίνει, λοιπόν, στ’ αλήθεια; Είναι, όντως, ο Νταν μια μεσιανική φιγούρα που απλώς χρειάζεται να υπερβεί τις αντιστάσεις της συμβατικής λογικής σκέψης για να κερδίσει την αυτογνωσία και να αναλάβει την ιερή της αποστολή ή ο φανατικός των κόμικς απλώς έχει βυθιστεί στο μυστικιστικό παραλήρημά του, αναγκασμένος εξαιτίας της κατάστασής του να υιοθετήσει μια παρηγορητική κοσμοθεωρία, εντός της οποίας τα πράγματα έχουν αποκτήσει κρυστάλλινο νόημα κι όπου το Καλό και το Κακό είναι μια για πάντα καθορισμένα και αντιμέτωπα;

Το ότι ο Σιάμαλαν δίνει δίκιο στον Ελάιτζα και το αφήγημά του (ένα εντελώς χριστιανικό αφήγημα, ειρήσθω εν παρόδω, διότι τα κόμικς με υπερήρωες αντλούν την ιδεολογία τους απ’ την ίδια δεξαμενή μύθων που την αντλεί και η θρησκεία), θραύοντας τις ορθολογικές αντιστάσεις και μετατρέποντας τον Νταν σε εκλεκτό, είναι μια ισχυρή μεταφυσική επιλογή. Ό,τι έχει προηγηθεί, οι αμφιβολίες του Νταν, η προσπάθειά του να πείσει τον εαυτό του πως είναι ένας απλός άνθρωπος για να αποφύγει τη μέγιστη ευθύνη που πρόκειται να πέσει στις πλάτες του, μοιάζουν να απηχούν τις στιγμές του φιλοσοφικού σκεπτικισμού του Σιάμαλαν, απ’ τον οποίο και απελευθερώνεται τελικά με πάταγο (η σκηνή που ο Ελάιτζα στέλνει τον -πεπεισμένο πια- Νταν ανάμεσα στους ανθρώπους, όπου ο ήρωας βρίσκεται πλέον έκθετος στα αγγίγματά τους, τόσο δυνατός και τόσο ευάλωτος ταυτόχρονα, είναι μια σπουδαία στιγμή του αμερικανικού κινηματογράφου των 00’s). Το βάσανο της αμφιβολίας, η υπαρξιακή αγωνία του «να μην ξέρεις ποια είναι η θέση σου σ’ αυτό τον κόσμο» (όπως το θέτει ο Ελάιτζα στο σπαρακτικό φινάλε – με τον Σάμιουελ Λ. Τζάκσον να κορυφώνει εκεί μια ήδη μεγάλη ερμηνεία), υπερβαίνεται προς την κατεύθυνση μιας φωτισμένης —παρότι επώδυνης— αποκάλυψης : το Καλό υπάρχει, μόνο και μόνο, όμως, επειδή υπάρχει και το Κακό∙ είναι μάταιο να το αρνείται κανείς ή να πασχίζει να το παροπλίσει με θετικιστικές υπεκφυγές (όπως κάνει κατά κόρον η εποχή μας)∙ παραγνωρίζοντας ή αρνούμενο το Κακό, δεν μπορεί το Καλό να αναγνωρίσει το χρέος του, δεν μπορεί να πιστέψει στις δυνατότητές του.

Συνθέτοντας έτσι, μ’ έναν εντελώς πρωτότυπο τρόπο, τον καθολικισμό με τον Νίτσε (που πίστευε βαθιά στη ρήση του Μοντέν ότι «η αδυναμία είναι η πηγή κάθε ωμότητας»∙ ρήση η οποία βρίσκει στο πρόσωπο του Ελάιτζα μια αναπάντεχη εφαρμογή), ο Σιάμαλαν ολοκληρώνει την καταπληκτικότερη ταινία που έγινε ποτέ με θέμα τα κόμικς και τη μυθολογία τους, παραδίδοντας ένα σκηνοθετικό κέντημα που βρίθει εντυπωσιακών λεπτομερειών γεμάτων σημασία. Για παράδειγμα, είναι ένα σημειολογικό διαμάντι ο τρόπος με τον οποίο καδράρεται ο Ελάιτζα όταν είναι μικρός (τη στιγμή που γεννιέται, μέσα από έναν καθρέφτη∙ χρόνια αργότερα, ως παιδί, μέσα απ’ τη σβηστή οθόνη μιας τηλεόρασης), παραπέμποντας, όχι μόνο στο γυαλί ως παρομοίωση της ευθραυστότητάς του —«Mr Glass»— αλλά και στην ιδιαιτερότητα της ψυχολογικής φύσης του: πάντα ετεροπροσδιορίζεται, πάντα χρειάζεται τον Άλλο, ως καθρέφτη, για να του αποκαλύψει, αντιθετικά, ποιος είναι ο ίδιος. Και πέρα απ’ τους διαρκείς, σημαίνοντες συμβολισμούς, όμως, η ατμόσφαιρα του «Unbreakable», η τονικότητά του, ο υπέροχος -σχεδόν ονειρικός- ρυθμός του, η ποιητική μελαγχολία της κινηματογράφησής του, το εικαστικό του ύφος, η διεύθυνση των ηθοποιών, όλα αποκαλύπτουν έναν φοβερά ταλαντούχο σκηνοθέτη, στην κορυφή της έμπνευσής του. Βλέποντας αυτό το έργο, δεν μπορείς να μην αισθανθείς μια θλίψη (μικρή ή μεγάλη, ανάλογα με το πόσο fan του υπήρξες) για το σερί των αποτυχιών που ακολούθησε το —επίσης εξαιρετικό— «The Village».

Αν και τώρα τελευταία φαίνεται να ανακάμπτει (το «Knock at the Cabin» ήταν μια πολύ ευχάριστη έκπληξη για τον γράφοντα, ενώ και το «Old» δεν ήταν άσχημο, παρά τα πολύ σοβαρά σεναριακά του προβλήματα), ταινία σαν το «Unbreakable» δεν προβλέπεται να ξανακάνει ο Μ. Νάιτ Σιάμαλαν. Σ’ αυτό, όμως, μάλλον θα συμφωνούσε και ο ίδιος: ακόμα κι αν το θαύμα είναι πιθανό, δεν μπορεί παρά να συμβαίνει σπάνια.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: