«Jackie Brown» (1997), του Quentin Tarantino

«Jackie Brown» (1997), του Quentin Tarantino

Τον Κου­έ­ντιν Τα­ρα­ντί­νο ή τον λα­τρεύ­εις ή τον μι­σείς. Εί­ναι δε εξί­σου δι­καιο­λο­γη­μέ­νη τό­σο η μία στά­ση απέ­να­ντι στο φαι­νό­με­νο που συ­νι­στά όσο και η άλ­λη -και μά­λι­στα για τους ίδιους ακρι­βώς λό­γους. Δεν μπο­ρεί κα­νείς να μεί­νει αδιά­φο­ρος, δη­λα­δή απα­θής και αμέ­το­χος, με καλ­λι­τε­χνι­κές προ­σω­πι­κό­τη­τες όπως αυ­τή του Κου­έ­ντιν. Όλο το έρ­γο του, θαρ­ρείς απαι­τεί από τον θε­α­τή να πά­ρει πα­θια­σμέ­νη θέ­ση και να εμπλα­κεί συ­ναι­σθη­μα­τι­κά, να χει­ρο­κρο­τή­σει ή να γιου­χά­ρει, να ουρ­λιά­ξει από εν­θου­σια­σμό ή από ορ­γή. Σί­γου­ρα όλο; Ίσως και όχι τε­λι­κά. Υπάρ­χει μέ­σα σε αυ­τό το τσούρ­μο από θο­ρυ­βώ­δη φιλμ (με την κα­λή και την κα­κή έν­νοια) μία ται­νία που στέ­κει σχε­δόν στην άκρη, δια­κρι­τι­κή, χα­μη­λό­το­νη, διεισ­δυ­τι­κή, ανα­πά­ντε­χα ώρι­μη και ου­σια­στι­κή, με­λαγ­χο­λι­κά και αξιο­λά­τρευ­τα απο­τρα­βηγ­μέ­νη σαν να μη θέ­λει υπερ­βο­λι­κή προ­σο­χή πά­νω της. Αυ­τή η ται­νία, η λι­γό­τε­ρο «τα­ρα­ντι­νι­κή» από όλες, εί­ναι μάλ­λον και η κα­λύ­τε­ρή του: το «Jackie Brown», μια βε­λού­δι­νη κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή μπα­λά­ντα ανά­με­σα στους hard rock φιλ­μι­κούς «δυ­να­μί­τες» του Κου­έ­ντιν, το μό­νο ίσως έρ­γο του Αμε­ρι­κά­νου που δεν «κά­νει φα­σα­ρία», δεν μοιά­ζει με όχη­μα αυ­το­προ­βο­λής του σκη­νο­θέ­τη/σε­να­ριο­γρά­φου του και δεν υπο­χρε­ώ­νει τον θε­α­τή σε ακραί­ες αντι­δρά­σεις.

Το «Jackie Brown» εί­ναι, επί­σης, το μό­νο φιλμ του Τα­ρα­ντί­νο στο οποίο δεν υπο­γρά­φει ο ίδιος το σε­νά­ριο. Αυ­τό ίσως εξη­γεί πολ­λά. Με­τα­φέ­ρο­ντας στην οθό­νη μια νου­βέ­λα του Έλ­μορ Λέ­ο­ναρντ, ο Κου­έ­ντιν δεν «μα­ζεύ­ε­ται» μο­νά­χα ως σε­να­ριο­γρά­φος (γρή­γο­ροι διά­λο­γοι που εμπε­ριέ­χουν τα απο­λύ­τως απα­ραί­τη­τα για την εξέ­λι­ξη της δρα­μα­τουρ­γί­ας, χω­ρίς ατέρ­μο­νες ανα­φο­ρές στην ποπ κουλ­τού­ρα και βερ­μπα­λι­στι­κή επί­δει­ξη) αλ­λά και ως σκη­νο­θέ­της. Ελά­χι­στο στι­λι­ζά­ρι­σμα στην ει­κό­να, όπου και όταν χρειά­ζε­ται, με­τρη­μέ­νοι αφη­γη­μα­τι­κοί ελιγ­μοί, μπε­τόν αρ­μέ ανά­πτυ­ξη της πλο­κής χω­ρίς πε­ριτ­τές σκη­νο­θε­τι­κές φιο­ρι­τού­ρες και τερ­τί­πια προς τέρ­ψη των ημι­μα­θών ει­κο­σά­χρο­νων σι­νε­φίλ που ξε­κι­νούν να υμνούν το «μο­ντέρ­νο» (και να μι­λούν πε­ρι­σπού­δα­στα γι’ αυ­τό) χω­ρίς να έχουν κα­τα­νο­ή­σει πρώ­τα το με­γα­λείο του κλασ­σι­κού. Εδώ ο Τα­ρα­ντί­νο εί­ναι πε­ρί­που κλασ­σι­κό­τρο­πος, και μ' έναν τρό­πο μέ­γας σ' αυ­τό, αψε­γά­δια­στος, άρι­στος. Όταν σπά­ει την οθό­νη στα δύο, δεί­χνο­ντας μας πα­ράλ­λη­λα τις δια­δρο­μές του Μαξ και της Τζά­κι αφού έχουν χω­ρι­στεί (μια πα­νέ­μορ­φη σκη­νή όπου ο θε­α­τής συ­νει­δη­το­ποιεί, μα­ζί με τον Μαξ, ότι η Τζά­κι δεν θα κά­τσει να πε­ρι­μέ­νει πα­θη­τι­κά πό­τε θα τη φά­ει λά­χα­νο ο Ορ­ντέλ), το κά­νει για την οι­κο­νο­μία της αφή­γη­σης, όχι για να μας εντυ­πω­σιά­σει. Όταν στή­νει την εκ­πλη­κτι­κή σε­κάνς στο εμπο­ρι­κό κέ­ντρο, όπου το βα­σι­κό «κόλ­πο» πα­ρου­σιά­ζε­ται -και φιλ­τρά­ρε­ται- από δια­φο­ρε­τι­κές οπτι­κές γω­νί­ες (και δια­φο­ρε­τι­κά επί­πε­δα γνώ­σης, άρα πρό­σβα­σης στην αλή­θεια: της Τζά­κι, του Λού­ις, του Μαξ, του θε­α­τή), δεν το κά­νει μο­νά­χα για τον έξο­χο φό­ρο τι­μής στον Γου­έλς, τον Κιού­μπρικ και τον Κου­ρο­σά­βα, αλ­λά κυ­ρί­ως για να απο­σα­φη­νί­σει την ευ­φυ­ΐα του σχε­δί­ου -όπως θα έκα­νε ένας πα­ρα­δο­σια­κός αφη­γη­τής δη­λα­δή.

Έπει­τα εί­ναι κι οι χα­ρα­κτή­ρες. Στον κό­σμο του «Jackie Brown» υπάρ­χουν πραγ­μα­τι­κοί άν­θρω­ποι, με τα πά­θη και τις αδυ­να­μί­ες, την ομορ­φιά και την ασχή­μια, το με­γα­λείο και τη μι­κρό­τη­τά τους, πλά­σμα­τα που επι­θυ­μούν, φο­βού­νται και ελ­πί­ζουν, όχι ρα­ψω­δοί του τα­ρα­ντι­νι­κού λό­γου και από­στο­λοι του “coolness” για το οποίο τον λά­τρε­ψε η μα­ζι­κή κουλ­τού­ρα. Ακρι­βώς επει­δή στο σύ­μπαν αυ­τού του φιλμ κυ­κλο­φο­ρούν άν­θρω­ποι αντί για μυ­θι­κές περ­σό­νες, προ­ο­ρι­σμέ­νες για αφί­σες εφη­βι­κών δω­μα­τί­ων, το «Jackie Brown» σφύ­ζει από αυ­θε­ντι­κό συ­ναί­σθη­μα, ρο­μα­ντι­σμό (το μα­γι­κό σά­ου­ντρακ συμ­βάλ­λει τα μέ­γι­στα σ’ αυ­τό) και αλή­θεια. Ο ερω­τευ­μέ­νος Μαξ (ένας σπου­δαί­ος Ρό­μπερτ Φόρ­στερ, στην ερ­μη­νεία που κά­νει όλο το φιλμ να πάλ­λε­ται από αν­θρω­πιά και τρυ­φε­ρό­τη­τα), η δυ­να­μι­κά εύ­θραυ­στη Τζά­κι, ο κου­ρα­σμέ­νος, πι­κρά γη­ρά­σκων Λού­ις (σκέ­τη από­λαυ­ση ο λι­γο­μί­λη­τος Ντε Νί­ρο), η οκνη­ρή Μέ­λα­νι, παίρ­νουν τον χρό­νο τους για να ανα­πτυ­χθούν μπρο­στά στα μά­τια του θε­α­τή, κι­νού­νται αρ­γά αλ­λά απο­φα­σι­στι­κά προς το συ­ναι­σθη­μα­τι­κό του κέ­ντρο. Και -ω του θαύ­μα­τος!- ο Κου­έ­ντιν, νοιά­ζε­ται γι’ αυ­τούς, δεν τους χρη­σι­μο­ποιεί κυ­νι­κά ως ανα­λώ­σι­μα υλι­κά στο καλ­λι­τε­χνι­κό οι­κο­δό­μη­μά του.

Δεν εί­ναι τυ­χαίο που η βία στο «Jackie Brown» βρί­σκε­ται μο­νί­μως εκτός κά­δρου, άλ­λη μια τε­ρά­στια δια­φο­ρά αυ­τής της ται­νί­ας από όλες τις άλ­λες του Κου­έ­ντιν (όταν ο Ορ­ντέλ σκο­τώ­νει τον Μπό­μοντ, η κά­με­ρα βρί­σκε­ται πο­λύ μα­κριά, δια­κρί­νου­με μό­νο δύο λάμ­ψεις στο σκο­τά­δι κι ακού­με τους πυ­ρο­βο­λι­σμούς• ο Λού­ις πυ­ρο­βο­λεί τη Μέ­λα­νι και δεν βλέ­που­με πο­τέ το σώ­μα της να δέ­χε­ται τις σφαί­ρες, εί­ναι «εξα­φα­νι­σμέ­νη» από το πλά­νο• κα­τα­λα­βαί­νου­με ότι ο Ορ­ντέλ ρί­χνει στον Λού­ις, μό­νο από μια πι­τσι­λιά αί­μα στο τζά­μι και τον ήχο από το όπλο). Ο Τα­ρα­ντί­νο δεν «δια­σκε­δά­ζει» εδώ με τα φο­νι­κά, ού­τε σπεύ­δει προς το gore με ανυ­πο­μο­νη­σία πο­ρω­μέ­νου πι­τσι­ρι­κά. Ανά­με­σα στον σα­δι­στι­κό πα­ρο­ξυ­σμό της πε­ρί­φη­μης σκη­νής με το αυ­τί στο «Reservoir Dogs» και στο «Jackie Brown», δεν υπάρ­χει κα­μία σχέ­ση, κα­μία σύν­δε­ση. Και ό,τι ακο­λου­θεί το «Jackie Brown», ολό­κλη­ρη η αι­μα­το­βαμ­μέ­νη επο­ποι­ία του ρε­βαν­σι­σμού που ξε­κι­νά από τα καρ­του­νί­στι­κα σι­ντρι­βά­νια αί­μα­τος και τα κομ­μέ­να μέ­λη του «Kill Bill» και φτά­νει μέ­χρι τα σπα­σμέ­να κε­φά­λια των σα­τα­νι­στών χί­πι­δων του «Once Upon a Time in Hollywood», επί­σης φαί­νε­ται εντε­λώς ξέ­νη σ’ αυ­τό εδώ το ελε­γεια­κό φιλμ. Ο φα­κός του δεν εστιά­ζει στις πλη­γές της σάρ­κας αλ­λά στις πλη­γές της ψυ­χής και στο εφι­κτό της για­τρειάς τους (το συ­γκι­νη­τι­κό του φι­νά­λε εί­ναι ένα μνη­μείο αι­σιο­δο­ξί­ας). Το «Jackie Brown» δεν έχει να κά­νει με την εκ­δί­κη­ση και τα δη­λη­τή­ριά της, αλ­λά με τη δυ­να­τό­τη­τα της δεύ­τε­ρης ευ­και­ρί­ας, με τον χα­μέ­νο χρό­νο και τη δύ­να­μη των αν­θρώ­πων να τον επα­να­κτούν και να τον κερ­δί­ζουν.

Η φιλ­μο­γρα­φία του Τα­ρα­ντί­νο μπο­ρεί να χω­ρι­στεί σε δύο μέ­ρη. Το πρώ­το ξε­κι­νά με το συ­ναρ­πα­στι­κό ντε­μπού­το του, το «Reservoir Dogs» και ολο­κλη­ρώ­νε­ται (σε μια ανα­πά­ντε­χη στιγ­μή ωρι­μό­τη­τας) με το αρι­στουρ­γη­μα­τι­κό «Jackie Brown». Το δεύ­τε­ρο αρ­χί­ζει με το πρώ­το «Kill Bill» και –ίσως να– τε­λειώ­νει με το, εξί­σου ώρι­μο και υπέ­ρο­χο, αλ­λά και με πολ­λούς τρό­πους συγ­γε­νές με το «Jackie Brown», «Once Upon a Time in Hollywood». Μέ­νει να φα­νεί αν θα ανοί­ξει έναν τρί­το κύ­κλο ο Κου­έ­ντιν με την επό­με­νη ται­νία του. Ό,τι κι αν συμ­βεί, ο γρά­φων πο­λύ θα ήθε­λε να τον ξα­να­δεί να δου­λεύ­ει με το υλι­κό κά­ποιου άλ­λου.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: