In principio erat verbum {Α' μέρος}

Πριν από μερικές μέρες, συζητώντας τεχνικά και θεωρητικά πράγματα με την φίλη και ομότεχνο Ε.Φ., τόλμησα μια παρέκβαση με θέμα την αρχιτεκτονική έκφραση θεμελιακών και αιώνιων ιδεών: χωρίς κανένα δισταγμό, όπως συχνά στο παρελθόν, ισχυρίσθηκα και εκείνη συμφώνησε, ότι ως προς αυτό το θέμα, ανάμεσα στα αναρίθμητα έργα της αρχιτεκτονικής, από την Νεολιθική εποχή έως τον 21ο αιώνα, η Μεγάλη Πυραμίδα, με το απολύτως στοιχειώδες σχήμα και την συμπαγή δομή της, κατέχει την πρώτη θέση. Ποιο άλλο κτίσμα έχει τόσο απλή μορφή και αισθητική δύναμη; Ποιο άλλο συνάδει τόσο τέλεια με μια κεντρική ιδέα σχεδιασμού και μια θεμελιακή ιδέα συμβολικής λειτουργίας; Διόλου τυχαία, μια αρχαία παροιμία λέει: «…τα πάντα έχουν έναν ανίκητο εχθρό… τον Χρόνο. Αλλά και αυτός έχει τον δικό του εχθρό: τη Μεγάλη Πυραμίδα». 
Ενώ έλεγα αυτά η σκέψη μου έτρεχε σε πολύ παλιές εμπειρίες και θεωρίες μου, που μόνο αποσπασματικά είχα κατά καιρούς κοινοποιήσει. Τώρα παρατηρώ απολογητικά ότι αυτή η αποσπασματικότητα δεν θέλει να δώσει τη θέση της σε κάτι περισσότερο συνεκτικό … Όμως, ακόμη και έτσι μου φαίνεται ότι αξίζει να εκτεθεί … Αλλά από ποιο σημείο να ξαναπιάσω το νήμα;

Θέση και στάση της μοναχικής πέτρας: Η γήινη επιφάνεια εύκολα απατά. Το χωμάτινο μέρος της είναι πολύ εκτενέστερο από το πέτρινο. Βαθύτερα όμως, υπάρχει παντού μόνον συμπαγής βράχος. Τα βουνά αποτελούν απλώς τα ορατά μέρη του. Από αυτά, άλλωστε, προέρχονται και τα κάθε λογής κομμάτια που σωρηδόν σκεπάζουν τα πόδια των ορθοπλαγιών και μαζικά μεταμορφώνονται σε βότσαλα και άμμο κατά μήκος ποταμών, λιμνών και θαλασσών. Ομοίως προέρχονται τα θραυστά υλικά των διάστρωτων πετρωμάτων και τα υλικά τα ανακατεμένα με τα διάφορα χώματα των κάμπων. Γενικός νόμος σε όλες τις περιπτώσεις είναι ότι όλα αυτά μικραίνουν συνεχώς καθώς αργά ή γρήγορα απομακρύνονται από το μητρικό πέτρωμα.
Ένας άλλος γενικός νόμος, αυτός που έχει τη μεγαλύτερη σημασία για το θέμα, λέει: ό,τι είναι όρθιο αργά ή γρήγορα πέφτει και ποτέ δεν ξανασηκώνεται από μόνο του. Έτσι, οι μεγάλες μοναχικές πεπλατυσμένες ή μακρόστενες πέτρες απεχθάνονται την ορθοστασία και προτιμούν να αναπαύονται εξαπλωμένες. Τούτο συμβαίνει πάντοτε όταν μια διάσταση είναι διπλάσια των άλλων και φθάνει το ύψος ανθρώπινου σώματος. Φυσικές εξαιρέσεις δεν υπάρχουν – ούτε μια στο τρισεκατομμύριο, οπουδήποτε στη Γη, τη Σελήνη ή άλλο πετρώδες ουράνιο σώμα.
Η αναφορά του ανθρώπινου σώματος εδώ δεν είναι τυχαία. Αυτό, όπως και εκείνο άλλων ζώων, έχει την δύναμη να μένει όρθιο επί ώρες ενάντια στο βάρος του. Κάθε τόσο όμως θέλει να αναπαύεται ξαπλωμένο και κάποτε δεν μπορεί πια να ξανασηκωθεί. Συνολικά ο χρόνος της όρθιας στάσης του είναι ελάχιστος μπροστά σε εκείνον της ανάπαυσης, του ύπνου και του οριζόντια ενταφιασμένου λειψάνου. Διόλου τυχαία, η όρθια στάση δήλωνε πάντοτε τη δύναμη και το σφρίγος της ζωής… την άρνηση της φθοράς και του θανάτου. Η ίδια κυρίως εμπνέει τις συμβολικές και καλλιτεχνικές παραστάσεις αυτών των ιδιοτήτων.

Göbekli Tepe
Göbekli Tepe

Μια συμβολική παράσταση της άρνησης του θανάτου και έκφραση διεκδίκησης δύναμης και αναγνώρισης, κατ’ εμέ η πλέον εμβληματική και εκφραστική, είναι ο ορθόλιθος και τα έως σήμερα παράγωγά του, όπως ο οβελίσκος, η αναμνηστική ή η επιτύμβια στήλη –από την Ιρλανδία και το Göbekli Tepe, έως το Αξούμ και το Πεκίνο–, οι κίονες του Ασόκα, οι επιτάφιοι σταυροί ή τα Μοάι στο Ραπανουί, αλλά και τα λοιπά ταπεινότερα συναφή, όπως οι ξύλινοι ιστοί, οι ξύλινοι σταυροί, ή πολύ παλιότερα το κουπί που έστησε ο Οδυσσέας στον τάφο του Ελπήνορα. Όλα αυτά στάθηκαν κάποτε ή στέκουν ακόμη όρθια σε πείσμα του παγκόσμιου νόμου των ξαπλωμένων μοναχικών μακρόστενων σχημάτων. 
Εάν σε παραλία με μεγάλα πλακερά βότσαλα δεις έστω ένα από αυτά να είναι όρθιο, αυτόματα φαντάζεσαι ότι κάποιος το έστησε. Εάν σε παραλία με μόνο ψιλή άμμο δεις έναν ακατέργαστο ορθογώνιο λίθο, αυτόματα φαντάζεσαι ότι κάποιος τον έφερε. Εάν σε μια αχανή πετρώδη έρημο δεις έναν μοναχικό, μεγάλο και μακρόστενο λίθο σε τέλεια όρθια θέση, αμέσως γνωρίζεις ότι κάποιος τον έστησε. Πόσω μάλλον εάν σε έναν απέραντο καταπράσινο κάμπο με παχύ αφράτο χώμα, όπου δύσκολα μπορείς να βρεις μερικά πετραδάκια, δεις ξαφνικά όρθιο έναν γιγάντιο ακατέργαστο λίθο με δύο μέτρα πάχος και δέκα μέτρα ύψος!
Αν συγκρίνουμε τις παραπάνω περιπτώσεις, κοινό σημείο τους είναι ότι μαρτυρούν πρόθεση και δράση, ανθρώπου μόνον και όχι ζώου. Η μαρτυρία αυτή είναι απολύτως σαφής και μονοσήμαντη, έστω και εάν παράγεται από την ελάχιστη δυνατή δράση: δεν περιέχει κατεργασία, διαμόρφωση περιβάλλοντος, γράμματα ή διακοσμήσεις. Απλώς συνίσταται στο ελάχιστο ή το επόμενό του: το σήκωμα μιας τυχαίας μακρόστενης πέτρας στον τόπο της, ή μακριά από αυτόν. 
Για κάποιον υποθετικό νοήμονα εξερευνητή της Σελήνης ή άλλης παρόμοιας ακατοίκητης διαστημικής ερημιάς, οποιαδήποτε ικανών διαστάσεων ακατέργαστη πέτρα στημένη όρθια, με μερικά λιθάρια από κάτω για στηρίγματα, πρέπει ως απόδειξη εξωγήινης δράσης να είναι πολύ σημαντικότερη από ολόκληρο κουφάρι πολύπλοκου υψηλής τεχνολογίας διαστημόπλοιου. Το στήσιμο της πέτρας προϋποθέτει προσεδάφιση και εμπρόθετη ενασχόληση, ενώ το άλλο εύρημα απλώς μπορεί να οφείλεται σε πτώση μετά από ατύχημα. Ειδικότερα η εμπρόθετη ενασχόληση θέτει αυτομάτως ερωτήματα για το νόημα, ενώ η ακούσια πτώση δεν εμπεριέχει νοήματα. Πόσω μάλλον εάν αυτά συμβαίνουν στην Γη ως αποτυπώματα ανθρώπινης δράσης και ως φορείς νοημάτων που μόνον νοήμονα όντα του αυτού είδους είναι σε θέση να κατανοήσουν καλύτερα. 
Όντα θνητά με φαντασία και πόθο ζωής εύκολα βυθίζονται σε αναζητήσεις νοημάτων ή απαντήσεων σε αναπάντητα –και γι’ αυτό αθέμιτα– ερωτήματα. Εύκολα αναζητούν τρόπους διαπραγμάτευσης της μοίρας τους με τον πρώτο θεό που θα επινοήσουν και κυρίως εύκολα συλλαμβάνουν την ιδέα ότι το στήσιμο μακρόστενων μεγάλων λίθων αποδεικνύει μόνον ανθρώπινη βούληση για τοπική και ιστορική σήμανση. Κυρίως σήμανση τόπου ταφής ή μνήμης ενός αρχηγού και εν ταυτώ οριοθέτηση της συνδεόμενης με τη δράση του επικράτειας. Ορθόλιθοι λοιπόν, πακτωμένοι στη γη τους, στητοί και αγέρωχοι επί πέντε, οκτώ ή έντεκα χιλιάδες χρόνια, σκαμμένοι βαθιά από καιρούς που δεν θα άντεχε θνητός ούτε για δύο ώρες, εξακολουθούν ακόμη ως ακοίμητοι φρουροί να εκτελούν πιστά τις εντολές που έλαβαν από τους αρχαίους δημιουργούς τους, των οποίων η ταυτότητα έχει προ πολλού χαθεί κάτω από αμέτρητα ιστορικά στρώματα κατοχής και δράσης τριακοσίων ή πεντακοσίων (!) ανθρώπινων γενεών. Μοιάζουν, αλλά σε ασυγκρίτως μεγαλύτερη χρονική κλίμακα, με στρατιώτες που μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο εξακολουθούσαν επί πολλές τετραετίες να φυλάνε τις θέσεις τους σε κάποια ερημονήσια του Ειρηνικού, μιας και δεν είχαν φθάσει σε αυτούς οι ειδήσεις για τη λήξη εκείνου του πολέμου.

Μονόλιθος:Ο όρος, οικείος σε όλους, είναι εύλογος μόνον όταν αναφέρεται σε ενιαία λίθινα αντικείμενα που λόγω μεγέθους, όπως π.χ. οι μεγάλοι κίονες, συνήθως απαρτίζονται από περισσότερους λίθους. Η προτίμηση της πολύλιθης εκτέλεσης συνήθως αποδίδεται σε όρια των μεταφορικών και ανυψωτικών μέσων. Τούτο όντως ισχύει, όμως πολύ περισσότερο ίσχυαν οι αποστάσεις των εσωτερικών ασυνεχειών των πετρωμάτων στα διάφορα λατομεία. Όταν αυτές ήταν αρκετά μεγάλες η μονόλιθη εκτέλεση ήταν συχνά προτιμότερη – παρά τις δυσκολίες της μεταφοράς.
Πλην του μεγέθους, άλλες διακρίσεις, όπως π.χ. μεταξύ κατεργασμένων και ακατέργαστων λίθινων όγκων, ουδόλως μεταβάλλουν τον χαρακτηρισμό αυτών ως μονολίθων. Οι ιστορικοί μονόλιθοι (πολλές εκατοντάδες άνω των τριάντα τόνων και χιλιάδες μεταξύ δέκα και τριάντα τόνων), διακρίνονται: σε ημιτελείς εντός λατομείων και σε χρησιμοποιημένους. Αυτοί πάλι διακρίνονται σε απλώς μετακινημένους ή σε μετακινημένους και ανορθωμένους, ή ανυψωμένους. Τα αντίστοιχα μήκη και βάρη του μεγίστου εκάστης κατηγορίας είναι για τους προβιομηχανικούς χρόνους 46 μ. / 5.000 τόνοι, 13 μ. / 1.500 τόνοι, 33,5 μ. / 550 τόνοι, 27 μ. / 600 τόνοι!
Η γοητεία των μονόλιθων δεν είναι αισθητή σε όλους, όπως ήταν π.χ. εκείνη της υπέροχης Μπριζίτ. Για την κατανόηση και την απόλαυσή της απαιτείται ταυτόχρονη εξοικείωση με ζητήματα της φύσης, της φυσικής, της ιστορίας, της κοινωνίας της ομαδικής δράσης και της ατομικής ύπαρξης. Απαιτείται επίσης καλή συγκράτηση εικόνων μέσα από τις σελίδες της λογοτεχνίας, μέσα από τα έργα της ζωγραφικής ή της φωτογραφίας και του κινηματογράφου. Απαιτούνται, τέλος, κάποιες προσωπικές εμπειρίες και όχι μόνον: πολύ περισσότερο κοινές εμπειρίες αναφοράς μεταξύ όλων εκείνων που θέλουν μέσω της μνήμης και της εξιστόρησης να επισκεφθούν ομαδικά το κοινό παρελθόν τους. Αυτά είναι ένας ακόμη λόγος για τον οποίο μακαρίζω τους ποδοσφαιρόφιλους που με τόσο πάθος αλλά και καλή ενημέρωση εξιστορούν, αναλύουν και πλήρεις μέθεξης, με καλά διαλεγμένες λέξεις ξαναζωντανεύουν στιγμιότυπα, ή ολόκληρα ποδοσφαιρικά ημίχρονα, χωρίς καν να πληρώνονται για τον κόπο και την τεράστια ευρυμάθειά τους – ποιος, πότε, σε ποια χρονική στιγμή, ποιες οι παρατάσεις, ποιες οι παρατηρήσεις των ειδικών σχολιαστών, σε ποια φύλλα, πως αντέδρασε η διοίκηση, τι υπάρχει «πιο πίσω» και πολλά άλλα. Δομημένες πληροφορίες και σκέψεις που θα γέμιζαν πολλές σελίδες για κάθε έναν από τους επί μέρους αγώνες μιας ολόκληρης δεκαετίας, που συχνά τους καλύπτουν επαρκώς οι εναργέστεροι ρέκτες του είδους σε εκατοντάδες εξειδικευμένα στέκια και καφενεία της χώρας.

Δεν μπορώ να φανταστώ πόσο ψηλά θα έφθαναν οι ανορεκτικοί για τα εγκυκλοπαιδικά της επιστήμης φοιτητές μας, αν είχαν μέσα τους το ένα δέκατο του θεματικού έρωτα των προαναφερθέντων (και πόσο γελοίοι θα ήταν οι τελευταίοι, αν αντί να μιλούν από στήθους και εκ πνευματικής περιουσίας έπρεπε να κοιτάζουν συχνά πυκνά στο κινητό τους).
Μπορώ όμως να φανταστώ πως δρούσαν στις παλιές κοινωνίες οι μονόλιθοι. Τούτο άλλωστε δεν είναι δύσκολο, αν έχει κανείς διαβάσει τους θρύλους από την ανύψωση των οβελίσκων της Ρώμης, ή αν έχει δει τις εικόνες της πλατείας Ομονοίας στο Παρίσι, με εκατό χιλιάδες άτομα να παρακολουθούν κρατώντας την αναπνοή τους της ανύψωση του οβελίσκου του Λούξορ. Πάμπολλες τέτοιες ιστορίες, μικρό μόνο ποσοστό του αρχικού αποθέματος, έφθασαν στις μέρες μας μέσα από τη ζωντανή αναμετάδοση και την ιστορική καταγραφή, μέτρο καθ’ αυτές της τεράστιας γοητείας των μονολίθων και της απήχησης των σχετικών με αυτούς εργασιών – η χύτευση της γιγάντιας καμπάνας από τον νεαρό Μπορίσκα στο τελευταίο επεισόδιο του Andrei Rublev του Ταρκόφσκι δίνει μια ιδέα της απήχησης των ιστοριών των μεγάλων έργων του παλιού καιρού.

Σχήματα και υλικά: Η ανάγκη της ευστάθειας και ακινησίας ενός κτίσματος ικανοποιείται καλά όταν αυτό είναι κυβοειδές, αλλά ακόμη καλύτερα όταν φέρνει προς πυραμίδα. Ομοίως η ανάγκη της μηχανικής αντοχής και διάρκειας ικανοποιείται μάλλον με την δρυ (συναφές το λατινικό dur εξ ου duration κ.λπ) παρά με το πευκόξυλο. Ακόμη καλύτερα όμως με τον σκληρό λίθο και δη με τον ογκώδη. Διόλου τυχαία, όπου υπάρχουν κατάλληλα δάση τα σπίτια μπορεί να είναι ξύλινα … ταφικά, όμως, και αναμνηστικά κτίσματα γίνονται πάντοτε λίθινα, έστω και εάν οι κατάλληλοι γι’ αυτά λίθοι βρίσκονται σε απαγορευτικές για κάθε άλλη χρήση αποστάσεις.
Εν τούτοις, για τους γλυπτούς τοτεμικούς ιστούς της Haida με ξεκουφωμένο εσωτερικό, όπου ενίοτε φυλάσσονταν οι λειψανοθήκες μεγάλων προγόνων, χρησιμοποιήθηκαν τεράστια δένδρα πολύ μακρινών τόπων – η απόκτηση και μεταφορά των οποίων αποτελούσε αληθινή, ενίοτε πολεμική, εποποιία. Ομοίως και για ορισμένους ξύλινους ταφικούς θαλάμους-μιμήσεις οικιών στο εσωτερικό κάποιων τύμβων στη Φρυγία. Αλλά αυτά είναι απλώς εξαιρέσεις του παγκόσμιου κανόνα της πέτρας.

Δεν μπορώ να φανταστώ πόσο ψηλά θα έφθαναν οι ανορεκτικοί για τα εγκυκλοπαιδικά της επιστήμης φοιτητές μας, αν είχαν μέσα τους το ένα δέκατο του θεματικού έρωτα των προαναφερθέντων (και πόσο γελοίοι θα ήταν οι τελευταίοι, αν αντί να μιλούν από στήθους και εκ πνευματικής περιουσίας έπρεπε να κοιτάζουν συχνά πυκνά στο κινητό τους).

Έννοιες και σύμβολα: Τα σύμβολα είναι μεν συμβάσεις, αλλά πάντως όχι τυχαίες. Η έννοια της ευστάθειας και ακινησίας συμβολίζεται καλά με έναν κύβο, αλλά ακόμη καλύτερα με μια πυραμίδα. Σε κάθε περίπτωση τα σχήματα αυτά υπερβαίνουν την απλή εξυπηρέτηση των πρακτικών λόγων και γίνονται σύμβολα των αντίστοιχων αφηρημένων εννοιών μόνον όταν είναι απολύτως στοιχειώδη, κανονικά και τέλεια, δηλαδή με αμφίπλευρη ισομετρία, απολύτως επίπεδες επιφάνειες και απολύτως ευθείες ακμές, ώστε να χωρούν στον ελάχιστο οπτικό ορισμό και σε μερικές μόνο λέξεις. Συνεπώς, ακόμη και οι τυχαίες φλεβώσεις, ή χρωματικές διακυμάνσεις του υλικού πρέπει να εξουδετερώνονται είτε με κάποιον τέλειο και ανθεκτικό επιχρωματισμό ή με ανακλαστική λείανση – που για να μη γίνεται εκτυφλωτική πρέπει το σώμα να είναι ενίοτε σχεδόν μαύρο.

Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος: Ήταν τέλη Ιουνίου του 1977, όταν χάρις στην Κατερίνα μπορούσα επί ημέρες να περιπλανιέμαι σχεδόν μαγεμένος στα ιστορικά κτήρια του Πανεπιστημίου της Νεαπόλεως. Το κτηριακό συγκρότημα, πλάτους εκατό μέτρων, εκτείνεται επί τριακόσια πενήντα μέτρα κατά μήκος μιας όχι τελείως ευθείας οδού, της οποίας το όνομα, Via Mezzocannone («μεσαίο κανάλι»), εύκολα παραπέμπει στο φυσικό δυτικό όριο της πάλαι ποτέ αρχαίας πόλεως – Σε αυλές και υπόγεια του πανεπιστημίου φαίνονται ακόμη λείψανα των τειχών που κάποτε είχαν αποκρούσει τη στρατιά του Αννίβα. 
Ο τεσσάρων σχεδόν αιώνων κεντρικός πυρήνας του συγκροτήματος απαρτίζεται από δύο μεγάλα τετράγωνα τριώροφα μέγαρα (ψηλά όσο σημερινά οκταώροφα), που, προσπελάσιμα από τα ανατολικά, υψώνονται εκατέρωθεν της εκκλησίας του Gesù Vecchio. Κάθε ένα έχει στο μέσον του ευρύτατη αυλή με πολυτελείς θολοσκέπαστες περιμετρικές στοές. Το βόρειο περιέχει κυρίως τη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου. Το νότιο, αρχικά Κολλέγιο των Ιησουητών, συνδεόμενο με άλλες πτέρυγες πιο δυτικά, στεγάζει διάφορα ινστιτούτα των φυσικών επιστημών και αντίστοιχα μουσεία. Στην πλέον κομβική θέση μεταξύ αυτών των κτηρίων και των δυτικών πτερύγων, σε χώρο μήκους εικοσιπέντε μέτρων, αναπτύσσεται άκρως μνημειακό, ευρύχωρο και πολύκλαδο το κεντρικό κλιμακοστάσιο, έργο των μέσων του 17ου αιώνα και άξιο δείγμα της μεγάλης τέχνης του Cosimo Fanzago. Το μετράω πάντοτε στις μεγαλύτερες εμπειρίες μου. Θα μπορούσα επί ώρες να μιλάω για την όχι αυτονόητη διάταξη των μερών του, τα μεγέθη και τις χαμηλές κλίσεις των πλατύβαθμων κλιμάκων, την ιδιοφυή αρχιτεκτονική σύνθεση, τις συναρπαστικές διαβαθμίσεις του φωτισμού και των αντηχήσεων, την τόλμη της δομής και τις απλές καλλιτεχνικές λεπτομέρειες.
Κινούμενος αργά στο τεράστιο κλιμακοστάσιο, από το ένα επίπεδο στο άλλο, κατέγραφα ό,τι μπορούσα, ενώ πολλές φορές έπρεπε να κατεβαίνω και πάλι να ανεβαίνω, μέχρι να έχω ολοκληρώσει μια πιστή εικόνα του. Μετά από ώρες και ενώ το σχέδιο ήταν περίπου έτοιμο, άφηνα πια τα θολοσκέπαστα πλατύσκαλα και ακολουθούσα διαδοχικά τους πανύψηλους διαδρόμους σε διάφορες στάθμες και κατευθύνσεις. Κάποτε ανέβηκα μόνος πάλι στον τελευταίο όροφο, αλλά από μια άλλη, μάλλον δευτερεύουσα σκάλα. Κουρασμένος ήδη από τόσες εντυπώσεις και καθώς δεν απέμεναν πια άλλοι αξιόλογοι προς εξερεύνηση διάδρομοι, ήμουν έτοιμος να πάρω το δρόμο της επιστροφής. 
Τότε ακριβώς πρόσεξα μια όχι πολύ μεγάλη πόρτα και χωρίς να το καλοσκεφθώ το χέρι μου, με τον όχι σπάνιο τρόπο των άσκοπων ενεργειών, πίεζε ήδη το παμπάλαιο πόμολο. Αλλά ενώ η μηχανική αυτή κίνηση δεν θα έπρεπε να αποφέρει τίποτα περισσότερο από μια αίσθηση αντίστασης και ήχου παλιάς κλειδαριάς, ξαφνικά η πόρτα άνοιξε! Ό,τι φάνηκε πίσω από το άνοιγμα έδειχνε καθαρά ότι η πόρτα αυτή μόνον κατά λάθος τύχαινε να είναι ξεκλείδωτη και δη επί πολλούς μήνες ή μάλλον έτη. Η καθισμένη στο πόμολο σκόνη, που κολλούσε κάπως στην παλάμη μου δεν ήταν μόνη. Πολύ περισσότερη κάλυπτε τα δάπεδα έξω και πίσω από την πόρτα. Ασφαλώς, κανείς δεν ανέβαινε από την τελευταία σκάλα έως εκεί. 
Συνηθισμένος να διαβάζω σχήματα, ένιωθα ήδη πολύ άβολα, επειδή απλώς δεν καταλάβαινα ακόμη τι ήταν αυτός ο μακρόστενος χώρος που ανοιγόταν μπροστά μου προς τα δυτικά. Μια σειρά παράθυρα αριστερά, σκέτος τοίχος δεξιά, και κάπως ασαφές το βάθος, λόγω του πλήθους των σκεπασμένων από στρώματα σκόνης αντικειμένων. 
Καθώς προχωρούσα, ακόμη αδιάφορος για τα συνωστιζόμενα αντικείμενα και κάπως ανήσυχος για την είσοδό μου σε μη κοινόχρηστο χώρο, με μόνη ίσως επιθυμία να βρω στην άλλη άκρη του μια ακόμη ξεκλείδωτη θύρα για να φθάσω ταχύτερα στο μεγάλο κλιμακοστάσιο, δίστασα προς στιγμή, κοντοστάθηκα και στράφηκα προς τα πίσω. Τότε μόνο είδα τις πατημασιές μου στη σκόνη σχεδόν να μοιάζουν με ίχνη σε χιόνι. Τότε επίσης πρόσεξα ότι εκεί έξω ο ουρανός ήταν ακόμη ανέφελος και επομένως το λειψό φως στον μακρόστενο χώρο ήταν μόνον αποτέλεσμα τις σκόνης και άλλων αραχνιασμένων σωρεύσεων στα τζάμια των παραθύρων. 
Εν τω μεταξύ άρχισα να προσέχω περισσότερο τα σκεπασμένα από ένα δάκτυλο σκόνης αντικείμενα και μαζί να συμπεραίνω τον σκοπό της ύπαρξής τους. Έτσι είδα ότι βρισκόμουν μπροστά σε μια παμπάλαια μουσειακή συλλογή γεωλογικών εκθεμάτων και ορυκτολογικών δειγμάτων, χωρίς όμως να καταλαβαίνω αν το μέρος αυτό, ακριβώς κάτω από τη στέγη της βόρειας πτέρυγας του παλαιού κολλεγίου των Ιησουιτών, τριάντα μέτρα ψηλότερα από τα αρχαία τείχη, ήταν αποθήκη, ή κανονικός εκθεσιακός χώρος που επί δεκαετίες παρέμενε εκτός λειτουργίας.

Εκείνον τον καιρό η αγάπη μου για την Γεωλογία ήταν ακόμη μέτρια, χωρίς μεγάλες εξάρσεις. Όμως ό,τι περισσότερο με ενδιέφερε εκείνες τις ημέρες ήταν η εξερεύνηση της ναπολιτάνικης αρχιτεκτονικής και ό,τι ειδικότερα με διακατείχε εκείνη την ώρα ήταν η επιθυμία για ένα έστω σύντομο διάλειμμα σε κάποιον από τους πλησίον κήπους. Η επιθυμία αυτή μεγάλωνε συνεχώς από στιγμή σε στιγμή και γινόταν επιτακτική ανάγκη φυγής εξ αιτίας του απερίγραπτου χάους της σκόνης. Τότε ακριβώς, τελείως φευγαλέα, το βλέμμα μου κόλλησε επάνω σε ένα οριζόντιο αντικείμενο, τετράγωνο πλευράς κάτω του μέτρου, τοποθετημένο με το βάθρο του κοντά στο βόρειο τοίχο, δεκαπέντε μέτρα μετά από την ακλείδωτη πόρτα.
Ήταν μια άμορφη μεταβλητού πάχους μάζα με τελείως ακανόνιστη χυλώδη επιφάνεια. Τα όποια ειδικότερα χαρακτηριστικά της, ποικίλες εξάρσεις και εσοχές, δεν φαίνονταν καλά, όχι μόνον εξ αιτίας της σκόνης, αλλά και επειδή επάνω της βρίσκονταν τυχαία ακουμπισμένα μερικά κομμάτια άλλων εκθεμάτων, εξίσου και αυτά σκονισμένα. Αναγκαστικά συγκέντρωσα την προσοχή μου σε κάποια δυσδιάκριτα γράμματα που μόνο δοκιμάζοντας διάφορες οπτικές γωνίες μπόρεσα τελικά να συνταιριάσω: … in principiο erat verbum… μια πολύ γνωστή θεολογική ρήση. Αλλά γιατί σε αυτό το αντικείμενο; Τότε ακριβώς παραμέρισα κάπως τα επ’ αυτού άσχετα κομμάτια και είδα ότι ένα διέφερε. Αντί να είναι ακουμπισμένο, ήταν ενσωματωμένο στη μεγάλη μάζα, από την οποία, όμως, εξείχε τόσο, ώστε να είναι σαφές το απλό γεωμετρικό σχήμα του: ένας τέλειος κύβος πλευράς περί τα δέκα εκατοστά. Δεδομένης της σκόνης –που δεν είχα τη διάθεση να απομακρύνω–, η ύλη του –σκληρότατος λίθος ή μέταλλο;– δεν ήταν αναγνωρίσιμη, όπως άλλωστε για τον ίδιο λόγο δεν ήταν αναγνωρίσιμη η ύλη του πέριξ άμορφου σώματος. Στην καλύτερη περίπτωση, που νομίζω πιθανότερη, πρέπει να ήταν αληθινή ηφαιστειακή ή άλλου είδους εδαφική μάζα, κομμένη περιμετρικά σε τετράγωνο σχήμα -στην χειρότερη περίπτωση απλή μουσειακή μίμηση με γύψο καλλιτεχνίας και ακριβείς χρωματισμούς.
Εκείνο λοιπόν που κυρίως έβλεπα πολύ καθαρά ήταν μια παλιά υψηλής έμπνευσης ιδέα για μια λίαν ποιητική υλική παράσταση μιας μορφής Τάξης μέσα σε ένα απέραντο Χάος. Τα μέσα ακολουθούσαν: εμπνευσμένη μετατροπή έτοιμου φυσικού αντικειμένου σε έκθεμα, ή μόρφωση με τρόπους των εικαστικών τεχνών. Θυμάμαι επίσης καλά ότι σχεδόν αυτοστιγμεί και τελείως αυθόρμητα, η κατανόηση του σκονισμένου αντικειμένου έφερε μπροστά μου μια εικόνα που τότε, ήδη από το 1969 κ.ε., προκαλούσε έξαψη στη σκέψη μου, όπως άλλωστε εξακολουθεί έως τώρα: Ένα άδεντρο προϊστορικό τοπίο παρόμοιο με την άμορφη επιφάνεια του εκθέματος … και ένας μαύρος όρθιος ορθογώνιος μονόλιθος, το ίδιο αυστηρά γεωμετρικός όπως ο εξέχων από τη μάζα κύβος.
Έχοντας πια κατανοήσει το παράξενο έκθεμα και κρατώντας τη συνειρμική εικόνα σε επίπεδο άμεσης διαθεσιμότητας για αναστοχασμό, άφησα πάραυτα και σχεδόν τρέχοντας το μέρος της λαθραίας επίσκεψής μου και δεν θυμάμαι καλά αν έφυγα από εκεί που είχα εισέλθει, ή αν συνέχισα την πορεία που είχα αρχικά στο μυαλό μου.

M.C. Escher, «Τάξις και Χάος»
M.C. Escher, «Τάξις και Χάος»

Στις δεκαετίες που πέρασαν η εικόνα του μεγάλου κλιμακοστασίου, φυλαγμένη στη μνήμη μου ανάμεσα σε εκατοντάδες άλλες συλλεγμένες κατά καιρούς, διατηρούσε πάντοτε την ουσία της, έστω και εάν κάποιες λεπτομέρειές της ατόνησαν. Αντιθέτως, το σκονισμένο εκείνο έκθεμα, ελάχιστα απαιτητικό με όρους απομνημόνευσης, έχει πάντοτε μια σταθερή θέση στα εννοιολογικά αρχεία της σκέψης μου. Μερικές φορές νόμισα ότι το ξανασυνάντησα στα όνειρά μου ή σε αταξινόμητες καθημερινές εντυπώσεις με διαφορετική κάθε φορά μορφή, αλλά πάντοτε με την ίδια δοσμένη σημασία, δυνατότητα ανάγνωσης ή επιδεκτικότητα σημασιοδότησης. Ως προς αυτό δεν αισθάνομαι μόνος. Το βλέπω να ενυπάρχει και να επανέρχεται από πολύ παλιά σε στοχαστικά έργα διαφόρων καλλιτεχνών, όπως π.χ. το «Τάξις και Χάος» του Escher. Όμως, η κατ’ εξοχήν τέλεια εκδοχή του, όπως εγώ τουλάχιστον την προσέλαβα από την πρώτη φορά που είχα την τύχη να την γνωρίσω πριν από ακριβώς μισό αιώνα, είναι ο μονόλιθος του Κιούμπρικ. Προβαίνω δε στη διευκρίνηση «όπως εγώ τουλάχιστον…» και χρησιμοποιώ τον προσδιορισμό «του Κιούμπρικ» επειδή ως προς αυτό το αντικείμενο ο έτερος δημιουργός του, o Α.  Κλαρκ, είχε διαφορετικές ιδέες. Σήμερα, έχοντας κατά καιρούς αναπολήσει την Οδύσσεια του διαστήματος και έχοντας συζητήσει με φίλους γι’ αυτήν, η σκηνή με τον μονόλιθο κοντά στην ξερή νερολακούβα κατέχει στη συνείδησή μου θέση γνώριμου εμβληματικού τόπου και, απ’ ότι ξέρω, το ίδιο συμβαίνει με πολλούς άλλους φίλους του κινηματογράφου παγκοσμίως. Σήμερα, σ’ αυτόν τον τόπο συχνάζουν διανοητικά χίλιες φορές περισσότεροι από όλους τους κατοίκους του πλανήτη εκείνης της πρώτης εμφάνισης του μονόλιθου.
Από την τελείως φευγαλέα, για ένα μόνο λεπτό συνάντησή μου με την σκεπασμένη από σκόνη προδρομική μικρογραφία του μονόλιθου, φτιαγμένη ίσως γενεές πριν γεννηθεί ο Κιούμπρικ, έχουν παρέλθει τέσσερις δεκαετίες και πλέον, χωρίς να μειώσουν την ανάμνηση – άλλωστε βάσει αυτής, αλλά αρκετά ελεύθερα, ετοίμασα σήμερα, κατά προτροπή του Δ. Κ., ένα ομότιτλο σχέδιο. 

Σχέδιο Μ.Κ.
Σχέδιο Μ.Κ.

Αυθόρμητα, αναρωτήθηκα πολλές από τότε φορές, που να βρίσκεται σήμερα αυτό το οιονεί Rosebud … στον ίδιο όπως τότε χώρο; με ή χωρίς εκείνα τα αραχνοσκονισμένα πέπλα, ή αλλού; …είναι ακόμη σε αφάνεια, η έχει γίνει πάλι προσιτό και ίσως επίκαιρο με αρκετούς νέους λάτρες;


(η συνέχεια στο επόμενο τεύχος)

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: