Notre Dame και άλλα, δια πυρός και ανεπαρκείας

Παρίσι 1953, βιτρίνα ζαχαροπλαστείου
Παρίσι 1953, βιτρίνα ζαχαροπλαστείου

Στην απέ­ρα­ντη επι­κρά­τεια των κα­τα­στρο­φών, εκεί­νες που προ­κα­λού­νται από αδη­φά­γες φλό­γες διεκ­δι­κούν τη με­ρί­δα του λέ­ο­ντος. Από αυ­τές πά­λι, όσες ει­δι­κεύ­ο­νται σε κτή­ρια θε­ά­τρων απο­τε­λούν λό­γω συ­χνό­τη­τας και αντι­κει­μέ­νου αυ­το­τε­λή κα­τη­γο­ρία, πά­ντο­τε κο­ρυ­φαία στην πα­γκό­σμια κα­τά­τα­ξη. Σκη­νι­κά, εξ ορι­σμού απο­λύ­τως εύ­φλε­κτα, απο­θή­κες σκη­νι­κών, πλή­θος ανυ­ψω­τι­κών συ­στη­μά­των, πα­ντός εί­δους σχοι­νιά σε με­γά­λες πο­σό­τη­τες, διά­φο­ρα μο­νω­τι­κά υλι­κά, πο­λυ­έ­λαιοι, αε­ριό­φως από τον 19ο αι. και ηλε­κτρο­φω­τι­σμός, πα­ντός εί­δους ηλε­κτρι­κές κα­λω­διώ­σεις, εί­ναι πα­ρά­γο­ντες μιας μα­κράς και λί­αν πυ­κνής ιστο­ρί­ας κα­τα­στρο­φών με χι­λιά­δες νε­κρούς. Τε­λεί­ως αντί­θε­τη πε­ρί­πτω­ση στην πα­γκό­σμια κα­τά­τα­ξη απο­τε­λούν τα πέ­τρι­να τα­φι­κά, ανα­μνη­στι­κά ή άλ­λα συ­να­φή μνη­μεία που όντως απου­σιά­ζουν από τον κα­τά­λο­γο, χω­ρίς όμως να βρί­σκο­νται στο απυ­ρό­βλη­το: εί­ναι τα συ­χνό­τε­ρα θύ­μα­τα επι­θέ­σε­ων μι­κρού ή ανύ­παρ­κτου πρα­κτι­κού σκο­πού. Σε εν­διά­με­σες θέ­σεις με­τα­ξύ των άκρων, εμπί­πτουν οι κα­τα­στρο­φές σε θρη­σκευ­τι­κά κτή­ρια, εκ­παι­δευ­τή­ρια, ξε­νο­δο­χεία και άλ­λα, για τα οποία όπως δεν αρ­κούν αυ­τές οι σε­λί­δες.
Οι συν­θή­κες, τα αί­τια, τα αντι­κεί­με­να και οι συ­νέ­πειες των πυρ­καϊ­ών συ­νέ­θε­ταν πά­ντο­τε ένα από τα προ­σφι­λέ­στε­ρα πε­δία της ει­δη­σε­ο­γρα­φί­ας, της ιστο­ρί­ας και της συλ­λο­γι­κής μνή­μης, όμως οι θερ­μι­κές κα­τα­στρο­φές θρη­σκευ­τι­κών κτη­ρί­ων, μου­σεί­ων και ιστο­ρι­κών θε­ά­τρων, εκτός των άλ­λων εί­ναι με από­στα­ση ο χει­ρό­τε­ρος εχθρός της υλι­κής πο­λι­τι­στι­κής κλη­ρο­νο­μιάς.

To 424 π.Χ. στο Ηραίο του Άρ­γους, τό­πο γέν­νη­σης της δω­ρι­κής αρ­χι­τε­κτο­νι­κής, το πρώ­το επί­τευγ­μα αυ­τής, ο να­ός της Ήρας, κα­τα­στρά­φη­κε, όταν απο­κοι­μή­θη­κε η Χρυ­ση­ί­δα, η ιέ­ρεια της θε­άς, και τα στε­φά­νια άρ­πα­ξαν φω­τιά από τη φλό­γα ενός λύ­χνου. 
Αυ­τά ανα­φέ­ρει ο Παυ­σα­νί­ας μα­ζί με την πα­ρα­τή­ρη­ση ότι, πα­ρά ταύ­τα, οι Αρ­γεί­οι εξα­κο­λου­θού­σαν στις μέ­ρες του να τι­μούν εκεί­νη την τρα­γι­κή ιέ­ρεια. 
Το 356, όταν γεν­νιό­ταν ο Αλέ­ξαν­δρος, στο Αρ­τε­μί­σιον της Εφέ­σου, τό­πο γέν­νη­σης της Ιω­νι­κής αρ­χι­τε­κτο­νι­κής, το άρι­στο επί­τευγ­μά της, με 150 δε­κα­ο­κτά­με­τρους κί­ο­νες σε έκτα­ση έξι στρεμ­μά­των, κα­τα­στρά­φη­κε επί­σης δια πυ­ρός, χω­ρίς να συ­ντρέ­χει πό­λε­μος ή άλ­λον τι συ­να­φές. Και ωστό­σο τού­το δεν ήταν καν ατύ­χη­μα. Ήταν απλώς εμπρη­σμός: «…έτσι θα μεί­νει αξέ­χα­στο το όνο­μά μου», εί­χε σκε­φθεί με το νο­ση­ρό μυα­λό του ο …

Τα μνημεία απειλούνται και από την ίδια τη φροντίδα μας γι’ αυτά, στο βαθμό που η κάθε φροντίδα συνεπάγεται την εμπλοκή πολλών, μεταξύ των οποίων πάντοτε θα υπάρχουν ιδιοτελείς, ανεπαρκείς, απρόσεκτοι και αδιάφοροι.

Λέ­γο­ντας: «διά πυ­ρός και σι­δή­ρου» εν­νο­ού­με πά­ντο­τε βί­αια εμπό­λε­μη επι­κρά­τη­ση με  αυ­το­νό­η­το σύμ­πτω­μα ή μέ­σον την πυρ­καϊά ή την πυρ­πό­λη­ση. Το 330 π.Χ., το έως σή­με­ρα ανυ­πέρ­βλη­το αρ­χι­τε­κτο­νι­κό σύ­νο­λο της Περ­σέ­πο­λης κα­τα­στρά­φη­κε δια πυ­ρός. Η δι­καιο­λο­γία των αν­θρώ­πων του Αλέ­ξαν­δρου ήταν ότι η Αθη­ναία αυ­λη­τρί­δα τους, εκ­με­ταλ­λευό­με­νη τη μέ­θη τους και τα κάλ­λη της, τους έπει­σε να εκ­δι­κη­θούν για την προ εκα­τόν πε­νή­ντα ετών περ­σι­κή πυρ­πό­λη­ση της πα­τρί­δας της. Όμοια ήταν και η δι­καιο­λο­γία των Περ­σών: εκ­δί­κη­ση για την προ δε­κα­ο­κτώ ετών (498 π.Χ.) ιω­νι­κή πυρ­πό­λη­ση των Σάρ­δε­ων.
Το 267 μ.Χ., οι Έρου­λοι πέ­ρα­σαν και από την Αθή­να, με απο­τέ­λε­σμα στο εσω­τε­ρι­κό του Παρ­θε­νώ­να, όπου και η δε­κά­με­τρη χρυ­σε­λε­φά­ντι­νη Παρ­θέ­νος του Φει­δία, να απο­μεί­νουν, όπως και σε όλη την πό­λη, μό­νον καρ­βου­νια­σμέ­να ξύ­λα και σω­ροί σπα­σμέ­νων μαρ­μά­ρων.
(Κα­τά μια πα­ρω­χη­μέ­νη πα­ρά­δο­ση, το 642 ο Χα­λί­φης Ομάρ, έμπλε­ος μι­σαλ­λο­δο­ξί­ας με θρη­σκευ­τι­κή με­ταμ­φί­ε­ση, πυρ­πό­λη­σε τη Βιν­λιο­θή­κη της Αλε­ξάν­δρειας.)
Προς το τέ­λος της 1ης χι­λιε­τί­ας, η πι­κρή εμπει­ρία από τον τα­κτι­κό εμπρη­σμό εκ­κλη­σιών, ιδί­ως εκ μέ­ρους των Βί­κινγκς, ήταν ο κυ­ριό­τε­ρος ίσως πα­ρά­γων της αντι­κα­τά­στα­σης των ξύ­λι­νων ορο­φών των ρω­μα­νι­κών εκ­κλη­σιών με λί­θι­νους θό­λους. Επει­δή όμως άλ­λα μέ­ρη εξα­κο­λου­θού­σαν να εί­ναι ξύ­λι­να και οι τυ­χαί­ες πυρ­καϊ­ές εξ αι­τί­ας των ανα­ρίθ­μη­των καν­δη­λών συ­χνές, η ελάτ­τω­ση του  κιν­δύ­νου εκ του τε­χνη­τού φω­τι­σμού απαι­τού­σε μια άνευ προη­γου­μέ­νου αύ­ξη­ση των πα­ρα­θύ­ρων, αύ­ξη­ση που υπήρ­ξε ο κυ­ριό­τε­ρος πρα­κτι­κός λό­γος της ανά­πτυ­ξης του γοτ­θι­κού ρυθ­μού.
Το 1537, κε­ραυ­νός προ­κά­λε­σε την πυρ­καϊά που κα­τέ­στρε­ψε το μέ­γι­στο μέ­ρος του οχυ­ρού πα­λα­τιού της Χαϊ­δελ­βέρ­γης.
Το 1555, οι πά­ντο­τε δυ­σμε­νείς νό­μοι πι­θα­νο­τή­των για κτή­ρια με συ­νε­χή χρή­ση εστιών, λύ­χνων και πο­λυ­ε­λαί­ων, φρό­ντι­σαν για την χει­ρό­τε­ρη πυρ­καϊά στην ιστο­ρία του Palazzo Ducale και τη μα­ζι­κή κα­τα­στρο­φή των εκ­πλη­κτι­κών τοι­χο­γρα­φιών και καλ­λι­τε­χνι­κών συλ­λο­γών του. Έκτο­τε αυ­ξή­θη­καν τα πα­ρά­θυ­ρα, ώστε, όπως εί­χε ήδη γί­νει στις γοτ­θι­κές εκ­κλη­σί­ες, να μη απαι­τεί­ται τε­χνη­τός φω­τι­σμός.
Το 1689, στο οχυ­ρό πα­λά­τι της Χαϊ­δελ­βέρ­γης, ση­μα­ντι­κό­τε­ρο αρ­χι­τε­κτο­νι­κό έρ­γο της Ανα­γέν­νη­σης στα βό­ρεια των Άλ­πε­ων, οι Γάλ­λοι έπρα­ξαν ακρι­βώς ότι εί­χαν πρά­ξει δε­κα­τέσ­σε­ρις αιώ­νες πιο πριν οι Γερ­μα­νοί αδελ­φοί τους στον Παρ­θε­νώ­να, με τη δια­φο­ρά ότι εκτός από εμπρη­στι­κές ύλες χρη­σι­μο­ποί­η­σαν και πο­σό­τη­τες εκρη­κτι­κών, ασυ­γκρί­τως με­γα­λύ­τε­ρες εκεί­νης που προ διε­τί­ας μό­νον εί­χαν απο­θη­κεύ­σει στον αρ­χαίο ναό οι Τούρ­κοι, με τις τρα­γι­κές για το μνη­μείο συ­νέ­πειες – ακρι­βώς 150 χρό­νια με­τά την κα­τά­καυ­ση μέ­ρους του Πα­λα­τιού της Χαϊ­δελ­βέρ­γης από τον κε­ραυ­νό που ανα­φέ­ρα­με προη­γου­μέ­νως.
Το 1823, στον «Άγιο Παύ­λο εκτός των τει­χών», δύο συ­ντη­ρη­τές, στην προ­σπά­θειά τους να ζε­στα­θούν με ένα μα­γκά­λι, προ­κά­λε­σαν την απο­τέ­φρω­ση της με­γα­λύ­τε­ρης έως τό­τε σω­ζό­με­νης αρ­χαί­ας στέ­γης και την κα­τα­στρο­φή δε­κά­δων δω­δε­κά­με­τρων μαρ­μά­ρι­νων κιό­νων.
Το 1906 (18 Απρ.) ο σει­σμός του Σαν Φραν­σί­σκο, με­γέ­θους σχε­δόν 7,9 βαθ­μών της κλί­μα­κας Ρί­χτερ, προ­κά­λε­σε τε­ρά­στιας έκτα­σης πυρ­καϊ­ές, ενώ, με­τά πα­ρέ­λευ­ση διε­τί­ας, με­τε­ω­ρί­της κα­τέ­στρε­ψε σχε­δόν 80 εκα­τομ­μύ­ρια δέν­δρα στη Σι­βη­ρία.

Η απέ­ρα­ντη ιστο­ρία των πυρ­καϊ­ών, όπως ήταν ανα­με­νό­με­νο, συ­νο­δεύ­ε­ται από μια συ­νε­χή προ­σπά­θεια αντι­με­τώ­πι­σής τους με διά­φο­ρα μέ­σα πυ­ρα­σφά­λειας, πυ­ρο­προ­στα­σί­ας, τε­χνο­λο­γί­ας υλι­κών και σχε­τι­κών κα­νο­νι­σμών. Ωστό­σο, πα­ρά τα όποια θε­τι­κά απο­τε­λέ­σμα­τα σε σύγ­χρο­νες κα­τα­σκευ­ές, ο κίν­δυ­νος για τα ιστο­ρι­κά κτή­ρια πα­ρα­μέ­νει αμεί­ω­τος, ή μάλ­λον με­γα­λώ­νει. Σή­με­ρα, πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο από άλ­λες επο­χές, για την κα­τα­στρο­φή τέ­τοιων κτη­ρί­ων δεν απαι­τού­νται απα­ραι­τή­τως, πό­λε­μος, σει­σμός, τε­λεί­ως άρ­ρω­στα μυα­λά, ακραί­ες συμ­πτώ­σεις, ακραί­ες πε­ρι­πτώ­σεις απρο­σε­ξί­ας, θρη­σκευ­τι­κός φα­να­τι­σμός, κε­ραυ­νός, βρο­χή με­τε­ω­ρι­τών, ή οτι­δή­πο­τε άλ­λο συ­να­φές.

Νέ­ες κοι­νω­νι­κές συν­θή­κες και «κα­τα­κτή­σεις», άνευ προη­γου­μέ­νου ιδε­ο­λο­γι­κή ποι­κι­λό­τη­τα του τύ­που anything goes, πολ­λά «και για­τί όχι;», άνευ προη­γου­μέ­νου ευ­τρο­φι­σμός της προ­σω­πι­κής σφαί­ρας με κέ­ντρο το κι­νη­τό, ελάτ­τω­ση της πα­λαιάς φι­λο­τι­μί­ας και της πέ­ραν χρη­μά­των αυ­θόρ­μη­της προ­σή­λω­σης σε κα­θή­κο­ντα και ευ­θύ­νες, ακό­μη και ένα­ντι φί­λων, ανι­κα­νό­τη­τα ταυ­τό­χρο­νης επαρ­κούς ενα­σχό­λη­σης με τα διο­γκού­με­να κα­θη­με­ρι­νά, οι­κο­γε­νεια­κά, επαγ­γελ­μα­τι­κά, ιδιω­τι­κά, κα­τα­να­λω­τι­κά, γρα­φειο­κρα­τι­κά, δια­δι­κα­στι­κά, υπαρ­ξια­κά, κυ­κλο­φο­ρια­κά και άλ­λα, που κά­πο­τε αν και οξύ­τε­ρα, εί­χαν πο­λύ μι­κρό­τε­ρο θε­μα­τι­κό εύ­ρος, εί­ναι με­ρι­κοί από τους λό­γους συ­χνό­τε­ρης ύπαρ­ξης ατό­μων συ­ναι­σθη­μα­τι­κά ανί­κα­νων να συ­γκε­ντρώ­νουν την προ­σο­χή τους πρώ­τα στα κα­θή­κο­ντα και τους κιν­δύ­νους, κιν­δύ­νους που διαρ­κώς πλη­θύ­νο­νται από την αυ­ξα­νό­με­νη προ­σφο­ρά τε­χνι­κών και πλη­ρο­φο­ρια­κών μέ­σων.
Διό­λου τυ­χαία λοι­πόν, πε­ρισ­σό­τε­ρο από πο­τέ, τα μνη­μεία απει­λού­νται και από την ίδια τη φρο­ντί­δα μας γι’ αυ­τά, στο βαθ­μό που η κά­θε φρο­ντί­δα συ­νε­πά­γε­ται την εμπλο­κή πολ­λών, με­τα­ξύ των οποί­ων πά­ντο­τε θα υπάρ­χουν ιδιο­τε­λείς, ανε­παρ­κείς, απρό­σε­κτοι και αδιά­φο­ροι.

Notre Dame και άλλα, δια πυρός και ανεπαρκείας

Το τέ­με­νος του Βα­για­ζήτ στο Δι­δυ­μό­τοι­χο, κτι­σμέ­νο μι­σό αιώ­να πριν την Άλω­ση, εί­ναι ένα μο­να­δι­κής αξί­ας επί­τευγ­μα της οθω­μα­νι­κής αρ­χι­τε­κτο­νι­κής, με από­στα­ση το ση­μα­ντι­κό­τε­ρο στην Ελ­λά­δα. Για λό­γους που δεν εί­ναι του πα­ρό­ντος, αντί των λί­θι­νων θό­λων που προ­έ­βλε­πε το σχέ­διο, το τε­τρά­γω­νο κτή­ριο απέ­κτη­σε πε­ρί το 1420 μια πυ­ρα­μι­δοει­δή μο­λυ­βδο­σκέ­πα­στη στέ­γη, μο­να­δι­κή για τη συν­θε­τό­τη­τα και το μέ­γε­θος. Δυ­στυ­χώς όμως, η κα­τά και­ρούς κλο­πή μο­λυ­βδό­φυλ­λων συ­νε­τέ­λε­σε στην σή­ψη κά­ποιων ξύ­λων και την εμ­φά­νι­ση πα­ρα­μορ­φώ­σε­ων, για την αντι­με­τώ­πι­ση των οποί­ων εί­χε αρ­χί­σει από πα­λιά η σχε­τι­κή προ­ερ­γα­σία από το Υπουρ­γείο Πο­λι­τι­σμού. Με­λέ­τες, προ­τά­σεις, σχέ­δια, νέ­ες με­λέ­τες νέα σχέ­δια, νέ­ες ανα­βο­λές, νέ­ες συ­ζη­τή­σεις κλπ. Κά­ποια στιγ­μή, υψώ­θη­καν στο εσω­τε­ρι­κό τα ει­δι­κά ικριώ­μα­τα υπο­στύ­λω­σης. Τέ­λος προ­στέ­θη­κε ένα σι­δε­ρέ­νιο υπό­στε­γο για να προ­στα­τεύ­ει τη στέ­γη και τα υπ’ αυ­τήν κα­τά τη διάρ­κεια της εγ­χει­ρη­τι­κής επέμ­βα­σης. Και τό­τε στις 22 Μαρ­τί­ου 2017 μας έπια­σε όλους πα­γω­μά­ρα, όταν έφθα­σαν οι πρώ­τες ει­δή­σεις και ει­κό­νες μιας υπέρ­θερ­μης συμ­φο­ράς. Ου­ρα­νο­μή­κεις φλό­γες έτρω­γαν επί ώρες μια τε­ρά­στια πο­σό­τη­τα ξυ­λεί­ας εξα­κο­σί­ων ετών. Οι ερ­γα­σί­ες στο στέ­γα­στρο προ­στα­σί­ας της στέ­γης (σπιν­θή­ρες από δί­σκο κο­πής; «τσί­μπλες» ηλε­κτρο­κόλ­λη­σης; βρα­χυ­κύ­κλω­μα ερ­γο­τα­ξια­κών κα­λω­δί­ων; ) προ­κα­λού­σαν τον πλή­ρη αφα­νι­σμό της με­τά από αιώ­νες αγέ­ρω­χης ύπαρ­ξης! Το ίδιο το στέ­γα­στρο υπέ­κυ­ψε στις υψη­λές θερ­μο­κρα­σί­ες και όλο το άνω μέ­ρος του έγι­νε πα­λιο­σί­δε­ρα.

Notre Dame και άλλα, δια πυρός και ανεπαρκείας

Ενά­μι­σι χρό­νο με­τά (2 Σε­πτεμ­βρί­ου 2018) μια άλ­λη κα­τα­στρο­φή προ­κα­λού­σε επί­σης φρί­κη, απο­ρία και ορ­γή για την ανε­πάρ­κεια των υπευ­θύ­νων. Το Εθνι­κό Μου­σείο της Βρα­ζι­λί­ας, πα­λαιό ιστο­ρι­κό κτή­ριο, πε­ρί­φη­μο για τους εθνο­γρα­φι­κούς και καλ­λι­τε­χνι­κούς θη­σαυ­ρούς του, εί­χε γί­νει και αυ­τό πα­ρα­νά­λω­μα του πυ­ρός.

Φωτ. αγνώστου, περ. 1890
Φωτ. αγνώστου, περ. 1890

Με τέ­τοια απο­λύ­τως εξορ­γι­στι­κά προη­γού­με­να, όλοι νό­μι­ζαν ότι έχου­με γί­νει σο­φό­τε­ροι. Τού­το όμως δια­ψεύ­σθη­κε απο­λύ­τως την 15η Απρι­λί­ου 2019. Ό,τι τώ­ρα κα­τέ­στρε­φαν οι φλό­γες δεν ήταν ένα ακό­μη κτή­ριο μιας τρι­το­κο­σμι­κής χώ­ρας, αλ­λά το πρω­το­κύτ­τα­ρο μιας πα­γκό­σμιας πρω­τεύ­ου­σας: η Notre Dame της Πό­λης των Φώ­των, ο «Παρ­θε­νώ­νας της Γαλ­λί­ας», το μνη­μείο που χά­ρις στον Βι­κτώρ Ου­γκώ, έγι­νε το μα­νι­φέ­στο της επα­νε­κτί­μη­σης της Ευ­ρω­παϊ­κής κλη­ρο­νο­μιάς. Η κοι­τί­δα του Γαλ­λι­κού Ρο­μα­ντι­σμού. Το πα­ρα­δειγ­μα­τι­κό έρ­γο της γοτ­θι­κής αρ­χι­τε­κτο­νι­κής και πε­δί­ον άσκη­σης της θε­ω­ρη­τι­κής και πρα­κτι­κής δρά­σης του κο­ρυ­φαί­ου ερ­μη­νευ­τή της Viollet-le-Duc.

O Εζέν Βιολέ-λε-Ντυκ και ο Βικτώρ Ουγκώ (φωτ. του Φελίξ Ναντάρ)
O Εζέν Βιολέ-λε-Ντυκ και ο Βικτώρ Ουγκώ (φωτ. του Φελίξ Ναντάρ)

To 1830, γρά­φο­ντας την Πα­να­γία των Πα­ρι­σί­ων, ο Ου­γκώ, έστη­σε τη δρά­ση, όχι τυ­χαία, στα 1482. Τό­τε, τρεις δε­κα­ε­τί­ες με­τά την κο­σμοϊ­στο­ρι­κή εφεύ­ρε­ση του Γου­τεμ­βέρ­γιου κυ­κλο­φο­ρού­σαν ήδη πά­μπολ­λα τυ­πω­μέ­να βι­βλία.
Με αυ­τό το δε­δο­μέ­νο, ο Κλωντ Φρολ­λώ, έξο­χο δη­μιούρ­γη­μα του Ου­γκώ, προ­έ­βη πριν από το τέ­λος του πρώ­του κε­φα­λαί­ου του πέμ­πτου βι­βλί­ου στην πε­ρί­φη­μη αι­νιγ­μα­τι­κή δή­λω­σή του, κα­θώς έχο­ντας το χέ­ρι σε ένα βι­βλίο κοί­τα­ζε προς το πα­ρά­θυ­ρο και την βα­ριά σκιά της με­γά­λης εκ­κλη­σί­ας: «τού­το θα σκο­τώ­σει εκεί­νο!». Στη ση­μα­σία της βα­ρύ­γδου­πης δή­λω­σης, ο Ου­γκώ αφιε­ρώ­νει ολό­κλη­ρο το επό­με­νο κε­φά­λαιο: «το έντυ­πο βι­βλίο θα σκο­τώ­σει το οι­κο­δό­μη­μα, την εκ­κλη­σία», δη­λα­δή θα εκ­θρο­νί­σει το έως τό­τε κύ­ριο μέ­σον έκ­φρα­σης και επι­βο­λής της κά­θε εξου­σί­ας.
Κα­τά πρώ­τη ανά­λυ­ση σε μια μό­νο πα­ρά­γρα­φο, ο Ου­γκώ συν­δέ­ει την ρή­ση με τον φό­βο ή την έκ­πλη­ξη του εκ­κλη­σια­στι­κού κα­τε­στη­μέ­νου μπρο­στά στην δύ­να­μη της λα­μπρής επι­νό­η­σης του Γκού­τεν­μπεργκ.

Φωτ. αγνώστου, περ 1915
Φωτ. αγνώστου, περ 1915

Σε βα­θύ­τε­ρη και τε­λευ­ταία ανά­λυ­ση, ο Ου­γκώ γε­νι­κεύ­ει την ισχύ της εξή­γη­σης ως προς κά­θε κα­τε­στη­μέ­νη αντί­λη­ψη, έκ­φρα­ση, πα­ρά­δο­ση ή εξου­σία. Ό,τι ακο­λου­θεί, του­λά­χι­στον πε­ντέ­μι­σι χι­λιά­δες λέ­ξεις, εί­ναι η από­δει­ξη, μέ­σα από μια μο­να­δι­κή σε βά­θος ιστο­ρι­κή επι­σκό­πη­ση της εξέ­λι­ξης των κτι­σμά­των ως μέ­σων έκ­φρα­σης καλ­λι­τε­χνι­κών, κοι­νω­νι­κών, ιστο­ρι­κών και άλ­λων ιδε­ών. Με πει­στι­κή φυ­σι­κό­τη­τα ο συγ­γρα­φέ­ας εφαρ­μό­ζει στην αρ­χι­τε­κτο­νι­κή ανά­λυ­ση όρους της γλωσ­σο­λο­γί­ας, θε­σπί­ζο­ντας αντι­στοι­χί­ες ανά­με­σα στα μέ­ρη του λό­γου και τα μέ­ρη της αρ­χι­τε­κτο­νι­κής μορ­φής σε δια­δο­χι­κά επί­πε­δα σύν­θε­σης, από τις απλές συλ­λα­βές, σε εκεί­να των λέ­ξε­ων, και πιο πέ­ρα σε εκεί­να των φρά­σε­ων και των κει­μέ­νων. Ομοί­ως ανα­ζη­τεί το νό­η­μα και τις αξί­ες κά­θε αρ­χι­τε­κτο­νι­κού ρυθ­μού για να κα­τα­λή­ξει όχι αβά­σι­μα στην ανα­γνώ­ρι­ση αλη­θι­νά γό­νι­μων επο­χών και φαι­νο­με­νι­κά ση­μα­ντι­κών, αλ­λά στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα στεί­ρων επο­χών. Στη δεύ­τε­ρη κα­τη­γο­ρία τάσ­σει χω­ρίς εν­δοια­σμούς την αρ­χι­τε­κτο­νι­κή της Ανα­γέν­νη­σης και του Kλα­σι­κι­σμού. Στην πρώ­τη, εκτός από την αρ­χαία αρ­χι­τε­κτο­νι­κή, προ­σγρά­φει την γοτ­θι­κή αρ­χι­τε­κτο­νι­κή, στην οποία ανα­γνω­ρί­ζει νε­α­νι­κό πνεύ­μα ελευ­θε­ρί­ας και ανα­νέ­ω­σης, τε­λεί­ως αντί­θε­το προς το συ­ντη­ρη­τι­σμό της Ρω­μα­νι­κής αρ­χι­τε­κτο­νι­κής. Μέ­σω αυ­τών των ανα­λύ­σε­ων η Notre Dame ανα­δει­κνύ­ε­ται ως ένα μο­να­δι­κής αρ­χι­τε­κτο­νι­κής αξί­ας αρ­χι­τε­κτό­νη­μα: «…κά­θε όψη, κά­θε πέ­τρα του σε­βά­σμιου μνη­μεί­ου εί­ναι μια σε­λί­δα, όχι μό­νο της ιστο­ρί­ας της χώ­ρας, αλ­λά και της ιστο­ρί­ας της επι­στή­μης και της τέ­χνης». Κα­τά τον Ου­γκώ, τα κα­λύ­τε­ρα έρ­γα της αρ­χι­τε­κτο­νι­κής, όπως η Notre Dame δεν υπο­γρά­φο­νται από έναν μό­νο, αλ­λά από πολ­λούς δη­μιουρ­γούς, πο­λύ δια­φο­ρε­τι­κούς από τους τω­ρι­νούς, που εκτός από πτυ­χία και ατο­μι­σμό δεν έχουν κά­τι ση­μα­ντι­κό να επι­δεί­ξουν. Αυ­τοί, με πρώ­τους τους ακα­δη­μαϊ­κούς, ευ­θύ­νο­νται για όλες τις αλ­λοιώ­σεις και πα­ρα­χα­ρά­ξεις της αυ­θε­ντι­κό­τη­τας έρ­γων όπως η Notre Dame: «Ο χρό­νος εί­ναι τυ­φλός, ο άν­θρω­πος εί­ναι άμυα­λος».

Βλ. και https://​www.​har​tism​ag.​gr/​hartis-​5/​stigmata