Ηρώδειον

Απόσπασμα φωτογραφίας του Δ. Κωνσταντίνου, 1858, ή 1859. Η αποχωμάτωση του εσωτερικού του Ηρωδείου μόλις έχει ολοκληρωθεί (1858) και στο προαύλιο, αποχωματωμένο ήδη από την προηγούμενη δεκαετία βρίσκονται αταξινόμητοι διάφοροι λίθοι προερχόμενοι κυρίως από το αρχαίο κτήριο και κάποιες μεταγενέστερες προσθήκες. Στα αριστερά υψώνονται ακόμη τα μεσαιωνικά τείχη -θα κατεδαφισθούν το 1888-, στα Προπύλαια δεσπόζει ο φράγκικος πύργος -θα κατεδαφισθεί το 1875- πιο χαμηλά εκτείνεται το νότιο μεσαιωνικό προτείχισμα με τετράγωνη πύλη και πυκνή σειρά επάλξεων -μέρος του διατηρείται έως τώρα-, ενώ πιο δεξιά επιβάλλεται με τον όγκο του ένας από τους σωρούς των χωμάτων των αρχαιολογικών ανασκαφών. Πίσω από το Ηρώδειο, η παλαιότερη αρχαιολογική περίφραξη απαρτίζεται από περίπου οριζόντια ξύλα στερεωμένα σε εν σειρά κτιστούς πεσσούς.
Απόσπασμα φωτογραφίας του Δ. Κωνσταντίνου, 1858, ή 1859. Η αποχωμάτωση του εσωτερικού του Ηρωδείου μόλις έχει ολοκληρωθεί (1858) και στο προαύλιο, αποχωματωμένο ήδη από την προηγούμενη δεκαετία βρίσκονται αταξινόμητοι διάφοροι λίθοι προερχόμενοι κυρίως από το αρχαίο κτήριο και κάποιες μεταγενέστερες προσθήκες. Στα αριστερά υψώνονται ακόμη τα μεσαιωνικά τείχη -θα κατεδαφισθούν το 1888-, στα Προπύλαια δεσπόζει ο φράγκικος πύργος -θα κατεδαφισθεί το 1875- πιο χαμηλά εκτείνεται το νότιο μεσαιωνικό προτείχισμα με τετράγωνη πύλη και πυκνή σειρά επάλξεων -μέρος του διατηρείται έως τώρα-, ενώ πιο δεξιά επιβάλλεται με τον όγκο του ένας από τους σωρούς των χωμάτων των αρχαιολογικών ανασκαφών. Πίσω από το Ηρώδειο, η παλαιότερη αρχαιολογική περίφραξη απαρτίζεται από περίπου οριζόντια ξύλα στερεωμένα σε εν σειρά κτιστούς πεσσούς.


Χάρις στην ίδρυση και τη δράση του Φεστιβάλ Αθηνών το 1955, μυριάδες Έλληνες και ξένοι έγιναν κοινωνοί της αρχαίας κλασικής θεατρικής κληρονομιάς και κατ’ επέκτασιν μιας πολύ ευρύτερης καλλιτεχνικής παραγωγής, λόγου, μουσικής και εικαστικών τεχνών. Με το πέρασμα του χρόνου η απήχηση του φεστιβάλ μεγάλωνε, ιδίως με την επέκταση της δράσης του στην Επίδαυρο και τώρα πλέον μετά από σχεδόν επτά δεκαετίες όλα αυτά συνθέτουν μια μεγάλη ιστορική πορεία, της οποίας τα πρώτα βήματα εξακολουθούν και μας συγκινούν. Διόλου τυχαία ικανό μέρος του κοινού του Φεστιβάλ και της κοινωνίας μας γενικότερα γοητεύεται από τις πρώτες δόξες του φεστιβάλ, όπως η συναυλία της Φιλαρμονικής της Νέας Υόρκης (1955), υπό τον Δημήτρη Μητρόπουλο (η οποία τελευταία στιγμή μεταφέρθηκε λόγω νεροποντής στον «Ορφέα»), ή η Giselle με Φοντέιν και Νουρέγιεφ (1963).
Μέσω της ήδη μακράς πολιτιστικής δραστηριότητας του Φεστιβάλ, χιλιάδες φιλομαθείς και άνθρωποι της Τέχνης, ως κοινό των παραστάσεων, ή κατά μείζονα λόγο, ως συντελεστές αυτών (σκηνοθέτες, σκηνογράφοι, μουσικοί, ηθοποιοί και κάθε άλλο συναφές προσωπικό), εξοικειώθηκαν όχι μόνον με τις παραστάσεις (περιεχόμενο, δημιουργοί και λοιποί συνεργάτες), αλλά και με τους υπέροχους χώρους στους οποίους αυτές φιλοξενούνται: το Ηρώδειο, αρχική κοιτίδα του θεσμού και λίγο αργότερα το θέατρο της Επιδαύρου. Με σπάνια μεγάλη χωρητικότητα και καλή ακουστική, τα δύο αρχαία θέατρα έχουν πολλά κοινά, αλλά και πολλές αρχιτεκτονικής φύσεως διαφορές, οι οποίες αν και τόσο έκδηλες και ουσιώδεις, δεν φαίνεται να αποτελούν για τους περισσότερους θέμα ιδιαίτερου ενδιαφέροντος. Άλλωστε οι προσερχόμενοι ενώ απολαμβάνουν την αίγλη των δύο ιστορικών τόπων, συγκεντρώνουν πολύ περισσότερο την προσοχή τους στο γοητευτικό πλήθος που οι ίδιοι σχηματίζουν. Άνθρωποι κάθε ηλικίας, καλά προετοιμασμένοι, περιποιημένοι, με ανανεωμένη διάθεση, ευνοούμενη από την βραδινή ευκρασία, εκδηλώνονται θετικά με λέξεις, εκφράσεις και βλέμματα, χαιρετιστήρια, ντροπαλά, κολακευτικά, επιδεικτικά, ή θηρευτικά, πριν από την παράσταση.
Κάποιοι που μερικά βλέμματά τους πέφτουν μαλακά στους θεατρικά, ενίοτε εξπρεσιονιστικά ηλεκτροφωτισμένους τοίχους του Ηρωδείου, αισθάνονται μια διάχυτη αισθητική απόλαυση συνοδευόμενη από συνειρμούς και αναπολήσεις, τεχνικά ή αρχαιολογικά ερωτήματα, εμπνευσμένες σκέψεις και ενίοτε πρόχειρες απόψεις για την κατάσταση του μνημείου, την διαχείριση του και τα όχι αμελητέα ζητήματα της λειτουργίας του. Όλα αυτά είναι λίαν ενδιαφέροντα και παρά τη συντομία του παρόντος θα ήθελε κανείς να τα εξετάσει όσο τους αξίζει. αλλά από που να αρχίσει κανείς; Μάλλον από τη σημασία των ονομάτων και την εξέλιξη των μορφών.

1. Αν ήθελε κανείς να κατανοήσει κάθε βήμα της εξέλιξης των αρχαίων θεάτρων ως κτισμάτων θα έπρεπε να γνωρίσει το αρχαιότερο, σπουδαιότερο και μεγαλύτερο: το Διονυσιακό θέατρο. Σε αυτό όμως, η αποσπασματική ταυτόχρονη διατήρηση επάλληλων φάσεων μιας μακράς εξέλιξης και σχεδόν χιλιετούς χρήσης, απαιτεί εκ μέρους του παρατηρητή μεγάλη διανοητική προσπάθεια και καλή βιβλιοαναγνωστική προετοιμασία πριν από την επίσκεψη. Αντιθέτως, το θέατρο στο Ασκληπιείο της Επιδαύρου, έργο του Πολυκλείτου του νεότερου, προσφέρει πολύ εύκολα στον επισκέπτη την καθαρότερη εικόνα της ώριμης κλασικής μορφής αυτού του κτηριακού είδους. Κατά σειρά σημασίας (αλλά και εξέλιξης) πρώτη είναι η ορχήστρα ως τόπος της δράσης και έπεται ο χώρος των θεατών - αρχικά μόνος κάτοχος του ονόματος θέατρον. Το τρίτο μέρος, στην άλλη πλευρά της ορχήστρας είναι το λιγότερο σημαντικό και σε κάποια θέατρα δεν ήταν απαραίτητο. Σε μια πρώιμη φάση του Διονυσιακού θεάτρου αυτό το μέρος κατασκευάσθηκε αρχικά με ένα αθηναϊκό πολεμικό λάφυρο: ύφασμα από την τεράστια στρατιωτική σκηνή του Ξέρξη και ως εκ τούτου το τρίτο αυτό μέρος ονομάσθηκε επίσης σκηνή. Εξακολούθησε δε να λέγεται έτσι, ακόμη και όταν έγινε μαρμάρινο, ενώ πολύ σύντομα το όνομα σκηνή απέκτησε την σημερινή γενική σημασία του και χρήση.

2. Τον περασμένο αιώνα, υπό την επίδραση ανθρωπολογικών προσεγγίσεων είχε επικρατήσει η θεωρία μιας καταγωγής της ορχήστρας από τα αλώνια (κατά κανόνα κυκλικά), στα οποία θα μπορούσε κανείς να φαντασθεί πανάρχαια, τρόπον τινά θρησκευτικά δρώμενα εξευμενισμού των δυνάμεων της βλάστησης ή οργιαστικούς εορτασμούς της καλής σοδειάς κ.τ.λ. Σήμερα, χάρις στην καλύτερη, χωρίς ιδεοληψίες, μελέτη των μνημείων, αλλά και χωρίς απαραιτήτως να αμφισβητούνται οι υποθετικές πανάρχαιες εντός των αλωνιών τελετές, είναι βέβαιον ότι αρχικά η ορχήστρα ήταν απλώς τετράπλευρη και ότι το κυκλικό σχήμα της είναι δημιούργημα της ώριμης κλασικής εποχής, ανταποκρινόμενο σε ακαδημαϊκές ιδέες του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού που άρχισαν να επικρατούν κατά τον 4ο π.Χ. αιώνα. Διόλου τυχαία, ακριβώς τότε τα θέατρα από τετράπλευρα έγιναν πεταλοειδή και τα έως τότε επίσης τετράπλευρα στάδια (όπως εκείνο της Ολυμπίας) απέκτησαν την γνώριμη ημικυκλική Σφενδόνη τους.

3. Με την εξέλιξη της θεατρικής παραγωγής (Νέα Κωμωδία κ.ά.) ο χορός ατόνησε και μαζί του η ορχήστρα, ενώ η περαιτέρω ανάδειξη πρωταγωνιστών οδήγησε στη δημιουργία υψηλού λογείου μπροστά από την σκηνή και σε κάποια μείωση της διαμέτρου της ορχήστρας. Τότε επίσης, σε κάποια μεγάλα και πολυτελή θέατρα, η σκηνή, μαζί με το λογείον αντί να είναι ένα ακίνητο κτίσμα, παρά το μεγάλο μέγεθός της, έγινε ξύλινη κινητή επί συστημάτων τροχών και τροχιών, ώστε συρόμενη αριστερά ή δεξιά να αφήνει τον χώρο της τελείως ελεύθερο. Η φάση αυτή δεν μακροημέρευσε, επειδή κατά την ελληνιστική εποχή το λογείο έδωσε τη θέση του σε ένα προσκήνιο, το οποίο είχε μόνο ενάμισι μέτρο ύψος, αλλά ήταν πολύ εκτενέστερο, επειδή όλη η θεατρική δράση μεταφέρθηκε σ’ αυτό. Ως εκ τούτου από την ορχήστρα απέμεινε μόνο ένα ημικύκλιο χρήσιμο ως αρχιτεκτονική μορφή, ως επιφάνεια κυκλοφορίας, ενίοτε ως χώρος των μουσικών (δηλαδή της ορχήστρας με τη σημερινή της έννοια) και κυρίως ως χώρος θεατρικής δράσης κατά τις όχι σπάνιες επαναλήψεις κάποιων έργων των μεγάλων τραγικών ποιητών.

4. Με αυτή τη μορφή του πέρασε το θέατρο στη ρωμαϊκή εποχή. Για να υποστεί μια ακόμη ουσιώδη μεταμόρφωση: ορχήστρα, θέατρο και σκηνή, που έως τότε αποτελούσαν τρία διακριτά, πανταχόθεν ελεύθερα χαμηλά μέρη, ενώθηκαν ως τμήματα ενιαίου κτηρίου με υψηλό εξωτερικό τοίχο σε όλες τις πλευρές και κατάλληλη αρχιτεκτονική διάπλαση με παραστάδες, κίονες, θριγκούς ή και τόξα σε διάφορες, ενίοτε επάλληλες αρχιτεκτονικές συνθέσεις, με τις οποίες η σκηνή απέκτησε προς το μέρος του προσκηνίου και του κοίλου τη γνώριμη ως scenae frons πανύψηλη και καλλιτεχνικώς κάπως φλύαρη αρχιτεκτονική μορφή της. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η αρχιτεκτονική διάπλαση που παλαιότερα συνιστούσε εξωστρεφές ένδυμα κάποιων κτηριακών όγκων, επαναλήφθηκε ή μεταφέρθηκε στους εσωτερικούς χώρους ως εσωστρεφές ένδυμα των πέριξ τοίχων. Άλλο ένα βήμα λοιπόν, σχεδόν το τελικό, μιας πορείας που αιώνες πριν είχε εγκαινιασθεί στο εσωτερικό κάποιων ελληνικών κλασικών ναών.

5. Εν αντιθέσει προς τη νυν βραδινή χρήση τους, τα αρχαία θέατρα λειτουργούσαν μόνον την ημέρα και επομένως καύσωνες και διαπεραστικές ηλιακτίνες αποτελούσαν δοκιμασία ακόμη και για τους σκληραγωγημένους αρχαίους όχι μικρότερη από εκείνη μιας νεροποντής. Η χρήση φορητών σκιαδίων ήταν ως εκ τούτου συχνή, αλλά και σκιάστρων με καραβόπανο και στύλους, των οποίων ικανά ίχνη διατηρούνται ακόμη στα δάπεδα του Διονυσιακού θεάτρου. Το πρόβλημα αυτό αντιμετωπίσθηκε οριστικά από τους Ρωμαίους σε διάφορα θέατρα, μη εξαιρουμένου το Κολοσσαίου, με το σύστημα του πέτασσου (velarium), ο οποίος, απαρτιζόμενος από ενωμένα ιστία πλοίων, κάλυπτε αποτελεσματικά τον χώρο. Τούτο ήταν δυνατόν χάρις σε σύστημα ισχυρών ιστών, επιτόνων, μηχανών, τροχαλιών και χιλιομέτρων κατάλληλων σχοινιών, στερεωμένο στον πανύψηλο εξωτερικό τοίχο - ο οποίος εκτός των άλλων συμμετείχε επίσης στη σκίαση του κοίλου.

6. Εδώ όμως αρμόζει να μνημονευθεί το Ωδείον του Περικλέους ως πολλαπλώς σημαντικό για το υπό εξέταση θέμα. Εφαπτόμενο στην ανατολική πλευρά του Διονυσιακού θεάτρου ήταν ορθογώνιο τεσσάρων χιλιάδων τετραγωνικών μέτρων με τεράστια στέγη, φερόμενη από ένα δάσος ισχυρών πεσσών ή κιόνων. Εξ ίσου τεράστιο μετά την επί Περικλέους διεύρυνσή του, ήταν και το Τελεστήριο της Ελευσίνας, με θεατροειδή ορθογώνια εσωτερική διαρρύθμιση κατάλληλη για παρακολούθηση τελετών με πλούσιο μουσικό περιεχόμενο. Η γειτνίαση ωδείου και θεάτρου ήταν πολλαπλώς χρήσιμη, κυρίως λόγω της προφανούς λειτουργικής συνάφειάς των ως κτισμάτων. Διόλου τυχαία, αυτή η γειτνίαση λειτούργησε έκτοτε ως πρότυπο για κάθε άλλη πόλη: στην Κόρινθο, την Πομπηία, τη Ρωμαϊκή Lyon, την Καρχηδόνα και σε πάμπολλες άλλες πόλεις ή γειτνίαση θεάτρου και ωδείου παρήγε ολική αξία μεγαλύτερη από το άθροισμα της αξίας που θα είχαν τα δύο μέρη εάν ήταν χωριστά. Αυτή η πολεοδομικής τάξεως αρχή αστικού-πολεοδομικού σχεδιασμού, εφαρμόζεται και σήμερα στις καλύτερα οργανωμένες πόλεις ώστε συναφείς λειτουργίες σκοπίμως να γειτνιάζουν. Στην αρχαία Αθήνα όπου όλα αυτά δοκιμάσθηκαν για πρώτη φορά τόσο συστηματικά, δημόσιοι χώροι και αντίστοιχα κτήρια σχημάτισαν αναγνωρίσιμες ενότητες ως εξής: θρησκευτικό κέντρο στην Ακρόπολη, πολιτικό κέντρο στην Αγορά των κλασικών χρόνων, εμπορικό κέντρο στην παλαιότερη αγορά (που λέγεται σήμερα Ρωμαϊκή λόγω της επί Αυγούστου κτηριακής ανανέωσής της) και τέλος πνευματικό κέντρο, στη νότια κλιτύ, όπου τα παλαιότερα και μεγαλύτερα έργα του είδους, Θέατρον και Ωδείον.

7. Με δεδομένη την γειτνίαση θεάτρου και ωδείου στην νότια κλιτύ, ό,τι ακολούθησε ήταν συνεπές προς την ήδη διαμορφωθείσα λειτουργικότητα της περιοχής ως πνευματικού κέντρου. Το 319 π.Χ. κτίσθηκε στα δυτικά του θεάτρου το μνημείο του Νικίου, και σαράντα χρόνια αργότερα η τεράστια, μήκους 165μ, διώροφη στοά του Ευμένους, προς εξυπηρέτηση του πολυπληθούς κοινού του θεάτρου. Έναν αιώνα αργότερα (86 π.Χ.) κατά την διάρκεια της εισβολής του Σύλλα το Ωδείο του Περικλέους πυρπολήθηκε. Το κτίσμα επισκευάσθηκε έως το 52π.Χ. με δωρεά του Αριοβαρζάνη, Β΄ βασιλέως της Καππαδοκίας, χωρίς ωστόσο να ανταποκρίνεται στις νέες απαιτήσεις. Πολύ σημαντικότερο γεγονός ήταν, επομένως, η ανέγερση ενός υπερσύγχρονου Ωδείου το 27 π.Χ. στην Αγορά, με δωρεά του Αγρίππα. Δυστυχώς το σπουδαίο αυτό ωδείο καταστράφηκε το 267 μ.Χ. επίσης δια πυρός και σιδήρου. Παρά ταύτα τα λιγοστά σπαράγματα των μαρμάρινων αρχιτεκτονικών μορφών του και των γλυπτών του μαρτυρούν ακόμη την υψηλή αρχιτεκτονική και καλλιτεχνική του ποιότητα.

8. Δύο αιώνες μετά την επισκευή του, το Ωδείον του Περικλέους ήταν παρά το μέγεθός του τελείως ξεπερασμένο, ενώ το Ωδείον του Αγρίππα δεν ήταν αρκετά μεγάλο και τα σπάνιου μήκους (~26μ) ζευκτά της στέγης του ίσως παρουσίαζαν κάποια στατικά προβλήματα. Τότε ακριβώς, ο Ηρώδης Αττικός, καθηγητής φιλοσοφίας και δισεκατομμυριούχος ευεργέτης πολλών Ελληνικών πόλεων, έκτισε το ομώνυμο ωδείο σε στενή επαφή προς το δυτικό πέρας της στοάς του Ευμένους, στη θέση τεσσάρων οικοδομικών τετραγώνων, μετά από τις αναγκαίες ενέργειες και δαπάνες για την απόκτηση της γης. Οι διαστάσεις του κτηρίου υπερβαίνουν κατά πολύ εκείνες των άλλων ωδείων: πλάτος μαζί με τις αίθουσες εισόδου πλέον των ενενήντα μέτρων, εξωτερική διάμετρος του ημικυκλικού μέρους 82μ, εσωτερικό ύψος σχεδόν 30μ, ύψος στέγης σχεδόν 15μ (το υψηλότερο κτήριο στην Ελλάδα έως τη στιγμή που κτίσθηκε το Hilton), πάχος πρόσθιου τοίχου 2,65μ, πάχος καμπύλου τοίχου περίπου 2,5μ, διαστάσεις προσκηνίου 35 επί 8 μέτρα. Ως εκ τούτου λόγω της απουσίας ενδιάμεσων στηριγμάτων τα μεγαλύτερα ζευκτά της στέγης πρέπει να είχαν στατικό άνοιγμα πλέον των πενήντα μέτρων! Ακόμη μεγαλύτερες υποτίθενται οι διαστάσεις του Ωδείου του Δομιτιανού στη Ρώμη, όπως αυτό ανακατασκευάσθηκε επί Τραϊανού, αλλά κατά πάσαν πιθανότητα μόνον με περιμετρική στέγη (τα εγκλωβισμένα στο Palazzo Massimo alle Colonne κατάλοιπα δεν αρκούν για μια ικανοποιητική τεκμηρίωση). Αλλά και το συχνά αναφερόμενο για το μέγεθός του ωδείο της Καρχηδόνας, του οποίου ελάχιστα μόνον κατώτερα μέρη σώζονται, ήταν στην πραγματικότητα το θέατρο αυτής της πόλεως, ενώ ωδείο ήταν το όπισθεν αυτού παρόμοιο, αλλά όχι τόσο τεράστιο κτίσμα, το οποίο εν τέλει υπολείπεται σε διαστάσεις του Ηρωδείου κατά ολίγα μέτρα. Επομένως το Ηρώδειο δικαιούται τον τίτλο του κτηρίου με στέγη εκ φυσικής ξυλείας χωρίς ενδιάμεσα στηρίγματα της οποίας το στατικό άνοιγμα αποτελεί έως σήμερα παγκόσμιο ρεκόρ.



Στο βιβλίο του γράφοντος «Η στέγη του Ηρωδείου και άλλες γιγάντιες γεφυρώσεις» (Εκδόσεις Μέλισσα, 2014), το πρώτο κεφάλαιο, δεν είναι επιστημονικό. Κατ’ εξαίρεση, είναι μια ελεύθερη εξιστόρηση στην οποία προβάλλονται κατά το δυνατόν ρεαλιστικά οι γνωστοί και οι θεωρητικώς αναγκαίοι συντελεστές του έργου. Ένας από αυτούς, ο ιδιοφυής Όλβος, λογιστής του Ηρώδου Αττικού, κρατάει για προσωπική χρήση αναλυτικό ημερολόγιο και κάποια στιγμή διαβάζει μερικές σελίδες του, έχοντας ως μόνο ακροατή τον φίλο του Επίμαχο, πολύτιμο βοηθό του αρχιτέκτονα του κτηρίου. Η ανάγνωση αναδεικνύει τις ιδιαίτερες δυσκολίες του τεράστιου τεχνικού επιτεύγματος και την ψυχική αντοχή του αρχιτέκτονα, ο οποίος προς μεγάλη έκπληξη των πάντων, άφησε το έργο στα μισά της διαδρομής, αφού προηγουμένως αντιμετώπισε επιτυχώς το δυσκολότερο μέρος του, εξασφαλίζοντας και τις συνθήκες της απρόσκοπτης συνέχισής του. Μια φράση του Όλβου αξίζει να παρατεθεί εδώ, επειδή άλλωστε αποτελεί και την λεζάντα της Εικ. Α3 του βιβλίου: «… κατόπιν, ενώ το πλήθος αθρόως ανήρχετο δια των κλιμάκων, εκείνος κινούμενος αντιθέτως και αντιπαρερχόμενος αυτό, υπό τα βλέμματα του θαυμασμού όλων, χάθηκε στα υπόφωτα βάθη του ικριώματος και έκτοτε δεν τον επανείδαμε…». Εδώ αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι οι δύο άντρες, Όλβος και Επίμαχος, είναι οι μόνοι που βασίμως υποψιάζονται, ή ίσως σχεδόν γνωρίζουν ποιος είναι ο πραγματικός λόγος της χωρίς προειδοποίηση βιαστικής αναχώρησης (ή οριστικής αποχώρησης; ) του αρχιτέκτονα και ποιος ο πραγματικός τελικός σταθμός του μακρινού ταξιδιού του.
Στο βιβλίο του γράφοντος «Η στέγη του Ηρωδείου και άλλες γιγάντιες γεφυρώσεις» (Εκδόσεις Μέλισσα, 2014), το πρώτο κεφάλαιο, δεν είναι επιστημονικό. Κατ’ εξαίρεση, είναι μια ελεύθερη εξιστόρηση στην οποία προβάλλονται κατά το δυνατόν ρεαλιστικά οι γνωστοί και οι θεωρητικώς αναγκαίοι συντελεστές του έργου. Ένας από αυτούς, ο ιδιοφυής Όλβος, λογιστής του Ηρώδου Αττικού, κρατάει για προσωπική χρήση αναλυτικό ημερολόγιο και κάποια στιγμή διαβάζει μερικές σελίδες του, έχοντας ως μόνο ακροατή τον φίλο του Επίμαχο, πολύτιμο βοηθό του αρχιτέκτονα του κτηρίου. Η ανάγνωση αναδεικνύει τις ιδιαίτερες δυσκολίες του τεράστιου τεχνικού επιτεύγματος και την ψυχική αντοχή του αρχιτέκτονα, ο οποίος προς μεγάλη έκπληξη των πάντων, άφησε το έργο στα μισά της διαδρομής, αφού προηγουμένως αντιμετώπισε επιτυχώς το δυσκολότερο μέρος του, εξασφαλίζοντας και τις συνθήκες της απρόσκοπτης συνέχισής του. Μια φράση του Όλβου αξίζει να παρατεθεί εδώ, επειδή άλλωστε αποτελεί και την λεζάντα της Εικ. Α3 του βιβλίου: «… κατόπιν, ενώ το πλήθος αθρόως ανήρχετο δια των κλιμάκων, εκείνος κινούμενος αντιθέτως και αντιπαρερχόμενος αυτό, υπό τα βλέμματα του θαυμασμού όλων, χάθηκε στα υπόφωτα βάθη του ικριώματος και έκτοτε δεν τον επανείδαμε…». Εδώ αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι οι δύο άντρες, Όλβος και Επίμαχος, είναι οι μόνοι που βασίμως υποψιάζονται, ή ίσως σχεδόν γνωρίζουν ποιος είναι ο πραγματικός λόγος της χωρίς προειδοποίηση βιαστικής αναχώρησης (ή οριστικής αποχώρησης; ) του αρχιτέκτονα και ποιος ο πραγματικός τελικός σταθμός του μακρινού ταξιδιού του.


9. Οι σημερινοί επισκέπτες του Ηρωδείου συνήθως αγνοούν τα περί στέγης και αν τυχαίνει κάτι να έχουν διαβάσει απλώς τα καταχωρούν κάπου στα «υπ’ όψιν». Εάν αντιθέτως είναι εξ επαγγέλματος ειδήμονες των κατασκευών είναι τελείως απίθανο να δεχθούν αβασάνιστα τις αρχαίες μαρτυρίες περί στέγης. Άλλωστε είναι πάντοτε πιθανή κάποια πλάνη στις ειδήσεις, ενώ πολύ λιγότερο πιθανή φαίνεται, ιδίως στους ειδικούς, η δυνατότητα κάλυψης ενός τόσο τεράστιου ανοίγματος με φυσική ξυλεία χωρίς μεθόδους και υλικά της σημερινής τεχνολογίας. Παρά ταύτα στη σχετική αρχαιολογική και τεχνική βιβλιογραφία η αποδοχή της στέγασης, έστω και χωρίς τεχνικά επιχειρήματα ήταν πάντοτε λόγω του κύρους των αρχαίων πηγών σχεδόν γενική, ενώ οι αμφισβητούντες ήταν ολιγότεροι, στηριζόμενοι απλώς στην πεποίθηση ότι το τεράστιο μέγεθος του χώρου διαψεύδει τα περί στέγης. Αξίζει επομένως να αναφερθούν κατ’ αρχάς τα εξής: α) στην πρόσοψη υπάρχουν παράθυρα (αρχικός αριθμός 34) σε τρεις επάλληλες σειρές, αρκετά μεγάλα ώστε να χωράει σε αυτά διώροφο λεωφορείο (!), β) στον καμπύλο τοίχο υπήρχαν 16 παράθυρα του μεγαλύτερου μεγέθους (σώζονται τα ίχνη τους κοντά στις γωνίες) και άλλα μικρότερα, γ) ο τοίχος είναι τρεις φορές παχύτερος των τοίχων των ασκεπών θεάτρων.



Απαραίτητο μέσον για την κατασκευή της γιγάντιας στέγης του Ηρωδείου ήταν ένα βαρύ ικρίωμα εκτάσεως δυόμισι χιλιάδων τετραγωνικών μέτρων και μέγιστο ύψος τριάντα μέτρων -ισοδυναμούσε με ένα μικρό δάσος-. Η τοποθέτηση των μαρμάρινων εδωλίων του κοίλου, με θέσεις για έξι χιλιάδες θεατές (έφθαναν έως τον πίσω τοίχο), έγινε μόνον μετά από την περάτωση της κατασκευής της στέγης, την επακόλουθη διάλυση του ικριώματος και την εκτεταμένη εργασία εκβραχισμού, έως το προβλεπόμενο για το σχήμα του κοίλου βάθος.
Απαραίτητο μέσον για την κατασκευή της γιγάντιας στέγης του Ηρωδείου ήταν ένα βαρύ ικρίωμα εκτάσεως δυόμισι χιλιάδων τετραγωνικών μέτρων και μέγιστο ύψος τριάντα μέτρων -ισοδυναμούσε με ένα μικρό δάσος-. Η τοποθέτηση των μαρμάρινων εδωλίων του κοίλου, με θέσεις για έξι χιλιάδες θεατές (έφθαναν έως τον πίσω τοίχο), έγινε μόνον μετά από την περάτωση της κατασκευής της στέγης, την επακόλουθη διάλυση του ικριώματος και την εκτεταμένη εργασία εκβραχισμού, έως το προβλεπόμενο για το σχήμα του κοίλου βάθος.


10. Τα ως άνω αποδεικνύουν ότι οι τοίχοι έγιναν για να σηκώσουν το βάρος μιας τεράστιας στέγης και τα παράθυρα για να φωτίζεται ένας τεράστιος κλειστός χώρος. Υπάρχουν όμως περαιτέρω στοιχεία που φανερώνουν και τη διάταξη των κύριων ζευκτών: δ) στην πρόσοψη εξέχουν πέντε ισχυρές αντηρίδες εκ των οποίων η μεσαία είναι διμερής, ε) ο οπίσθιος (ημικυκλικός τοίχος) απαρτίζεται από δύο παράλληλες και πολλές μεταξύ αυτών εγκάρσιες λιθοδομές που χωρίζουν το εσωτερικό του σε κατακόρυφα διαμερίσματα εκ των οποίων μερικά είναι λίαν ενισχυμένα με χυτό λιθόδεμα. Οι εν λόγω ενισχύσεις του οπίσθιου τοίχου αντιστοιχούν ακριβώς στις ενισχύσεις του πρόσθιου τοίχου. Επομένως τέσσερα μεσαία ζευκτά, μήκους 53μ και άλλα δύο, αμέσως εκατέρωθεν μήκους 45μ, πρέπει να έβαιναν επί των ενισχυμένων σημείων. Τα αμέσως επόμενα αυτών ήταν πολύ μικρότερα και δεν απαιτούσαν ενισχυμένες στηρίξεις.

Αλλά ενώ αυτά τα δεδομένα αποδεικνύουν ότι το Ηρώδειο σχεδιάσθηκε ως κτήριο με στέγη, δεν αποδεικνύουν ότι αυτή η στέγη όντως κατασκευάστηκε. Υπάρχουν άλλωστε κάποιες σπάνιες περιπτώσεις κατά τις οποίες τα σχέδια υπερβαίνουν τις φυσικές δυνατότητες των υλικών ή της τεχνολογίας μιας εποχής. Απομένει λοιπόν να αναφερθούν δύο ακόμη στοιχεία: ζ) κατά τη διάρκεια της μεγάλης αποχωμάτωσης του εσωτερικού (1858) βρέθηκε ενιαίο παχύτατο στρώμα στάχτης και σπασμένων κεράμων μέσα στο οποίο διατηρούνταν ογκώδη κατάλοιπα απανθρακωμένων ξύλων, πάμπολλα μεγάλα σιδερόκαρφα και παραμορφωμένα σιδηρά ελάσματα. Μια πολυσέλιδη έκθεση δημοσιεύθηκε ακριβώς τότε από τον Κ. Πιττάκη στην Αρχαιολογική Εφημερίδα. η) Τα μαρμάρινα καθίσματα, όσα ανήκουν στην αρχαία κατασκευή παρουσιάζουν βαθύτατη αποφλοίωση λόγω θερμικής θραύσεως και ομοίως οι επιφάνειες των τοίχων, όσες βλέπουν προς το εσωτερικό, εν αντιθέσει προς τις επιφάνειες που βλέπουν έξω οι οποίες δεν παρουσιάζουν θερμικές θραύσεις και επί το πλείστον είναι σχεδόν καινούργιες όπου τυχαίνει να μη έχουν πληγεί από άλλα αίτια.

11. Τώρα πλέον, με επιβεβαιωμένες τις αρχαίες περί στέγης μαρτυρίες μπορεί κανείς να απορεί μόνον για τις αρχές σχεδιασμού αυτής της στέγης. Αλλά και επ’ αυτού υπάρχουν βάσιμες σκέψεις: τριγωνικά ζευκτά ανοίγματος πενήντα μέτρων και πλέον έστω και εάν είναι πραγματοποιήσιμα, δεν θα αποτελούσαν ασφαλή τρόπο επειδή δεν θα διέθεταν ικανό συντελεστή ασφαλείας (αυτή άλλωστε η σκέψη οδήγησε πάντοτε τους αμφισβητίες). Όμως εκείνη την εποχή οι μηχανικοί είχαν ήδη επινοήσει τα τοξωτά ζευκτά: εξήντα χρόνια πριν από το Ηρώδειο ο Απολλόδωρος είχε κατασκευάσει στον Δούναβη γέφυρα χιλίων εκατό μέτρων με ξύλινα τόξα στημένα επάνω σε είκοσι λίθινους πεσσούς. Ο αρχιτέκτων του Ηρωδείου μπορούσε λοιπόν να προχωρήσει με τεχνολογία της γεφυροποιίας, αντικαθιστώντας τα δύο σκέλη κάθε τριγωνικού ζευκτού με ένα τόξο (απαρτιζόμενο από τμήματα), το οποίο κατά πολύ θα ευνοούσε την αποτελεσματική στερέωση των άκρων του επί του ελκυστήρος και την έως κατά 40% μείωση των εσωτερικών τάσεων.

12. Η κατασκευή του Ηρωδείου άρχισε το 160 μ.Χ. και περατώθηκε το 169 μ.Χ. όταν ο Ηρώδης είχε φθάσει σε ηλικία 67 ετών. Τα ποσά που δαπανήθηκαν ήταν τεράστια και η δομική τεχνολογία αρίστη. Εξ ίσου κορυφαία πρέπει να ήταν η κατάρτιση του αρχιτέκτονα, ο οποίος κατά πάσαν πιθανότητα πρέπει να προερχόταν από τα δυτικά της Αυτοκρατορίας. Δίπλα του πρέπει να συνεργάζονταν εργοδηγοί με εξαιρετική γνώση και εμπειρία σε μέγα πλήθος εργασιών (εκβραχισμοί, υπόγεια αποχετευτικά συστήματα, υδραυλική, εξόρυξη και μεταφορά τεράστιων λίθων από τα λατομεία του Πειραιά, κατεργασία ασβεστολίθων και μαρμάρων, μεταφορικά μέσα, ανυψωτικά μηχανήματα, παρασκευή λιθοδεμάτων, οργάνωση και διοίκηση εργοταξίου, ικριώματα, προμήθεια και μεταφορά βαρύτατης ξυλείας από διάφορα μέρη της Αυτοκρατορίας, ειδικές τεράστιας κλίμακας ξύλινες κατασκευές και γεφυροποιία, διακοσμητική μαρμαροτεχνία, κατασκευή ψηφιδωτών, γυψοτεχνία, διακοσμητική ξυλοτεχνία, σιδηρουργία, σιδηρές κατασκευές, μηχανολογία, κεραμουργία, και πολλά άλλα).