Τι θυμάμαι από την Ελένη

Θυ­μά­μαι να με υπο­δέ­χε­ται σπί­τι της τα Σάβ­βα­τα, πά­ντο­τε κα­λο­ντυ­μέ­νη, με τα ωραία της μαλ­λιά πλεγ­μέ­να σε μα­κριά κο­τσί­δα.
Θυ­μά­μαι να πί­νου­με ουί­σκυ, σε χα­μη­λά πο­τή­ρια, με δύο πα­γά­κια, «για­τί έτσι το έπι­νε πά­ντο­τε ο Γιώρ­γος».
Θυ­μά­μαι να μου μι­λά­ει για τον Ανα­γνω­στά­κη, τον «πιο γλυ­κό της φί­λο», και να ξε­καρ­δί­ζε­ται στα γέ­λια κα­θώς της διά­βα­σα το σχε­τι­κό από­σπα­σμα από την ελε­γεία του Μα­νού­σου Φάσ­ση: «ποιος μί­λη­σε για Βα­κα­λό / εάν εγώ ανα­κα­λώ / (κι όλοι λεν: κα­λό, κα­λό…)».
Θυ­μά­μαι να μου δεί­χνει μια επι­στο­λή του Σι­νό­που­λου, ο οποί­ος, σχο­λιά­ζο­ντας τη Γε­νε­α­λο­γία, απο­ρού­σε για το ότι τα ποι­ή­μα­τά της ήταν τό­σο «φυ­σιο­λα­τρι­κά».
Θυ­μά­μαι να μου δι­η­γεί­ται αστεία πε­ρι­στα­τι­κά από τα φοι­τη­τι­κά της χρό­νια στην Αθή­να και στο Πα­ρί­σι και τις πρώ­τες της γνω­ρι­μί­ες με ποι­η­τές και ζω­γρά­φους. Τη συ­νά­ντη­σή με τον Σα­χτού­ρη, στο πα­τά­ρι του Λου­μί­δη, όπου για μι­σή ώρα την κοι­τού­σε «χω­ρίς να βγά­ζει μι­λιά».
Θυ­μά­μαι να μου μι­λά­ει τρυ­φε­ρά για τον Λά­γιο και τον Στα­μέ­λο και να τους απο­κα­λεί «ρο­μα­ντι­κές ψυ­χού­λες».
Θυ­μά­μαι, μό­λις έμα­θε για την ασθέ­νεια του γιου της του Μά­νου (δεν ήξε­ρε τη σο­βα­ρό­τη­τα της κα­τά­στα­σης), να κά­θε­ται απέ­να­ντί μου σιω­πη­λή και να κρα­τά­ει στα χέ­ρια της μια φω­το­γρα­φία: Οι δυο τους αγκα­λια­σμέ­νοι στο κή­πο του εξο­χι­κού της στην Ερέ­τρια.
Θυ­μά­μαι την ίδια βα­ριά άρ­ρω­στη πια, να μου τη­λε­φω­νεί πα­ρ’ όλα αυ­τά, στις έντε­κα το βρά­δυ, για να σχο­λιά­σει ένα άρ­θρο της Μπάρ­μπα­ρα Τζόν­σον για τον Πωλ ντε Μαν που εί­χα μό­λις δη­μο­σιεύ­σει στην Ποί­η­ση.
Θυ­μά­μαι να τη ρω­τάω αν, με­τά τα δύο βι­βλία της για τη «Ρο­δα­λί­να», εί­χε γρά­ψει κά­τι και­νούρ­γιο και εκεί­νη να μου απα­ντά­ει ότι βα­ρέ­θη­κε την ποί­η­ση, πως «έχει σκα­ρώ­σει μό­νο με­ρι­κούς ανού­σιους στί­χους», κι εγώ να της ζη­τάω επί­μο­να να μου δεί­ξει τα χαρ­τιά της.
Θυ­μά­μαι στην τε­λευ­ταία μας συ­νά­ντη­ση να μου δί­νει ένα μπλε τε­τρά­διο και να μου λέ­ει: «Ορί­στε, σου έκα­να το χα­τί­ρι. Μη το ανοί­ξεις όμως τώ­ρα. Να το δια­βά­σεις όταν θα εί­σαι μό­νος».
Θυ­μά­μαι να ανοί­γω με αγω­νία το τε­τρά­διο και να βλέ­πω στην πρώ­τη σε­λί­δα, με με­γά­λα γράμ­μα­τα, δύο λέ­ξεις: «ΤΟ ΘΑΥ­ΜΑ».

Τα μικρά ζώα των κάμπων παρατηρούσαν την αδελφή τους
Γλιστρούσε το πόδι της κι έπεφτε  
Το κομμάτι ο καιρός ανασάλευε που κινείται μαζί της
Απ’ αυτόν τα μικρά ζώα απόξω

Εκείνη η μοναχή που με περιποιήθηκε  
Μ’ άσπρες κάλτσες ελάφρυνε
Και το βάρος της μόνο την έφερνε να πλησιάζει
Αυτόφωτη
Δεχόμουνα την επίσκεψη

Δέχομαι την επίσκεψη
Ανεβαίνει το πλάτος σε όψη από πριν που εχάθηκα  

Ταράζει η μέθη, ταράζονται με την έγερση  
Τα ορατά και τ’ αόρατα
Ο περιέχων, εκείνος με διώχνει στα άκρα του
Ως σημείο οδού το δέντρο στο χώρο φυτευεται...

......

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: