Ο πεζόμορφος λόγος στην περίοδο της ωριμότητας

Το ζεύγος Βακαλό στο σπίτι του Φ.Δ.Φραγκόπουλου (εικονίζεται δεξιά) με τον Τάκη Σινόπουλο, τον Γιώργο Λίκο και τον Θέμο Μάιπα (1960)
Το ζεύγος Βακαλό στο σπίτι του Φ.Δ.Φραγκόπουλου (εικονίζεται δεξιά) με τον Τάκη Σινόπουλο, τον Γιώργο Λίκο και τον Θέμο Μάιπα (1960)

Η αφηγηματικότητα στις συλλογές «Οι παλάβρες της κυρά Ροδαλίνας» (1984) και «Γεγονότα και ιστορίες της κυρά-Ροδαλίνας» (1990)

Η Ελένη Βακαλό αποτελεί ξεχωριστή και ιδιότυπη φωνή στην πρώτη μεταπολεμική γενιά. Με τους ποιητές τής γενιάς της μοιράστηκαν μια κοινή εμπειρία και ένα κοινό βίωμα, όμως, η ποιητική της πορεία αφήνει μια γεύση μοναχικότητας καθώς δεν περιλαμβάνει το εξομολογητικό στοιχείο[1] και τηρεί απόσταση από το κοινωνικό-πολιτικό γίγνεσθαι.
Το έργο της, όμως, δεν εντάσσεται πλήρως ούτε στην υπερρεαλιστική γραφή τής μεταπολεμικής ποίησης, γιατί, αν και δεχόταν η Βακαλό πως ο υπερρεαλισμός άλλαξε τον τρόπο της κατασκευής του ποιητικού κόσμου, απομακρύνθηκε από την έννοια της καταγραφής-αποφόρτισης του υποσυνείδητου. Η Βακαλό έδωσε σημασία περισσότερο στον συνδυασμό των λέξεων, που αποδίδουν ένα πράγμα-ποίηση. Στράφηκε σε μια «πραγματογνωσία», στην αναλυτική περιγραφή τού περίγυρού της σε αλλεπάλληλες φάσεις αναγνώρισης και βαθύτερης κατανόησης.[2]
Στο ποιητικό έργο τής Βακαλό στόχος είναι να δημιουργηθεί ένας ποιητικός κόσμος χωρίς λυρικές εξάρσεις και περιττή αισθηματολογία. Η ποιήτρια στοχεύει να δημιουργήσει έναν ποιητικό λόγο πρωτογενή, παρουσιάζοντας τη γλώσσα στην αρχή της πραγμάτωσής της, προτού εισβάλει και τη διαβρώσει ο λυρισμός. «Δεν έχω τίποτα με τον λυρισμό. Εκείνο που έχω είναι ότι ο λυρισμός έγινε ξαφνικά συνώνυμο του συναισθηματισμού. Ή μάλλον όχι του συναισθηματισμού, αλλά της συναισθηματολογίας. Αυτό νομίζω ότι είναι η καταστροφή της ποίησης».[3] Στην ποίησή της συνυπάρχουν πράγματα, ζώα, φυτά και άνθρωποι αδιαχώριστα. Στόχος της ποιητικής γλώσσας δεν είναι να αναπαραστήσει κάτι που ήδη υπάρχει, αλλά να αποτελέσει αυτή το αντικείμενο της ποίησης. Ο τρόπος γραφής, οι συντακτικές ανακολουθίες, οι ανολοκλήρωτες φράσεις, η απουσία επιθέτου και η κυριαρχία ονόματος και ρήματος δημιουργούν ένα λεκτικά πρωτογενές ποιητικό σώμα που δεν έχει διάθεση να περιγράψει, αλλά καλεί τον αναγνώστη να συν-δημιουργήσει την ποιητική γλώσσα.

Η συγκεντρωτική της έκδοση το 1995 με τίτλο Το άλλο του πράγματος, χωρίζεται σε δύο ενότητες: «Πριν από το λυρισμό» και «Τα κοινά», και δείχνει τον δυϊσμό στο έργο τής Βακαλό. Η ενότητα «Πριν από το λυρισμό» φανερώνει την ανάγκη τής ποιήτριας να ξεπεράσει την επιφανειακή λυρική έκφραση και να παρουσιάσει με τον ποιητικό λόγο την αλήθεια χωρίς εξωραϊσμούς.[4] Στην ενότητα «Τα κοινά» υπάρχει η διάθεση αφήγησης, η μορφή του αφηγημένου ποιητικού λόγου, άλλοτε με τη μορφή παραμυθιού και άλλοτε με τη μορφή τραγουδιού.[5] Για την Βακαλό η μορφή του ποιήματος είναι σύμφυτη με το περιεχόμενο και το νόημά του. Στην πραγματικότητα η μορφή είναι το ποίημα. Γι’ αυτό και η επιλογή έμμετρης ή αφηγηματικής μορφής στις συλλογές της δεν είναι μια απλή επιλογή γραφής, αλλά ουσιώδες συστατικό του ίδιου του ποιήματος. Όπως και η ίδια η ποιήτρια αναφέρει: «Πέρα από τη σύλληψη ενός έργου για τον καλλιτέχνη δημιουργούνται κεφαλαιώδη προβλήματα στην πραγματοποίηση της μορφής του. Τούτα τα προβλήματα καταλήγουν να είναι σύμφυτα με αυτή την ιδέα, γιατί της δίνουν όχι μόνο το σώμα της, αλλά και τη φυσιογνωμία της, τον ρυθμό της, το βάρος της, το βάθος και την κλίση της, ό,τι δηλαδή τη διαφοροποιεί και την ολοκληρώνει ως οντότητα. Δεν θέλω με όλα τούτα να επαναλάβω την κοινοτοπία ότι η φροντίδα για τη μορφή είναι εξίσου απαραίτητη στην τέχνη όσο και στο “περιεχόμενο”. Θέλω να δω γιατί είναι απαραίτητη ή καλύτερα, όπως πιστεύω, γιατί είναι σύμφυτη στην τέχνη η μορφή με το περιεχόμενο».[6]

Στις συλλογές ωριμότητας της ποιήτριας Οι παλάβρες της κυρά Ροδαλίνας και Γεγονότα και Ιστορίες της κυρά-Ροδαλίνας ξεχωριστή θέση κατέχουν τα πεζά ποιήματα.[7] Σ’ αυτά η ποιήτρια χρησιμοποιεί την αφηγηματικότητα για να πει ιστορίες/μύθους ξεπερνώντας τους περιορισμούς των ειδών, των γραμματικών κανόνων, των επικοινωνιακών συμβάσεων και της γλώσσας, και υπάρχουν διάσπαρτες αφηγηματικές ποιητικές ιστορίες (πεζά ποιήματα), που μας συστήνουν το βάθος και το εύρος του ποιητικού κόσμου τής Βακαλό.

Οι παλάβρες της κυρά Ροδαλίνας και Γεγονότα και ιστορίες της κυρά-Ροδαλίνας

Στις δύο συλλογές τής κυρά Ροδαλίνας η ποιήτρια προβαίνει σε παιχνίδι όχι μόνο με την persona της Ροδαλίνας, αλλά και με τη γλώσσα. Το κείμενο ανατρέπει γραμματικοσυντακτικούς κανόνες και ο αναγνώστης καλείται να βάλει στη σωστή σειρά τις λέξεις, να τις αναδιατάξει, να συμπληρώσει τα κενά, να κάνει νοητές διορθώσεις ανάμεσα στο υποκείμενο και το ρήμα, ώστε να ανασυνθέσει το νόημα που κρύβεται μέσα στο παιχνίδισμα των λέξεων. Η πολυσημία του κειμένου ενισχύεται από την έλλειψη στίξης, τις ανακολουθίες, τα υπερβατά και τα εναλλασσόμενα είδη λόγου: στίχοι που συνδυάζονται με πεζολογικά στοιχεία στοχεύοντας και στην οπτική απόδοση του ποιήματος.
Επίσης στις συλλογές αυτές έχει ενδιαφέρον ο τρόπος που παρουσιάζεται η γυναικεία μορφή, η οποία απέχει πολύ από συνήθεις νοηματοδοτήσεις. Το πρόσωπο /προσωπείο της κυρά Ροδαλίνας, που εμφανίζεται σε έργα ωριμότητας της Βακαλό, είναι ένα γυναικείο πρόσωπο που επανασυνδέει την ποιήτρια με τη γυναικεία γραφή ή όχι; Για την Βακαλό δεν υπάρχει γυναικεία ποίηση. «Δε γράφω θηλυκά θέματα. Και νευριάζω όταν ακούω να μιλάνε για γυναικεία γλώσσα».[8] Η Ροδαλίνα είναι ένα πρόσωπο που χτίζεται και υπάρχει μέσα στον ποιητικό κόσμο της Βακαλό. Απεκδύεται όμως όλα τα στοιχεία της θηλυκής περσόνας. Κάνει «παλάβρες», παίζει με τις λέξεις και τη σύνταξη, αφήνει τον αναγνώστη μετέωρο, αλλά ταυτόχρονα ελεύθερο από ερμηνευτικούς περιορισμούς. Η Ροδαλίνα είναι ό,τι αυτή θέλει να είναι μέσα στην ποίηση, ένα ποιητικό πρόσωπο (μια γλωσσική κατασκευή) που αυτονομείται, και από την άλλη είναι ό,τι ο αναγνώστης θέλει να είναι συμβάλλοντας κι αυτός στη δημιουργία της. Η Άρτεμις Λεοντή εύστοχα φαντάζεται την Ροδαλίνα σαν τις χάρτινες κούκλες, που γίνονται αντικείμενο παιχνιδιού. « Το πρόσωπο σε όλες τις φιγούρες είναι το ίδιο, ίδια η έκφραση, αλλά έχουμε τη δυνατότητα να τους αλλάζουμε ρούχα και να τις δοκιμάζουμε σε διαφορετικούς χώρους».[9] Η Ροδαλίνα μπορεί να είναι το ποιητικό υποκείμενο, μπορεί να είναι ένα ιστορικό πρόσωπο δίπλα στο Μανουήλ, μπορεί να είναι ένας χαρακτήρας που πρωταγωνιστεί στο ποίημα. Η γυναικεία περιπέτεια στη ζωή και την τέχνη προβάλλεται μέσα από την εμπλοκή της Ροδαλίνας με συγγραφείς, ποιητές, ζωγράφους. «Επομένως δε μας είναι δυνατό να οργανώσουμε γύρω της μια ιστορία ή κάποιο βίωμα. Ροδαλίνα υπάρχει μόνο στην πράξη της γραφής, όπου, όμως, ούτε βρίσκουμε αφορμή να γνωρίσουμε καλύτερα αυτήν που γράφει».[10] Η Ροδαλίνα είναι ένα πρόσωπο που στήνεται από τη γλώσσα και ζει μέσα στο ποίημα. Αλλάζει ρόλους, χώρους, πρόσωπα. Καλεί τον αναγνώστη να συμμετέχει και να της δώσει όποια μορφή επιθυμεί.

ΟΙ ΠΑΛΑΒΡΕΣ ΤΗΣ ΚΥΡΑ ΡΟΔΑΛΙΝΑΣ

Θα σταθούμε ενδεικτικά στα πεζά ποιήματα της συλλογής: «Οι ασκητές», «Η διάβαση των θηρίων», «Στο κάρο των θεατρίνων».

«Οι ασκητές» (ΒΣ:201)[11]

Πρόκειται για πεζό ποίημα που χωρίζεται σε παραγράφους εν είδει στροφών. Αν και υπάρχει αφηγηματική διάταξη/μορφή του ποιήματος η εικονοποιία και η πύκνωση του νοήματος παραπέμπουν στον ποιητικό λόγο.
Η Ροδαλίνα βυθίζεται από το σκοτάδι στο φως από τον έναν κόσμο στον άλλο μέχρι που καταλήγει στον άνυδρο τόπο των ασκητών.[12] Η Ροδαλίνα που χαίρεται τη ζωή και παίζει, λειτουργεί αντιστικτικά με τους ερημίτες που αρνούνται τις χαρές της ζωής. Γι’ αυτό οι ασκητές αρνούνται την εικόνα της Ροδαλίνας-γυναίκας που φέρνει τη ζωή. Το σώμα τους που είχε καεί -από τον πόθο-έχει πλέον σβήσει. Οι ασκητές δεν εμφανίζονται σε ανθρώπους, όμως η Ροδαλίνα, αν και γυναίκα, καταφέρνει και εμφανίζεται μπροστά τους.
Η Ροδαλίνα φαντάζεται τους ασκητές βατράχους να αναζητούν νερό, γιατί μόνο αυτή που «έπαιζε με το καθετί» κατάλαβε τη δίψα τους. Τη στιγμή όμως που σχηματοποιείται μια εικόνα της Ροδαλίνας, η ποιήτρια την αναιρεί γιατί την παρουσιάζει με κατασκεύασμα του νου:

στο μυαλό τους σχηματισμένη.

Η Ροδαλίνα κατρακυλάει στην άβυσσο του νου εκείνου που τη γράφει ή εκείνου που την είδε; κατάφερε όμως να μπει στον νου του ασκητή στην κρυφή σχισμή που σχηματίζει η ανυδρία μέσα του.


«Η διάβαση των θηρίων»
(ΒΣ:202)

Μετά τους ασκητές, εικόνα της αγιότητας και της εγκράτειας η Ροδαλίνα βρίσκεται μπροστά στη διάβαση των θηρίων. Η ποιήτρια αναφέρεται στην ίδια την κατασκευή του ποιήματος (που αποτελεί παιχνίδισμα της γλώσσας):

χρειάζεται να περιγράψομε το τοπίο που αντίκρισε η Ροδαλίνα […] εντούτοις δεν μπορούμε να το περιγράψουμε χωρίς να βάλομε μέσα τη Ροδαλίνα.

Μετά το λήθαργο που έπεσε στο προηγούμενο ποίημα («Ασκητές») η Ροδαλίνα τώρα μεταφέρεται σε ένα άλλο ποιητικό σύμπαν, σε ένα άλλο ποίημα. Η ποιήτρια περιγράφει τον τρόπο που στήνει το ποίημά της γύρω από την ηρωίδα της και μεταχειρίζεται βιβλική γλώσσα. Η Ροδαλίνα παρουσιάζεται σαν θηρίο, όπως αυτά που αναφέρονται στα βιβλικά κείμενα.

«Και μπροστά από τον θρόνο ήταν μια γυάλινη θάλασσα, όμοια με κρύσταλλο· και στο μέσον του θρόνου και ολόγυρα από τον θρόνο ήσαν τέσσερα ζώα γεμάτα με μάτια, από μπροστά και από πίσω. Και το πρώτο ζώο ήταν όμοιο με λιοντάρι, και το δεύτερο ζώο ήταν όμοιο με μοσχάρι, και το τρίτο ζώο είχε πρόσωπο σαν άνθρωπος, και το τέταρτο ζώο ήταν όμοιο με αετό που πετούσε. Και τα τέσσερα ζώα είχαν ολόγυρα, κάθε ένα ξεχωριστά, από έξι φτερούγες, και από μέσα ήσαν γεμάτα με μάτια· και δεν σταματούν ημέρα και νύχτα να λένε: «Άγιος, άγιος, άγιος, ο Κύριος ο Θεός, ο Παντοκράτορας», ο Ην και ο Ων και ο Ερχόμενος» Αποκάλυψη 4:6-8.

Τα ζώα που συμβολίζουν τους τέσσερις Ευαγγελιστές περνούν από το ποίημα πλάι στη Ροδαλίνα. Κυριαρχεί η εικόνα του νερού, όπως και στην Αποκάλυψη του Ιωάννη και η Ροδαλίνα γίνεται ένα με τη φύση και το νερό, τα μαλλιά της μεταμορφώνονται σε πλοκάμους που κυματίζουν μέσα στη λίμνη.

Το ποίημα τελειώνει, όπως ξεκίνησε, με το σπαραγμό λιονταριού και τίγρης. Ένα θαύμα αγριότητας αλλά και ευδαιμονίας.

«Στο κάρο των θεατρίνων» (ΒΣ:209)

Σ’ αυτό το πεζό ποίημα διαφοροποιούνται τα γραμματικά υποκείμενα από τα πρόσωπα των ρημάτων με αποτέλεσμα να συμπλέκονται οι φωνές και οι οπτικές.

…για να συλλογιστεί τη γυναίκα τραβήχτηκε και χωρίς να τη δουν …

…κάθισε λοιπόν να τη συλλογιστεί, αλλά βαθιά ψάχνοντας στα δικά της,

…εμάς μας έλεγε πως ήτανε ένα τοπίο…

… λοιπόν έτσι όπως τα είπαμε εδώ…

Στο ποίημα υπάρχει μια επίπλαστη αφηγηματικότητα. Στην πραγματικότητα διασπάται κάθε δυνατότητα αφήγησης. Στήνονται τρεις σκηνές. Στην πρώτη εμφανίζονται οι θεατρίνοι. Η Ροδαλίνα τραβιέται παράμερα για να συλλογιστεί μια άλλη δεύτερη γυναικεία μορφή.

Στη δεύτερη εικόνα, η Ροδαλίνα σαν χορεύτρια που γυρίζει στερεωμένη στο πόδι της, ένα όμως ξύλινο πόδι, δαιμονίζεται. Πέφτει κάτω λέει περίεργα λόγια και όλοι γύρω της σκύβουν για να ακούσουν. Η εικόνα λειτουργεί αναπαραστατικά και για τα ποιήματα στα οποία πρωταγωνιστεί η Ροδαλίνα και όλοι σκύβουν για να ακούσουν/κατανοήσουν την “περίεργη” γλώσσα της.

Στην τρίτη εικόνα του ποιήματος η Ροδαλίνα βλέπει ένα γυμνό τοπίο άδειο, όμως αυτή μιλάει για όλα όσα έπρεπε να βρίσκονται πάνω του «κανονικά σε σειρά».

Στο τέλος, η Ροδαλίνα αποκτά ιδιότητες που πριν δεν ήξερε και ανεβαίνει στο «κάρο των θεατρίνων».

ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΚΥΡΑ-ΡΟΔΑΛΙΝΑΣ

Στη συλλογή αυτή η Ροδαλίνα συμπλέκεται με γεγονότα και πρόσωπα της ιστορίας και εμφανίζεται σε διάφορους ρόλους. Ο αποδέκτης-αναγνώστης καλείται μέσα στη συντακτική ασυνέχεια του κειμένου και στις γραμματικές αναντιστοιχίες (όπως του υποκειμένου με το πρόσωπο του ρήματος) να προβεί σε ενεργό δράση και να αποκωδικοποιήσει τα μηνύματα. Τα πεζά ποιήματα της συλλογής εναλλάσσονται με έμμετρα δημιουργώντας μια υποτυπώδη ιστορία χωρίς βέβαια να λείπουν οι νοηματικές ασυνέχειες και οι ανατροπές. Σ’ αυτά τα ποιήματα είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος που η ποιήτρια στήνει και ξεστήνει νοήματα και εικόνες.

[Ο κυρ-Μανουήλ…][13] (ΒΣ:229)

Ο κυρ-Μανουήλ παραπέμπει εμφανώς στο αντίστοιχο ποίημα του Κ.Π.Καβάφη για τον Μανουήλ Κομνηνό. Το ερώτημα που τίθεται στην αρχή του ποιήματος (Θυμάστε;) απευθύνεται στους αναγνώστες ή σ’ ένα υποτιθέμενο κοινό της Ροδαλίνας και συσχετίζει το ποίημα με προηγούμενο από τη συλλογή Οι παλάβρες της κυρά Ροδαλίνας, «Φτάνοντας στην αυλή του κυρ Μανουήλ, η ιστορία του κυρ Μανουήλ», ή με το ποίημα του Κ. Π. Καβάφη, «Μανουήλ Κομνηνός».
Το ποίημα αναπτύσσεται με κέντρο την εικόνα της Ροδαλίνας να παίζει στα νερά ενώ ο κυρ-Μανουήλ περνά και καθώς τη βλέπει, βάζει να την πλησιάσουν οι αυλικοί. Στη συλλογή υπάρχει, όπως και σ’ αυτούς τους στίχους, ανεπαίσθητο και ανάλαφρο το συναίσθημα του έρωτα:

Αφρός τα μεσοφούστανα

                                                Και κύμα το κορμί

Στα ποιήματα της συλλογής θα παρουσιαστεί και η ερωτικά αθώα και η επικίνδυνη μορφή της γυναίκας.[14]

«Αιχμαλωσία και φυγάδευση» (ΒΣ:230)

Στο ίδιο το ποίημα γίνεται λόγος για το πώς δημιουργείται το πρόσωπο της Ροδαλίνας. Μπορεί να είναι οποιοδήποτε πρόσωπο και να εμφανίζεται σε οποιοδήποτε ποίημα:

Αν ήταν η Ροδαλίνα άλλη ή αυτή ή καμιά να μην ήταν, πολύ πιθανό

Με αυτό τον τρόπο υπονομεύεται πάλι το πρόσωπο της Ροδαλίνας και ανατρέπεται κάθε προσπάθεια να προσδιορίσει ο αναγνώστης το πρόσωπό της:

…όπως το ποίημα άλλωστε που ανατρέπεται κάθε φορά σε εκδοχές.

Υπάρχει στο ποίημα αυτό μια υποτυπώδης ιστορία η οποία όμως έχει αμφισβητηθεί από την αρχή, αν πρόκειται δηλαδή για λόγο που ισχύει ή απλώς για μια εκδοχή. Η Ροδαλίνα κατηγορείται πως πλάνεψε τον Μανουήλ και βρίσκεται στη φυλακή, από όπου, όμως, ο αυτοκράτορας τη φυγαδεύει γιατί την πόθησε, αν και είχε και άλλες έννοιες:

…ήταν και η σκοτούρα του που μέτρησε τόσων δεινών.

«Η σφραγίδα των διαταγμάτων» (ΒΣ:234)

Στην παρένθεση μετά τον τίτλο μιλά η ποιήτρια ή η Ροδαλίνα, παραφράζω το στίχο: καταχωρώντας κι αυτά που δε θέλω, γιατί είναι ανάγκη να εκθέτω κι εκείνα.
Στο ποίημα υπάρχει μια σκηνή: η Ροδαλίνα δέχεται τους αντιπροσώπους των αστών, ενώ θρήνος ακούγεται στην πόλη. Συμπλέκονται όμως τα πρόσωπα. Υπάρχει ένα εμείς:

…μάκρυνε από μας…

και λίγο πιο κάτω ένα εγώ:

…το καταλάβαινα…

Η Ροδαλίνα παρουσιάζεται να μιλά σε πρώτο ενικό πρόσωπο, αλλά ταυτόχρονα μιλά για τον εαυτό της και σε τρίτο ενικό πρόσωπο. Το πρώτο πληθυντικό τοποθετεί και τον αναγνώστη στους θεατές της σκηνής, αλλά στη συνέχεια το τρίτο ενικό επαναφέρει την απόσταση ανάμεσα στον αναγνώστη και το ποίημα.
Το ποίημα τελειώνει με έμμετρους στίχους, στους οποίους η Ροδαλίνα παρουσιάζεται να αμφιταλαντεύεται για την απόφαση που ως ιστορικό πρόσωπο πρέπει να πάρει.

«Στο νοσοκομείο» (ΒΣ:242)

Η Ροδαλίνα μέσα στα ιστορικά συμφραζόμενα της βυζαντινής ιστορίας παρουσιάζεται σ’ αυτό το πεζό ποίημα να επισκέπτεται ένα νοσοκομείο. Η εικόνα είναι, όμως, διπλή. Από τη μια η Ροδαλίνα είναι ένα πρόσωπο που μοιράζει δωρεές από την άλλη παρουσιάζεται και ως αγία που κάνει θαύματα. Σαν οπτασία της δίνουν οι ασθενείς διάφορα ονόματα:

Ειπώθηκε πως μερικοί άρρωστοι έγειαναν κι ανακούφιση ένιωσαν…

Είπαν τυφλοί την είδανε.

Ιδιαίτερη σημασία έχει και το ρήμα «ευδόκησε» που μπαίνει σε παύλες και αποδίδει, όπως και η βιβλική αναφορά,[15] στη Ροδαλίνα θεία χάρη που υπονομεύεται, ωστόσο,από τη στίξη.

Στις δύο τελευταίες σειρές του ποιήματος επανέρχεται το γνώριμο πρόσωπο της Ροδαλίνας που θεωρεί το νοσοκομείο:

Έρως ζωής μεγάλος

Για τη Ροδαλίνα το νοσοκομείο καταφάσκει τον έρωτα, γιατί προσπαθεί να διατηρήσει τη ζωή.

(Διακόπτεται η αφήγηση) ( ΒΣ:245)

Στο ποίημα αυτό πράγματι διακόπτεται η αφήγηση. Ποιος τη διακόπτει; Η ίδια η ποιήτρια; Η Ροδαλίνα που αφηγείται τις περιπέτειές της; Η ποιήτρια απευθύνεται στον αναγνώστη και μάλιστα μεταχειρίζεται το πρώτο ενικό πρόσωπο. Μιλά για την εξέγερση που αναφέρθηκε σε προηγούμενο ποίημα και συνεχίζεται και εκτός του κειμένου από τα πρόσωπα που αν και μένουν βουβά μέσα στο ποίημα έχουν, ωστόσο, αποκτήσει αυτονομία-ζωή:

…αλλιώς τι τους έβαλα;

Και η ποιήτρια πληροφορεί τον αναγνώστη πως φτάνει στο τέλος του ποιήματος. Πριν το τέλος, όμως, μένει σε εκκρεμότητα ένα ερώτημα που εκφέρεται σε τρίτο ενικό πρόσωπο:

...την έτρωγε μέσα της η έγνοια μήπως έκανε κάτι λογιάζοντας να προλάβαινε, άρα υπήρχε το θέμα.

Πάντα υπάρχει μέσα στην ποιήτρια το θέμα, η έγνοια να προλάβει να πει αυτά που θέλει.


[Κάποια φορά…] (ΒΣ:248)

Σε μια αναπάντεχη έκρηξη λυρισμού λίγο πριν το τέλος της συλλογής περιγράφεται ο έρωτας της Ροδαλίνας. Ένας έρωτας ανάλαφρος, απρόβλεπτος, που καμιά φορά συμβαίνει όταν όλα γίνονται αρμονικά. Ένα όμορφο απόγευμα η Ροδαλίνα απολαμβάνει την ομορφιά της φύσης. Φυσά γλυκός αέρας που όλα τα μεταμορφώνει:

Όλα σαν να ήταν αίνιγμα και άλλο απ’ ό,τι η φύση τους φαντάζανε περισσότερο.

Μέσα στη φύση που ο μωρός θαυμάζει και ο γνωστικός θλίβεται για τα άγνωστα, και τα απατηλά με τα γνώριμα της φύσης γίνονται ένα, κάποιος πρίγκηπας προφέρει το όνομα της Ροδαλίνας και γεννιέται ο έρωτας:

Κι εκείνη τον αγάπησε.

Ο τελευταίος στίχος επανασημασιοδοτεί το ποίημα:

Στον κόσμο αποκρίνονταν η λέξη.

Το όνομα της Ροδαλίνας, που προφέρει ο πρίγκηπας, αποκρίνονταν στον κόσμο. Άρα είναι κάτι ευρύτερο από την ομιλία μεταξύ δύο ερωτευμένων σημαίνει πολλά περισσότερα, αφορά τον κόσμο.

«Η λύση» (ΒΣ:252)

Στο τελευταίο πεζό ποίημα της συλλογής - έχει προηγηθεί το πεζό ποίημα «(Την επομένη)», στο οποίο επανεμφανίζονται οι θεατρίνοι, οι οποίοι παρουσιάζουν σε παράσταση τη ζωή της Ροδαλίνας, άρα και το ποίημα αποτελεί μια παράσταση, μια οπτική εμπειρία- η ποιήτρια βάζει τον υπότιτλο μέσα σε παρένθεση:

(αν νομίζετε πως λύση θα υπάρξει)

Πράγματι δεν υπάρχει λύση/τελικό νόημα για την ποίηση. Η ίδια η Ροδαλίνα ήτανε πραγματικό πρόσωπο ή θεατρίνα; Το ποίημα υπάρχει πραγματικά ή αποτελεί ένα γλωσσικό παιχνίδι; Όσα κρατά η μνήμη και περνούν στην ποίηση μπορεί να πείθουν τον αναγνώστη όχι όμως την ποιήτρια, που επιλέγει να τελειώσει σε αυτό το σημείο το ποίημα:

Ας μείνει ο μύθος εδώ.

Στον τελευταίο στίχο της συλλογής η αφηγήτρια δίνει ένα τέλος στην ιστορία της Ροδαλίνας που αφηγήθηκε, ένα ανοικτό τέλος:

Η επικράτεια δόθηκε στο παιδί με το μεγάλο κεφάλι.



Συμπεράσματα:
Έπειτα από τη συνοπτική τούτη θεματική προσέγγιση θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η Βακαλό στις δύο παραπάνω συλλογές, με πρωταγωνίστρια τη Ροδαλίνα φιλοτεχνεί προσχηματικές ιστορίες με υποτυπώδη πλοκή και νοήματα. Στόχος είναι να φανεί η λειτουργία της γλώσσας σ’ ένα αρχικό στάδιο, στο στάδιο της δημιουργίας της καθώς σχηματίζει εικόνες. Ταυτόχρονα ο αναγνώστης καλείται να συμμετάσχει στη νοηματοδότηση του κειμένου, να γίνει συνδημιουργός σε έναν συνεχή διάλογο με τον ποιητικό λόγο.

Βιβλιογραφία

Βακαλό, Ελένη, «Μορφή και περιεχόμενο», Κριτική εικαστικών τεχνών, τ. Β, επιμ. Όλγα Δανιηλοπούλου, Κέδρος 1996.
Κατσιγιάννη, Άννα-Μαρίνα, Το πεζό ποίημα στη νειοελληνική γραμματεία, Γενεαλογία, διαμορφωση και εξλελιξη του είδους (από τις αρχές ως το 1930), διδακτορική διατριβή, ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη, 2001.
Κακαβούλια, Μαρία, Μορφές και λέξεις στο έργο της Ελένης Βακαλό, Νεφέλη 2004.
Λεοντή, Άρτεμις, «Παίζουμε κυρα-Ροδαλίνα», Ελίτροχος, τ.χ. 6 (καλοκαίρι 1995), σσ. 21-29.
Παπαγεωργίου, Χρίστος, «Η αλήθεια και η έκσταση», Κυριακάτικη Αυγή (22.4.1995), σ. 29.
Πλαστήρας, Κώστας, «Ελένη Βακαλό ή η ευτυχισμένη στιγμή», Η Λέξη 15 (Ιούνιος 1982), σσ. 339-345.
«Συνομιλία της Ελένης Βακαλό με τους Α. Σκιαθά, Γ.Η. Παππά και Μ. Κακαβούλια», Ελίτροχος, τχ. 6 (καλοκαίρι 1995), σσ. 9-16.
Φραντζή, Άντεια, Έμενε ποίημα. Μια περιδιάβαση στο ποιητικό «Δάσος» της Ελένης Βακαλό, Νεφέλη 2005.

Παράρτημα

OI ΠΑΛΑΒΡΕΣ ΤΗΣ ΚΥΡΑ ΡΟΔΑΛΙΝΑΣ


Οι ασκητές

Τώρα η κυρά Ροδαλίνα, πρέπει να πέσει και πέφτοντας στο βάραθρο, μαγικά, απ’ το σκοτάδι που βυθίζεται ζαλισμένη, σε άλλο φως, πράσινο του νερού, να βρεθεί η Ροδαλίνα να πλέει, έως ότου ξανά καθαρά βλέποντας θα συνεχίσει να περιφέρεται σ' έναν κόσμο αμέσως κάτω απ' τον άλλον, τον πρώτο όπου τη φτάσαμε, στην έρημο, σε τόσο ξερό –για ασκητές μονάχα– τοπίο.
Αλλά ενώ ήταν εκεί οι ασκητές, δεν τη φώναξαν ούτε συμπόνεσαν που την είδαν, γυναίκα γεμάτη και ανοιγμένη μάλιστα σε κάθε της πόντο, ούτε λαχτάρησαν, γιατί το δικό τους πετσί ως το κρανίο σαν κάρβουνο που έκαιγε και έσβησε νερό δεν χρεάζονταν και συντροφιά καθόλου από κανένα
Αλλά η Ροδαλίνα που έπαιζε –το καθετί το έπαιζε– σα βάτραχους διψασμένους τους είδε που φεύγανε από μπροστά της και σε πηγάδι φαντάστηκε τρέχανε, ενώ εκείνοι κιόλας σε πηγάδι άχτιστο απ’ τον πάτο κι απάνω ήτανε κι η Ροδαλίνα στο μυαλό τους σχηματισμένη κι όχι να χρειάζεται να την πιάσουν
Οπότε δεν ξέρουμε η Ροδαλίνα που έπεσε καλπάζοντας και τώρα κατρακυλάει πιο κάτω, σε άβυσσο του νου μου, εκεινού που τη γράφει ή εκεινού που την είδε; –ο πειρασμός της με οφθαλμούς– μάλωσε ο ασκητής ο ένας τον άλλον πολύ μακριά, που δεν τη δεχόνταν και στην τρύπα του μέσα όταν χώθηκε σχισμή έψαξε, καιρό κρυφή, που είχε κάνει το έδαφος όσο από ανυδρία ζαρώνει, για να κοιτάζει


Η διαβαση των θηρίων

Αμέσως έπειτα χρειάζεται να περιγράψομε το τοπίο που αντίκρισε η Ροδαλίνα σιγά-σιγά συνεφέρνοντας. Εντούτοις δεν μπορούμε να το περιγράψομε χωρίς να βάλομε μέσα τη Ροδαλίνα
Λιοντάρια ας πούμε έχομε δει αγρίμια μικρά να σπαράζουν, αλλά λιοντάρι και τίγρη, ποτέ, ενώ τι τα εμποδίζει;
Στη διάβαση των θηρίων, όταν το σώμα εκείνου που πλησίαζε, την απόσταση για να βλέπει σαν τοίχος την έφραζε, σ’ αυτό το τυφλό πάχος επάνω, άλλο παρουσιαζόνταν θηρίο σα να ήταν η διάβαση ανάποδη και ξεκινούσε από τη Ροδαλίνα.
Τα τετράποδα σύμβολα των Ευαγγελίων, ο ταύρος και ο κριός, χορευτής του Μαρτίου, αγριεμένα, τα μονόκερα και συμπληρωμένα από νύχια πουλιών ή φτερούγες, ο κροκόδειλος χωρίς ποταμό, απ' τη διάβαση να έρχεται σιωπηλός να γεμίζουν τα βάθη
Κι όμως λίμνη ήταν εκεί, πράσινη το είπαμε, από μέσα όμως μαύρη κι από το μαύρο έλαμπε που της έδινε διάφανο βάθος
Η Ροδαλίνα, πρόσωπο αναποδογυρισμένο και άνθος, τα σκόρπια μαλλιά της που έγιναν άσπρα του γάλατος και σε λωρίδες βρεμένα, απλώνανε πλοκαμούς κυματίζοντας προς όλο το γύρο της λίμνης.
Εkεί συνέβηκε να σπαράζονται, σε ένα θαύμα αγριότητας που είχε όμως κι ευδαιμονία, το λεοντάρι και η τίγρη


Στο κάρο των θεατρίνων

Από το μονοπάτι, εκεί που έκανε τη στροφή για το δρόμο και τα κάρα περνούσανε με σημάδια στη σκόνη, περισσότερο για να συλλογιστεί τη γυναίκα τραβήχτηκε και χωρίς να τη δουν, παραπέρα
και γυρνούσε στον κορμό της επάνω γυμνή καθώς ήτανε ως τη μέση και μονάχα το πόδι της αποκάτω το τέντωνε και φαινόντανε, αλλά σαν ξυλιασμένο, να μη μπορούσε στη θέση του να το φέρει
που αυτό κάθε τόσο την έπιανε, να δαιμονίζεται, και οι άλλοι την άφηναν, σε απόσταση, αλλά γύρω της τη φυλάγανε ενώ έσκυβαν για ν' ακούσουνε εξηγώντας σε λόγια
και ανέβαιναν κάτι φωνές, αλλά πίσω απ' τη γλώσσα
Κάθισε λοιπόν να τη συλλογιστεί, αλλά βαθιά ψάχνοντας, στα δικά της, κι όση ώρα επίτηδες γιατί το ήθελε τον είχε αδειάσει γι' αυτό μόνο το νου της, έγιναν πράγματα διάφορα
Έφυγαν. Κι ενώ ήταν άδεια όλα όταν κοίταξε, εμάς μάς έλεγε
πως ήτανε ένα τοπίο και σα να ήτανε όρθιο το τοπίο το έλεγε, και πάνω του κανονικά, με σειρά, και τα άλλα που έπρεπε να είναι
Η Ροδαλίνα λοιπόν έτσι όπως τα είπαμε εδώ κι όχι πως έτσι ήτανε, απόκτησε γιατί σκέφτηκε τις ιδιότητες που δεν ήξερε πριν και ανέβηκε, όταν μετά θα περάσει απ’ το δρόμο, στο κάρο των θεατρίνων

ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΚΥΡΑ-ΡΟΔΑΛΙΝΑΣ

[Ο κυρ-Μανουήλ]

Ο κυρ-Μανουήλ –θυμάστε– περνούσε στον παραλιακό δρόμο αυτό το πρωί γιατί από ένα σημείο πιο πέρα ανεβαίνει κλιμακωτός στα χωριά και οργάνωνε πάντοτε την επίσκεψή του εκείνη την εποχή, αλλά τη θάλασσα να κοιτάζει τον έθελγε να μη βαριέται στη διαδρομή και κουράζεται, επομένως για τις μετακινήσεις του πήγαιναν από κει που η Ροδαλίνα εξώκειλε

                                                                                                                              Μισή μες στα νερά

Μόλις την είδαν τρέχοντας κατέβηκαν και φτάσανε κοντά της οι αυλικοί
                                                                                Αφρός τα μεσοφούστανα                                                                                                                        Και κύμα το κορμί


Αιχμαλωσία και φυγάδευση

Μπλέχτηκε η Ροδαλίνα τότε σε μια ιστορία είδους περίπου αστυνομικού, όπως το ποίημα άλλωστε που ανατρέπεται κάθε φορά σε εκδοχές, αν ήταν η Ροδαλίνα άλλη ή αυτή ή καμιά να μην ήταν, πολύ πιθανό
Οι εκδοχές τώρα το συνιστούν. Γιατί υπήρχαν αυτοί, οι μισοί, που την παράσταση λένε στο γάμο του κυρ-Μανουήλ πως ήταν η αρχή και τώρα τη Ροδαλίνα κατηγορούσαν πως παίζει παρόμοιο θέατρο να πλανέψει τον κυρ-Μανουήλ, ενώ οι άλλοι την αθώα υπεράσπιζαν, σε δύσκολη θέση στη φυλακή
Και μεταξύ τους πιάνονταν οι μερίδες με ξίφη ή και στα χέρια κι αναστάτωση έγινε, οπότε τη Ροδαλίνα επισκέφτηκε ο κυρ-Μανουήλ και μόνος του τη φυγάδευσε με συνοδεία και δώρα μάλιστα, αφού το σκέφτηκε πρώτα καλά.

Τη Ροδαλίνα επόθησε. Αλλά ήταν και η σκοτούρα του που μέτρησε, τόσων δεινών.


Η σφραγίδα των διαταγμάτων

(ΚΙ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΚΑΤΑΧΩΡΩΝΤΑΣ, ΤΑ ΕΚΘΕΤΩ ΚΙ ΕΚΕΙΝΑ ΑΝΑΓΚΗ)

Η Ροδαλίνα δεν θα μάθομε πριν ή μετά τους δέχτηκε τους εκπροσώπους των αστών
Τα μυτερά καπέλα τους ξεχώρησε

                                                    Μπροστά της ασκεπείς

Στο μεταξύ ο γόος μάκρυνε από μας που ακούγονταν και ησυχία εδώ μες στον περίβολο είχαμε, όχι όμως η πόλη, και σε απόσταση το καταλάβαινα πως οι φωνές επλήθυναν, όχι πιο δυνατές αλλά περισσότερες, κι αυτό έκανε τους αστούς να φοβηθούνε
Χωρίς ασφάλεια από τα σπίτια τους πάλι σ' εμάς καταφεύγοντας, τώρα στην αίθουσα μπήκαν ζητώντας από τη Ροδαλίνα να τιμωρήσει τους άλλους που πριν μ’ εκείνους ένα είχαν γίνει.
Η Ροδαλίνα μέσα της με τους φυγόδικους, η κλίση της κρυφά μα δεν το έλεγε, οι ζωηρότεροι· Αντίθετες οι εκτιμήσεις
Σύμβουλοι και γραμματικοί

                                                        Τι απόφαση να βγάλει

Σφραγίδα είχε στο χέρι της

                                                        Σφραγίδα του θανάτου

Με γράμματα και με ψηφιά

                                                          Ποιανού τού γράφει θάνατος

                                                          Από το χέρι τίνος


Στο νοσοκομείο

Το νοσοκομείο τής πόλης που ιδρύθηκε πριν από τους χρόνους της Ροδαλίνας, με εξήντα επί τόσο κρεβάτια και βάλε, κάθε επέτειο, που γιόρταζε, τους αρρώστους, ετοίμαζαν να δεχτούνε την επίσκεψη της κυρα-Ροδαλίνας.
Τον ίδιο καιρό σε δοξολογία και μετά τελετή στον προθάλαμο όπου και η εικόνα, αναγγέλλονταν σε ποσά και εκτάρια -«ευδόκισε»- δωρεές και λοιπές αγαθοεργίες.
Ειπώθηκε πως μερικοί άρρωστοι έγειαναν κι ανακούφιση ένιωσαν όταν στάθηκε επάνω τους, με ονόματα που απ' το βύθος τους έσερναν και της έδιναν, οπτασία νομίζανε είναι. Κι αυτό έγινε πάλι και φέτος.

Είπαν τυφλοί την είδανε,

Μα η Ροδαλίνα φώτιζε αλλιώς το κάθε πράμα. Νοσοκομείο σκέφτηκε, τι σήμαινε; Έρως ζωής, μεγάλος.


(ΔΙΑΚΟΠΤΕΤΑΙ Η ΑΦΗΓΗΣΗ)

Το θέμα της εξέγερσης (κι εκτός του κειμένου) αναπτύσσεται με διάφορους τρόπους κι από κάθε μεριά όσων βρέθηκαν να είναι στο ποίημα, αλλιώς τι τους έβαλα (;) λόγο ακόμη δεν έχουν, με φέρνουνε όμως στο τέλος, που η Ροδαλίνα τ’ αθώα δεν την παραπλανήσανε.
Και την έτρωγε μέσα της η έγνοια μήπως έκανε κάτι λογαριάζοντας να προλάβαινε, άρα υπήρχε το θέμα.

[Κάποια φορά...]

Κάποια φορά συνέτυχε να γίνουν έτσι όλα.
Η κυρα-Ροδαλίνα διάβαζε καθισμένη στο παγκάκι του κήπου, κι ήταν ωραίο απόγεμα, τα χόρτα κυματίζανε που ελαφρά τα έπιανε γλυκός χλιός αέρας περνώντας έτσι χαμηλά, κι ’εκείνη σα να έπλεε, σα να ήταν να μην ήτανε, κρατούσε το βιβλίο στα γόνατα· εκεί επάνω τής εφάνηκε ωραίος και ο νάνος· όλα σα να ήταν αίνιγμα και άλλο απ' ό,τι η φύση τους φαντάζανε περισσότερο. Το θαύμασμα από τον μωρό του γνωστικού τη θλίψη παραβγαίνει για τ’ άγνωρα, κι ούτε χαρά δα ήτανε η απορία, άφηνε στην πλάση ίσο μέρος τ’ απατηλό για να διαβεί με τα έξω όμοιό τους. Και επειδή εκείνος πρίγκηπας ο πρίγκηπας που δεν ήταν σε θέση να καταλάβει, επιθυμία ακάτεχη εσύνεχε στο νου του το τίποτα με τα πολλά και λίγα θα του μείνουν, της Ροδαλίνας διάλεξε να πει το όνομά της. Κι εκείνη τον αγάπησε·
Στον κόσμο αποκρίνονταν η λέξη.


Η λύση

(ΑΝ ΝΟΜΙΖΕΤΕ ΠΩΣ ΛΥΣΗ ΘΑ ΥΠΑΡΞΕΙ)

Η Ροδαλίνα ήτανε, η θεατρίνα ήτανε, που διώχτηκε; Σιωπή αφήστε να σκεπάσει το ντροπιασμένο έργο της μάνητας, δεν είχανε τα φρένα τους· μελέτησε τα άγρια που μετά σβήνουνε ή τα κρατά η μνήμη με άλλο τρόπο πείθοντας εσένα, εμένα όχι.
Ας μείνει ο μύθος ως εδώ.
Η επικράτεια δόθηκε στο παιδί με το μεγάλο κεφάλι.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: