Ελένη Βακαλό, ποιήτρια οικολογικής κρίσης

Ελένη Βακαλό, ποιήτρια οικολογικής κρίσης


Νύχτα προδίνουν οι άνθρωποι τους άλλους
Κι όταν αρχίσει
Να σε πνίγει
Το δάσος
Φωνάζεις
Σαν
Να μην είσαι
Στο δάσος

—Ελένη Βακαλό, Το δάσος (1954)

Υπάρχει ένας τραγωδός ανάμεσα στη σιωπή. —Ελένη Βακαλό, Ημερολόγιο της ηλικίας (1958)

Όλο το φθινόπωρο της φετινής χρονιάς, άνοιγα τα μάτια μου κάθε πρωί σαν να ξυπνούσα σε ένα ζωντανό εφιάλτη που μου αποκαλύπτονταν σε slow motion. Για μήνες τώρα, ο κόσμος γύρω μας ζει την απομόνωση και τον αποκλεισμό μιας πανδημίας που έχει στοιχίσει αμέτρητες ζωές, έχει βυθίσει εκατομμύρια άτομα σε ανεργία, φτώχεια, και επισιτιστική ανασφάλεια, και που έχει ως μοναδική θετική συνέπεια μια προσωρινή μείωση των καυσαερίων, την υποχώρηση του νέφους στις μεγάλες πόλεις, και την επιστροφή άγριων ζώων στους άδειους δρόμους και στα πάρκινγκ των πόλεων και των προαστίων. Η ίδια η πανδημία είναι, βέβαια, όχι μόνο η μεγαλύτερη δοκιμασία δημόσιας υγείας της εποχής μας, αλλά και η άμεση συνέπεια τόσο της διατάραξης της κλιματικής ισορροπίας όσο και του εμπορίου άγριων ζώων, που δημιουργούν ασυνήθιστες επαφές μεταξύ ειδών και επιτρέπουν στους παθογόνους οργανισμούς να βρουν καινούριους ξενιστές.

Παράλληλα με την πανδημία, τους τελευταίους μήνες έχουμε δει κι άλλες τρομαχτικές ενδείξεις της κλιματικής αλλαγής, της πιο βαθιάς ίσως υπαρξιακής κρίσης στην ανθρώπινη ιστορία. Στις ΗΠΑ, όπου μένω εγώ, πυρκαγιές καταβρόχθισαν μεγάλες εκτάσεις των δασών στη δυτική ακτή, καταστρέφοντας ολόκληρα χωριά, πλησιάζοντας τα περίχωρα του Λος Άντζελες, του Σαν Φρανσίσκο και του Πόρτλαντ. Φίλοι στην Καλιφόρνια και στο Όρεγκον μου έστελναν φωτογραφίες που έδειχναν ματωμένους ουρανούς και ένα απόκοσμο κόκκινο φως που τρύπωνε στα σαλόνια και στις τραπεζαρίες όπου αυτοί βοηθούσαν τα παιδιά τους με τα κατ’ οίκον μαθήματα. Οι καπνοί έξω από το σπίτι τους περιόρισαν ακόμα και τις απλές βόλτες που τους έδιναν κάποιο αίσθημα απελευθέρωσης από την απομόνωση της πανδημίας. Στη Νέα Υόρκη ζούσαμε ένα φθινόπωρο που έμοιαζε αλλόκοτα σαν καλοκαίρι, ενώ σε όλο τον πλανήτη καταγράφηκαν οι υψηλότερες μέσες θερμοκρασίες ολόκληρης της ιστορίας—που, όπως επισημαίνουν οι επιστήμονες, θα έπρεπε να τις σκεφτόμαστε καλύτερα ως τις χαμηλότερες θερμοκρασίες ανάμεσα σε αυτές που θα ζήσουμε από δω και πέρα. Και για να συμπληρωθεί η εικόνα του εφιάλτη, οι ΗΠΑ βρίσκονταν σε προεκλογικό αναβρασμό, ενώ ο ρατσιστής, μισογύνης, ομοφοβικός (ανάμεσα σε άλλα) πρόεδρός μας εξήγγελλε ανοιχτά την επίθεσή του απέναντι στις δημοκρατικές διαδικασίες, μείωνε τη σοβαρότητα της πανδημίας (τη στιγμή που ο ίδιος αρρώσταινε και ο Λευκός Οίκος γινόταν πηγή δεκάδων κρουσμάτων), και συνέχιζε την καταπάτηση προστατευόμενων περιοχών και τη ραγδαία χαλάρωση των ρυθμίσεων που αφορούν το περιβάλλον.


Σε μια φάση που το άγχος μου χτύπησε κόκκινο, αποφάσισα να αλλάξω πλώρη. Έκλεισα το ίντερνετ, υποσχέθηκα στον εαυτό μου να μην διαβάζω ειδήσεις μέχρι να συνέλθω, και αναζήτησα καταφύγιο σε έναν τόπο στον οποίο έχω στραφεί πολλές φορές για παρηγοριά: στον ποιητικό κόσμο της Ελένης Βακαλό, και πιο συγκεκριμένα σε εκείνα τα μαγικά έξι μακροσκελή ποιήματα που αποτελούν τη σειρά Πριν από τον λυρισμό. «Κατέφυγα στα απρόσιτα όπως λαός εν διωγμώ», όπως γράφει η ίδια η Βακαλό στο Η έννοια των τυφλών (1962).

Να στρέφεται κανείς στην πυκνή, δύσκολη γραφή της Βακαλό μπορεί να μοιάζει ως περίεργη κίνηση για κάποιον που ήδη βιώνει καταστάσεις άγχους και ταραχής, αλλά εδώ και είκοσι χρόνια —σχεδόν τη μισή ζωή μου— αυτά τα έξι ποιήματα μου έχουν σταθεί χώρος καταφυγής. Συνάντησα την ποίηση της Βακαλό για πρώτη φορά ως φοιτήτρια. Ήμουν αρχάρια μαθήτρια της ελληνικής γλώσσας, μια ντροπαλή κοπέλα που ένιωθε πιο άνετα με τα βιβλία παρά με τους ανθρώπους. Το Πανεπιστήμιο Πρίνστον, όπου φοιτούσα —και όπου είμαι τώρα καθηγήτρια—κατέχει στη βιβλιοθήκη του μια εκπληκτική συλλογή χειρογράφων Νεοελλήνων συγγραφέων. Συχνά περνούσα απογεύματα στο αναγνωστήριο της βιβλιοθήκης, εξερευνώντας τα χαρτιά Ελλήνων ποιητών που τα ονόματά τους μου ήταν καινούργια και τα έργα τους ακόμα άγνωστα και δυσανάγνωστα. Τα χειρόγραφα της Βακαλό με μάγεψαν από την πρώτη στιγμή και με την πρώτη ματιά: τα διάφορα μελάνια (μαύρο, μπλε, κόκκινο, πράσινο), τα φυλλάδια όπου είχε κολλήσει —κυριολεκτικά, με κόλλα— χαρτάκια με στίχους σε περίεργες διατάξεις στην κάθε σελίδα, το περίεργο δερματόδετο βιβλίο, δώρο στον άνδρα της, που περιέχει τρεις μορφές του ίδιου ποιήματος, τυπωμένο, καθαρογραμμένο και δακτυλογραφημένο. Κατά κάποιον τρόπο, συνέχισα να μαθαίνω ελληνικά ώστε να μπορώ να διαβάζω εκείνη την ποίηση που μ’ είχε γοητέψει πρώτα σαν εικόνα, σαν αντικείμενο. Βέβαια, όταν είχα μάθει αρκετά ελληνικά ώστε να νιώθω πια πως πατούσα πάνω σε ασφαλές έδαφος με τη γλώσσα, η δύσκολη σύνταξη και γραμματική της Βακαλό ήρθαν σαν σεισμός να με ταράξουν και πάλι.


Εκείνη η ταραχή όμως ήταν για μένα πρόσκληση, όχι αποτροπή. Μερικά χρόνια αργότερα, έβαλα σκοπό να μεταφράσω τα έξι μακροσκελή ποιήματα που συμπεριλαμβάνονται στη σειρά Πριν από το λυρισμό: Το δάσος (1954), «Φυτική αγωγή» (το μοναδικό ποίημα στη σειρά που δεν αποτελεί βιβλίο από μόνο του, αλλά πρωτοεμφανίστηκε στην συλλογή Τοιχογραφία, 1956), Ημερολόγιο της ηλικίας (1958), Περιγραφή του σώματος (1959), Η έννοια των τυφλών (1962), και Ο τρόπος να κινδυνεύουμε (1966). Μου πήρε δέκα χρόνια. Η μετάφραση ήταν πρόσχημα για να περιπλανιέμαι αργά στον περίεργο κόσμο της Βακαλό, να αφήνομαι στα ρεύματα της γλώσσας της, να βλέπω τη σχέση μου τόσο με την ελληνική όσο και με την αγγλική γλώσσα να αλλάζει, να τεντώνεται και να μεταμορφώνεται, να γίνεται ανοίκεια. Επέστρεφα στα ποιήματα ξανά και ξανά όχι μόνο επειδή δυσκολευόμουν να γράψω αγγλικές εκδοχές, αλλά επειδή μου πρόσφεραν έναν χώρο ήσυχο και στοχαστικό, όλο δικό μου, μακριά από τον υπόλοιπο κόσμο. Σαν γενικός κανόνας η μετάφραση είναι μοναχική απασχόληση. Και ενώ τα μεταγενέστερα έργα της Βακαλό —Γενεαλογία (1971), Του Κόσμου (1978), Οι παλάβρες της κυρά Ροδαλίνας (1984) και Γεγονότα και ιστορίες της κυρά Ροδαλίνας (1990)— παρουσιάζουν ένα ανθρώπινο, κοινωνικό δίχτυ ιστοριών και πράξεων, εκείνα τα πρώτα έξι ποιήματα δείχνουν περισσότερη αφοσίωση στις δραστηριότητες και συνήθειες των φυτών, των πουλιών, των θαλάσσιων πλασμάτων. Πλέκουν μια ποιητική τοπογραφία που, εκείνη την εβδομάδα του Οκτώβρη, όταν κατέβασα από τα ράφια μου τα ποιήματα, θεώρησα ότι θα μου προσφέρει και πάλι ασφάλεια και άσυλο από τις ανθρωπογενείς καταστροφές και συμφορές.

Αλλά μέσα στον αναβρασμό του 2020, βρήκα ακόμα και τη Βακαλό αλλαγμένη — ή μάλλον είχα αλλάξει εγώ ως αναγνώστρια. Ξαφνικά είδα το Πριν από το λυρισμό όχι ως ασφαλή χώρο μακριά από τα καπρίτσια του ανθρώπινου είδους, αλλά ως διαπεραστική πρόβλεψη της υπαρξιακής κρίσης και της κλιματικής αλλαγής την οποία αντιμετωπίζουμε τώρα πια στην καθημερινότητά μας. Διαβάζοντάς τα τώρα, διακρίνω σ’ αυτά τα έξι συνδεδεμένα βιβλία μια σταδιακή αφήγηση που ιχνογραφεί τη σύγκρουση μεταξύ ανθρώπων και του υπόλοιπου φυσικού κόσμου, μια αφήγηση που υποδηλώνει την απόλυτη καταστροφή που προκύπτει από την καταπάτηση του υπόλοιπου πλανήτη από μια συνεχώς επεκτεινόμενη ανθρωπότητα, ενός πλανήτη τρομακτικά εύθραυστου μα συγχρόνως και τρομακτικά ανθεκτικού. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι ερμηνεύω το έργο της Βακαλό αναχρονιστικά, βλέποντας στην ποίησή της ανησυχίες για την καταστροφή της φύσης που μόνο πρόσφατα έχουν τραβήξει την προσοχή μας. Αντιθέτως, υποστηρίζω ότι η ποίηση της Βακαλό μεταφέρει με διαφορετικούς όρους την ίδια προειδοποίηση που βλέπουμε και ακούμε όχι μόνο από επιστήμονες αλλά και από τον κόσμο γύρω μας εδώ και δεκαετίες, μα που αρνούμαστε πεισματικά να ακούσουμε. Και ίσως η μαγνητική έλξη που νιώθω μπροστά στο Πριν από το λυρισμό δεν είναι τελικά η έλξη της παρηγοριάς ή του καταφυγίου, αλλά η βαθιά γνώση της αδιαιρετότητας του φυσικού κόσμου που αντικατοπτρίζονται σε αυτά τα αλληλένδετα ποιήματα. Η ποιητική οικολογία της Βακαλό αμφισβητεί τη νεοφιλελεύθερη έννοια της αειφορίας και της αειφόρου ανάπτυξης, και παρουσιάζει αντί αυτής μια ριζικά διαφορετική μορφή οικολογικής σκέψης.

Σε ένα κείμενο για την οικοποιητική των πειραματικών ποιητών Maggie O’Sullivan και Allen Fisher, η Molly Bloomfield επισημάνει πως ο λόγος της αειφορίας παρουσιάζει το περιβάλλον ως «θρεπτικό υπόβαθρο για τις ανθρώπινες κοινωνίες, μια αποθήκη για να καλύψει τις ανάγκες των σημερινών και των μελλοντικών (ανθρώπινων) γενεών, και ένα σύνολο πόρων πάνω στους οποίους η τεχνολογία και η κοινωνία μπορούν να δράσουν για να επεκτείνουν τους ‘περιορισμούς’ των διαθέσιμων αποθεμάτων» —έτσι ώστε, βέβαια, να προφυλαχθεί και να συνεχιστεί το σύστημα του όψιμου καπιταλισμού (23). Η οικολογική στάση των ποιητών που ερευνά η Bloomfield παίρνει τη μορφή ποιητικών στρατηγικών που «αποκεντρώνουν ή αναστατώνουν την προνομιακή σταθερότητα των λυρικών ή αφηγηματικών προσώπων». Στα έργα αυτά «δεν υπάρχει έντονος διαχωρισμός φιγούρας και φόντου, ούτε κάποια αναπαράσταση ενός ξεχωριστού ‘σώματος’ που κατοικεί μέσα σε ένα περιβάλλον· αντί να λειτουργεί ως φόντο ή ως περιβάλλον μέσο ή ως ένα σύνολο πόρων που πρέπει να διαχειρίζονται προσεκτικά, το ‘περιβάλλον’ είναι το ίδιο το υλικό του ‘σώματος’» (25). Το ανθρώπινο σώμα, δηλαδή, είναι μέρος ενός φυσικού κόσμου που χαρακτηρίζεται τόσο από συναναστροφή και συνεργασία όσο και από σύγκρουση και ανταγωνισμό (25).

Αυτά τα λόγια θα μπορούσαν κάλλιστα να αναφέρονται στο Πριν από το λυρισμό, ξεκινώντας με τις πρώτες γραμμές του πρώτου ποιήματος, Το δάσος (1954):

Το σχήμα του δάσους έχει
Το σχήμα μιας μέδουσας
Που την πιάνεις στα χέρια σου και γλιστράει
Όταν τη βγάλει έξω
Το κύμα
Αυτό γίνεται ίσως
Γιατί
Σαλεύει
Χωρίς
Ν’ ανοίγει αμμουδιές
Που είναι άσπρες
Και γυαλίζουν οι φρέσκες
Ενώ οι άλλες
Ολόασπρες
Θα βρεις και κόκκαλα από πνιγμένους (11)

Όπως στα έργα που περιγράφει η Bloomfield, έτσι κι εδώ λείπει ο διαχωρισμός φιγούρας και φόντου. Η μια φιγούρα μεταμορφώνεται στην επόμενη, ή βγαίνει από την προηγούμενη· το δάσος παίρνει τη μεταβαλλόμενη, άπιαστη μορφή της μέδουσας· δεν συναντάμε ολόκληρο ανθρώπινο σώμα αλλά δυο απομονωμένα χέρια, και το μόνο άτομο που αναφέρεται δεν είναι το λυρικό «εγώ» αλλά ένα αφηρημένο, υποθετικό δεύτερο πρόσωπο. Έχω γράψει κι αλλού για την ιδιαίτερη χρήση της μετοχής και του δεύτερου προσώπου στην ποίηση της Βακαλό —που, δανειζόμενη πάλι τα λόγια της Bloomfield, «αποκεντρώνουν ή αναστατώνουν την προνομιακή σταθερότητα των λυρικών ή αφηγηματικών προσώπων». Ακόμα και η χρήση του πρώτου προσώπου δεν μας προσφέρει αναγνωρίσιμα υποκείμενα: τα «εγώ» στο Πριν από τον λυρισμό είναι απλώς στοιχεία ενός ασταθούς, πολυμορφικού κόσμου. Οι ομιλητές ή ομιλήτριες της Βακαλό δεν έχουν συγκεκριμένα σώματα που κατοικούν σε συγκεκριμένα περιβάλλοντα, είναι φωνές που ανήκουν ή αντηχούν στο ίδιο το ευρύτερο περιβάλλον. Στη σκηνή που ανέφερα, η μόνη ανθρώπινη παρουσία βρίσκεται στα σπαρμένα κόκκαλα που ενσωματώνονται στο φυσικό ύφασμα ζωής και κίνησης, θανάτου και αποσύνθεσης.
Σε αυτό το πρώιμο ποίημα όμως, η ανθρώπινη παρουσία είναι πολύ περισσότερο από δευτερεύουσα σκέψη. Αντίθετα, Το δάσος κάνει εμφανή τη σύγκρουση του φυσικού περιβάλλοντος με τον κοινωνικό κόσμο του ανθρώπινου είδους. Οι άνθρωποι στο ποίημα λένε ψέματα, κρύβουν την αλήθεια, παρακολουθούν κρυφά τις κουβέντες των άλλων, στήνουν παγίδες στο δάσος για τα άγρια ζώα, βλέπουν τον κόσμο μέσα από ψεύτικα μάτια, συζητούν ανόητα θέματα όπως καπέλα, τα οποία στολίζουν με τα φτερά νεκρών πουλιών. Το δάσος εν τω μεταξύ είναι τόπος φόβου που φέρει τα σημάδια βίαιων ανθρώπινων επεμβάσεων:

Η ώρα περνάει
Και στο ξέφωτο πληθαίνει η σκιά
[…]
Λοξή πρώτα
Τους κορμούς που ορίζουν τον κύκλο δεξιά
Χωρίζει
Καθώς αν πριονίζανε δυο ξυλοκόποι
Το δέντρο με θόρυβο θα έπεφτε
Στη γη
Αργότερα από τον ένα στον άλλο κορμό γυρνώντας
Αγγίζει για λίγο τα δέντρα της άλλης πλευράς
Για να βουλιάξουν μες στο σκοτάδι ύστερα
Όλα μαζί
Κείνη τη λίγη ώρα είναι που ακούς να κελαϊδούν τα πουλιά
Κι αυτά που λένε
Πως στα δάση τραγουδούν όλη τη μέρα τα πουλιά
Είναι ψέματα
Στα δάση βασιλεύει ο φόβος
Και τ’ αγρίμια
Το ίδιο όπως και τα πουλιά
Ξέρουνε να φοβούνται
Πριν γεννηθούν (19)

Οι ανθρώπινες δραστηριότητες παρουσιάζονται στο ποίημα ως πηγή φόβου, αιτία αυτής της σκιάς που ολοένα απλώνεται—και όπως υποδεικνύει το απόσπασμα που επέλεξα ως επιγραφή για το δικό μου κείμενο («Νύχτα προδίνουν οι άνθρωποι τους άλλους / Κι όταν αρχίσει / Να σε πνίγει / Το δάσος / Φωνάζεις / Σαν / Να μην είσαι / Στο δάσος»), αυτές οι δραστηριότητες, όταν αποκτούν καταστροφικές διαστάσεις, στρέφονται εναντίον μας, εναντίον του ίδιου του ανθρώπινου είδους. Αν συνεχίσουμε να πνίγουμε το δάσος, κάποια στιγμή θα πνιγούμε κι εμείς—ακριβώς επειδή είμαστε μέρος αυτού, ανήκουμε κι εμείς στο δάσος.

Πολλοί από μας μένουν σε πόλεις που βρίσκονται μακριά από τα δάση· τα περιποιημένα πάρκα όπου περπατάμε ή πάμε βόλτα το σκύλο είναι μόνο εξημερωμένα αντίτυπα μιας άγριας φύσης που έχουμε χάσει, «ομοιώματα δάσους», όπως τα διοράματα με τα βαλσαμωμένα ζώα που βρίσκουμε σε μουσεία φυσικής ιστορίας. Κι έτσι ξεχνάμε ότι τα πάρκα και τα αστικά τοπία είναι κι αυτά κομμάτια της φύσης, ότι κι εμείς κυβερνιόμαστε από τη μεγάλη, απρόβλεπτη αγριότητα του φυσικού κόσμου, και όταν υποφέρει το δάσος, αναπόφευκτα υποφέρουμε κι εμείς. Σε άλλο σημείο του ποιήματος που επίσης αναφέρεται στο θέμα της προδοσίας, η Βακαλό γράφει, «Κλαίω πάνω στο σώμα / ενός κοιμισμένου παιδιού / γιατί αισθάνομαι πως θα τον προδώσω / πριν να χαράξει η αυγή» (24). Πολύ πιθανόν η Βακαλό να μην είχε κατά νου την καταστροφή του περιβάλλοντος όταν έγραφε αυτές τις γραμμές. Αλλά εμένα, ως μητέρα ενός μικρού παιδιού γεννημένου σε έναν κόσμο όπου παραφυλάνε άγνωστοι και τρομεροί κίνδυνοι —αποτέλεσμα της αδράνειας και της απληστίας μας— μου είναι αδύνατον να διαβάζω αυτά τα λόγια χωρίς να σκέφτομαι την οργή της Γκρέτα Τούνμπεργκ όταν μιλούσε πρόσφατα στην Ειδική Σύνοδο των Ηνωμένων Εθνών για το περιβάλλον: «Μας προδώσατε. Αλλά οι νέοι αρχίζουν να βλέπουν την προδοσία σας. Τα μάτια όλων των μελλοντικών γενεών είναι στραμμένα πάνω σας κι αν αποφασίσετε να μας εγκαταλείψετε, εγώ σας το λέω, δεν θα σας συγχωρήσουμε ποτέ».

Αν Το δάσος μιλάει για την ανθρώπινη δύναμη που κάνει άλλα ζώα και πλάσματα της φύσης να φοβούνται και να υποτάσσονται — «Σχετικά προσθέτω στις αναμνήσεις μου πως είχα κάποτε ένα σκυλί. Σκεφτόμουνα πως δε θα ήτανε τίποτα πιο ωραίο απ’ το να είσαι σκυλί. Έτσι όπως τα χτυπάς κι υποτάσσονται» (25) — στο ποίημα «Φυτική αγωγή», το επόμενο στη σειρά Πριν από το λυρισμό, το φυτικό βασίλειο δείχνει τη δική του δύναμη να προσαρμοστεί, ακόμη και να ανταποδώσει ενάντια σε αυτές τις αδικίες και τις διαταραχές. Το ποίημα κατονομάζει «το πνεύμα… [ό]πως το εννοεί ο Ευρωπαϊκός πολιτισμός» ως «[την] κυριότερη διαφορά» ανάμεσα στους ανθρώπους και τα φυτά. Επίσης, παρουσιάζει τα φυτά ως «μονίμως επαναστατικά» πλάσματα που αλληλοϋποστηρίζονται, ως «τέρατα / με τεράστια πόδια» η «κίνηση» των οποίων, ενώ είναι «επιτόπια», εξακολουθεί να έχει την ικανότητα να αναστατώνει τις ανθρώπινες δομές:

Η αντοχή των φυτών με ξαφνιάζει
Μερικά με τη ρίζα περνούν προχωρώντας στα θεμέλια

Απ’ τον κήπο στο πλάι

Μια λεύκα μας φύτρωσε έτσι κι’ είναι τώρα μεγάλη

Τα φυτά δεν τα ορίζεις

Τα κλαδεύεις μονάχα όταν πρέπει

Τα φυτά που απλά τα νομίζουμε όλοι
(37)

Μπορεί να μοιάζει μικρή, ασήμαντη επανάσταση από την πλευρά μιας μεμονωμένης λεύκας—αλλά η συμβολική υπονόμευση των θεμελίων μιας τεχνητής δομής είναι σημαντική. Με άλλα λόγια, οι ευρύτερες συνέπειες αυτής της επαναστατικής πράξης είναι μεγάλες. Τα φυτά μπορούν να ανασηκωθούν ξανά από τις ρίζες που νομίζαμε νεκρές, να βγάλουν καινούρια φύλλα από ξερά κλαδιά: «Ίσως είναι γι’ αυτό που δεν ξέρεις τα φυτά αν πεθαίνουν στ’ αλήθεια» (37). Και αυτή η ανοίκεια επιμονή συνδέεται (στο απόσπασμα με τίτλο «Οι εποχές που αλλάζουν συνήθειες») με την κατάρρευση της ίδιας της ανθρωπότητας: το αίσθημα τρόμου που βιώνουμε όταν βλέπουμε «τα φυτά που απότομα ανοίγουνε απ’ τη μια μέρα στην άλλη» προκαλείται από το γεγονός ότι περιέχουν και «το σχήμα / των νεκρών μας σωμάτων» (38). Ζούμε τώρα αναμφισβήτητα σε «εποχές που αλλάζουν συνήθειες», και οι αλλαγές αυτές μας φέρνουν αντιμέτωπους όχι μόνο με το δικό μας θάνατο αλλά και με την εξαφάνιση του τρόπου ζωής μας, με την εξαφάνιση της ίδιας της ανθρωπότητας. Στο Η γη χωρίς εμάς (2008), ο Alan Weisman περιγράφει μια συναρπαστική περιοδεία σε ένα μετά-ανθρώπινο μέλλον, όπου τα ζώα, τα φυτά, και τα άλλα είδη της φύσης που θα επιβιώσουν από τις ανθρωπογενείς κρίσεις και καταστροφές, μετά την εξαφάνιση του δικού μας είδους εισβάλλουν και καταστρέφουν τις δικές μας δομές και υποδομές· η γη, όπως μας δείχνει ο Weisman, μπορεί κάλλιστα να συνεχίσει χωρίς εμάς, κι αυτή η σκέψη είναι συνάμα καθησυχαστική και τρομακτική.

Το Ημερολόγιο της ηλικίας (1956) περιέχει πολλά από τα θέματα που ήδη επισήμανα στα προηγούμενα ποιήματα. Βλέπουμε και πάλι την ανθεκτικότητα της φύσης, που συνεχώς μετατρέπει και ενσωματώνει υπολείμματα και συντρίμμια σε νέα ζωή και ανάπτυξη:

Έτσι τα περιστατικά θα συμβούν
Που αφήνοντας στρώματα ξένα
Όστρακα ασβεστώδη
Κομμάτια ξερά σφουγγαριών
Ίσως κλαδιά που έριξαν
Από πάνω περνώντας κουρασμένα πουλιά
Εισχωρούνε στην ένωση των ιστών
Πεθαμένοι στη θάλασσα οργανισμοί
Μεταξύ τους ενώνονται
Σχηματίζουν σπονδύλους από άδεια σπασμένα κοχύλια
Που περνούνε σε άλλα κλαδιά
Το αλάτι σωρεύεται
Στρίβοντας κοκκαλώνουν τα φύκια πριν να θριβούν
Το αποτύπωμα μένει
Ραβδώσεις λευκότερες τα πετρώματα αυτά διαπερνούν
Διογκώσεις, μένουν κενά
Φωλιάζουνε πάλι εκεί θαλάσσια ερπετά
Πεταλίδες
Και εκείνα τα κομμάτια τελευταία που κόλλησαν
Κινούνται ακόμη στις άκρες, μπρος πίσω, μες το νερό. (51)

Το θέμα της βίαιης επέμβασης των ανθρώπων στο φυσικό περιβάλλον επίσης διατηρεί μια χαμηλότονη παρουσία σε όλο τον τόμο, με κορύφωση στην «Παρένθεση της αράχνης», όπου κάποιος που αναφέρεται στο δεύτερο πρόσωπο σκοτώνει μια αράχνη που περπατάει στον τοίχο, μετατρέποντας έτσι «το αθώο στην πρόθεση». Όμως, αντί μιας κάθετης διάκρισης μεταξύ ανθρώπων και υπόλοιπου φυσικού κόσμου, στο Ημερολόγιο της ηλικίας τα ανθρώπινα λείψανα όσο και τα ερείπια των ανθρώπινων δημιουργιών ενσωματώνονται στο ευρύτερο φυσικό τοπίο· γίνονται ανακυκλώσιμο υλικό που μπορεί να χρησιμεύσει ως βάση για νέους οικότοπους ή νέες μορφές ζωής:

Έτσι σ’ αυτό το λασπερό τοπίο
Με πέτρες και χόρτα στην κοίτη που δεν στέκονται ορθά
Μ’ άλλο βάδισμα, σ’ άλλο χρόνο, συμπλέκονται
Των ανθρώπων που έμειναν τα μέλη
Όσα μέλη των ανθρώπων μείνανε αυτών

Βατράχια και φίδια
Κομμένα σκουλήκι που φυτρώνουν το άλλο σώμα τους
Σιγά-σιγά
Τα κρανία κι οι κνήμες
Μαυρισμένες όπου ο σκύλος τις δάγκωσε πιο παλιά. (46)

Στο Ημερολόγιο της ηλικίας, η φύση δεν είναι πλέον φοβισμένο θύμα της ανθρώπινης εξάπλωσης· αντιθέτως αντικαθιστά, επαναχρησιμοποιεί και μεταμορφώνει—με αφθονία και χαρά—τα θαμμένα ερείπια ανθρώπινων έργων, δίνοντάς τους καινούρια ζωή και χαρακτήρα. Αλλά ακόμα κι εδώ, σε ένα ποίημα που γιορτάζει την ανθεκτικότητα της φύσης, η Βακαλό συνεχίζει να αντιπαραβάλλει τον βραχύβιο, συνεχώς μεταβαλλόμενο χαρακτήρα των ζωντανών οργανισμών (π.χ. τα οστά πουλιών «διαλύονται γρήγορα», «Αφού όταν είναι μικρά τρώγοντας / Και στο στόμα σου λιώνουν») με την τρομακτική διάρκεια και αντοχή των ανθρωπογενών ερειπίων. Διαβάζοντας το 2020 αυτούς τους στίχους για τα απομεινάρια αρχαίων κατασκευών ως να είναι «από διάφορες εποχές αποκλεισμένοι κίνδυνοι», το μυαλό μου πάει αναπόφευκτα στις μάζες των πλαστικών απορριμμάτων που κατακλύζουν σήμερα τους ωκεανούς. Σχεδόν το ήμισυ των πλαστικών που βρίσκονται σήμερα στον πλανήτη κατασκευάστηκαν τα τελευταία 15 χρόνια, μετά το θάνατο της Βακαλό, αλλά για ακόμη μια φορά, η Βακαλό μοιάζει σαν «τραγωδός ανάμεσα στη σιωπή», υποδεικνύοντας ήδη από τη δεκαετία του 1950 τους μελλοντικούς κινδύνους που θα προέκυπταν από την εκτεταμένη άγνοια και αυταπάτη της ανθρώπινης κοινωνίας.

Εκ πρώτης όψεως, το Περιγραφή του σώματος δεν μοιάζει να υποστηρίζει την οικοκριτική μου ανάγνωση των ποιημάτων αυτών: περιγράφει ένα απομονωμένο σώμα σε κοντινό πλάνο, έξω από οποιοδήποτε φυσικό περιβάλλον, μια σύνθεση δέρματος και αισθήσεων που τη βλέπουμε σε στάσεις πόνου και ηδονής. Ωστόσο, μια πιο προσεκτική ανάγνωση με φέρνει και πάλι στην οικολογική σκέψη που μου φαίνεται πια βαθιά χαραγμένη στη γραφή της Βακαλό: το σώμα εδώ μεγαλώνει και εξαπλώνεται και έρχεται να συμβολίσει, ίσως, το συλλογικό σώμα της ανθρωπότητας, τόσο γεμάτο από τον δικό του «τρόπο της ηδονής» (63) ώστε να αγνοεί τη σχέση του με τον υπόλοιπο φυσικό κόσμο. Παραθέτω εδώ ένα απόσπασμα που μοιάζει με τον σκοτεινό καθρέφτη του αποσπάσματος από το Ημερολόγιο της ηλικίας που ανέφερα παραπάνω σχετικά με την ικανότητα της θαλάσσιας ζωής να ενσωματώνει και να αναμορφώνει:

Είναι μνημείο το σώμα που γέμισε
Στις φωλιές του
Τοπία έφερε χαλασμένα βουνά
Την άκουσε
Δεν την άκουσε τη φωνή του
Δεν ήξερε αν ήταν η δικιά του φωνή
Μικρό μαύρο χώμα που κάθησε
Σε κείνες που νόμισες κλειστές αμυχές
Κατοικημένο ευθύς
Αδύνατες άσπρες ρίζες
Αδιόρατες άσπρες που έρπαν ζωές
Άπλωναν κι έρπανε ως το μέρος μας
Ήταν η κίνηση σιγανή
Το σώμα έμοιαζε ακίνητο
[…]

Γύριζε
Ήταν τεράστιο
Είχε θεούς, κυνηγούς και αυγά ερπετών
Στραγγαλισμένα θηράματα που έπιαναν
Και τα άλλα που έτρεχαν μες τα δάση
Για να ‘ρθούν να τα πιάσουνε
Το σώμα είχε πληθύνει και δεν ήταν καλό (66)

Κατανοώ ότι η ανάγνωσή μου αυτού του αποσπάσματος ως περιγραφή της σταδιακής επιβολής της ανθρωπότητας σε όλη τη γη —μια εξέλιξη που μοιάζει φυσική επειδή κρατάει αιώνες, και μόνο τότε ξαφνικά γυρίζεις και είναι τεράστια, τερατώδης, απειλητική— μπορεί και πάλι να συνιστά παρερμηνεία της ποιητικής πρόθεσης της Βακαλό. Αλλά αυτή τη στιγμή, με τον κόσμο να καίγεται γύρω μας, είναι αδύνατον να διαβάσω την Βακαλό διαφορετικά, αδύνατον να μην ερμηνεύω το Περιγραφή του σώματος ως ποίημα που αποδίδει στο κάθε σώμα—«με απλά μέλη ορισμένα, ξανά αναπαυμένα» (67)—ένα βαθμό ατομικής ευθύνης. Το συλλογικό σώμα της ανθρωπότητας αποτελείται από εμάς, από τα ατομικά μας σώματα, και μπορούμε να επιλέξουμε να ακούσουμε ή να μην ακούσουμε τις φωνές μας, να κατανοήσουμε ή να αγνοήσουμε τον ρόλο που παίζουμε εμείς στην καταστροφή που γίνεται γύρω μας. Μπορούμε ανέμελα να καταβροχθίζουμε τα ερειπωμένα βουνά, να γεμίζουμε το σώμα μας μέχρι να σκάσουμε—ή μπορούμε να αναγνωρίσουμε τον κίνδυνο που προκύπτει όταν αφήνουμε το δικό μας είδος, και όλες τις δομές που το στεγάζουν και το υποστηρίζουν, να αναπτυχθεί και να πάρει τόσο μεγάλες και δυσανάλογες διαστάσεις. Κι αν αναγνωρίσουμε αυτόν τον κίνδυνο, έχουμε υποχρέωση να αλλάξουμε την καθημερινή μας ζωή, να αλλάξουμε τις συνήθειές μας, το πώς κατοικούμε το μικρό κομμάτι γης που μας φιλοξενεί, την προσωρινή φωλιά που έχουμε κάνει «δική μας».
Αλλά για να αναγνωρίσουμε αυτούς τους κινδύνους, θα πρέπει να αποφύγουμε την ηθελημένη τύφλωση που βρίσκουμε στο Η Έννοια των τυφλών. Αυτό είναι το πρώτο βιβλίο στη σειρά που εστιάζει στις πράξεις όχι μονωμένων ατόμων αλλά ομάδων που παρουσιάζονται να κουβαλάνε σημαίες και πανό, βαδίζοντας στη μάχη, πληγώνοντας ο ένας τον άλλον με πράξεις σκόπιμης και παράλογης σκληρότητας—και όλα αυτά μέσα σε έναν κόσμο που τον διαπερνούν πυρκαγιές, που σαρώνεται από οργισμένους ανέμους και κύματα. Αν υπάρχει ένα ποίημα της Βακαλό που περιγράφει την αποκαλυπτική καταστροφή του περιβάλλοντος, τότε είναι αυτό: «Κι ήταν ο αιώνας σε κόπο / Η περιδίνηση στάχτης και σκόνης / Τ’ αλάτι ξερό / Αρθρωμένοι σωροί το καθήμενο βάρος τους / Το βούλιαζαν αργά στον πηλό» (80). Σκελετοί ζώων και πουλιών, ελάφια που τρέχουν τρομαγμένα να σωθούν, «φωλιές και ψυχές πολλές μικρών ζώων» που «κλείνονταν στο χώμα», και η γη που υποφέρει από «κείνη τη ζέστη που φτεροκοπάει ο θάνατος / Κι ακόμη, δεν ξημέρωσε καλά καλά» (81). Τη στιγμή της γραφής, το 1962, ο όρος «υπερθέρμανση του πλανήτη» μόλις είχε εισαχθεί στο κοινό μας λεξιλόγιο, αν και βέβαια υπήρχε από παλιότερα η ανησυχία για τις καταστροφικές επιπτώσεις που θα μπορούσε να προκαλέσει η ανθρώπινη κοινωνία στον φυσικό κόσμο. Η αθροιστική καταστροφή του περιβάλλοντος και η κατάρρευση της κοινωνίας που παρουσιάζονται στο Η Έννοια των τυφλών, στο οποίο ο ήλιος έχει μαυρίσει και οι άνθρωποι συναντιούνται μόνο σε σύγκρουση, δίνει μια ζωντανή εικόνα του πιθανού αποτελέσματος της ρήξης μας με τον υπόλοιπο κόσμο.
Αν η σειρά Πριν από το λυρισμό αφηγείται την εμβάθυνση της ανισορροπίας μεταξύ του ανθρώπινου και του μη ανθρώπινου κόσμου, Ο τρόπος να κινδυνεύουμε, το τελευταίο ποίημα στη σειρά, μας παρέχει μια μικρή ανάσα ελπίδας και ανακούφισης. Μετά τη σύγκρουση που μοιάζει να οξύνεται κατά τη διάρκεια των ποιημάτων αυτών, το τελευταίο ποίημα στη σειρά μας εισάγει σε μια μετα-αποκαλυπτική τοπογραφία σχετικής ηρεμίας, στην οποία οι άνθρωποι επιστρέφουν σε μια πιο απλή, στοιχειώδη σχέση με το περιβάλλον:

Κατοικημένη που δεν είμαι ερημιά
Στη διασταύρωση των εντόμων
Και εκείνων απ’ τα πουλιά που όταν τρέφονται ανεβαίνουν και τα άλλα έρχονται με το γρήγορο γύρισμα χαμηλά
Ακούς. Των παλιών πληθυσμών οι προσκλήσεις
Είν’ οι οδοί σκοτεινοί, οι δίαυλοι που σίγουρα υπάρχουν
Την επίβλεψη για το έργο, για τη διάσωση των νερών
Από πόρους υπόγειους, περάσματα δύσκολα χτυπώντας τους βάτους
Ανακαλώ. Στο άγριό μου σώμα αναγκάζω, παρακαλώ
Τρυπημένο απ’ τον άνεμο των πουλιών όταν πέρασαν, φαγωμένο, γεμάτο διαβάσεις
Της επικοινωνίας μου με το νερό. (88)

Έτσι ξεκινά το ποίημα, όχι με μια προσπάθεια ελέγχου ή αλλαγής της υπόλοιπης φύσης από την πλευρά του ανθρώπου, αλλά με μια διάθεση να ακούσει, να θυμάται, να ανοίγεται και να δέχεται τη δική του θέση αδυναμίας και ευθραυστότητας. Και μπορεί ένας «ολόκληρος τρόμος χαμού [να] φουσκώνει τ’ ανέβασμα της ψυχής», αλλά αυτός ο τρόμος συναντά την παρηγοριά του φυσικού κόσμου: «Κι ήρθ’ η θάλασσα με το μέρος μου τότε / Μ’ αντάμωσε / Ήταν έτοιμη κοίτη στο σώμα μου ησυχία τώρα βαθειά» (88). Σε απόσπασμα με τίτλο «Το θαυμάσιο ψάρεμα», μια ομάδα ανθρώπων που φοράνε κουρέλια επιβιβάζονται σε μια σχεδία, και τα ψάρια έρχονται κοντά τους, σχεδόν προσφέροντας τον εαυτό τους ως τροφή, μια χειρονομία γενναιοδωρίας και αφθονίας που απουσιάζει από τα άλλα ποιήματα στη σειρά. Το Ο τρόπος να κινδυνεύουμε είναι γεμάτο μικρά θαύματα της φύσης, φύλλα που ξεπηδάνε την άνοιξη, ένα κλαδί που τρέμει με το βάρος του φωτός—και αντί να δούμε τη σκιά να πέφτει στους κορμούς των δέντρων σαν πριόνισμα ξυλοκόπων, «Τώρα είναι πια οι μισές κορφές τους καθώς τις κόβει το φως, κοπάδι σα να το βλέπεις μετέωρο αρνιών που έτσι σιγά και βόσκοντας προχωρούν» (95). Ο κόσμος που φαντάζεται εδώ η Βακαλό παρουσιάζει και μια μεγαλύτερη ισότητα ανάμεσα στα είδη: «Κι έχει μερίδιο του κόσμου / Το ένα που τρέχει, το άλλο που κελαϊδεί· / είναι γεμάτος ο κόσμος / Όπως θα ήθελα χωρίς να τρομάζω που πλέει ο νους / Νομίζω πως ό,τι θαυμάσιο κι αλλόκοτο πια δε θα μοιάζει, μπορεί εκεί να συμβεί» (96). Σε αυτόν τον μετα-αποκαλυπτικό κόσμο σχετικής ηρεμίας και απλότητας, «Μάθαινε έλεγα ο κόσμος στη μέση της πλάσης πως είναι πηγή ένας που σώζεται, γλυκειά ένας που σώζεται σταλιά αναπνοής» (99).
Το έργο της Βακαλό, σε αυτά τα πρώτα έξι βιβλία, προσφέρει αυτό που η Molly Bloomfield περιγράφει ως «οικολογικό λόγο εμπλεγμένης σωματικής και υλικής σχέσης»· η αφήγηση περνά όλα τα στάδια της οικολογικής κρίσης για να βγει στην άλλη άκρη με ανανεωμένη ελπίδα για μια καινούργια ενότητα. Είναι πολύ αργά πια—ίσως ήταν ήδη πολύ αργά στις δεκαετίες του 1950 και του 1960 όταν η Βακαλό έγραφε αυτά τα ποιήματα—για να αναιρέσουμε την ανεξέλεγκτη καταστροφή μεγάλου μέρους του πλανήτη μας. Αλλά δεν είναι αργά για να αλλάξουμε τη σχέση μας με τον κόσμο, να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε τον φυσικό κόσμο όχι ως σύνολο πόρων που πρέπει να σωθούν ώστε να σωθούμε εμείς—σύμφωνα με το νεοφιλελεύθερο λόγο της αειφορίας—αλλά ως έναν πυκνοϋφασμένο καμβά στον οποίο ανήκουμε κι εμείς, και μόνο υπό συγκεκριμένους όρους. Πάντα με γοήτευε η απίστευτα πυκνή και δύσκολη γλώσσα της Βακαλό, η οποία αντιστέκεται στην εύκολη ή γρήγορη ανάγνωση· αναστατώνει τη συνηθισμένη σύνταξη, υπονομεύει την αναμενόμενη σχέση αντικειμένου και υποκειμένου. Αλλά τώρα που επιστρέφω στο έργο της μετά από καιρό, και σε έναν κόσμο που κυριολεκτικά καίγεται, καταλαβαίνω τη βαθιά οικολογική συνείδηση αυτής της πειραματικής γραμματικής: η Βακαλό εκτοπίζει το ανθρώπινο μάτι και το ανθρώπινο εγώ από την κεντρική, κυρίαρχη θέση που τους δίνουν ο λυρισμός, ο ουμανισμός, κι ο Ευρωπαϊκός πολιτισμός εν γένει. Η Βακαλό μας καλεί να δούμε τον κόσμο και τον ρόλο μας μέσα σ’ αυτόν από μια άλλη προοπτική, να φανταστούμε τον εαυτό μας μικρό και περιθωριακό καθώς θυμόμαστε την απλότητα ενός χεριού που κόβει το νερό της θάλασσας σε απογευματινό μπάνιο, την υφή μιας προβιάς ανάμεσα στα δάχτυλά μας, το κελάηδισμα των πουλιών στα δέντρα, τη γραμμή φωτός και σκιάς που πέφτει στους κορμούς τους. Αυτή ίσως είναι η πιο σημαντική συνεισφορά της Βακαλό στα έξι αυτά ποιήματα: μας υπενθυμίζει ότι, ενώ φιλοξενούμαστε κι εμείς στο ευρύτερο φυσικό περιβάλλον δεν είμαστε αναπόσπαστο μέρος του. Η γη μπορεί πολύ εύκολα να συνεχίσει να υπάρχει και χωρίς εμάς, χωρίς ανθρώπινες κοινωνίες όπως τις ξέρουμε τώρα. Η στιγμή πριν από το λυρισμό μπορεί να οδηγήσει σε μια άλλη στιγμή μετά το λυρισμό—κι αν δεν τη δημιουργήσουμε εμείς εκείνη τη στιγμή, ο πλανήτης θα τη δημιουργήσει από μόνος του. Μόνο αλλάζοντας την προοπτική μας και κατανοώντας ότι είμαστε απλώς ένα στοιχείο της φύσης ανάμεσα σε πολλά, θα κερδίσουμε το δικαίωμα να παραμείνουμε σε αυτήν.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: