Ανδρέας Εμπειρίκος: Φωτογραφίες της Ελένης Βακαλό

Για την σχέση του πατέρα του με τη φωτογραφία και ειδικότερα για τις μερικές έξοχες φωτογραφίες-πορτραίτα της Ελένης Βακαλό και του ζεύγους Ελένης / Γιώργου Βακαλό μας μίλησε, δίνοντας γενναιόδωρα όλες τις πληροφορίες, ο Λεωνίδας Εμπειρίκος, γιος του Ανδρέα Εμπειρίκου και υπεύθυνος του αρχείου του.
Οι συγκεκριμένες φωτογραφίες ανήκουν όλες στην ίδια σειρά φωτογραφιών και στο ίδιο φιλμ με αύξοντα αριθμό 185 και με μηχανή [Zeiss] Contax III. Από όλη την σειρά των φωτογραφιών ο Ανδρέας Εμπειρίκος επέλεξε και στη συνέχεια δώρισε ως καλύτερες αυτές τις φωτογραφίες στο ζεύγος Βακαλό. Η λήψη έγινε το 1955 κατά τη διάρκεια επίσκεψης των Βακαλό στο σπίτι των φίλων τους Ανδρέα και Βιβίκας Εμπειρίκου, στην οδό Μονής Πετράκη 4, στην Αθήνα. Από τις φωτογραφίες αυτές, η φωτογραφία 001, πορτραίτο ¾ της Ελένης, έχει δημοσιευθεί το 2001 στον τόμο «Φωτοφράκτης». Οι φωτογραφίες του Ανδρέα Εμπειρίκου (επιμ. Γιάννης Σταθάτος, εκδ. Άγρα). Σύμφωνα με τον Λεωνίδα Εμπειρίκο ήταν συνήθης πρακτική του πατέρα του να φωτογραφίζει τους φίλους του όπου βρισκόταν, όπως για παράδειγμα, συχνά, στην Άνδρο, στη συνέχεια να εμφανίζει και να εκτυπώνει διπλά ή και τριπλά αντίγραφα και να τους τις χαρίζει. Φωτογραφίες φίλων του Εμπειρίκου υπάρχουν πάρα πολλές.

00 1 00 2 00 3 00 4 00 5 006

 

 

Ο Ανδρέας Εμπειρίκος φωτογράφιζε από πολύ νέος. Ωστόσο συστηματικός φωτογράφος έγινε μετά το 1951, όταν άφησε αναγκαστικά την ψυχανάλυση. Στο πεζό ποίημά του «Ο φωτοφράκτης» (1960) από την ποιητική συλλογή Οκτάνα το πάθος αυτό για τη φωτογραφία μεταπλάθεται σε ποίηση:


Οι ώρες μέσα απ’ τους ιριδισμούς και τα παιχνίδια ρέουν, όπως ανάμεσα στα πολυτρίχια τα διαυγή νερά. Και ο ρεμβασμός με τα κλειδιά του ανοίγει τους ορίζοντες, που απλώνουν και αδιακόπως μεγαλώνουν, σαν κύκλοι πέτρας που έπεσε σε επιφάνειαν αδιατάρακτη από πράξεις φθαρτές και νόθες.
Όρθρος η ώρα η πρώτη. Πίσω της, η λαγαρή πρωία, με δείκτες ρόδινους που γρήγορα (θα πω, ανέλπιστα σχεδόν) γυρίζουν και χρυσίζουν. Ένας φακός με απίστευτον φωτοφράκτη αρπάζει την πιο γοργή στιγμή και την απλώνει στην επιφάνεια μιας πλάκας λείας, ευαισθησίας εξαισίας.
Και τώρα που άνοιξε και έκλεισε ο φωτοφράκτης σαν μάτι αδέκαστο και συνελήφθη ο χρόνος, ο ρεμβασμός αυξάνει την ζωή και δίδει στην κάθε εικόνα την κίνησι και την ευελιξία που φέρνει από τα βάθη μιας πηγής (της ιδικής του) ζεστό το πιο κρυφό της νόημα. Και ιδού που μεταλλάσσει πλήρως την εικόνα· από μια στατική στιγμή (ας πούμε καρφωμένη) την μετατρέπει σε πολυκύμαντον χορόν ωρών και πλαστικών σωμάτων ευρυθμίας, σε οντοποίησιν απτήν και ασπαίρουσαν παντός οράματος, πάσης επιθυμίας.

Γλυφάδα, 10.7.1960

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: