Τα αποσιωπημένα ποιήματα της Ελένης Βακαλό

Με τον γιο της Μάνο (1946-2000)
Με τον γιο της Μάνο (1946-2000)

Με κριτήριο την πρώτη συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων της Ελένης Βακαλό Πριν από το λυρισμό (1981), αλλά και την οριστική μορφή της με την έκδοση της συγκεντρωτικής Το άλλο του πράγματος. Ποίηση 1954-1994 (1995), γίνεται αντιληπτή η εκδοτική βούλησή της, σύμφωνα με την οποία συμπεραίνουμε ότι οι τρεις πρώτες συλλογές της –Θέμα και παραλλαγές (1945), Αναμνήσεις από μια εφιαλτική πολιτεία (1948), Στη μορφή των θεωρημάτων (1951)–, καθώς επίσης και μέρος της πέμπτης συλλογής της Τοιχογραφία (1956), σιωπηρά αποκλείονται από τη συμπαράθεσή τους με το υπόλοιπο έργο της.[1] Η επιλογή της αυτή θα μας απασχολήσει στο παρόν κείμενο, όπου θα αναζητήσουμε και θα προτείνουμε τις πιθανές ερμηνείες της.
Η Ελένη Βακαλό πρωτοεμφανίζεται στα γράμματα το 1944 με τη δημοσίευση δεκαπέντε ποιημάτων της στο περιοδικό Τα Νέα Γράμματα[2] και δύο ακόμη στη δεκαπενθήμερη έκδοση του Πολιτιστικού Ομίλου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Ξεκίνημα.[3] Η πρώτη παρατήρηση είναι ότι ήδη από το 1945 που εκδόθηκε το πρώτο βιβλίο της –η συλλογή Θέμα και παραλλαγές– προβαίνει σε μερική αναδημοσίευση των ποιημάτων που προαναφέραμε, αποκλείοντας εκείνα που δεν ανταποκρίνονται στο υφολογικό κλίμα της συλλογής της. Συγκεκριμένα, στο βιβλίο της Θέμα και παραλλαγές συμπεριέλαβε μόνον έξι από τα ποιήματα που είχαν δημοσιευθεί στο περιοδικό Τα Νέα Γράμματα.[4]   
Ας δούμε, όμως, αναλυτικά τα περιεχόμενα των συλλογών: Η συλλογή Θέμα και παραλλαγές απαρτίζεται από τρεις ενότητες –«Άνθρωποι της Γης», «Ταξίδια», «Χρονικά»– και περιλαμβάνει τριάντα ποιήματα. Η συλλογή Αναμνήσεις από μια εφιαλτική πολιτεία απαρτίζεται από πέντε ενότητες –την ομότιτλη «Αναμνήσεις από μια εφιαλτική πολιτεία» και τις «Πόλις θανόντων», «Χορικό», «Τραγούδι των κρεμασμένων», «Ωδή στο γιο μου»– και περιλαμβάνει οκτώ εκτενή ποιήματα. Η συλλογή Στη μορφή των θεωρημάτων απαρτίζεται από τρεις ενότητες, από τις οποίες η πρώτη είναι άτιτλη και περιλαμβάνει τέσσερα ποιήματα, η δεύτερη φέρει τον τίτλο της συλλογής «Στη μορφή των θεωρημάτων» και η τρίτη τιτλοφορείται «Το σπίτι». Συνολικά περιλαμβάνει δεκαπέντε εκτενή ποιήματα. Η συλλογή Τοιχογραφία απαρτίζεται από τρεις ενότητες, από τις οποίες η πρώτη είναι άτιτλη και περιλαμβάνει πέντε ποιήματα, η δεύτερη φέρει τον τίτλο της συλλογής «Τοιχογραφία» και η τρίτη τιτλοφορείται «Φυσική αγωγή»[5].
Η άμεση επισήμανση είναι ότι η Βακαλό δημιουργεί ενότητες στις οποίες εντάσσει όσα ποιήματα συνεργάζονται στην κεντρική θεματική της και υποδεικνύει μια πρόθεση σύνθεσης. Επίσης, διαπιστώνουμε ότι οι συλλογές αυτές περιλαμβάνουν ένα μεγάλο αριθμό ποιημάτων που είτε πλήρως είτε μερικώς αναφέρονται στη «γυναικεία» θεματική υπό την έννοια των πολλαπλών αναφορών στην αίσθηση της θηλυκότητας, του ερωτισμού και της μητρότητας. Παράλληλα εντοπίζουμε συχνές αναφορές σε αρχαιόθεμα ποιήματα που διαχειρίζονται στοιχεία αρχαιογνωσίας είτε μεταφέροντας τη συμβολική τους υπόδειξη στα καθ’ ημάς είτε ανατρέποντας το περιεχόμενό τους. Η επισήμανση αυτή μάς οδηγεί αναγκαστικά στην παρακολούθηση συνολικά των δύο αυτών αξόνων και στη διαπίστωση ότι στο κυρίως έργο της, όπως αυτό διαμορφώνεται στη συγκεντρωτική έκδοσή της Το άλλο του πράγματος, απουσιάζει η στερεοτυπική θεματική της γυναίκας, ως προφανές μοτίβο, και έχει εξοβελιστεί κάθε ίχνος αναφοράς σε αρχαία ελληνικά πρόσωπα ή γεγονότα του μύθου ή της ιστορίας.
Ως προς τη γυναικεία οπτική, προσεγγίζοντας αναλυτικά την πρώτη συλλογή της, διαπιστώνουμε την έμφαση στην έννοια της θηλυκότητας και τη συσχέτισή της με τη γονιμότητα. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το τολμηρό προσκλητήριο προς όλες τις γυναίκες για την ανακάλυψη του σώματός τους και η επισήμανση ότι οι γυναίκες κατέχουν το μυστικό της γονιμότητάς τους, προτείνοντας μια υπέρβαση του παραδοσιακού, παθητικού ρόλου της γυναίκας, όπως λ.χ. στο ποίημα «Άνθρωποι της Γης Ι».[6] Η σημασία της μητρότητας και η ερωτική διάστασή της αναγνωρίζεται σε ποιήματα όπως το «Ώρα θηλάσματος». Παρατηρούμε και εδώ τη δραστική σχέση μητρότητας και ερωτισμού, που ισχυροποιεί την πεποίθησή μας ότι στην αντίληψη της Βακαλό επικρατεί η σύγχρονη οπτική της γυναίκας και η αυτονόμηση του αισθησιασμού της.[7] Παράλληλα, διαπιστώνουμε εκείνη την εκδοχή της γυναικείας υποταγής στη σιωπηλή συνουσία, που μας παραπέμπει σε μια στερεότυπη και ίσως αρχέγονη συνεύρεση. Η διαφορά, βέβαια, εντοπίζεται στο γεγονός ότι από την πλευρά της γυναίκας η ερωτική επιθυμία διατυπώνεται με ποιητική τόλμη, όπως λ.χ. στο ποίημα «Επιθυμίες».[8] 
Η δεύτερη ποιητική συλλογή της Βακαλό καταθέτει στο μεγαλύτερο μέρος της την εμπειρία του θανάτου, που απομνημονεύει, προφανώς, την περίοδο της Κατοχής και του Εμφυλίου, χωρίς ωστόσο να δηλώνεται άμεσα, καθώς στο επίκεντρο της ποιητικής αναπαράστασης βρίσκεται η ψυχολογική αποστροφή, η οποία προκύπτει από τον εφιάλτη του θανάτου που απλώνεται πάνω στην πόλη και παντού. Στο ποίημα «Χορικό», οι γυναίκες κλαίνε τα παιδιά τους και το μοιρολόι τους απευθύνεται και πάλι στις γυναίκες όπως δηλώνεται με τους καταληκτικούς στίχους του ποιήματος: «Κι άλλες γυναίκες σώπαιναν / Ν’ ακούνε». Οι γυναίκες καταφεύγουν στο θρήνο μέσα από μια μακρά παράδοση που τις θέτει εκτός των ανδρικών ρόλων, εκτός του πολέμου και της βίας, φρουρούς της ειρήνης και της εστίας. Η «Ωδή στο γιο μου»[9] είναι ένας ύμνος στην ύπαρξη και τη συνέχεια της ζωής μέσα από τη μητρότητα. Η μάνα αποδίδει στο γιο τις απαραίτητες ανδρικές ιδιότητες και του προσκομίζει τα φυλαχτά της απόλυτης αφοσίωσής της. Μ’ αυτόν τον τρόπο προσδίδει στην ύπαρξή του την προοπτική μιας άλλης, καλύτερης ζωής και τον προτρέπει: «Εσύ κατάματα να δεις το Μεγάλο Φόβο».
Στην τρίτη ποιητική συλλογή της, πλεονάζουν τα αρχαιόθεμα ποιήματα. Ήδη από τους τίτλους της πρώτης ενότητας –«Ιερός γάμος», «Ύμνος», «Σχεδίασμα για τον Νάρκισσο», «Κασσάνδρα»–[10] διαπιστώνουμε πως κινείται σε μια γραμμή διαχείρισης της αρχαιοελληνικής μνήμης. Οι μεθοδεύσεις της, ωστόσο, δεν αναπαράγουν στερεοτυπικά τα δοσμένα μοτίβα, αλλά λειτουργούν στη λογική του αναστοχασμού και της ελεύθερης ανάπλασης των συμβόλων. Ειδικά στο ποίημα «Κασσάνδρα» συμπυκνώνεται η θεματική της γυναικείας περιπέτειας και επικαιροποιείται η μυθική Κασσάνδρα με τη μετατροπή της σε ιστορικό πρόσωπο. Ο έρωτας, συντροφευμένος από το θάνατο, αλλά και ο θάνατος του έρωτα, διοχετεύεται μέσα από στίχους που προϋποθέτουν την προφητεία αλλά και την επαλήθευσή της. Στην περίπτωση της πέμπτης συλλογής της –Τοιχογραφία–, όπως ήδη έχουμε αναφέρει, απομονώνουμε τις δύο από τις τρεις ενότητες. Τα ποιήματα που δεσπόζουν στην πρώτη ενότητα φέρουν τίτλους όπως «Ο γυρισμός της Ιφιγένειας» και «Αντίνοος», χωρίς ωστόσο να πραγματεύονται με πειστικότητα τα αντίστοιχα θεματικά μοτίβα. Υπάρχει μια συνειδητή ανακατασκευή του μύθου και μια πραγμάτευση που σποραδικά μόνο υπενθυμίζει την προέλευσή της από την αρχαιοελληνική μυθολογική παρακαταθήκη. Ειδικότερα στο ποίημα «Ο γυρισμός της Ιφιγένειας», η Βακαλό διαχειρίζεται το μύθο μέσα από υποθετικά στοιχεία εξέλιξης της ιστόρισης, παρεμβάλλοντας τις παρουσίες της Ηλέκτρας αλλά και του Ορέστη.[11]

Η κριτική υποδοχή του έργου της Βακαλό, κυρίως της πρώτης περιόδου, επεσήμανε το γυναικείο προσανατολισμό της και τη θηλυκότητα που αποπνέει. «Η κ. Βακαλό τραγουδεί προπάντων την καρποφόρα γυναίκα που αφομοιώνεται με τη φύση, που γίνεται ένα στοιχείο της και μια δύναμή της (…)»,[12] σημειώνει ο Άλκης Θρύλος για τη συλλογή της Θέμα και παραλλαγές. Ανάλογη διατύπωση χρησιμοποιεί για την ίδια συλλογή ο Αιμίλιος Χουρμούζιος όταν γράφει ότι «κύριο, θαρρώ, θέμα είναι αυτή η συμβολική ταύτιση της γυναίκας με τη θηλυκιά γη, είναι αυτή η αδρή και γεμάτη χνώτο επαφή της ύλης, άνθρωπος με την ύλη-φύση, που συχνά προβάλλει σαν μοναδικό αισθητικό γεγονός το γόνιμο κράμα τους».[13] Ενώ μια αδημοσίευτη, τότε, κριτική του Μανόλη Αναγνωστάκη, γνωστή ωστόσο στη Βακαλό, υπερτονίζει σε όλα τα επίπεδα έκφρασης τη γυναικεία και αυστηρά προσωπική γραφή της: «Η Ελένη Βακαλό πετυχαίνει το μοναδικό – αυτό που ζητούμε από κάθε αληθινή ποιήτρια. Να κάνει ποίηση γυναίκεια, να μιλήσει με γλώσσα γυναίκεια, να δείξει πως αυτό που νιώθει το νιώθει σα γυναίκα είναι δικό της δεν είναι δανεισμένο απ’ αλλού, είναι με μια λέξη δική της, προσωπική δημιουργία. Αυτό το στοιχείο της θηλυκότητας εξουσιάζει την ποίησή της. Μια θηλυκότητα ζεστή, που ξεχύνεται ορμητική με αίμα νεανικό, αισιόδοξη, ατίθαση».[14]   
Παράλληλα, η επισήμανση του Αλέξανδρου Αργυρίου, ο οποίος εντοπίζει το ενδιαφέρον της Βακαλό σε ποιήματα με αρχαίο ελληνικό θέμα και ξεχωρίζει «για τη σύγχρονη αναφορά του κλασικού μύθου, αυστηρό και λιτό στους δραματικούς τόνους του» το ποίημα «Ο γυρισμός της Ιφιγένειας»,[15] είναι η πρώτη σχετική παρατήρηση και όσο γνωρίζω η μόνη. Το ζήτημα αυτό δεν φαίνεται να έχει συζητηθεί από την κριτική, καθώς το γεγονός ότι εγκαταλείπει τα αρχαιόθεμα ποιήματα στις επόμενες συλλογές της περνά σχεδόν απαρατήρητο. Ωστόσο, παραμένει ανοιχτό ερώτημα και αξίζει να αναζητηθεί ή έστω να προταθεί κάποια ερμηνεία ως προς αυτό το θέμα. Ο Αλέξανδρος Αργυρίου στην ίδια κριτική επεκτείνεται σε μια γενικότερη αποτίμηση του έργου της. Γράφει σχετικά: «Δεν καταλαβαίνω εκείνους που προτιμούν τα πρώτα βιβλία της Βακαλό από τα τελευταία.[16] Γιατί και αν ακόμη θεωρήσουμε τα τελευταία αποτυχημένα ως προς το τελικό αποτέλεσμα, αποκαλύπτουν μια ποιητική φύση όχι τυχαία, ένα βάθος ψυχισμού και μια ένταση ανεπανάληπτη. Τα πρώτα ποιήματα μπορεί να είχαν λυρικότητα και χάρη, έμεναν όμως το πολύ στην ευτυχή εντύπωση».[17]

Ήδη δύο χρόνια νωρίτερα, το 1954, ο Τάκης Σινόπουλος στην κριτική του για την τέταρτη συλλογή της Βακαλό επισημαίνει: «Περισσότερο εδώ παρά στην προηγούμενη εργασία της η ποιήτρια προσφέρει μια ποίηση ενάρξεως. Υπάρχει δηλαδή στο Δάσος μια ζώνη α-ποιητική, ο κόσμος της ποιήσεως πρόκειται να εμφανιστεί».[18] Με έμμεσο τρόπο αλλά σαφή, κατά την άποψή μου, η Νόρα Αναγνωστάκη, στο σημαντικό κείμενό της με το σημαδιακό τίτλο «Προοίμια στην ποίηση της Ελένης Βακαλό».[19] επιλέγει να ασχοληθεί και να παρουσιάσει μια συγκεντρωτική θεώρηση του ποιητικού έργου της Βακαλό περιορίζοντας την ανάλυσή της «στα τέσσερα τελευταία βιβλία της: Το δάσος, Τοιχογραφία, Ημερολόγια της ηλικίας, Περιγραφή του σώματος». Ωστόσο, αυτός ακριβώς ο «περιορισμός» που θέτει, αν και δεν επεξηγείται άμεσα, ορίζει συγχρόνως και ένα πλαίσιο αναφοράς που μπορεί να κατανοηθεί ακριβώς μέσα από τη διαφορετική ποιητική αντίληψη που διακρίνεται στο έργο της Βακαλό από Το δάσος και εξής και η οποία σηματοδοτεί μια νέα εκκίνηση. Με τη συλλογή Η έννοια των τυφλών (1962), η Βακαλό έχει κωδικοποιήσει την ποιητική της ορίζοντάς την ως ποίηση «Πριν από το λυρισμό», τίτλο τον οποίο θα χρησιμοποιήσει για να οργανώσει την πρώτη μορφή συγκεντρωτικής έκδοσης, το 1981.[20] Ο Αντρέας Καραντώνης, σχολιάζοντας την επιλογή αυτή, σημειώνει ότι «το πιο σωστό θα ήταν να έλεγε “μετά από το λυρισμό”», θεωρώντας την επιλογή της αυτή ως «ζήτημα σκηνοθεσίας».[21] 
Αντίθετα, η Βακαλό έχει ήδη προσδώσει σ’ αυτή την επιλογή τα χαρακτηριστικά μιας συγκεκριμένης άρνησης να προσδιορίζεται από τα γνωρίσματα της γυναικείας έκφρασης, όπως τουλάχιστον επικρατεί ως εκείνη τη στιγμή να θεωρείται και όπως και η ίδια φαίνεται να λειτούργησε στις πρώτες συλλογές της. Αν ο λυρισμός συνδέεται –και όσο συνδέεται– με την εξομολογητική γραφή και ως προς τη γυναικεία ταυτότητα χαρακτηρίζεται από την υπερβολική έκλυση συναισθήματος, η Βακαλό δεν σκηνοθετεί απλώς την άρνησή της απέναντι σ’ αυτά τα γνωρίσματα, αλλά κυριολεκτικά αποποιείται κάθε στοιχείο που θα μπορούσε να τη συγκαταριθμήσει στη χορεία αυτή της καθηλωμένης αντίληψης για τη γυναικεία έκφραση, καθώς και εν γένει της συναισθηματολογίας, χωρίς αυτό να σημαίνει πως αποποιείται την έμφυλη ταυτότητά της. Έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε τον τρόπο με τον οποίο η Βακαλό προαναγγέλλει την απομάκρυνσή της από τη σχετική θεματική όταν λ.χ. γράφει: «Αν δεν βρισκόμασταν σε μιαν εποχή που ο φόβος κυριαρχούσε –αίσθηση θηλυκιά– πιθανόν η ποιήτρια να στηριζόταν στο λυρικό στοιχείο περισσότερο, πιο σύμφωνο στην ιδιότητά της, η σύνθεση να μην της είναι φυσική.»[22] Επίσης, όταν αναφέρεται στην έννοια της εξομολόγησης με μεγαλύτερη σαφήνεια προσδιορίζει την ανάγκη να μιλήσει με όρους αμεσότητας και όχι με όρους κρυπτικούς ή υπαινικτικούς, για να καταλήξει ότι: «Αυτό το ποίημα / Είναι η τελευταία μου επαναστατική πράξη / Πριν υποκύψω / Στων αλλοφύλων τις συμβουλές».[23] Γεγονός που αποκαλύπτει, κατά την άποψή μου, την απόφαση της αλλαγής πλεύσης, αποτέλεσμα των συμβουλών των αλλοφύλων. Μήπως με τις συμβουλές των αλλοφύλων υπονοεί την τοποθέτηση της κριτικής που προσλάμβανε το έργο της αποκλειστικά στο πλαίσιο της γυναικείας θεματικής; Μήπως ο λυρισμός και η αποφυγή του δεν σχετίζεται μόνο με την πρόθεση σύνθεσης και την επιδιωκόμενη δραματικότητα, αλλά αποκαλύπτει και την ένταση που καταγράφει ο στίχος «Κατέφυγα στα απρόσιτα όπως λαός εν διωγμώ»;[24] Οι παραπάνω στίχοι θα μπορούσαν να αναγνωριστούν, κατά τη γνώμη μου, με όρους «δίωξης» των γυναικείων χαρακτηριστικών υπό την έννοια του εξωστρεφούς συναισθηματισμού, γεγονός που οδηγεί στην αναγκαστική αλλά εθελούσια επιλογή να καταπιέσει αυτές τις ιδιότητες, να υποκύψει στις εξωγενείς συμβουλές, να λειτουργήσει έκτοτε κρυπτικά, ακολουθώντας ωστόσο ένα δρόμο που θα την οδηγήσει βαθύτερα και θα της δώσει τη δυνατότητα να ανακαλύψει την καταφυγή στα «απρόσιτα».  
Σε συνέντευξή της,[25] η Βακαλό αναφέρεται στο ζήτημα του λυρισμού διευκρινίζοντας τη σχέση της και δίδοντας το ακριβές στίγμα της: «Δεν έχω τίποτε με το λυρισμό. Εκείνο που έχω είναι ότι ο λυρισμός έγινε ξαφνικά συνώνυμο του συναισθηματισμού. Αυτό είναι που με δαιμονίζει. Ή μάλλον όχι του συναισθηματισμού αλλά της συναισθηματολογίας. Αυτό νομίζω ότι ήταν η καταστροφή της ποίησης. Με τους αρχαίους λυρικούς όμως δεν έχω τίποτα, ίσα-ίσα. Γι’ αυτόν το λόγο είμαι πριν από το λυρισμό.»[26] Ενώ στην ίδια συνέντευξη ορίζει και τη σχέση της με τη γυναικεία έκφραση ως εξής: «Τα πρώτα-πρώτα ποιήματά μου ήταν καθαρά θηλυκά. Στη συνέχεια αυτό διαφοροποιήθηκε. Δεν γράφω θηλυκά θέματα. Και νευριάζω όταν ακούω να μιλάνε για γυναικεία γλώσσα. (…) Υπήρξε μια εποχή, η οποία ήταν περισσότερο ερωτική και συναισθηματική. Υπήρχε λοιπόν σε μια εποχή γυναικεία ποίηση.»[27] Η σύνδεση η οποία παρουσιάζεται με σαφήνεια συντελείται ανάμεσα στο ερωτικό-συναισθηματικό στοιχείο και την εκδοχή της γυναικείας ποίησης, που ανήκει σε μια περασμένη εποχή και στην οποία κι εκείνη αρχικά μετείχε. Αλλά είναι δηλωτική και μιας σαφέστατης αντίδρασης σε ό,τι θα μπορούσε να ορίσει την έμφυλη ταυτότητα με όρους θεματικών επιλογών ή γλωσσικής ιδιαιτερότητας. Συγχρόνως, όμως, υποστηρίζει ότι «ο θηλυκός άνθρωπος δεν είναι κεντρομόλος, έχει αυτή την αίσθηση της διάχυσης (…) είναι αντιπατριαρχικός άνθρωπος»[28] και υπό αυτή την έννοια αναγνωρίζει την ύπαρξη ή τη δυνατότητα να υπάρξει μια προσέγγιση στο έργο της με όρους ταυτότητας γένους. Οι διευκρινίσεις που δίδει η Βακαλό ως προς το θέμα του λυρισμού αλλά και της γυναικείας ποίησης μπορεί να καθοδηγήσει τη σκέψη μας και να αντιληφθούμε την επιλογή της να αφήσει τις πρώτες συλλογές της «κρυμμένες», «αποσιωπημένες», ή καλύτερα ξεχασμένες στα ράφια των βιβλιοθηκών, αλλά όχι αποκηρυγμένες. Αποτέλεσμα αυτής της πρακτικής είναι ο καθορισμός, έστω έμμεσα, μιας πρώτης περιόδου της ποιητικής της, την οποία συνειδητά εγκατέλειψε. Επίσης, η διασύνδεση στην οποία προβαίνει, έρωτας-συναισθηματισμός-λυρισμός, μας επιτρέπει να θεωρήσουμε ότι η εγκατάλειψη ή τροποποίηση της διαχείρισης αυτών των στοιχείων γίνεται όχι μόνο ως προς το λυρισμό αλλά και ως προς αυτήν ακριβώς την αντίληψη του έρωτα και του συναισθηματικού τρόπου έκφρασης που τη συνοδεύει.

Παραμένει ανοιχτό το θέμα της απουσίας ποιημάτων που συνδέουν την ποίησή της με την αρχαιοελληνική θεματική και στην πρώτη αλλά και στην τελική επιλογή της συγκεντρωτικής έκδοσής της Το άλλο του πράγματος, το 1995. Στο σημείο αυτό η πρότασή μου σχετίζεται με τις συνολικές μοντερνιστικές επιλογές της, που ωστόσο παρακάμπτουν τον υπερρεαλισμό. Οι επιλογές της συγχρόνως αρνούνται την επαφή με την παράδοση της γενιάς του ’30 και τα ιδεολογικά συμφραζόμενα του ελληνοκεντρισμού· αρνούνται επίσης τη σχέση με τον ευρωπαϊκό πολιτισμό: «Μιλάω πάνω σ’ αυτό το θέμα επειδή θέλω να είμαι / Εναντίον: / Του χιούμορ / Της χάρης / Της προσωπικής συνέπειας / Του πνεύματος / Όπως το εννοεί ο Ευρωπαϊκός πολιτισμός / Αυτή είναι με τα φυτά η κυριότερη διαφορά μας.»[29] Τα αρχαιόθεμα ποιήματα προσφέρουν το ιδεολογικό στίγμα τους με έμφαση στην ελληνικότητα και συνδέονται με την παράδοση του κλασικισμού. Η αναδίπλωση της θεματικής αυτής στη γενιά του ’30 δεν αποκλείει την επαναδιαπραγμάτευση των γνωστών συμβόλων, όπως λ.χ. βλέπουμε να κάνει ο Σεφέρης, αλλά δεν εγκαταλείπει ολοσχερώς τη σύνδεση της αρχαιότητας με τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Η άρνηση της Βακαλό, ωστόσο, δεν ακολουθείται από μια εμφανή, τουλάχιστον, προσχώρηση σε ένα άλλο ιδεολογικό σχήμα, παρά μόνο σε μια έκφραση εξπρεσιονιστικής υφής, που αποκλείει τα έτοιμα μοντέλα σκέψης, ενώ επιδιώκει να κατασκευάσει το ποίημα αποσύροντας τους υποκειμενισμούς και αναδεικνύοντας τα πρωτογενή υλικά – τις λέξεις και τις ποικίλες συνδυαστικές σχέσεις τους. Θεωρώ, λοιπόν, πως η απομάκρυνσή της από ποιήματα που υπενθυμίζουν μεθοδεύσεις ιδεολογικά προσανατολισμένες στην ελληνο-ευρωπαϊκή γραμμή συγκρούονται με τους κατασκευαστικούς όρους με τους οποίους συνειδητά επιλέγει να εργαστεί. Στο ποιητικό εργαστήρι της, η Βακαλό καταστρώνει το ποίημα-πράγμα αποκλειστικά από τα δικά της υλικά, υπερβαίνοντας ομαδοποιήσεις και έμμεσα καταγγέλλοντας κάθε μορφή φορμαλιστικού εγκλωβισμού.


Αναδημοσίευση από το βιβλίο Ο λόγος της παρουσίας – Τιμητικός τόμος για τον Παν. Μουλλά, Σοκόλης 2005, σσ. 363-374.

Παράρτημα


1. ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΗΣ ΓΗΣ

Ελάτε όλες μαζί ν’ αγκαλιαστούμε στεγνά σ’ ένα σώμα
Να λικνίσομε τ’ αγόρια μας στα στρογγυλά μας γόνατα
Να τους πούμε ένα νανούρισμα απ’ τη γαλάζια και άσπρη πηγή
Της θηλυκότητάς μας
Εμείς που σαν κλείνουν τα μάτια τους ν’ αναπαυτούνε
Γνωρίζομε πιο βαθιά πιο μυστικά τον καρπό της σποράς τους
Της μάνας γης η ανάσα χτυπάει στον ίδιο ρυθμό της καρδιάς μας
Κι η άσπρη μας κοιλιά όμοια ιερή σαλεύει με τους σκοτεινούς χυμούς
Της γονιμότητάς της

Ελένη Βακαλό, Θέμα και παραλλαγές, Ίκαρος 1945, σ. 12


2. ΩΡΑ ΘΗΛΑΣΜΑΤΟΣ

– Το στήθος της λάμπει σαν άστρο
– Είν’ η φωνή του
Τραχειά και ανυπόμονη
Όπως με πήρε την πρώτη νύχτα
Στην αγκαλιά του
Τα βλέφαρά της
– Δεμένος με το σώμα μου
Αποκοιμήθηκε
Και γω χάιδεψα τα μαλλιά του
– Μυρίζει κανέλα και φρέσκο άχυρο
Πότε περνάν τα σαράντα;
– Η γλύκα που σώνεται
Σα να με θήλαζε πρώτη φορά
Το παιδί μου

Aυτ., σ. 18


3. ΕΠΙΘΥΜΙΕΣ

Τη νύχτα
Που κυλάνε στους ώμους
Λυμένοι σπασμοί
Σε ήθελα
Να χαϊδέψεις
Με βλέφαρα γυμνά
Το κορμί μου
Σκοτεινός και βουβός
Να σαρώνεις τον άνεμο
Και να ’ρχεσαι
Βαρύς σα σιωπή
Κι απλά
Θα σε δεχτώ

Aυτ., σ. 21


4. ΩΔΗ ΣΤΟ ΓΙΟ ΜΟΥ

(απόσπασμα)

Κι εσύ που είσαι γιος παλικαριών
Μην πεις τον άνεμο άκαρδο
Να μη βογγήξεις
Μόνε στο ριζολαίμι σου ας δέσει κόμπο μαύρο
Ο αντρίκιος σου σφυγμός.
Σαν ένας κάπρος με άσπρο δόντι θα χύνεσαι
Και θα σε κυκλώνουν οι κυνηγοί με όλες τις προσεχτικές
Μικρόπνοες σιγανοπερπατησιές
Και τις ενέδρες
Και τ’ άλλα τερτίπια αυτού του κυνηγιού
Που βάζει μπρος το σκύλο να μυρίζει
Εσύ κατάματα να δεις το Μεγάλο Φόβο
Αυτόν που τρέμει στα βαθιά νερά και δεν έχει ντροπή
Γιατί στα σπλάχνα μου απ’ τη γέννα σου ριζώνει.
Γι’ αυτό σε λέω μικρό φτερό χελιδονιού κι αυγερινέ μου
Γι’ αυτό μαζεύω αλυγαριές και κούμαρα για να σου στρώσω
Πλένω τα πόδια σου μ’ ανθό χαμομηλιού
Έχω πάν’ απ’ την κούνια σου δεμένη την καρδιά μου
Με μια κορδέλα θαλασσιά, γιε μου, να σε φυλάει.

Θα ’ρθεί μια μέρα να σκαλίξομε
Στους πέντε ανέμους
Τα κορμιά μας
Θα ξεπλυθούν οι πολιτείες με θάλασσα
Κι απ’ το βουνό η πανσέληνο θ’ ανατείλει

Ελένη Βακαλό, Αναμνήσεις από μια εφιαλτική πολιτεία, Αθήνα 1948, σ. 56-57


5. ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
(απόσπασμα)


Ανεβασμένη στο πιο ψηλό τείχος της Τροίας
Είμαι νεκρή

Απ’ τη ζώνη το πουλί του θανάτου μου
Στον κατάλευκο ήλιο
Με τα χέρια αγωνίας
Πώς γεννώντας παιδί απ’ τα σπλάχνα σου
Τον αιμάτινο λώρο τραβά
Έτσι κυκλώνει την ορθή του φτερούγα
Την άλλη στο χώμα σέρνοντας
Το πικρό μου πουλί

Η Κασσάνδρα είναι το τραγικότερο πρόσωπο της ιστορίας κατόπιν εμού. Διότι εγώ μεν κρατώ στα χέρια μου μια πέτρα σε σχήμα περιστεριού ενώ εκείνη προσέφερε σφαγμένας έστω αχνίζουσας περιστεράς.
Σε κάποιο βωμό

[…] Η μοίρα
Ω άμοιρη Τροία
Του έρωτα
Των
Γυρισμών

Καρφώνει
Τα σώματα
Τα σώματα
Στις αμμουδιές
Των νεκρών

Να λυθεί απ’ της μήτρας το δέσιμο
Στην κορφή
Διπλοστήθη βουνού

Μα εμείς
Ποιον άλλον είχαμε να πιστέψομε
Παρ’ αυτήν
Την ανελέητη μάντιδα
Που γυρνώντας
Στις όχθες των ποταμών
Κάθε νύχτα
Φώναζε
«Πυρκαϊά γρηγορείτε»
Ενώ το βήμα του αγροφύλακα
Που περνούσε
Τυλιγμένος σ’ ένα άσπρο μανδύα
Για να αποφύγει τη σκιά του
Στα χιόνια των οδών
Μας ξυπνούσε

Στεκόμαστε στο παράθυρο για να δούμε
Που οι γερανοί
Κατεβαίνουν αργά

Στης ημέρας τη φλέβα ψηλότερα
Ανεβάζουν χυμοί
Εϊά
Των Ελλήνων ορδές
Ξανθομάλληδες
Χιόνων
Καταλυτές

Πιο βαθιά απ’ τη ρίζα ευκάλυπτου
Στου σπιτιού τα θεμέλια
Κυκλοσέρνει τη μάντισσα δύναμη
Η γυναίκεια μου έγνοια […]

Ελένη Βακαλό, Στη μορφή των θεωρημάτων, Αθήνα 1951, σ. 27-30


6. Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΙΦΙΓΕΝΕΙΑΣ

Όταν στ’ ανάκτορα βρέθηκε νεκρή, χωρίς σημεία να δείχνουνε ότι ο θάνατος δεν ήταν φυσικός, Ιφιγένεια, που είχε επιστρέψει, μας έκανε εντύπωση ότι δεν ζήτησε στις υποψίες μας να αρνηθεί (Αποσπάσματα απ’ την κατάθεση)


Μου στάθηκε περίεργο σαν είδα τη ρυτίδα
Δίπλα στο στόμα της Ηλέκτρας
Τη ρώτησα
Πέρασε λοιπόν από το φόνο τόσος καιρός
«Έχω έτοιμα τα νομίσματα, μου λέει, μόνο μη μου το πεις
Τώρα έτσι θυμούνται ή ξεχνούν»
Κι έλυνε με βία τα παπουτσάκια της τα παιδικά
«Θέλω να μου τα βάλεις, λέει
Εγώ μόνο προσπάθησα να δοκιμάσω αν μ’ αγαπούν»

Και τους έδειχνε τον Ορέστη να φεύγει
Καθώς στο πλακόστρωτο μεγάλωναν ολοένα
Τα βρεγμένα του πέλματα
Όσο εκείνος γινότανε πιο μικρός

Το θέμα δεν είναι η επιστροφή
Η οριστική αναγνώριση
Που μας έφερε ως εδώ

Σ’ αυτό το σημείο η Ιφιγένεια, ενώ εμείς περιμέναμε να κλείσομε πια, ανεβάζοντας τα χέρια στο στήθος της προχώρησε ως το παράθυρο που ακούγονταν η βοή της γιορτής

Κόρες του βασιλιά
Κόρες του βασιλιά

Στο μέρος της καρδιάς μου ακούμπησα
Για να επιτύχω ένα αποτέλεσμα οριστικό
Το ξίφος δεν είχε λαβή

Μπορώ ακόμη να κερδίσω καιρό

Ελένη Βακαλό, Τοιχογραφία, Αθήνα 1956, σ. 18-20

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: