Η Μάτση της ζωής

Η Μάτση με τον Κορνήλιο Καστοριάδη στο Παρίσι (1957-58)
Η Μάτση με τον Κορνήλιο Καστοριάδη στο Παρίσι (1957-58)


Η Μάτση Χατζηλαζάρου, ποιήτρια ιδιοσυγρασιακή και όχι απλώς βιωματική, ερωτοπαθής και όχι απλώς ερωτική ή μονομερώς αισθησιακή, συναισθησιακή και όχι απλώς συναισθηματική, με την υπόσχεση που έδωσε ήδη από την πρώτη ποιητική της συλλογή Μάης, Ιούνης και Νοέμβρης, την αφιερωμένη στον Αντρέα, κατέθεσε εαυτόν όταν έγραφε: «Η ποίησή μας είναι η ζωή». Και με αυτή τη διατύπωση δήλωνε όχι μόνο την αφοσίωσή της στην ποίηση αλλά κυρίως στον ποιητικό τρόπο ζωής, τον επικίνδυνο, γεμάτο αμφισβητήσεις και πάντα στην κόψη του ξυραφιού. Και, ακόμη περισσότερο, νομίζω πως με τη στάση της αυτή καταλήγει να υποστηρίζει τη βαθύτερη ουσία και αυτοδύναμη αξία της ίδιας της ζωής. Η Μάτση Χατζηλαζάρου ανήκει σ’ εκείνη τη μικρή μειονότητα σημαντικών ποιητών που προσπαθούν να μεταμορφώσουν τα πραγματικά γεγονότα και περιστατικά του βίου με μέσο τις λέξεις, σε ποίημα. Προσπαθεί να γεννήσει μια νέα μορφή ζωής μέσα από τις λέξεις, γεγονός που προϋποθέτει την άποψη ότι η ποίηση προκύπτει διαισθητικά, με ενόραση και ισχυρή ευαισθησία. Άποψη χαρακτηριστική του ρομαντισμού, που δίνει έμφαση στη λύπη και τον πόνο. Ωστόσο η Μάτση οδηγεί αυτή την αντίληψη στα άκρα, όταν υποστηρίζει πως το ίδιο το ψαλίδισμα από τη σάρκα της των λέξεων προκαλεί τον πόνο και κατ’ αυτό τον τρόπο αναδύεται το αληθινό ποίημα ζωής σε νέο ήχο, με τα φωνήεντα να ηχούν το αλφάβητο αυτής της ανανεωμένης γλώσσας. Γράφει στο ποίημα «Ζώσιμο» (σ.169 -170): «αν ψαλίδιζα μερικά λόγια από την ίδια τη σάρκα μου για να τ’ ακουμπήσω εδώ// και αν τυφλωνόμουνα ένα απ’ αυτά τα βράδια τα επικίνδυνα διάφανα και δροσερά και λυπηρά// τι θα ‘τανε λυπηρό τότε καημένη εσύ// θ’ άκουγες άραγε ότι ο πόνος δημιουργεί τα φωνήεντα για μονάχα ένα αλφάβητο».
Για να σταθώ πλησιέστερα στην ιδιοσυγκρασία της και τον τρόπο που αντιλαμβάνεται τη σωματική σχέση της ποίησής της και τη λειτουργία της ως αυτοσκοπό για τη δημιουργία του ίδιου του βιώματος της ζωής, θα παραπέμψω στο απόσπασμα από το ποίημά της «Τοπία»: «εγώ/καταγωγή μου τα λόγια/ και σε κάθε μια απ’ τις πτυχές των σωθικών μου και ως τις πιο ελάχιστες ρυτίδες μου και μες σε καθένα μου μάτι και μες στα μαλλιά και στις χειρονομίες μου ακόμα ή στα έπιπλά μου και στα τοπία μου θα μάθω ένα φθόγγο που θε να το ζήσει το βίωμά μου».
Γίνεται φανερό ότι αναζητά μια γλώσσα αυθεντική και οδηγείται, κατ’ αυτό τον τρόπο, σε ένα προσωπικό ιδιόλεκτο, ικανό να συμβάλλει στη διαμόρφωση του βιώματός της. Ωστόσο, η μεταμόρφωση των εξωτερικών αντικειμένων και των προσώπων, καθώς και των πνευματικών συμβάντων μέσω των λέξεων, που οδηγεί στο ποίημα, μετατρέπει συγχρόνως το εφήμερο σε διαρκές και το κοινότοπο σε σημαντικό. Ο αληθινός ποιητής δεν είναι αυτός που απλώς μεταγράφει όσα βιώνει στην ίδια του τη ζωή, ούτε είναι απλώς ένας αγλαϊστής του κόσμου. Αυτό που οραματίζεται είναι να γίνει ποιητής- δημιουργός του κόσμου.
Τον Δεκέμβρη του 1945 η Μάτση, μαζί με άλλους υποτρόφους του Γαλλικού Ινστιτούτου επιβιβάζεται στο πλοίο «Ματαρόα» και αναχωρεί μαζί με την πρώτη φουρνιά φερέλπιδων νέων για το Παρίσι. Η πρωτοβουλία αυτή που ανέλαβε ο διευθυντής του Γαλλικού Ινστιτούτου Μερλιέ στόχευε στην ενίσχυση προικισμένων νέων Ελλήνων, που ακριβώς την κρίσιμη χρονιά του τέλους του πολέμου, με μια Ελλάδα στο χείλος της αβύσσου, θα είχαν την ευκαιρία να βρεθούν στο Παρίσι, να σπουδάσουν και να αναπτύξουν τις δεξιότητές τους.
Στο Παρίσι η Μάτση αρχικά έμεινε για δεκατρία συνεχή χρόνια και επέστρεψε στην Αθήνα το 1958 για να παραμείνει για έξι χρόνια, ως το 1964, για να φύγει πάλι για το Παρίσι αυτή τη φορά για εννέα χρόνια, καθώς η επιστροφή της στην Ελλάδα το 1973 ήταν και η οριστική.
Στην πρώτη περίοδο της παραμονής της στο Παρίσι έζησε με τον αρκετά νεότερό της Ισπανό ζωγράφο Javier Vilato, ανεψιό του Πικάσο, στο περιβάλλον του οποίου σχετίστηκε με τις πιο πρωτοποριακές ομάδες καλλιτεχνών του Παρισιού. Για σύντομο χρονικό διάστημα συνδέεται με τον Κορνήλιο Καστοριάδη.
Έγραφε παράλληλα γαλλικά και ελληνικά και δημοσίευσε το 1948 και το 1949 στον περίφημο γαλλικό εκδοτικό οίκο G.L.M. Το 1951 μετέφρασε και εξέδωσε στον ίδιο εκδότη Ελληνικά Λαϊκά Τραγούδια. Το 1954 δημοσιεύονται ποιήματά της στο ιδιαίτερα σημαντικό για την παγκόσμια ιστορία των γραμμάτων περιοδικό Les lettres Nouvelles.

Αυτόγραφο της «Αντίστροφης αφιέρωσης». (Αρχείο Άντειας Φραντζή)


Η Αθήνα και το Παρίσι είναι οι δύο πόλοι της διαρκούς κίνησής της — της φυγής; ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΩΣ! Χτίζει όμως το μόνο δικό της σπίτι, την ποίηση, που της δίνει την ελευθερία να γράφει συγχρόνως και με την ίδια φυσικότητα στις δύο γλώσσες και να μεταμορφώνεται σε φορέα μιας ιδιότυπης διαπολιτισμικότητας. Πράξη που προϋποθέτει την απαλλαγή της από τα ιδεολογικά στεγανά που θέτει η έννοια της μονόχορδης προσήλωσης στην εθνική ταυτότητα-ενισχύοντας την κοσμοπολίτικη και διεθνική αντίληψη που ξεκινά με τους συμβολιστές και ισχυροποιείται με το κίνημα του υπερρεαλισμού. Σημείο αναφοράς κατ’ αυτόν τον τρόπο γίνεται ο ίδιος ο εαυτός, το εγώ, και το ποίημα μορφοποιείται ως εσωτερικευμένη συμπύκνωση όλου του του κόσμου, του σύμπαντος, και περιμένει την πράξη του ποιητή για να γεννηθεί.
Αν στη συμπαντική αντίληψη προσθέσουμε την υλική υπόσταση του ανθρώπου και το ρόλο της γυναίκας στη δημιουργία δεν είναι διόλου τυχαίο ότι η Χατζηλαζάρου αντιλαμβάνεται τη γραφή ενός ποιήματος με τη φυσική λειτουργία της γέννας. Η σαφήνεια με την οποία περιγράφει αυτόν τον μηχανισμό γίνεται αντιληπτή σε ένα ποίημά της, όπου εγγράφεται αυτή ακριβώς η αναλογική σχέση μεταξύ της δημιουργίας ενός ποιήματος και της μητρότητας. Την ίδια στιγμή μάλιστα γίνεται φανερή μια σχέση, όπου ο δημιουργός δεν διαχωρίζεται από το δημιούργημά του, όπως αυτό αναδεικνύεται στο ποίημα «92εκ. Χ 73εκ.»(σ. 160): «αυτό το νεογέννητο παιδί / ενωμένο ακόμα με τη μάνα του από τον αφαλό / μην είναι το Οιδιπόδειό μου / το άγχος μου της θανής / ΤΟΣΟ ΤΟ ΧΕΙΡΟΤΕΡΟ / μαζί θα πάρουμε το δρόμο / αυτό που βιάζει / είναι να ξέρουμε πως / γίνεσαι καρέκλα και καμηλοπάρδαλις ή φωνή πουλιού / εγώ που δεν εβάρυνα ποτέ / με γάλα και με ζωή / εγώ δεν έφκιασα ποτέ ούτε ένα νύχι / ή ένα δέρμα μάγουλου / που να μην είναι δικό μου».
Σε άλλο πάλι ποίημα η άκληρη γυναίκα, που είναι η ίδια η Μάτση, αναπαριστά τη σκηνή του τοκετού, το θαύμα της δημιουργίας αλλά και την υλικότητά του, όχι απλώς παρατηρώντας μια άλλη γυναίκα αλλά η ίδια φαίνεται να ασκεί την τέχνη της μαιευτικής, φέρνοντας στον κόσμο το βρέφος και συγχρόνως το ποίημα, όπως στο ποίημα «Άλλο ένα τέτοιο κύμα» (σ.89): «να αισθανθείς την τεράστια κοιλιά μιας γυναίκας / έτσι που τανύζεται και σπρώχνει / τα πόδια ορθάνοιχτα / για να φέρει στον κόσμο ένα παιδί / αγαπώ την τεράστια κοιλιά / της γυναίκας που ξεγεννάει / εσύ λεβέντισσα σπαράζεις δίχως κλάματα / μην τα φοβάσαι τα χέρια μου / ξέρουνε πολλά περισσότερα / απ’ ό,τι έμαθε το βλέμμα μου / είναι της καρδιάς μου χάδι ν’ αγγίξω αυτό που γεννιέται / τα μέλη τα μικροσκοπικά και το κεφαλάκι σουφρωμένα / όμοια με τα βλαστάρια προτού ξεδιπλωθούνε /// φωνή εκείνου που σκύβει γίνεται όλο και πιο έντονη/// να καλή μου άλλη μια βαθιά ανάσα // τώρα έρχεται το ‘πιασα // να έπιασα το πιγούνι του // τι θαυμάσια πλησμονή σ’ αυτό το δεμάτι / ζωή // όλο παλμοί και σαλέματα είν/ εδώ…».

Αυτόγραφο της «Αντίστροφης αφιέρωσης». Τελευταία σελίδα. (Αρχείο Άντειας Φραντζή)


Η ποιητική γραφή, εκτός από τεχνούργημα, δεν παύει να είναι μορφή επικοινωνίας. Η Μάτση Χατζηλαζάρου προβαίνει σε συστηματική αυτομετάφραση των ποιημάτων που έγραψε κατευθείαν γαλλικά και με την άφιξή της στην Ελλάδα παρουσιάζει το έργο της στη μητρική της γλώσσα. Όταν γράφεις και ξαναγράφεις, και ακόμη περισσότερο με την αυτομετάφραση επιχειρείς την εκ νέου επικοινωνία αλλά και την επανερμηνεία του αρχικού βιώματος της ζωής. Παραφράζοντας το αρχικό ποίημα απαιτείται η δημιουργία μιας συνθήκης διαρκούς κυοφορίας και εν τέλει επανάληψης της γέννησης του αναδημιουργημένου ποιήματος. Αρωγός σ’ αυτή τη διαδικασία υπήρξε ασφαλώς η θητεία της στην ψυχανάλυση. Το ποίημα «Ψυχανάλυση» (σ. 1717), εκτός από αυτοαναφορικό αποκαλύπτει επίσης αυτή ακριβώς τη διαδικασία.

Μη μιλάτε για μένα μες στο σπίτι του κρεμασμένου / γιατί μόνη ήμουνα σ’ αυτό το μέρος / και ποτέ δεν είχε σκοινί / ωρίμασα σαν το κυνήγι / μετά αποσπάστηκα απ’ το ράμφος μου / ξαπόμεινε εκεί αυτό το ευγενικό όργανο / που γυάλιζα και ακόνιζα / το ωραιότερο απ’ όλα μου τα νύχια / αυτό που ήξερε να τρίζει κοντά στ’ αυτί μου / είσαι μια κρρτς κρρτς / Αμαζόνα κρρτς κρρτς / αυτό που κράδαινα πάνω απ’ τους αδύναμους / με τα μάτια μου χρυσά κουκούλια / αυτό το τελευταίο μου βέλος / ενάντια στον εαυτό μου /// τότε αναγκάστικα να πλεχτώ με τις βελόνες / αρχίζοντας απ’ τα κάτω / με κόπο καθισμένη μπρος στο παράθυρο με τις φοβίες / είναι μακρύ το γίγνεσθαι θηλιά θηλιά / τα κομπιάσματα του εγώ…

Μέσα από τη συνεχή αυτοανάλυσή της η Μάτση αγωνίζεται να αναμορφώσει και αξιοποιήσει εσωτερικά και εξωτερικά τις εμπειρίες της. Διακριτή είναι η ενδοσκόπηση ωστόσο δεν εγκαταλείπεται η πραγματικότητα με αποτέλεσμα η επίμονη παρατήρηση βυθού να ενεργοποιεί το παρελθόν, διαμορφώνοντας ένα διαρκές παρόν, αυτό του ποιητικού ενεστώτος της γραφής. Το στιχουργικό της συντακτικό, ιδιαιτέρως ρευστό, αισθητοποιείται σχεδόν με τη μορφή του αμνιακού υγρού. Η υγρασία της μήτρας, τα υγρά του σώματος και οι εκκρίσεις κυρίαρχες στο σώμα, μεταφορικά, ξεβράζουν με λέξεις τη σωματική υπόσταση του ανθρώπου. Είναι αυτό το ρευστό που επιτρέπει να αναπτύσσεται η λυρική εκδοχή της ζωής και αφήνει να γεννιέται η ποίηση, όπως για παράδειγμα στο ποίημα «Σταγόνες» (σ. 80-81): «Αδιάκοπα ως τον ουρανό / απ’ τα βάθη της γης και των ωκεανών / ως το αίμα / εισδύει μες στο κόκαλο / το πεταμένο πίσω από μια μάντρα με τσουκνίδες / πολύ καιρό αφού λιώσουν οι σάρκες / η σταγόνα / κάθε νερού κάθε υγρού και χυμού / που μας περικλείνει προτού γεννηθούμε // φτέρες πλαγκτόν ή ατόλλ / είναι σημάδια στις γλώσσες όπως / η σταγόνα κάθε νερού κάθε υγρού και χυμού/ που μας περικλείνει προτού γεννηθούμε […] σφουγγάρι της κάθε σταγόνας που κυλάει ξεχειλίζει / και πλημμυρίζει και εξατμίζεται / σταγόνες δάκρυα γάλα και σπέρμα / σταγόνες χυμό σταγόνες φαρμάκι / τόσες σταγόνες που πλανιούνται / μετρημένες για κάθε μοίρα/ αδιάκοπα ως τον ουρανό / απ’ τα βάθη της γης και των ωκεανών / ως το αίμα».
Σπρώχνοντας τη γραφή της προς μια άμεση έκφραση του σώματος οδηγείται στο ανυπόφορο αίσθημα του ανέκφραστου, γεγονός που την αναγκάζει να κινηθεί προς τον μέλλοντα χρόνο. Καθώς αναζητά να δημιουργήσει το ΑΛΗΘΙΝΟ ΠΟΙΗΜΑ οδηγείται αναγκαστικά σε καταστάσεις της ζωής και του έρωτα που συχνά περιέχουν στοιχεία βιαιότητας, όπως συμβαίνει άλλωστε στο δράμα των οριακών καταστάσεων. Αυτή η διαδικασία εμπεριέχει υψηλό ρίσκο, που μπορεί να οδηγήσει ακόμη και σε αυτοκαταστροφικές διεργασίες. Ωστόσο, στο κρίσιμο αυτό σημείο, η Μάτση διαφεύγει προς μια οραματική προοπτική ή αλλιώς ειπωμένο, προς το ΜΕΛΛΟΝ.
Γράφει στο ποίημα «Στήμα», [ο τίτλος Στήμα, είναι οι ανεστραμμένες συλλαβές που δίνουν το όνομά της Μάτση]:

 … μια μέρα η ξηρά θα μας εξωθήσει να κωπηλατήσουμε ακόμα πιο πέρα και θα σκαλίσεις με το σουγιά πάνω στην κοιλιά μου με τα όμοια γράμματα που έχουν οι μπάγκοι του Ζάππειου το αληθινό ποίημα που σαλεύει τα κρόσσια του για να σβήσει το ουράνιο τόξο.

Προβάλλεται η απαίτηση να γίνει το ποίημα ισχυρότερο και εντέλει περισσότερο αληθινό από το ουράνιο τόξο και όλα αυτά να συμβαίνουν όχι συγκρινόμενα με την ομορφιά αλλά συγκρινόμενα με την πραγματικότητα: Ένα ποίημα μπορεί «να σβήσει το ουράνιο τόξο».
Βρισκόμαστε πάλι πολύ κοντά στην κληρονομιά των συμβολιστών για τους οποίους η ζωή και η ποίηση αναγνωριζόταν μέσα από πράξεις εξαιρετικά επισφαλείς. Ωστόσο, αυτή η ελευθερία μεταβάλλεται και σε παγίδα για τον ίδιο τον ποιητή, που συχνά οδηγείται σε ακραίες διατυπώσεις, όπως αυτές στο σύντομο απόσπασμα από το ποίημα «Στοιχειώδεις κλίσεις» (σ. 174):


΄Όμως ξαναρωτώ // ένας από μας / μπόρεσε ποτέ του να ΄ναι / ΑΛΗΘΙΝΑ / φέρετρο και όχι νεκρός / η λέξη έρως ή μήλο και όχι άνθρωπος / ελεύθερος και όχι καταδικασμένος.

Παρατηρούμε ότι η Μάτση επεκτείνει τον προβληματισμό της προτείνοντας την απελευθέρωση της ζωής και του έρωτα μέσα από την ποίηση. Σύμφωνα με την ποιητική της πρόταση οι λέξεις θα πρέπει να αποκτήσουν περισσότερη ενέργεια, να μετατραπούν σε μαγνήτες, να τραβήξουν, και να φέρουν κοντά τους τα πρόσωπα, τα πράγματα, τους τόπους. Το ποίημα νοείται ως μαγική επίκληση. Οι στίχοι να θυμίζουν τις τελετουργικές επαναφορές, τις μαγικές επαναλήψεις και συχνά να παραπέμπουν στη μυστική γλώσσα του έρωτα.

Γράφει στο ποίημα «Τα λόγια έχουν κρόσσια», (σ.57+58):

είναι γλυπτές οι υδρορόες των εικόνων στο Παρίσι που αντανακλούν την πόλη του λόγου μες στις στέρνες //και παλμοί που έχουν τα φώτα τους σε κάθε σταυροδρόμι // πράσινο-κίτρινο-κόκκινο-κίτρινο-πράσινο-κίτρινο// κόκκινο-κίτρινο-πράσινο-κίτρινο-κόκκινο-κίτρινο/// όσο οι φάροι ψάχνουν μες στις καστανιές και τις ακτινωτές γρίλιες όλων των δέντρων στη λεωφόρο / σ’ ένα δωμάτιο ξενοδοχείου οι εραστές χαϊδεύουνται με παράξενα λόγια από φλούδα καϊσιού /// τα λόγια της γητειάς είναι πουλάρια νεογέννητα - πηδάνε άτακτα πάνω στα ισχνά τους πόδια - πόθοι εκείνων είναι τα στίγματα /// και δε σημαίνει ότι έχουν έναν προορισμό- μονάχα αποκαλύπτοντας μια δέσμη φως ή μια πτυχή- σπρώχνουν ελαφρά τ’ αντικείμενα προς τ’ ανοιχτά μας χέρια.

Με τον τρόπο με τον οποίο η μνήμη πλαισιώνει τα περιστατικά σε μια ακραία ακινησία, όπως το άγγιγμα ενός κοχυλιού ή ενός βότσαλου μπορεί να παραμείνει σταθερό στη μνήμη μας, με τον ίδιο τρόπο μια συνεχής κίνηση φυγής μιας ολόκληρης ζωής μπορεί εντέλει να εικονιστεί με ένα ακίνητο κοχύλι πάνω στο τραπέζι, με την οπτική δηλαδή του ακίνητου γράφοντος, όπως στο εμβληματικό σύντομο ποίημα της «Ναυτίλος»

Ναυτίλος μεγαλόπρεπος πάνω στο τραπέζι μου
κοχύλι άσπρο και πυρρό
παλιό κέλυφος ζώου με φροντίδα
αν και το περίβλημα είναι πάντα έρμα
εγώ όταν φύγω στο θάνατο
το κάλυμμα που θα’χω εκκρίνει δε θα ‘ναι παρά λόγια λογιών. 

Συμπληρωματικά, θα μπορούσαμε να διαβάσουμε αυτό το ποίημα και αλλιώς, ωσάν η απώλεια της ζωής, κάθε ζωής, αυτό που αφήνει πίσω της είναι μόνον τα «λόγια λογιών», και στην περίπτωσή της, όπως με περισσή ταπεινότητα αναφέρεται στα ποιήματά της.

Το 1985 η Μάτση Χατζηλαζάρου καταθέτει το εκτενές δίγλωσσο ποίημα «Αντίστροφη αφιέρωση» Dedicace a rebours, επιστρέφοντας την αρχική αφιέρωση ως οφειλή αλλά και μνημόνευση συνολικά του βίου της, της ποιητικής ζωής, των εναλλαγών, το απόσταγμα εντέλει αλλά και το κατακάθι, την ορμή και την πτώση, το φως αλλά και το σκοτάδι που την περιέκλειε. Επιλέγει τη συντακτική διατάραξη της δομής του ποιήματος ως το κύριο μορφολογικό μέσο έκφρασης αυτής της αναδρομής διατυπώνοντας τους ακόλουθους στίχους:

Θα ‘θελα / μα πόσο θα ‘θελα / ναι θα ‘θελα / αμέσως/ τώρα τώρα / θέλω να ξεμαλλιάσω λίγο τη σύνταξη για να σε τραγουδήσω όπως έμαθα στο Παρίσι.

Η μέθοδος της διατάραξης της σύνταξης, αν και παραπέμπει σε ανάλογα πειράματα των Henri Michaux και Michel Leiris ισχυροποιείται στην περίπτωσή της, καθώς το ξεμάλλιασμα της σύνταξης δεν γίνεται για την καταστρατήγηση της έλλογης μεθόδου, δεν γίνεται για να υπακούσει σε κάποια διδάγματα που τείνουν προς την αυτόματη γραφή. Γίνεται για να φθάσει στο ουσιώδες ζητούμενο: τη γλώσσα όπου τα ίδια τα πράγματα ομιλούν, όπου το σεντόνι, το κρεβάτι του έρωτα γίνεται ο καλύτερος εκφωνητής των αισθημάτων και το εγώ –παθητικό- απλός καταγραφέας. Εκεί όπου ο ερωτικός λόγος δεν περιγράφει αλλά γεννά τα νέα ακούσματα, εκεί που η ανεπάρκεια του γλωσσικού οργάνου της καθημερινότητας αποκαθαίρεται και εφευρίσκει νέες λέξεις συχνά ηχοποιητικές, που ισχυροποιούν το άρρητο με διατυπώσεις που δρουν ως το άνευ νοήματος νόημα. Ως τη σιωπή εκεί που όλη η δράση και ταραχή του βίου ησυχάζει, ως το θάνατο… με του καταληκτικούς στίχους:

σε σιωπώ μες στην απέραντη τρυφερότητα / σιγά σιγά να καταλαγιάσουμε / όλα δεν τα ΄χω πει / ΜΕ ΕΚΡΙΖΩΝΕΙΣ.


Αυτή η «αντίστροφη αφιέρωση της Μάτσης Χατζηλαζάρου περιέχει πλείστα όσα τεκμήρια που υποδεικνύουν τον Ανδρέα Εμπειρίκο ως αποδέκτη αυτού του ποιήματος. Διαβάζουμε την έμμεση αλλά σαφέστατη αναφορά της : «Εσύ δωρητής (δεξιά κάτω της εικόνας) εκείνου του μικρού κίτρινου αγριολούλουδου». Η μορφή του Εμπειρίκου αγιογραφημένη πια για την Μάτση είναι ο δωρητής κι αυτή το κάποτε μικρό κίτρινο αγριολούλουδο. Ο οδηγός της στην ποιητική ζωή Ανδρέας Εμπειρίκος δε ζούσε πια και το ποίημα —ροή ανέπαφη και απομνημόνευση μιας απόλυτα σημαίνουσας γι’ αυτήν σχέσης— δρα απελευθερωτικά για την Μάτση που καταθέτει την οριακή ικμάδα της ποίησής της, ωσάν ύστερη `elan vital.

 

Μάτση Χατζηλαζάρου, 1941

Ήρθαν τα κτήνη κι έχωσαν τις τριχωτές τους μούρες μες στους κάλυκες των άσπρων λουλουδιών.

Έτσι το αίμα έσταξε και μετά κατρακυλούσε απ’ τις κοιλιές και τους λαγόνες των βουνών κάτω στις πολιτείες.

Κι οι πολιτείες μας γίνανε τέλματα κόκκινα κι αλαλάζοντα – πηγάδια χαίνοντα που ‘κράζαν το διαβάτη με κανένα ακρωτηριασμένο πόδι, ή με το πυώδες στόμα ενός μωρού που αντί για γάλα θήλαζε χολή.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: