Εποχές και συγγραφείς: Μάτση Χατζηλαζάρου

Εποχές και συγγραφείς: Μάτση Χατζηλαζάρου

(Το κείμενο της εκπομπής)

 

Η Μαρία-Λουκία (Μάτση) Χατζηλαζάρου γεννήθηκε στις 17 Ιανουαρίου του 1914 στη Θεσσαλονίκη. Η μακεδονικής καταγωγής οικογένειά της, από το χωριό Γραμματικό του Βερμίου (Γραμματίκοβο), υπήρξε μία από τις πλέον εύρωστες οικονομικά και σημαίνουσες κοινωνικά οικογένειες της Θεσσαλονίκης. Η δράση της οικογένειας στην πόλη, στην οποία εγκαταστάθηκε περί τα μέσα του 19ου αιώνα, υπήρξε έντονη και ποικίλη. Τόσο ο παππούς της, Περικλής, όσο και ο πατέρας της, Κλέων, διετέλεσαν πρόξενοι των ΗΠΑ στη Θεσσαλονίκη, διέθεταν μεγάλη κτηματική περιουσία (τσιφλίκια) σε περιοχές της Μακεδονίας, ίδρυσαν και λειτουργούσαν μεγάλες κλωστοϋφαντικές μονάδες στη Νάουσα, τα μετέπειτα Κλωστήρια Ναούσης, κατείχαν αρχοντικά σπίτια στην ανατολική πλευρά της πόλης πλησίον της Λεωφόρου Εξοχών και διατηρούσαν στενές σχέσεις με τη βασιλική οικογένεια της Ελλάδας∙ ο βασιλιάς Γεώργιος διέμενε στο σπίτι του Περικλή, όταν ήρθε στη Θεσσαλονίκη με την απελευθέρωση της πόλης και στο σπίτι αυτό εκτέθηκε η σωρός του για λαϊκό προσκύνημα όταν δολοφονήθηκε στις 18.3.1913. Αντίστοιχα, ο διάδοχος, και μετέπειτα νονός της Μάτσης, Κωνσταντίνος, διέμενε στο σπίτι του Κλέωνα. Ο Κλέων Χατζηλάζαρος υπήρξε συνδιευθυντής του υποκαταστήματος της Τράπεζας της Ανατολής, είχε συνδράμει οικονομικά και έμπρακτα στην προώθηση των ελληνικών συμφερόντων στη Μακεδονία από τις αρχές του 20ού αιώνα και μετά την απελευθέρωση της πόλης διετέλεσε πρώτος πρόεδρος του Συνδέσμου Βιομηχάνων Μακεδονίας ενώ πρωτοστάτησε και στην ίδρυση τοπικού τμήματος του Ερυθρού Σταυρού και νοσοκομείου στην πόλη.
Το 1917 όμως, με την επικράτηση του Βενιζέλου και τη συμμετοχή της Ελλάδας στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, ο Κλέων σταδιακά χάνει τις θέσεις ευθύνης που κατείχε και η οικογένεια τμήμα των περιουσιακών της στοιχείων. Οι αναγκαστικές απαλλοτριώσεις γης καθώς και ενδοοικογενειακά προβλήματα (λόγω των οικονομικών διεκδικήσεων της δεύτερης συζύγου του πατέρα του, Περικλή) οδηγούν τον Κλέωνα στην απόφαση να εγκαταλείψει την πόλη. Για δύο χρόνια η οικογένεια διαμένει στο εξωτερικό (Ιταλία, Γαλλία) και έπειτα από ένα σύντομο διάστημα επιστροφής στη Θεσσαλονίκη η οικογένεια το 1921 επιλέγει την Αθήνα ως τόπο διαμονής.

στο βάθος είμαι ένας άνθρωπος τρίγλωσσος σε όλη μου τη ζωή. Γιατί ο πατέρας μου ήτανε μισό αμερικάνος, τόσο ώστε, όταν ήταν να με κατσαδιάσει, με φώναζε και με μάλωνε αγγλικά πάντοτε· γαλλικά μιλούσα από παιδί γιατί έτσι ήτανε σπίτι μου, έ και ελληνικά… και μάλιστα είχα μάθει και ιταλικά, η πρώτη γλώσσα που έμαθα ήτανε ιταλικά, τα οποία ξέχασα, αλλάζοντας γλώσσες  (Χατζηλαζάρου 1984)

Στην Αθήνα, αν και ο Κλέων συνεχίζει τις οικονομικές και εμπορικές δραστηριότητες, καθώς και τις σχέσεις του με τη βασιλική οικογένεια, σταδιακά οδηγείται στην οικονομική καταστροφή και λόγω της οικονομικής κρίσης του 1929-1931. Εθισμένος τόσο ο ίδιος, αρχικά λόγω προβλημάτων υγείας, όσο και η μητέρα τής Μάτσης, Βιργινία, στη μορφίνη, χάνουν και οι δύο τη ζωή τους από αυτή το 1934.
Η Μάτση βιώνει όλα τα παραπάνω στην κρίσιμη παιδική και εφηβική της ηλικία. Μεγαλωμένη σε ένα, τουλάχιστον, τρίγλωσσο περιβάλλον κοσμοπολιτισμού με συχνές μετακινήσεις σε πόλεις και χώρες (η οικογένεια πραγματοποιεί ταξίδια στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη και κατά το διάστημα παραμονής της στην Αθήνα), με έντονη κοινωνική και κοσμική ζωή στα πρώτα χρόνια της εφηβείας της, έρχεται αντιμέτωπη με τη σταδιακή κοινωνική, οικονομική και εν τέλει βιολογική παρακμή της οικογένειας. Η Μάτση στις αρχές της δεκαετίας του ’30, για λόγους βιοπορισμού, εργάζεται στο κατάστημα Λαϊκών Τεχνών του Καραπάνου, επί της οδού Αμαλίας και Όθωνος, και το 1931 σε ηλικία 18 ετών παντρεύεται τον βαβαρικής καταγωγής Καρλ Σούρμαν, αδελφό της φίλης της Καίτης Σούρμαν-Βασιλειάδη. Ο γάμος αυτός δεν κρατάει πολύ. Το 1937 εκδίδεται το διαζευκτήριο του γάμου της και την ίδια χρονιά παντρεύεται τον γεωπόνο και αρχιτέκτονα κήπων Σπύρο Τσαούση. Όμως ούτε και ο δεύτερος γάμος της διαρκεί πολύ. Την επόμενη χρονιά κινεί τις διαδικασίες έκδοσης διαζυγίου. Η Μάτση αναζητά λύσεις στα προβλήματά της καταφεύγοντας στην νέα επιστήμη που τότε εμφανιζόταν στην Ελλάδα: την ψυχανάλυση. Εισηγητής της ο Ανδρέας Εμπειρίκος, γόνος παλαιάς εφοπλιστικής οικογένειας από την Άνδρο, ο οποίος είχε μαθητεύσει στο Παρίσι πλάι στον René Laforgue. Το 1933 στο Παρίσι ο Εμπειρίκος, με τη μεσολάβηση του ψυχαναλυτή Jean Frois-Wittmann γνωρίζεται με τον Μπρετόν και συμμετέχει στις καθημερινές συναντήσεις των υπερρεαλιστών στην Place Blanche. Το 1935, με την διάλεξή του «Περί Σουρεαλισμού» στην αίθουσα Ατελιέ της Λέσχης Καλλιτεχνών και την έκδοση της ποιητικής του συλλογής Υψικάμινος εμφανίζεται ο υπερρεαλισμός στην Ελλάδα. 
Η συνάντηση Ανδρέα Εμπειρίκου και Μάτσης Χατζηλαζάρου θα οδηγήσει στη σύναψη ερωτικών σχέσεων και στη συνέχεια σε γάμο. 


Γήπεδον

Στη Μάτση

Ήσουν σαν μια σιγή που την διαπερά ο άνεμος. Το τραύμα σου όμως, το είχα επουλώσει και οι λέξεις που λέγαμε, μας πλησιάσανε τόσο, που η σιγή και το διάκενο των ημερών πριν γνωρισθούμε, χάθηκαν ολοτέλως. Στο γήπεδο της συναντήσεώς μας, που έγινε γήπεδο της αγάπης μας, δεν γειτνιάζουν άλλοι. Είσαι καλή και η καλλονή σου υπερβαίνει τα όρια της πολιτείας, και φθάνει ίσαμε τα κράσπεδα της χθεσινής σου μοναξιάς, που την κατέλυσες εσύ. Ναι, στο γήπεδον αυτό, δεν γειτνιάζουν άλλοι. Είμαι κοντά σου εγώ και μένω μέσ’ στις ελπίδες σου, όπως μένεις εσύ στα βλέφαρά μου, όταν κοιμάμαι. Οι λέξεις των άλλων δεν έχουν σημασία, γιατί χάσαν το ύφος που είχανε πριν γνωρισθούμε, και τα πρόσωπα των άλλων ήρχισαν να μοιάζουν με ξένα πρόσωπα, άγνωστα σε μένα και, ίσως, και σε σένα. Ωστόσο τι πειράζει. Το κέλυφος του παρελθόντος έσπασε, και βγήκες εσύ, γιομάτη, οριστική και με βελούδο που άφηνε ημίγυμνο το στήθος σου. Γι’ αυτό, τούτο το γήπεδον, δεν θα το λησμονήσω ποτέ∙ θα το αγοράσω, και ποτέ δεν θα το πουλήσω. […]

Αγάπη μου, σε αγαπώ, και θάναι το ταξείδι μας, σαν ανοιξιάτικη πομπή των μύρων. (Ανδρέας Εμπειρίκος)

Το αφιερωμένο στη Μάτση «Γήπεδον», γραμμένο από τον Εμπειρίκο στην έναρξη της σχέσης του με τη Χατζηλαζάρου, δημοσιεύτηκε το 1960 στη συλλογή Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία. Το παράδοξο είναι πως ολόκληρη η συλλογή ήταν αφιερωμένη στη δεύτερη σύζυγο του Εμπειρίκου, τη Βιβίκα Ζήση. Στην ίδια συλλογή βρίσκουμε επίσης το αφιερωμένο στη Μάτση κείμενο με τον τίτλο «Τόπος Τοπίου». Η παρουσία όμως της Μάτσης στο έργο του Εμπειρίκου δεν εντοπίζεται μόνο σε αφιερώσεις στο περικείμενο των ποιημάτων. Η Μάτση εμφανίζεται ως πρόσωπο μέσα στο λογοτεχνικό σύμπαν κειμένων του Εμπειρίκου, π.χ., στα ανέκδοτα έως πρόσφατα κείμενα «Τα τεκταινόμενα», «Our Dominions beyond the Seas ή Η Βίωσιςτων στίχων», «Μήτρος Τραγανάς»· η παρουσία της, μολονότι δεν κατονομάζεται ρητά, μπορεί να ανιχνευθεί και σε άλλα κείμενα του Εμπειρίκου, όπως για παράδειγμα σε τρία ποιήματα που έχει γράψει στα γαλλικά το διάστημα 1938-1941, ενώ εμφανίζεται και στις ημερολογιακές καταγραφές του Εμπειρίκου.

31/8/1939

Η Μάτση που ήλπιζε ακόμη προ ολίγων ακόμη ημερών πως την τελευταία στιγμή θα συνέβαινε κάτι που θα έσωζε την ειρήνη δεν ελπίζει πλέον. Λέγει πως εάν πάω στρατιώτης θα γίνει νοσοκόμος και θα προσπαθήσει να τοποθετηθή στη Θεσσαλονίκη για να είναι πιο κοντά σε μένα. Ήμουν πολύ συγκινημένος απ’ τα λόγια της αυτά και ξέχασα να της πω πως δεν είμαι στρατιώτης μα ναύτης. Ματσάκι μου δεν ξέρεις πόσο σε αγαπώ.

Από τον Ανδρέα Εμπειρίκο η Μάτση μυείται στον κόσμο της ποίησης και του υπερρεαλισμού. Η Μάτση προφανώς γοητεύεται από τον υπερρεαλισμό, καθώς βρίσκει σε αυτόν πολλά από αυτά που αναζητούσε στην έως τότε πορεία της: την αληθινή ουσία της ζωής πέρα από τους φραγμούς της συμβατικής λογικής, την ποιητική έκφραση των ανθρώπων χωρίς τη διαστρέβλωση της λογικής, τη σημασία των μεγάλων και ρομαντικών ερώτων. Παράλληλα πειραματίζεται με τη γραφή και τις τεχνικές του αυτοματισμού.

Κατά τη διάρκεια της Κατοχής η Μάτση με τον Εμπειρίκο συνεχίζουν να συναντιούνται με άλλους νέους στην ηλικία και νεωτερικούς στις αναζητήσεις τους διανοούμενους και λογοτέχνες στα καλλιτεχνικά στέκια της εποχής ενώ συνέχιζαν και οι τακτικές συγκεντρώσεις ποιητών και καλλιτεχνών τις Πέμπτες στο σπίτι του Εμπειρίκου:

Είχαμε άλλωστε τώρα, για τις βραδινές ώρες, αποκτήσει ένα άλλο καταφύγιο, το καινούριο σπίτι του Ανδρέα Εμπειρίκου στην οδό Γεωργίου Αινιάνος. Οι τακτικές συγκεντρώσεις της Πέμπτης, που κρατήσανε σ’ όλο το διάστημα της Κατοχής, και ακόμη –αλλά όχι με την ίδια ζωηρότητα- μετά την Απελευθέρωση, έμειναν ιστορικές. Αρχίσανε, όπως όλα τα πράγματα που δεν τα προσχεδιάζει κανείς, από δυο-τρεις φίλους, για να φτάσουν να συμπεριλάβουν, κατά το τέλος της Κατοχής, έναν ευρύτατο κύκλο απ’ όλες τις γενιές κι απ’ όλες τις παρατάξεις, όλους εκείνους που, ανεξάρτητα από ηλικία ή πολιτική τοποθέτηση, εννοούσαν, πριν απ’ όλα, να μείνουν άνθρωποι ελεύθεροι με τη βαθύτερη και τη σωστή σημασία του όρου.
Εκεί διαβάστηκαν για πρώτη φορά η Αμοργός του Νίκου Γκάτσου, ο Μπολιβάρ του Νίκου Εγγονόπουλου, η Ursa minor του Τάκη Παπατζώνη, του Αντώνιου Βουσβούνη ο Άγιος Αντώνιος, τα ποιήματα του Νάνου Βαλαωρίτη, της Μάτσης Ανδρέου, του αδικοσκοτωμένου, λίγο αργότερα, Κίτσου Μαλτέζου-Μακρυγιάννη, και πολλών άλλων νέων. […]

Το ηθικό μας ήταν ευτυχώς ακμαίο και το χιούμορ δεν έλειπε […]
Κι ας πα’ να λέγανε οι ηθικολόγοι –θα έπρεπε να πω: οι στενοκέφαλοι– ότι ήταν ντροπή, τη στιγμή που οι άλλοι πεινούσαν ή σκοτώνονταν, εμείς να διασκεδάζουμε. Από μας του ίδιους που «διασκεδάζαμε» οι περισσότεροι πεινούσαν ή σκοτώνονταν τις νύχτες κρυφά, χωρίς να το κάνουν ποτέ μπαϊράκι τους.
(Ελύτης, 1987)

Το 1944 και ενώ η Μάτση είχε ήδη εγκαταλείψει τον Ανδρέα Εμπειρίκο για να ζήσει με τον νεότερό της ποιητή Ανδρέα Καμπά, κυκλοφορεί με το ψευδώνυμο Μάτση Ανδρέου η πρώτη της ποιητική συλλογή Μάης, Ιούνης και Νοέμβρης, αφιερωμένη στον Ανδρέα.

«Κι όλοι ρωτούσαν ποιον εννοεί. Τον Εμπειρίκο που άφηνε ή τον Καμπά που ακολουθούσε». (Χατζιδάκις, 1988)

Σήμερα είναι σαφές πως ο Ανδρέας Εμπειρίκος είναι ο Ανδρέας της αφιέρωσης, όχι μόνο γιατί το δήλωσε η ίδια σαράντα χρόνια αργότερα σε συνέντευξή της, αλλά και γιατί στο αρχείο της βρέθηκε χειρόγραφο των ποιημάτων της από τα χρόνια συμβίωσής της με τον Εμπειρίκο, στο οποίο υπάρχει ήδη η ίδια αφιέρωση· άλλωστε και ο τρόπος γραφής των ποιημάτων παραπέμπει στην ποιητική γραφή του Εμπειρίκου. Η αφιέρωση έχει προσωπικό και ιδιωτικό χαρακτήρα, ο αποδέκτης της γνωρίζει σε ποιον αναφέρεται και για ποιους λόγους έγινε αυτή η αφιέρωση. Εάν δινόταν επεξήγηση στο όνομα του αποδέκτη της αφιέρωσης, τούτο θα ήταν μια υποχώρηση προς τις κοινωνικές συμβάσεις, μια τυπική διευκρινιστική πράξη προς τρίτους, όμως στο γήπεδο της συναντήσεώς [τους], που έγινε γήπεδο της αγάπης [τους], δεν γειτνιάζουν άλλοι.

Όταν εγώ έγραφα το Μάης, Ιούνης και Νοέμβρης οι μεγαλύτεροί μου, με θεωρούσαν τελείως ανήθικη. […]
Ήταν τα χρόνια του πολέμου. Το να ομολογείς τον έρωτά σου για έναν άντρα, με τον δικό μου άγνωστο τρόπο, θεωρείτο πολύ ανήθικο.
Ήταν κάποιος γνωστός γερμανόφιλος κριτικός στις εφημερίδες που ζητούσε να κάψουν το βιβλίο μου, λίγο πριν τελειώσει η κατοχή.
Ήθελα να γράψω για ένα ενθουσιασμό φυσικό και σαρκικό, ήθελα να σπάσω τα καθιερωμένα –αλλά ξέρετε αυτό είναι διαφορετικό για τον καθένα […] Εκτός της θρησκείας (που δεν έχω ιδιαίτερη επαφή) εκτός της θρησκείας και του έρωτα, δεν βρίσκω τι άλλο θα μπορούσε να κάνει ένας άνθρωπος. (Χατζηλαζάρου,1986)

Γεννήθηκε δεν ξέρω πού. Έζησε, όπως κι εγώ, στην Κατοχή. Κι έφυγε από την Ελλάδα, λίγο μετά το τέλος του πολέμου. Χάθηκε μες στην κατεστραμένη Ευρώπη — τότες που η Ελλάδα ήταν Ελλάδα και η Ευρώπη, Ευρώπη. Χάθηκε… που λέει ο λόγος. Γιατί τα αληθινά κορίτσια, δεν χάνονται ποτέ. Δεν τ’ αρπάζει ο καιρός. Ξανάρχονται με τη μορφή βιβλίων, προσευχών και τραγουδιών. (Μάνος Χατζιδάκις)

Στα μέσα του 1945, και μέσα στην έκρυθμη κατάσταση που βίωνε η Ελλάδα έπειτα από τα Δεκεμβριανά του 1944, εκδηλώθηκε η πρωτοβουλία του διευθυντή του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών Οκτάβ Μερλιέ να χορηγήσει έναν ικανό αριθμό υποτροφιών σε Έλληνες σπουδαστές για τη Γαλλία. Η Μάτση Χατζηλαζάρου, έπειτα από τρεις γάμους και έχοντας περάσει τα τριάντα, μην έχοντας κάνει εγκύκλιες σπουδές, καθώς κατά τη συνήθεια της εποχής για τις εύπορες οικογένειες υπήρξε κατ’ οίκον διδαχθείσα, υπέβαλλε αίτηση χορήγησης υποτροφίας. Τις τρεις συστατικές επιστολές που χρειαζόταν τις συντάσσουν και τις υπογράφουν οι Ανδρέας Εμπειρίκος, Οδυσσέας Ελύτης και Τάκης Παπατζώνης, οι οποίοι και εκθειάζουν το ποιητικό της ταλέντο, έτσι όπως αυτό εκδηλώθηκε στην πρώτη της συλλογή Μάης Ιούνης και Νοέμβρης, 1944.

Αθήνα, 16 Αυγούστου, 1945

Ο υπογεγραμμένος ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ (συγγραφέας, ψυχαναλυτής) βεβαιώνω ότι η κυρία ΜΑΤΣΗ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΥ, το γένος ΧΑΤΖΗΛΑΖΑΡΟΥ, με το συγγραφικό ψευδώνυμο ΜΑΤΣΗ ΑΝΔΡΕΟΥ, είναι μια νεαρά προικισμένη με αδιαμφισβήτητα τεράστιο ποιητικό ταλέντο. Τα ποιήματά της μπορούν να θεωρηθούν μια κορύφωση της γυναικείας ευαισθησίας, η οποία εκφράζεται με τρόπο εντελώς προσωπικό, απολύτως πρωτότυπο και παράφορο. Υπογραμμίζω, ανεπιφύλακτα, ότι θεωρώ την κυρία Μάτση Ανδρέου τη μεγαλύτερη Ελληνίδα ποιήτρια. Επιπροσθέτως, είμαι βέβαιος ότι η γοητευτική αυτή νεαρή κοπέλα μπορεί να προσφέρει τις καλύτερες υπηρεσίες στην υπόθεση του βαθιά ανθρώπινου και ανθρωπιστικού πολιτισμού της Γαλλίας, ο οποίος, περισσότερο από ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη χώρα, αντηχεί και πάλλεται στην Ελλάδα, αυτή τη χώρα την τόσο κοντινή πνευματικά και ηθικά στη δική σας.

Ανδρέας Εμπειρίκος
[μτφρ. Τιτίκα Δημητρούλια]

H κάρτα εισόδου της Μ.Χ. («Εμπειρίκου») στο εστιατόριο της παρισινής πανεπιστημιούπολης

Όταν στη διαδικασία της συνέντευξης ρώτησαν τη Μάτση για το λόγο που επιθυμεί να πάει στο Παρίσι, εκείνη απάντησε πως «θέλω απλώς να δω και ν’ αγγίξω με το χέρι μου έναν Ματίς κι έναν Πικασό». Στην ένσταση που προβάλανε στην επιτροπή πως «ξέρετε, η Ελλάς τώρα μετά τον πόλεμο έχει ανάγκη από γεωπόνους, από μηχανικούς, από αρχιτέκτονες» απάντησε πως «ναι, αλλά νομίζω ότι έχει ανάγκη και από ορισμένους ανθρώπους ή ποιητές ή ανθρώπους της τέχνης να πάνε να δουν και παραόξω…». Η Μάτση υποθέτει ότι έλαβε την υποτροφία και λόγω της απάντησης αυτής.

Στις 21 Δεκεμβρίου του 1945, και έπειτα από συνεχείς ματαιώσεις που γεννούσαν ποικίλα αισθήματα αδημονίας, αγωνίας και ματαίωσης στους υποτρόφους, κατέπλευσε το νεοζηλανδέζικο οπλιταγωγό πλοίο «Ματαρόα» (που στα πολυνησιακά σημαίνει «η γυναίκα με τα μεγάλα μάτια») και στις 22 Δεκεμβρίου το πλοίο αναχώρησε για Ιταλία. Πρόκειται για τη μαζικότερη φυγή νεαρών Ελλήνων επιστημόνων και καλλιτεχνών εκείνη την περίοδο. Το ταξίδι του «Ματαρόα» υπήρξε κατά τον Κορνήλιο Καστοριάδη, υπότροφου του Ινστιτούτου και επιβάτη του πλοίου, «ένα ιστορικό γεγονός στην πορεία της νεότερης Ελλάδας, που κάποτε θα πρέπει να γραφτεί…». Στο πλοίο, εκτός των υποτρόφων του Ινστιτούτου, επιβαίνουν και αρκετοί άλλοι νέοι επιστήμονες και καλλιτέχνες, οι οποίοι έχοντας άμεση ή έμμεση σχέση με αυτό ακολουθούν με δικά τους έξοδα. Όλοι αυτοί θα έχουν άσυλο και πλήρη φοιτητικά δικαιώματα, δικαίωμα συμμετοχής στην Πανεπιστημιούπολη και δικαίωμα εργασίας στη Γαλλία. Στο πλοίο, μεταξύ άλλων επιβαίνουν οι συγγραφείς Μιμίκα Κρανάκη και Έλλη Αλεξίου, οι φιλόσοφοι Κώστας Παπαϊωάννου και Κώστας Αξελός, ο γλύπτης Μέμος Μακρής, η εικαστικός Νέλλη Ανδρικοπούλου, ο κινηματογραφιστής Μάνος Ζαχαρίας, ο ιστορικός Νίκος Σβορώνος, ο φιλόλογος Εμμανουήλ Κριαράς, και πολλοί άλλοι. Ανάμεσα στους επιβάτες του «Ματαρόα» ήταν επίσης ο Σπύρος Τσαούσης, δεύτερος σύζυγος της Μάτσης, ο τότε σύντροφός της και πολλά υποσχόμενος ποιητής Ανδρέας Καμπάς και η Μάτση Χατζηλαζάρου.


5-1-46

Αγαπητέ μου Αντρέα,

Εφθάσαμε.
Νομίζω ότι εφθάσαμε στις 30 Δεκεμβρίου τα μεσάνυχτα. Η ταλαιπωρία στα τραίνα τα ιταλικά δεν περιγράφεται – ας είναι! Από τον Τάραντο και πέρα, εγώ τουλάχιστον, εταξίδευα σα μέσα σ’ έναν εφιάλτη, έχοντας χάσει κάθε ελπίδα ότι θα δω ποτέ το Παρίσι.
Τώρα για δω τι να σου πω; Είμαι ακόμη τελείως σαστισμένη, ζω έναν καινούργιο έρωτα με το Παρίσι, χωρίς να ’χω ακόμη προσαρμοστεί στον ρυθμό και στην ατμόσφαιρα του καινούργιου εραστή. Ποτέ δε φανταζόμουνα ότι μια πόλις, ότι ο πολιτισμός και η παράδοση, και το πνεύμα, θα μπορούσανε να με αναστατώσουν έτσι. Είμαι έκθαμβη [….]
Πρέπει να σου πω όμως ότι φαίνεται πως το Παρίσι έχει τρομερά αλλάξει. Στις 12 μ.μ. το Metro σταματάει και όλα τα κέντρα κλείνουνε από τις 10 ½ διά λόγους περιορισμού ηλεκτρικού. Τα φαγώσιμα είναι φριχτά εκτός αν πας στη μαύρη αγορά. Εμείς βέβαια ούτε κατά διάνοιαν να πάμε στη μαύρη. Και τα θέατρα και τα concert πανάκριβα. Αυτοκίνητα ελάχιστα στους δρόμους και απ’ ό,τι θυμάμαι, τώρα η πόλις φαίνεται μάλλον έρημη. Για να πάρεις ταξί να μεταφέρεις καμιά βαλίτσα ανατολικόν ζήτημα. Αλλά αν έχεις σπίτι οργανωμένο μπορείς να ζήσεις από τα δελτία σου, τα οποία είναι μεν ακριβά, αλλά δίνουνε απ’ όλα, από φρέσκο βούτυρο, έως κρασί, et fruits exotiques κ.τ.λ.!
Ζηλεύω φρικτά για λογαριασμό της Ελλάδας, την οργάνωσή τους. Τώρα αρχίζω και καταλαβαίνω ορισμένα από τα πράματα που αγαπάς στη Γαλλία. Είχες δίκιο, δεν είναι η όλη υπόθεσις verbalisme – υπάρχει πνεύμα. […]

                    Σε φιλώ πολύ, πολύ gougouchaki μου
                       
Μάτση

[Ετούτος είναι ο τόπος της ζωγραφικής]

Ετούτος είναι ο τόπος της ζωγραφικής
ετούτος είναι ο τόπος της ποίησης
Τα δέντρα το χειμώνα είναι γυμνά από τα φύλλα τους, μ’ από κάθε κλαρί όλων των δέντρων στους μεγάλους δρόμους και στα σοκάκια (στους μικρούς) και στις πλατείες φυτρώνει μία ρεμβαστική ποίηση χλωρή, αν και είναι τόσο κρύος ο χειμώνας
Τα σπίτια είναι μαυρισμένα απ’ όλες τις σκιές

Με κυνηγάει ο τόπος μου

Με κυνηγάει ο τόπος μου
εδώ
στην πόλη της ζωγραφικής
εδώ, που τον χειμώνα
από κάθε κλαρί δέντρου στη λεωφόρο, στα δρομάκια, στις πλατείες
φυτρώνει μια ποίηση λίγο ρεμβαστική
εδώ που οι πέτρες

είναι κλήματα
τα τσαμπιά τα είδα

Μα εμένα με κυνηγάει ο τόπος μου
εμένα που δεν ξέρω ν’ αγκαλιάσω
με κυνηγάει το παιδί
εκείνο που θα ’πρεπε να ’χα γεννήσει
αντί να κρύβουμαι ξεφεύγοντας μες σε τίποτε ράφια μαγαζιού, ή μες στον
Proust και τις aubépines
ίσως να με κυνηγάνε μάλιστα δυο τρία παιδιά
εμένα με κυνηγάει ο Διόνυσος
και στην Ελλάδα μια φορά
λίγο έλειψε να με πιάσει, στη Βάρκιζα
μα ποτέ δεν μπόρεσα να σταθώ
να πω – να ’με εδώ θέλω να πάρεις
τον γυμνό εαυτό μου
είμαι ένα ράφι γωνιακό
ό,τι και ν’ ακουμπήσεις απάνω μου
πέφτει

Άνοιξη 1946, Παρίσι

Κατά την πρακτική της εποχής, ο εισηγητής του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα και ψυχαναλυτής Ανδρέας Εμπειρίκος είχε εφοδιάσει τη Μάτση με συστατικές επιστολές για να έρθει σε επαφή με πνευματικούς ανθρώπους του Παρισιού με τους οποίους διατηρούσε ο ίδιος προσωπική σχέση.

Ακόμα δεν έχω μεταχειριστεί κανένα από τα γράμματα που μού ’δωσες, ούτε και των αλλωνών. Δεν έχω προς το παρόν θέση, μέσα μου, για καμιά ανθρώπινη γνωριμία.
                        
Μάτση 5-1-46

Πού να σου πω ότι γνώρισα τον Tzara και τσακωθήκαμε από την πρώτη στιγμή αγρίως. Εκείνος με είπε σχεδόν ταγματαλήτισσα και collaboratrice και εγώ τον είπα περίπου ηλίθιο και αφελή να πιστεύει κατά λέξη την προπαγάνδα του Κ.Κ. Στο τέλος όταν κάπως καλμάραμε μου λέει – «Έχω γνωρίσει έναν συμπαθέστατο Έλληνα, τον Εμπειρίκο». «Μάλιστα» του λέω «πρώην άντρας μου» «Ah oui?» με ύφος να λέει «ε, τότε κυρία μου ίσως να μην είστε και τόσο φρικτή». Οπόταν πετιέται ο Αντρέας – «Justement les rouges ont faill il’assasiner!». Αλλά αυτό βέβαια έκανε πως δεν το άκουσε. Πάντως μου ’πε όταν τον ξανάδα να σου πω πολλά χαιρετίσματα.
Τι τα θέλεις Αντρέα μου, εγώ τρομάζω με όλα αυτά, βλέπω ότι όλοι είναι παθιασμένοι και εντεταγμένοι αριστεροί. Εμείς που δεν είμαστε, τι παρασταίνουμε μες στην εποχή μας; Τους Αλεξανδρινούς; Τους décadents; Όσο πάει η πολιτική μού γίνεται πιο αδιάφορη και μισητή, όλο βρωμιά και ψέματα και ανηθικότης. Αλλά φαίνεται ότι άμα έχεις πίστη δε θα ερευνάς. Σε λίγο όλοι οι καλλιτέχνες θα κάνουνε μια ορισμένη τέχνη, όπως άλλοτε όλοι κάνανε χριστιανική τέχνη. Ευτυχώς που εμείς είμαστε στο μεταίχμιο κι έτσι προφταίνω να είμαι με τους Αλεξανδρινούς.
[….] Έχω την πολιτική φούρκα και για έναν άλλο λόγο – αισθάνομαι πιασμένη στη φάκα – γιατί τώρα ξέρω θετικά ότι αν πρέπει να ζήσω όλη μου τη ζωή έξω από την Ελλάδα θα αισθάνουμαι πάντα εξόριστη. Τι τα θέλεις, εγώ είμαι Ρωμιά. Αλλά πάλι δεν αντέχω ν’ αντιμετωπίσω πολιτικές φουρτούνες άλλες στον τόπο μου.
Πέσ’ το αδυναμία, δεν αντέχω. Ας είναι! […]

Gougouchakis σ’ ευχαριστώ για τα χρόνια πολλά – είσαι ο μόνος που τα θυμήθηκε.
                        Μάτση, 16-2-46

Από την πιστολή συνάγεται πως η Μάτση συναντήθηκε με τον πρωτεργάτη του κινήματος του ντανταϊσμού Tristan Tzara στις πρώτες σαράντα ημέρες της διαμονής της στο Παρίσι τουλάχιστον δύο φορές και μάλιστα χωρίς να έχει κάποια συστατική επιστολή για τη γνωριμία αυτή. Συνάγεται επίσης η προσωπική σχέση του Εμπειρίκου με τον Tzara. Ο Τζαρά την εποχή εκείνη είχε αναπτύξει πολιτική δράση, καθώς είχε συμμετάσχει στον ισπανικό εμφύλιο και τη γαλλική αντίσταση, υπήρξε μέλος της Εθνοσυνέλευσης, ενώ τον επόμενο χρόνο (1947) εντάχθηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Η αναφορά του Αντρέα (Καμπά) στους κομμουνιστές που παραλίγο να δολοφονήσουν τον Εμπειρίκο είναι αναφορά στην ομηρία του ποιητή, καθώς και χιλιάδων άλλων Αθηναίων, από τους αντάρτες της Πολιτοφυλακής του ΕΛΑΣ (πρώην ΟΠΛΑ), κατά την απαγκίστρωση του ΕΛΑΣ από την Αθήνα στα τέλη του Δεκέμβρη του 1944. Ο Εμπειρίκος κατά τη διάρκεια της πεζοπορίας των ομήρων προς τα Κρώρα, όπου και θανατώθηκαν πολλοί από τους ομήρους, κατόρθωσε να δραπετεύσει.

Τώρα περί Breton. Επήγα με τους Dominguez με τους οποίους είμαι πολύ φίλη στα Deux Magots, εκεί βασίλευε σ’ ένα μακρύ, μακρύ, τραπέζι ο Breton. Κάτι το Σικελιανικόν εις το ύφος. Μόλις με συστήσανε μου ρώτησε τι γίνεσαι, μου είπε ότι όλον τον πόλεμο σε σκεπτότανε με μεγάλο ενδιαφέρον και φιλία και ήτανε τόσο ευχαριστημένος να ’χει επιτέλους νέα σου. Του είπα όσα νέα σου μπορούσα να σκεφθώ και εν ολίγοις την κατάσταση της φιλολογίας στην Ελλάδα, την επιρροή του υπερρεαλισμού κ.τ.λ. […] Πάντως ο Breton φαίνεται τώρα σε δύσκολη θέση, έχει χάσει όλα του τα καλύτερα παλικάρια και ο ίδιος επειδή δεν έζησε αυτόν τον πόλεμο μοιάζει σα να ’χει μείνει πίσω σε κάτι. Τώρα καταλαβαίνω ότι ο υπερρεαλισμός ήτανε κάτι πολύ σπουδαιότερο απ’ ό,τι φανταζόμουνα – ίσως πολλοί καλλιτέχνες υπερρεαλιστές από τους καλύτερους να μη το ’χουνε συνειδητοποιήσει οι ίδιοι. Άσχετα απ’ αυτά ο Breton τώρα μου κάνει την εντύπωση ενός κυρίου που μεταχειρίζεται ένα αλφάβητο που του λείπουνε τρία γράμματα. Ας είναι – μπορεί να τα ξανάβρει. Εγώ εδήλωσα ότι δεν ξαναπάω στα Deux Magots να τον ξαναδώ, αν και ήτανε πλέον ή ευγενής μαζί μου – διότι υπάρχει γύρω του μια ατμόσφαιρα αυλής και δουλοπρέπειας ασήκωτη. Αν τον γνωρίσω και γίνουμε φίλοι – σε κανένα σπίτι ή αλλιώς έχει καλώς –αλλά έτσι– τσου! Ξέχασα να σου πω βέβαια ότι μου είπε να σου μεταδώσω χαιρετισμούς και ότι πάντα σε σκεπτότανε και σε σκέπτεται με μεγάλη φιλία και εκτίμηση και ενδιαφέρον.
                                
Μάτση, 1-9-46

Φαίνεται πως η Μάτση επεδίωξε να συναντηθεί με τον Μπρετόν μέσω του υπερρεαλιστή ζωγράφου Όσκαρ Ντομίνγκεζ, ο οποίος και τη σύστησε σε αυτόν, και να μη κάνει χρήση της συστατικής επιστολής με την οποία την είχε τροφοδοτήσει ο Εμπειρίκος. Η συνάντηση πραγματοποιήθηκε στο γνωστό καφέ Deux Magots, το καλλιτεχνικό στέκι των υπερρεαλιστών μετά τον πόλεμο, στο Saint-Germain-des-Prés του Παρισιού. Ο Μπρετόν απουσίαζε από το Παρίσι από τις 25 Μαρτίου 1941. Σε αυτά τα χρόνια η υπερρεαλιστική ομάδα είχε αποδυναμωθεί. Ο Tzara προβάλλει τον εαυτό του ως νέο ηγέτη και εκφραστή του υπερρεαλισμού, ενώ πολεμική ενάντια στον υπερρεαλισμό ασκείται και από τους υπαρξιστές, από τον Σαρτρ, τον Καμύ αλλά και από ακαδημαϊκούς κύκλους. Η Μάτση, με τρόπο άμεσο και σαφή (αλλά έτσι – τσου!). συμπυκνώνει τη στάση της απέναντι στην ατμόσφαιρα αυλής και δουλοπρέπειας που συνάντησε πέριξ του Μπρετόν. Επιλέγει να μη συνεχίσει επαφές με τον άνθρωπο που κινούσε τα νήματα του υπερρεαλισμού στη Γαλλία, επειδή δεν την καλύπτει η περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Δεν αρνείται τον Μπρετόν, αλλά θα προτιμούσε να τον συναντά σε άλλες περιστάσεις. Με το τσου η Μάτση εκφράζει την εν γένει βιοθεωρία της απέναντι στους συμβιβασμούς και τις σκοπιμότητες που συναντώνται στη ζωή και την τέχνη.

Γνωρίσαμε επίσης κ’ έναν ανιψιό του Picasso, λέγεται XAVIER VILATÓ. Είδα δυο φορές τα έργα του, και μου φαίνεται ότι έχει τεράστιο ταλέντο. Μοιάζει στο πρόσωπο πολύ με τα έργα του θείου του, και η ζωγραφική του βέβαια, είναι πολύ επηρεασμένη από αυτόν. Έχουμε δει πολλούς Picassόμιμους αλλά τούτος ο μικρός μου φαίνεται άσχετα από αυτό – μάλλον malgré ça, πολύ γερό ταλέντο· θα δούμε.
                                
Μάτση, 26-4-46

Τώρα PICASSO. Έκθεση στη Galerie Carré. Επήγα –δυστυχώς μονάχα τρεις φορές. Περίπου είκοσι πίνακες. Κάθε ένας χωριστά ένας τελειωμένος κόσμος μιας μεγαλοφυΐας. Εμένα μου φαίνεται ότι αυτή η τελευταία του φάση εκτός από την τελειότητα του μέσου έκφρασης είναι και η πιο τρυφερά ανθρώπινη, η πιο ερωτική. Αντιλήφθηκα ότι βρισκόμουνα μπρος στο έργο ενός génie. Εδώ είναι η «κοσμική συνείδηση» αδρά, αντρίκια, χωρίς φιλολογίες, ξέρεις ότι η γυναίκα που αγαπάει δεν είναι μονάχα ένα πρόσωπο όπως νομίζουμε ότι το βλέπουμε· και δε φοβάται και ακολουθεί τη σκέψη του και τον οίστρο του ως την τελευταία του συνέπεια, το ξύλο δε της καρέκλας απάνω στο οποίο κάθεται η γυναίκα μονάχα που δε βγάζει κλωναράκια και φύλλα. Επιπλέον δε η απόλυτη ηδονή και μαεστρία της ζωγραφικής γιατί ολόκληρη μια ζωή μάχεται ταύρος και ταυρομάχος.

Με πιάνει πώς να σας πω; Ένα αίσθημα ευγνωμοσύνης προς τον κόσμο ότι υπάρχει Picasso και ότι είδα και βλέπω συνεχώς το έργο του.
                        
Μάτση, 1-9-46

Την περίοδο εκείνη περίπου ξεκινά και η σχέση της Μάτσης με τον Xavier Vilato με τον οποίο θα ζήσει στο Παρίσι τα επόμενα οκτώ χρόνια. Η περίοδος της συμβίωσης με τον Βιλατό (1946-1954) υπήρξε ιδιαιτέρως γόνιμη στην ποιητική παραγωγή της Μάτσης. Το 1949 κυκλοφόρησε η δεύτερη ποιητική της συλλογή, και πρώτη γαλλόφωνη, με τίτλο Cinq Fois στις εκδόσεις του Guy Lévis Mano, εκδοτικό οίκο ο οποίος εξέδωσε έργα μεταξύ άλλων και των Antonin Artaud, André Breton, Paul Eluard και Federico Garcίa Lorca. Το 1951 κυκλοφορεί από τον ίδιο εκδοτικό οίκο το Chants Populaires des Grecs, μια επιλογή ελληνικών δημοτικών τραγουδιών σε δική της μετάφραση, ενώ την ίδια χρονιά, εκδόθηκε στην Αθήνα από τις εκδόσεις Τετράδιο η δεύτερη ελληνόγλωσση συλλογή της με τίτλο Κρυφοχώρι. Το 1954 κυκλοφορεί η αφιερωμένη στον Βιλατό συλλογή La Frange des Mots.

Η Μάτση, λόγω της σχέσης της με τον Vilato, θα μπει στον κύκλο του Ισπανού ζωγράφου. Aποκτά στενή σχέση με την σύντροφο του Πικασό, την Françoise Gilot, με την οποία αλληλογραφεί από το 1948 έως και τουλάχιστον το 1961. Στο Αρχείο της Μάτσης Χατζηλαζάρου βρίσκονται δεκάδες φωτογραφίες της οικογένειας του Πικασό σε καθημερινές στιγμές, αλλά και σχέδια της Gilot, που η τελευταία τα είχε εσωκλείσει μέσα στα γράμματά της προς τη Μάτση.

Εκεί [στο Παρίσι] έγινα πολύ φίλη με τον Βιλατό και σ’ αυτό οφείλω ότι είδα από πολύ κοντά, όπως είχα ζητήσει στο Γαλλικό Ινστιτούτο, από πολύ κοντά τον Πικασό. Και όχι μόνο είδα τον Πικασό από κοντά, αλλά μια μέρα μας λέει πάμε στο Σαιν Πωλ ντε Βανς. —Τι να κάνουμε; —Να δούμε τον Ματίς. Κι έτσι είδα και τον Ματίς από κοντά, ο οποίος ήτανε άρρωστος· δούλευε τα πρωινά, τα απογεύματα ήτανε στο κρεβάτι. Και βλέπω να μιλιούνται στον πληθυντικό ο ένας στον άλλον. — Όχι εσείς είστε ο πιο μεγάλος. — Όχι εσείς είστε ο πιο μεγάλος […] και έτσι είδα από κοντά και τον Ματίς, χάρη στον Πικασό […]
Ο Πικασό είναι ίσως ο άνθρωπος που έχω θαυμάσει και εκτιμήσει περισσότερο στον κόσμο. […]

                        
Μάτση, 1984

Η ερωτική σχέση της Μάτση με τον Βιλατό θα τελειώσει το 1954. Λίγα χρόνια αργότερα, στην Αθήνα, θα γράψει το ποίημα «Ο Πούμας»

Ο Πούμας
Ήταν κι η στέρηση σύντροφος


Πολύ αληθινές οι ώρες κάθε φορά που θέλησα ν’ αποπειραθώ κατά της ζωής μου και προπάντων κατά του χεριού μου που εκείνο ήξερε
μονάχα πια να ιχνογραφεί τη λέξη ερήμωση

τόσο απομακρύνουμαι απ’ τη μέρα που πια δεν την αισθάνουμαι

επαγρύπνηση των φόβων δεν αποβλέπω πια στη χαρά
η φωτογραφία σου ακόμα πια κοντύτερά μου απ’ οποιονδήποτε άντρα

σ’ αγαπώ σε σκέπτουμαι σε γράφω δεν ξέρω πια ν’ ανασάνω χωρίς εσένα η καρδιά μου δε με αφορά σ’ αγαπώ αγαπώ αγαπώ σε κοιτάω
πάντα έρωτα πώς να σε σβήσω εγώ που ακούω τη φωνή σου εδώ στην Ελλάδα ξέρω τα μάτια σου και τα χέρια σου που λύσανε τα
λουλούδια γύρω απ’ το λαιμό μου για σένα τα είχα φορεμένα

[…]
πώς να κάνω χωρίς να πω το σύντροφο που ’γινε αυτή η στέρηση του κορμιού σου κοντά στο δικό μου αυτή η στέρηση του έρωτά σου
ολάκερον σε κάθε ώρα της ζήλιας μου

[…]
Ο στίχος που πασχίζει να μιλήσει τώρα τον αρνιέμαι μ’ έχει πλήξει με σιωπή επτά ολόκληρα χρόνια μονάχα εσύ υπάρχεις στον οποίο θέλω να διηγιέμαι  ατελεύτητα τον εαυτό μου να φωνάξω να ουρλιάσω μέχρι θανάτου να σαλέψω τη γλώσσα μου μες στον παραλογισμό μου έως που να φθαρεί το φίμωτρο που εσύ είσαι είσαι συ και συ και συ και ακόμα μια δεκαριά συ τι ξέρω χίλια συ

[…]
Πώς να κάνω σ’ αυτή την πλατεία για να βρω το Saint-Germain-des-Prés τι τα θέλω και μπερδεύω τα βήματά μου με τις προσωπικές
μου αναμνήσεις όλο ψάχνω το παρελθόν μπρος σ’ αυτή την εκκλησία και το καφενείο και δίπλα το βιβλιοπωλείο απόπειρα τόσο κωμική όταν προσπαθώ να διαβάσω τις λέξεις των τίτλων στην προθήκη
μ’ έχουνε ακρωτηριάσει από σένα το φέγγος της ζωής ολάκερης μου ξεφεύγει μόνο η μυρουδιά σου τα μάτια σου η αγάπη της φωνής σου με κυνηγάνε ως την πόρτα μου όπου ορθώνεται ένας τοίχος από λόγια

— μάθε ότι τέλειωσε για όλες τις μέρες που θα ’ρθούνε
—μα δεν ξέρω να το μάθω
—στον καθένα η σειρά του να πεθαίνει
—κι αν με αναζητάει ακόμα
—όχι γι’ αυτόν είσαι αποτελειωμένη
—πού να χαθώ
—ακολούθα την οδύνη σ’ όλο της το έργο
-—ότε να ζω για να γλείφω τις πληγές μου

Ά η απελπισία του κάτισχνου Πούμα σαν περιφέρεται ακατάπαυστα μες στο κλουβί του και ρουθουνίζει από πάνω ως κάτω καθένα απ’ τα κάγκελά του και περπατάει κατά μήκος του τοίχου για να φθάσει ως το βάθος της φυλακής του όπου κάθε φορά μπήζει μια φωνή τόσο διαπεραστική και παράξενη που την ξανακούω ακόμα μες στην τάφρο μου

Την επόμενη εικοσαετία (1954-1973) η Μάτση θα κινηθεί μεταξύ Παρισιού και Αθήνας. Το 1957 και 1958 θα συμβιώσει με τον φιλόσοφο και συνταξιδιώτη της στο «Ματαρόα» Κορνήλιο Καστοριάδη. Η σχέση της με τον Καστοριάδη υπήρξε και η τελευταία μακροχρόνια σχέση στη ζωή της Μάτσης.

Το 1958 θα επιχειρήσει να εγκατασταθεί στην Αθήνα, εγκαταλείποντας το Παρίσι. Στην Αθήνα εργάζεται στον Εθνικό Οργανισμό Τουρισμού (ΕΟΤ) ενώ παράλληλα ασχολείται με την κατασκευή κοσμημάτων (κολιέ και σκουλαρίκια από βοημικά κρύσταλλα, πέρλες, χάντρες και κοράλλια) και για λόγους βιοπορισμού. 

[Ακόμα κι αν τ’ αρνηθώ εκατό φορές]

Ακόμα κι αν τ’ αρνηθώ εκατό φορές
η ραχοκοκαλιά της ζωής μου ακουμπάει στον τόπο μου
και σε κάθε έρωτα ήλιο
αμετάκλητα […]

Το 1965 πραγματοποιεί δεύτερη εγκατάσταση στο Παρίσι, όπου δουλεύει στο εκεί κατάστημα επίπλων του οίκου Βαράγκη αντιμετωπίζοντας όμως οικονομικές δυσκολίες αλλά και διάφορά προβλήματα υγείας. Η οριστική επιστροφή στην Αθήνα θα γίνει το 1973 όπου και εργάζεται στις δημόσιες σχέσεις της Εμπορικής Τράπεζας έως και την τιμητική συνταξιοδότησή της από το Υπουργείο Πολιτισμού το 1979. Στην πορεία αυτών των χρόνων θα φύγουν από τη ζωή τόσο ο σύντροφός της κατά το ταξίδι της με το «Ματαρόα» ποιητής Ανδρέας Καμπάς (Δεκέμβριος 1965) όσο και ο τρίτος της σύζυγος και μύστης της στον κόσμο της ποίησης Ανδρέας Εμπειρίκος (Αύγουστος 1975).

[Απόψε πονάω σ’ όλες μου τις απογνώσεις]

Απόψε πονάω σ’ όλες μου τις απογνώσεις
κάνει πολύ κρύο κάτω απ’ τη σκιά
της ζωής μου που γέρασε
βαθιές γουλιές οι μελαγχολίες
είναι πληρωμένοι δολοφόνοι
ας οργανωθεί πια η σφαγή
απ’ ό,τι αγαπάω ακόμα

Η Μάτση θα περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής της σχετικά αποτραβηγμένη από την πνευματική κίνηση της Αθήνας σε ένα μικρό υπόγειο διαμέρισμα στην οδό Πατριάρχου Ιωακείμ. Το 1979, έπειτα από 28 χρόνια εκδοτικής απουσίας κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος μια συγκεντρωτική ποιητική συλλογή με τον τίτλο Έρως Μελαχρινός. Η συλλογή απέσπασε ένα σχετικό ενδιαφέρον από τους κριτικούς και τον Τύπο. Ήταν όμως η παρουσίαση του έργου και του βίου της από τον Μάνο Χατζιδάκι στο Τρίτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας με τον τίτλο «Ο Μελαχρινός Έρως, το εκκρεμές και η Μάτση των Ονείρων» που θα συστήσει τη Μάτση και το έργο της σε έναν νέο κύκλο ανθρώπων. Η έκθεση έργων του Πάμπλο Πικάσο που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα το 1983, στην οποία θα εκτεθεί και ένα κεραμικό του καλλιτέχνη φιλοτεχνημένο με στίχους της Μάτσης, θα συγκεντρώσει την προσοχή των φιλοτέχνων.
Έχοντας γνωριστεί με τους υπεύθυνους του τυπογραφείου των Κειμένων (ο Φίλιππος Βλάχος θα παρουσιάσει την ποίησή της σε εκπομπή στο Ραδιόφωνο και θα συμμετάσχει στο τηλεοπτικό της πορτρέτο που θα σκηνοθετήσει η Φρίντα Λιάππα το 1984) θα εκδώσει τη συλλογή της Εφτά γραπτά στα ελληνικά – sept texts en français – seven writings in English το 1984. H τελευταία της ποιητική συλλογή θα είναι το 1985 Το δίχως άλλο. Αντίστροφη αφιέρωση – Dédicace à rebours. Σε αυτή θα συμπεριλάβει τα ποιήματα της συλλογής Cinq Fois του 1949. Η Μάτση θα δουλέψει και πάλι τα κείμενα αυτά που περιέχουν το κλίμα και τις εμπειρίες της από τα πρώτα χρόνια της διαμονής της στο Παρίσι προκειμένου να τα μεταγράψει στα ελληνικά. Στη συλλογή θα προσθέσει και ένα τελευταίο ποίημα σε δύο εκδοχές: στα ελληνικά και στα γαλλικά. Πρόκειται για το τελευταίο της δημοσιευμένο ποίημα με το οποίο ολοκληρώνει την ποιητική κατάθεσή της, τον ποιητικό της βίο. Είχε ξεκινήσει το 1944 με τη συλλογή Μάης, Ιούνης και Νοέμβρης, την οποία είχε αφιερώσει στον Ανδρέα· τερματίζει με το ποίημα «Αντίστροφη αφιέρωση», ένα ποίημα που αν και δεν δηλώνει τον αποδέκτη της αφιέρωσης αποτελεί μια ολοκληρωτική εξομολόγηση της γράφουσας σε δεύτερο πρόσωπο, στον αποδέκτη του ποιήματος και της αφιέρωσης. Ο αποδέκτης αυτός δεν είναι άλλος από τον Ανδρέα Εμπειρίκο, όχι μόνο επειδή αυτό έχει αφήσει να εννοηθεί η Μάτση στην τελευταία της συνέντευξη, αλλά πρωτίστως επειδή σε αυτόν οδηγούν τα όσα σημειώνει στο ποίημά της. Το 1985 η Μάτση Χατζηλαζάρου είναι εβδομηνταενός ετών, με εύθραυστη υγεία· πέθανε δύο χρόνια αργότερα. Ο Ανδρέας Εμπειρίκος είχε πεθάνει δέκα χρόνια νωρίτερα, το 1975. Χώρισαν το 1944. Η «Αντίστροφη αφιέρωση» αποτελεί στην ουσία την τελευταία γραφή της Μάτσης Χατζηλαζάρου προς τον Ανδρέα Εμπειρίκο, το τελευταίο της γράμμα προς αυτόν. Το ότι ο αποδέκτης του ποιήματος-αφιέρωση δεν βρίσκεται στη ζωή προκειμένου να το αναγνώσει, να το παραλάβει, κάνει την εξομολόγηση της Μάτσης ακόμη πιο απελευθερωμένη, πιο απόλυτη, πιο ολοκληρωτική. Ο έρως και η εξομολόγησή του θα πρέπει να είναι απόλυτος, τρελός· αλλιώς τσου.

Είχα μια κουβέντα μια μέρα με την Μαργκερίτ Γιουρσενάρ και της είπα: «Ίσως είμαστε πολύ εγωιστές, και όχι όσο πρέπει γενναιόδωροι όταν έχουμε ένα παράπονο με κάποιον». Το αναμόχλευσα αυτό μέσα μου και σκέφτηκα ότι έδειξα τρομερή έλλειψη γενναιοδωρίας μ’ ένα πρόσωπο. Η «Αντίστροφη Αφιέρωση» βγήκε σαν ένα ευχαριστήριο… (Χατζηλαζάρου, 1986)



Αντίστροφη Αφιέρωση

Για κείνον με την αντρίκια φωνή-ματιά και με χέρια μεγάλες φτερούγες που δεν τις ξεχνάω το απόγεμα είπες τριάντα χρόνια σε περίμενα κι ένιωσα πρώτη φορά «le vierge le vivace et le bel aujourd’hui» μετά έντονος αέρας αγάπης άνοιξε διάπλατα ένα παράθυρο μέσα μου και μπήκανε μεγάλες σταγόνες αγαλλίασης καθώς ο νοτιάς έστριβε βουίζοντας απ’ τη γωνιά της καρδιάς μου το σώμα είναι χώμα διψασμένο από σένα έμαθε τις πλημμύρες του έρωτα πολλά νομίζω θα μιλήσω τώρα πολλά που φύλαγα σε μια κρυψώνα θα τ’ απλώσω εδώ όσο μπορώ καλύτερα και ό,τι θέλει ας γένει  […]

θα ’θελα μα πόσο θα ’θελα ναι θα ’θελα αμέσως τώρα τώρα θέλω να ξεμαλλιάσω λίγο τη σύνταξη για να σε τραγουδήσω όπως έμαθα στο Παρίσι
εσένα σ’ έχω Δεινόσαυρο από τους πιο εκπληκτικούς

εσένα σ’ έχω βότσαλο φρούτο απαλό που τ’ ωρίμασε η θάλασσα
σ’ ερωτεύω
σε ζηλεύω
σε γιασεμί
[…]

εσύ σελίδα μου
εσύ μολύβι μου ερμηνευτή μου

σε ανοίγω συρτάρια
πώς γιατί δεν ήρθες τόσες φορές
σε ξεμάκρυνα εγώ λέω τώρα
δίχως τέλος λυπάμαι
σε κρυάδα γνώρισες ποτέ την καρδιά μου
σε μιαν έκπαγλη χρονιά ανταμώσαμε
σε ληστεύω από αλλουνού τα χέρια
σε ακούω από δω και κει
σε σιωπώ μες στην απέραντη τρυφερότητα
σιγά σιγά να καταλαγιάσουμε
όλα δεν τα ’χω πει
ΜΕ ΕΚΡΙΖΩΝΕΙΣ

 


ΣΗΜΕΙΩΣΗ 1
Το κείμενο βασίζεται στα βιβλία:
Χρήστος Δανιήλ, Μάτση Χατζηλαζάρου, Η πρώτη Ελληνίδα υπερρεαλίστρια, Τόπος 2011.
Μάτση Χατζηλαζάρου, Γράμματα από το Παρίσι στον Ανδρέα Εμπειρίκο (1946-1947) και άλλα ανέκδοτα ποιήματα και πεζά της ίδιας περιόδου, Εισαγωγή, υπομνηματισμός, επιμέλεια Χρήστος Δανιήλ, Άγρα 2013.


ΣΗΜΕΙΩΣΗ 2

Το αφιερωμένο στη Μάτση Χατζηλαζάρου επεισόδιο της εκπομπής Εποχές και Συγγραφείς, σε σκηνοθεσία Τάσου Ψαρρά, προβλήθηκε για πρώτη φορά στην ΕΡΤ2 στις 19 Ιανουαρίου 2022. Στην εκπομπή για τη Μάτση Χατζηλαζάρου μίλησαν οι: Φοίβη Γιαννίση, Χρήστος Δανιήλ, Αλέξης Ζήρας, Τιτίκα Δημητρούλια, Λεωνίδας Εμπειρίκος, Χριστίνα Ντουνιά, Γεωργία Παπαγεωργίου, Λίνα Στεφάνου και Άντεια Φραντζή]

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: