Ο Νικόλαος Εγγονόπουλος
 ο Ανδρέας Εμπειρίκος 
και η ωραία κόρη
 ορθή ως
 στέκονταν εις το παράθυρο του Αναπλιού

Φωτογραφία του Ανδρέα Εμπειρίκου, από το βιβλίο: Μάτση Χατζηλαζάρου, «Γράμματα από το Παρίσι στον Ανδρέα Εμπειρίκο (1946-1947) και άλλα ανέκδοτα ποιήματα και πεζά της ίδιας περιόδου». Εισαγωγή, επιμέλεια, υπομνηματισμός Χρήστος Δανιήλ, Άγρα 2013
Φωτογραφία του Ανδρέα Εμπειρίκου, από το βιβλίο: Μάτση Χατζηλαζάρου, «Γράμματα από το Παρίσι στον Ανδρέα Εμπειρίκο (1946-1947) και άλλα ανέκδοτα ποιήματα και πεζά της ίδιας περιόδου». Εισαγωγή, επιμέλεια, υπομνηματισμός Χρήστος Δανιήλ, Άγρα 2013


Η σχέση του Νίκου Εγγονόπουλου, του δεύτερου Έλληνα ορθόδοξου υπερρεαλιστή (Αργυρίου 1989: 167) με τον εισηγητή του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα, Ανδρέα Εμπειρίκο, είναι στενή και πολυποίκιλη. Δεν είναι μόνο η φιλική σχέση, η σχέση ζωής που συνδέει τους δύο άνδρες: Για μένα ο Εμπειρίκος υπήρξε η κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Έλεγε κάτι ο Εμπειρίκος και ήταν σαν να το ’λεγα εγώ. Για να αντιμετωπίσουμε την κατακραυγή συμπήξαμε κοινό μέτωπο. Δυστυχώς παραμείναμε μόνο 40 χρόνια φίλοι (Εγγονόπουλος 1999 [1976]: 82). Έλεγα σε κάθε ευκαιρία ότι είμαστε φίλοι με τον Εμπειρίκο, τι έχουμε να μοιράσουμε; Κι εκείνος έφερνε την αντίρρησή του: «Πώς; Μα έχουμε να μοιράσουμε τη φιλία μας…» (Εγγονόπουλος, 1999 [1976]: 99). Μέσα στα γραπτά τους, ποιητικά, δοκιμιακά ή συνεντεύξεις, καταγράφεται ο έκδηλος θαυμασμός και η αγάπη που έτρεφε ο ένας για τον άλλον. Έτσι, για παράδειγμα, ο Εμπειρίκος στο ποίημά του «Του Αιγάγρου», Οκτάνα 1980, συμπεριλαμβάνει τον Εγγονόπουλο στους εκλεκτούς εκείνους ποιητές, τους λίγους, που πήραν τα βουνά, να μην τους φάη ο κάμπος, [και] δοξολογούν τον οίστρο σου [Αίγαγρε] και το πυκνό σου σπέρμα, γιε του Πανός και μιας ζαρκάδας Αφροδίτης, ενώ και ο Εγγονόπουλος αναφέρεται σε ποιήματα και γραπτά του στον Ανδρέα Εμπειρίκο.
Βέβαια, ας μην φανταστούμε τη σαραντάχρονη πορεία αυτής της σχέσης ως ευθύγραμμη ή με τον ωραιοποιημένο τρόπο που την εμφανίζει ο Εγγονόπουλος στις συνεντεύξεις του τού 1976, έναν μόλις χρόνο δηλαδή μετά το θάνατο του Εμπειρίκου. Η σχέση αυτή, όπως είναι φυσικό και ανθρώπινο, είχε τις εντάσεις της, τις συγκρούσεις της, τα σημεία έξαρσης και καμπής (βλέπε ενδεικτικά Ανδρικοπούλου 2003: 74-76 και Καλαμαράς 1998). Όλες οι μαρτυρίες όμως συμφωνούν ότι η πρώτη δεκαετία της γνωριμίας των δύο ανδρών υπήρξε και η πλέον θερμή και έντονη στη σχέση που δημιούργησαν μεταξύ τους, καθώς είχαν να αντιμετωπίσουν τις αντιδράσεις που προκαλούσε το πρωτοποριακό και καινοφανές τους καλλιτεχνικό έργο.
Το 1999 ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης επιμελήθηκε στις εκδόσεις Άγρα την έκδοση των δύο κειμένων που ο Εμπειρίκος είχε συγγράψει για τον φίλο του, ποιητή και ζωγράφο, Νίκο Εγγονόπουλο υπό τον τίτλο Νικόλαος Εγγονόπουλος ή Το Θαύμα του Ελμπασάν και του Βοσπόρου και Διάλεξη για τον Νίκο Εγγονόπουλο. Οι δύο καταληκτικές παράγραφοι του πρώτου κειμένου, δημοσιευμένο στο περιοδικό Τετράδιο τη δύσκολη, από πολλές απόψεις, χρονιά του 1945 είναι ενδεικτικές του θαυμασμού που έτρεφε ο Εμπειρίκος προς τον Εγγονόπουλο, αλλά και της υπερασπιστικής του θέρμης ενάντια στις επιθέσεις που εκείνος δέχονταν:

Νικόλαε Εγγονόπουλε, σε αυτόν τον κόσμον δύο είναι τα μεγαλείτερα και πιο πολύτιμα στοιχεία. Ο Έρωτας και το Σπαθί. Όλα τα άλλα έρχονται κατόπιν και τελευταίο απ’ όλα η κριτική. Η πραγματικά μεγάλη ποίησις είναι καμωμένη βασικά από αυτά τα πρωταρχικά και κορυφαία στοιχεία. Εσύ είσαι πραγματικά μεγάλος ποιητής – άσε λοιπόν να λεν οι άλλοι ό,τι θέλουν.
Νικόλαε Εγγονόπουλε, βράχε τραχύτατε του Ελμπασάν, και πράσινη απαλή δαντέλα του Βοσπόρου, σε χαιρετώ αλβανιστί, με το δεξί μου χέρι εμπρός εις την καρδιά, και τη θερμή παλάμη μου απλωμένη παράλληλα στο οιονδήποτε χώμα που πατώ._

Ο επιμελητής, στο ενδιαφέρον «Επίμετρο» που συνοδεύει την έκδοση, εξετάζει με συστηματικό τρόπο τη σχέση αυτή και από την αντίστροφη πορεία. Εντοπίζει δηλαδή, παραθέτει και σχολιάζει την παρουσία του Ανδρέα Εμπειρίκου στα γραπτά του Νίκου Εγγονόπουλου. Έτσι, παρουσιάζονται, για πρώτη φορά συγκεντρωμένα, αποσπάσματα από συνεντεύξεις του Εγγονόπουλου στα οποία κάνει λόγο για τη σχέση του με τον Εμπειρίκο (οι αναφορές αυτές πυκνώνουν και γίνονται εντονότερες και θερμότερες μετά το θάνατο του Εμπειρίκου), σχόλια του ποιητή που συνοδεύουν τις εκδόσεις των ποιητικών του συλλογών και αναφέρονται στον καθοριστικό ρόλο που έπαιξε ο Εμπειρίκος στην συγκρότηση της ποιητικής του, ποιήματα στα οποία γίνεται ρητή αναφορά στον Εμπειρίκο ή είναι αφιερωμένα σε αυτόν. Στην πρώτη κατηγορία αυτών των ποιημάτων ανήκει το ποίημα «Ο Βελισάριος», Στην κοιλάδα με τους ροδώνες, 1978, ένα αυτοαναφορικό ποίημα, μια αναδρομή στην κοινή ποιητική τους αφετηρία:

[…] έτσι
στους τελευταίους ακριβώς χρόνους της φθίνουσας περιόδου «του ’30»
αναμεσίς
στους φιλόδοξους με τ’ ακαθόριστα σχέδια
τους άγρια λυσσαγμένους —παρ’ όλο το ισχνότατο των εφοδίων τους—
για μιαν όσο μπορούσαν πλατύτερη επικράτηση
τους άγουρους —σαλιάρηδες— διακονιαρέους και κλέφτες της δόξας
ξεκίνησε νεότατος ο Βελισάριος
παρέα με τον Ανδρέα τον Εμπειρίκο
να δημιουργήσει
και να ζήσει

Στην δεύτερη κατηγορία, τα αφιερωμένα στον Εμπειρίκο ποιήματα, εντάσσεται το ποίημα «Γοτθική πικρία», Η Επιστροφή των Πουλιών, 1946. Όπως εύστοχα επισημαίνει ο Γιατρομανωλάκης (1999: 24), το ποίημα αυτό εκδίδεται ένα μόλις χρόνο μετά τη δημοσίευση στο περιοδικό Τετράδιο του υμνητικού άρθρου του Εμπειρίκου για τον Εγγονόπουλο. Η αφιέρωση του ποιήματος στον Εμπειρίκο φαίνεται πως επέχει και λειτουργική θέση σε αυτό. Το ποιητικό υποκείμενο του ποιήματος εκφράζεται χρησιμοποιώντας το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο για λόγους ουσιαστικούς και όχι ευγενείας. Εκφράζεται ως μέλος μιας ομάδας που ακολουθεί κοινή [ποιητική] πορεία και στάση ζωής: 

[…]Έστω και αν η θυσία που απαιτείται και πάλιν από ημάς είναι τόσον οδυνηρή όσον τα δάκρυα που κυλούν από τα θλιμμένα μάτια της, οι τραγικές πλεξίδες των μαλλιών της. Έστω και αν η εις Εκβάτανα αλγεινή μετάβασίς μας μάς επιφυλάσσει τόσας φρικτάς συνεπείας και για τώρα και για το μέλλον. Και νά, κιόλας, που ο σεμνός συκοφάντης, ο σεπτός συκοφάγος, ανθίσανε πάνω σε πολεμικά μανουάλια. Η Καρχηδών εσίγησε δια παντός. Το άσμα της συνεχίζουν τώρα τα νερά σε ρυθμόν αιθάλης. Αυτή η σημαία είναι δική σας; Αυτά τα αίματα είναι δικά μας;[…]

Σύμφωνα με την ανάγνωση που προτείνουμε η κοινή πορεία αναφέρεται τόσο στον γράφοντα του ποιήματος όσο και στον αποδέκτη της αφιέρωσης, τον Εγγονόπουλο και τον Εμπειρίκο αντίστοιχα.
Ο Γιατρομανωλάκης σημειώνει πως το ποίημα που ακολουθεί την «Γοτθική πικρία» στην ποιητική συλλογή Η Επιστροφή των Πουλιών του Εγγονόπουλου το 1946 επιγράφεται «Η επιστροφή της Ευρυδίκης» και αναφέρει πως τον αμέσως επόμενο χρόνο ο Εμπειρίκος παντρεύεται τη Βιβίκα (Ευρυδίκη) Ζήση. Ο Γιατρομανωλάκης με τη σημείωσή του, έμμεσα, χωρίς να το δηλώνει, υποδεικνύει στους αναγνώστες του έναν άλλο τρόπο ανάγνωσης του ποιήματος του Εγγονόπουλου «Η επιστροφή της Ευρυδίκης» υπό το πρίσμα της ανίχνευσης σε αυτό στοιχείων από τη ζωή του Εμπειρίκου· τρόπο που δεν αναπτύσσει στη συνέχεια, καθώς αυτός θα απαιτούσε διεξοδική ανάλυση του ίδιου του ποιήματος, πλην όμως η στόχευση του «Επιμέτρου» του ήταν άλλη.
Εκείνο όμως που απουσιάζει από το εμπεριστατωμένο «Επίμετρο» του Γιατρομανωλάκη, άγνωστο για ποιους λόγους, είναι η οποιαδήποτε αναφορά σε ένα ακόμη ποίημα του Εγγονόπουλου, της ίδιας μάλιστα συλλογής, Η Επιστροφή των Πουλιών, και άρα της ίδιας περιόδου, το οποίο επίσης είναι αφιερωμένο στον Ανδρέα Εμπειρίκο. Πρόκειται για το ποίημα «Το Χέρι».
Αξίζει επίσης να αναφερθεί πως το ποίημα αυτό, παρά τη σχετική πύκνωση των μελετών της ποίησης του Εγγονόπουλου τα τελευταία χρόνια, παραμένει ασχολίαστο από το σύνολο σχεδόν των μελετητών. Σε μια αναφορά της η Σοφία Βούλγαρη (2008) συσχετίζει τον τίτλο του, «Το Χέρι», και το ερωτικό περιεχόμενο του ποιήματος με τον στίχο του Εμπειρίκου Πάρε την λέξι μου. Δώσε μου το χέρι σου καθώς και με το κείμενό του «Φως παραθύρου», και θεωρεί πως με το ποίημα αυτό επικυρώνεται η σύμπλευση έρωτα και χαράς μέσα από την ευφρόσυνη εικόνα μιας ωραίας κόρης που πλέκει ένα ωραίο, φιλόξενο δίχτυ, ορθή σε ένα παράθυρο. Η Βούλγαρη καταλήγει με έναν θελκτικό στην ανάγνωσή του, αλλά ασταθή στην ανάπτυξή του, λεκτικό και νοηματικό ακροβατισμό· υποστηρίζει πως με το ποίημα αυτό ο Εγγονόπουλος «προσφέρει τη λέξη του, ζητώντας το χέρι της κόρης, του φίλου υπερρεαλιστή, το χέρι του αναγνώστη, του δύσπιστου κοινού, στο δρόμο προς τ’ άστρα». 

Πριν από οποιοδήποτε άλλο σχολιασμό, όμως, καλό θα ήταν να παρακολουθήσουμε το ίδιο το ποίημα:

Το χέρι

εις Ανδρέαν Εμπειρίκον

ωραίο δίχτυ
που έπλεξεν η
κόρη
η κόρη-τέκτων
ορθή ως
στέκoνταν εις το παράθυρο του Αναπλιού
ωραίο δίχτυ
φιλόξενο
ωσάν καλός θεός
ισχυρό
σαν τ’ άσπρα πλήκτρα
της χαράς
ωραίο δίχτυ
που έβαψε
με το χρώμα των ματιών της
και μύρωσε
με τ’ άρωμα των πλούσιων μαλλιών της
η κόρη που εστέκονταν
ορθή
εις το παράθυρο του Αναπλιού

ωραίο δίχτυ
ωραία κόρη
ωραίο παράθυρο που φώτιζες
μέσα στη νύχτα
τ’ Αναπλιού
ωραίο παράθυρο που φώναζες
ωραία κόρη που φώτιζες
ωραίο δίχτυ
μέσα στο χρώμα
τ’ Αναπλιού

ωραίο δίχτυ
γύρω τρογύρω
εις τον λαιμό μου
είτανε
κόρη
τα ωραία μαλλιά
σου
καθώς τα έπλεκες
εις το παράθυρο
μέσα στο φως

ωραία νύχτα
μέσα στο
βλέμμα σου
ήτανε κόρη
καθώς τη ζήσαμε
τρελοί από έρωτα
γυμνοί θεόγυμνοι
τρελοί από έρωτα
—μια νύχτα έρωτος—
μέσα στο
δίχτυ
του Αναπλιού

 

Το ποίημα διαρθρώνεται σε τέσσερις ενότητες/στροφές που η κάθε μία επαναλαμβάνει και ενισχύει την ιδέα της προηγούμενης, ενώ σε κάθε μια στροφή προσφέρεται ένα ακόμη στοιχείο που βοηθά στην ανάπτυξη της τελικής βασικής ιδέας/εικόνας του ποιήματος: το ποιητικό υποκείμενο ζει μια νύχτα έρωτος με την ωραία κόρη στο Ναύπλιο. Μάλιστα στις δύο πρώτες στροφές παρουσιάζεται μόνο η εικόνα της ωραίας κόρης που έπλεξε το δίχτυ και που στεκόταν στο παράθυρο του Αναπλιού, ενώ το ποιητικό υποκείμενο εμφανίζεται από την τρίτη στροφή και μετά και δηλώνει σε πρώτο ενικό την εμπλοκή του σε ό,τι περιγράφεται στο ποίημα. Η ωραιότητα της κόρης, η εικόνα της, όρθιας, στο παράθυρο του Αναπλιού και η βίωση του έρωτα μεταξύ του ποιητικού υποκειμένου και της ωραίας κόρης, πλέκουν ένα δίχτυ στο ποιητικό υποκείμενο που βιώνει τον έρωτα με τρόπο απόλυτο, με τρόπο υπερρεαλιστικό, δηλαδή τρελό: καθώς τη ζήσαμε/ τρελοί από έρωτα/ γυμνοί θεόγυμνοι/ τρελοί από έρωτα/ —μια νύχτα έρωτος. Οι επαναλήψεις των λέξεων που καταγράφονται στο καταληκτικό σημείο του ποιήματος επιτείνουν και ενισχύουν την κυρίαρχη βασική του εικόνα.
Οι επαναλήψεις όμως των λέξεων αποτελούν και βασικό δομικό στοιχείο ολόκληρης της κατασκευής του. Ήδη από την πρώτη εισαγωγική ενότητα/στροφή έχουμε την επανάληψη των τριών βασικών λέξεων/εικόνων που κυριαρχούν στο ποίημα: το (ωραίο) δίχτυ, η (ωραία) κόρη, το παράθυρο (του Αναπλιού). Από τρεις φορές επαναλαμβάνεται το δίχτυ και η κόρη στην πρώτη στροφή, δύο το παράθυρο. Συνολικά 7 φορές απαντάται στο σχετικά σύντομο αυτό ποίημα η λέξη δίχτυ, άλλες τόσες η λέξη κόρη, πέντε φορές η λέξη παράθυρο και πέντε ο τόπος που συντελέστηκε ο τρελός έρωτας, το Ανάπλι. Το ποίημα, με τον τρόπο που είναι δομημένο, με τις εικόνες του να επαναλαμβάνονται και να επιβάλλονται στον αναγνώστη, με την έλλογη νοηματική ακολουθία που εμφανίζει στην ανάπτυξή του, είναι από το σχετικώς εύκολα στην προσέγγισή τους ποιήματα του Εγγονόπουλου.
Η ερωτική του θεματική, παρότι δεν είναι δεσπόζουσα στην ποιητική παραγωγή του Εγγονόπουλου με τη συχνότητα που αυτή απαντάται στην ποίηση του Εμπειρίκου, συναντάται και σε άλλα ποιήματα του Εγγονόπουλου· ενδεικτικά αναφέρω τα ποιήματα «Ποίημα που του λείπει η χαρά αφιερωμένο σε γυναίκα υπέροχη δωρήτρια πόθου και γαλήνης», «Κήποι μεσ’ στο λιοπύρι», «Ελεονώρα ΙΙ» από την ίδια με «Το Χέρι» συλλογή. Επομένως, σε μια πρώτη θέαση, είναι πιθανόν η αφιέρωσή του ποιήματος εκ μέρους του γράφοντος προς τον φίλο και ομότεχνό του Ανδρέα Εμπειρίκο να οφείλεται στην ερωτική του θεματολογία, ο Εγγονόπουλος δηλαδή να επιλέγει να αφιερώσει στον Εμπειρίκο, ο οποίος στην ποίησή του δοξάζει τον έρωτα και τις λειτουργίες του, ένα από τα ερωτικά ποιήματα της συλλογής του Η επιστροφή των πουλιών που δημοσιεύει το 1946. Ερώτημα όμως παραμένει γιατί επιλέγει το συγκεκριμένο και όχι ένα από τα άλλα ερωτικά ποιήματα της συλλογής που αναφέρθηκαν;
Η επιστροφή των πουλιών είναι η τέταρτη συλλογή του Εγγονόπουλου. Είχαν προηγηθεί οι δύο πρώτες του προπολεμικές συλλογές Μην ομιλείτε εις τον οδηγό, 1938 και Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής, 1939, καθώς και ο Μπολιβάρ το 1944. Τα ποιήματα επομένως που συμπεριλαμβάνονται στη συλλογή αυτή το πιθανότερο είναι να έχουν συντεθεί από τον χειμώνα του 1943, οπότε και ολοκληρώθηκε η σύνθεση του Μπολιβάρ έως και τον Μάιο του 1946, οπότε και εκδόθηκε η συλλογή. Ειδικά για το ποίημα «Το χέρι» μπορούμε να εικάσουμε ότι αυτό συντέθηκε μετά τον Μάρτιο του 1944, γιατί τότε ο Εγγονόπουλος δημοσιεύει στο περιοδικό Τα Νέα Γράμματα επτά ποιήματα, τα οποία αργότερα θα ενταχθούν στη συλλογή του 1946, μέσα στα οποία δεν ήταν το ποίημα που εξετάζουμε. Γνωρίζουμε επίσης ότι στα μέσα του 1944 ο Εγγονόπουλος, ειδοποιημένος από τον συγγενή του Άγγελο Έβερτ, διοικητή της Αστυνομίας Πόλεων κατά τη διάρκεια της Κατοχής, ότι οι Γερμανοί «ενδιαφέρονταν» για τον Μπολιβάρ και τα όσα ανέφερε στο ποίημά του, αναζήτησε καταφύγιο προκειμένου οι Γερμανοί να χάσουν τα ίχνη του:

Έπρεπε να κρυφτώ, και φυσικά βρήκα καταφύγιο στο σπίτι του γενναιόψυχου φίλου μου Ανδρέα Εμπειρίκου, στην οδό Γ. Αινιάνος. (Όλος ο κόσμος ξέρει τώρα πως ο Εμπειρίκος, άφοβα, έδωσε σε πολλούς κατατρεγμένους άσυλο τα φοβερά χρόνια της Κατοχής.) […] Κι ύστερα μέναμε κουβεντιάζοντας μέχρις αργά τη νύχτα, και πολλάκις ίσαμε το πρωί. Θα χρειαζόμουνα τόμο ολόκληρο για να πω το τι και δεν ωφελήθηκα απ’ αυτή την επαφή εκείνης της εποχής. Όπως άλλωστε και από τη στενή σχέση μου, όλη μου τη ζωή, με τον ποιητή. Οι γνώσεις του οι απέραντες για το κάθε τι, το πάθος του για την ποίηση, την τέχνη και το ωραίο, η κρίση του η τόσο άψογη όσο και βαθειά, η ευθύτητα του χαρακτήρα του, η φυσικιά του καλωσύνη, η κομψότητα του όλου είναι του, απαλλαγμένος από κάθε πρόληψη και προκατάληψη ως είταν, τον καθιστούσαν έναν συνομιλητή πολυτιμότατο, γοητευτικότατο και ανεξάντλητο. Τι δεν του χρωστά ο νους μου και η καρδιά μου! (Εγγονόπουλος 1978: 223-224)

Το σπίτι στο οποίο αναφέρεται ο Εγγονόπουλος στην οδό Αινιάνος είναι το σπίτι όπου διέμενε ο Εμπειρίκος με την πρώτη σου σύζυγο, Μάτση Χατζηλαζάρου, και η οποία είχε εγκαταλείψει τον Εμπειρίκο μόλις λίγους μήνες πιο πριν, για να συμβιώσει με τον νεότερό της ποιητή Ανδρέα Καμπά. Ο Εμπειρίκος, παρά την έντονη σχέση έρωτα και αγάπης που βίωσε με τη σύζυγό του, γνωρίζουμε ότι αποδέχθηκε την επιλογή της αυτή, βοήθησε το νέο ζευγάρι στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής να επιβιώσει οικονομικά και βιολογικά και συνέχισε να διατηρεί σχέσεις με την Μάτση και μετά το γάμου του με τη δεύτερη σύζυγό του Βιβίκα Ζήση (για την πολυεπίπεδη προσωπική και πνευματική σχέση Εμπειρίκου/Χατζηλαζάρου βλέπε Δανιήλ 2013).
Η προσωπική ιστορία του Εμπειρίκου με τη Χατζηλαζάρου, μια ιστορία έντονου έρωτα και πάθους, μια ιστορία τρελού έρωτα και περιδίνησης, ξεκινά από τη γνωριμία τους στα προπολεμικά χρόνια όταν η Μάτση κατέφυγε ως ψυχαναλυόμενη στο γραφείο του Εμπειρίκου πιθανώς το 1937, εξελίσσεται σε ερωτική σχέση το 1938 και επισφραγίζεται με το γάμο του ζευγαριού το 1940 και το ταξίδι του μέλιτος στην Κορινθία και την Αργολίδα τον Ιούνιο του 1940. Το ζευγάρι κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Ναύπλιο (Ανάπλι) διέμενε στο Μπούρτζι, το οποίο τότε λειτουργούσε ως ξενοδοχείο. Είναι γνωστό το ενδιαφέρον και των δύο, την εποχή εκείνη για τη φωτογραφία (Δανιήλ 2011: 47). Στο αρχείο της Μάτσης Χατζηλαζάρου, το οποίο φυλάσσεται στο Μουσείο Μπενάκη, βρίσκονται οι φωτογραφίες του ζευγαριού από το γαμήλιό τους ταξίδι (πολλές από αυτές έχουν δημοσιοποιηθεί στο Δανιήλ 2011 και Χατζηλαζάρου 2013: 48-68 και 188-192). Η πιο γνωστή, έως πρόσφατα, φωτογραφία της Μάτσης είναι αυτή την οποία της έβγαλε ο Ανδρέας Εμπειρίκος και στην οποία η Μάτση φορώντας μόνο το σχεδόν διαφανές νυχτικό της, σχεδόν ημίγυμνη, στέκεται μπροστά στο παράθυρο του δωματίου τους στο Μπούρτζι, είναι, με άλλα λόγια, ορθή, ως στέκονταν εις το παράθυρο του Αναπλιού, έπειτα από μια νύχτα έρωτος, καθώς τη ζήσα[νε] γυμνοί θεόγυμνοι, τρελοί από έρωτα, μέσα στο δίχτυ του Αναπλιού.

Η πρόσφατη έρευνα (Δανιήλ 2013) έχει καταγράψει την παρουσία της Μάτσης Χατζηλαζάρου στο δημιουργικό έργο του Ανδρέα Εμπειρίκου. Στο πεζόμορφο ποίημα «Το Γήπεδον», δημοσιευμένο στη συλλογή Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία και αφιερωμένο στη Μάτση, στα τρία ποιήματα του 1938-1941 γραμμένα από τον Εμπειρίκο στη γαλλική γλώσσα και δημοσιευμένα για πρώτη φορά στο Χατζηλαζάρου 2013: 163-176, στο ανέκδοτο έως πρόσφατα ποιητικό κείμενο ποιητικής «Τα Τεκταινόμενα», καθώς και στο κείμενο «Μήτρος Τραγανάς» το οποίο έχει ως αρχικό χρόνο και χώρο δράσης το Ναύπλιο κατά τη διάρκεια του γαμήλιου ταξιδιού (δημοσιευμένα πλέον και τα δύο στο Εμπειρίκος 2018), αλλά και σε άλλα γραπτά του Εμπειρίκου εντοπίζεται η παρουσία της Μάτσης ως βασικού προσώπου των κειμένων αυτών, ως μέρος δηλαδή του ποιητικού σύμπαντος που δημιουργεί ο Εμπειρίκος.
Μάλιστα στο εκτενές κείμενο του Εμπειρίκου «Our Dominions beyond the Seas ή Η Βίωσις των στίχων» (τώρα στο Εμπειρίκος 2018, περισσότερα για το έργο αυτό στα Γιατρομανωλάκης 1998, Γιατρομανωλάκης 2018 και Δανιήλ 2013: 26-28) ο Εμπειρίκος αναφέρεται στην Μάτση, έτσι όπως αυτή απεικονίζεται στη φωτογραφία της στο παράθυρο του Αναπλιού· εστιάζει στην όρθια στάση της, στο διαφανές νυχτικό της που αφήνει να διαφαίνονται τα στήθη της και άλλες αρμονικές καμπύλες, στα μαλλιά της που παίζει ο άνεμος, χαρακτηρίζει την Μάτση ελκυστική κοπέλα, ενώ στη συνέχεια, κατά την πρακτική που ακολουθεί και σε άλλα του γραπτά, όπως «Το Γήπεδον» και «Τα Τεκταινόμενα», περνά από την εξωτερική περιγραφή στον εσώτερο κόσμο της Μάτσης, στα εσωτερικά της γνωρίσματα και ταλέντα:

Η Μάτση. Είναι η Μαρία των «Τεκταινομένων» δηλαδή η γυναίκα μου. Την βλέπω να στέκεται ορθή απέναντί μου, κάτω από την καμάρα ενός δωματίου, στο Μπούρτζι. Είναι ακουμπισμένη στα σίδερα ενός μικρού μπαλκονιού και φορεί ένα λεπτό πολύ, σχεδόν διαφανές νυχτικό, μακρύ έως τα πόδια, με μια στενή κορδέλα από το ίδιο ύφασμα στη μέση, ακριβώς όπως εμφανίζεται σε μια φωτογραφία που της τράβηξα μέσα σ’ ένα δωμάτιο του παλαιού φρουρίου. Η ελκυστική και πολυτάλαντη αυτή κοπέλα στέκει και με κοιτάζει με το κεφάλι ελαφρά γερμένο από τη μια πλευρά. Ο άνεμος παίζει με τα μαλλιά της και με το φόρεμά της που αφήνει να διαφαίνονται κάτω από το λεπτό ύφασμα τα στήθη της και άλλες αρμονικές καμπύλες και ωραία σχήματα του σώματός της, κατά τρόπον εντόνως λυρικόν. Πίσω η θάλασσα και ο ουρανός προσδίδουν μια σημασία ιδιαίτερη στην φωτογραφία και στην εικόνα που διατηρώ ολοζώντανη στο νου μου, γιατί δένουν τέλεια με την ψυχοβιολογική συγκρότηση της Μάτσης που είναι μια από τις ελάχιστες γυναίκες που καταλαβαίνουν ουσιαστικά όχι μόνο τη θάλασσα μα ολόκληρη την φύσι. Δράττομαι μάλιστα της ευκαιρίας να επαναλάβω εδώ, ότι η γυναίκα μου είναι κατά την γνώμην μου η μεγαλύτερη ποιήτρια της νεώτερης Ελλάδας.

Το συγκεκριμένο απόσπασμα, γραμμένο πιθανότατα το 1942, καταδεικνύει την εξαιρετική εντύπωση που άφησε στον Εμπειρίκο η συγκεκριμένη φωτογραφία της Μάτσης στο παράθυρο του Αναπλιού (από την έρευνα στο αρχείο της Χατζηλαζάρου, όπου και τα αρνητικά του φιλμ της φωτογραφίας, διαπιστώνουμε ότι πρόκειται για σειρά φωτογραφιών στο μπαλκόνι και στο παράθυρο του δωματίου. Μάλιστα σε παρόμοια θέση φωτογράφισε και η Μάτση τον Ανδρέα Εμπειρίκο - βλέπε και εξώφυλλο του βιβλίου Χατζηλαζάρου 2013). Γνωρίζουμε πως η φωτογραφία αυτή υπήρχε στο σπίτι του Εμπειρίκου και πως ο Εμπειρίκος συνήθιζε να διαβάζει τα γραπτά του στους φίλους του, που τον επισκέπτονταν τις Πέμπτες στο σπίτι του (Ελύτης 1987: 403-405). Ο Νίκος Εγγονόπουλος ήταν ένας από τους τακτικούς θαμώνες αυτών των επισκέψεων, ενώ διέμεινε και για καιρό στο σπίτι αυτό το 1944 όταν βρήκε εκεί καταφύγιο. Στις αναγνώσεις των ποιημάτων κατά τα χρόνια της κατοχής, στις ολονύκτιες συζητήσεις του με τον Εμπειρίκο το 1944 είναι πολύ πιθανόν ο Εγγονόπουλος να άκουσε το κείμενο από το «Our Dominions beyond the Seas ή Η Βίωσις των στίχων» που παραθέσαμε, να συνομίλησε με τον φίλο του Εμπειρίκο για αυτό, να είδε τη φωτογραφία της Μάτσης.
Οι συμπτώσεις τόπου, χρόνου, εικόνων και καταστάσεων μεταξύ της φωτογραφίας της Μάτσης, του κειμένου του Εμπειρίκου και του ποιήματος του Εγγονόπουλου είναι πολλές ώστε να εξηγηθούν ως τέτοιες ή έστω ως ένα υπερρεαλιστικό hazard objectif. Θεωρούμε πως το πιθανότερο είναι ο Εγγονόπουλος να έγινε κοινωνός της κομβικής για την εξέλιξη της σχέσης Εμπειρίκου-Χατζηλαζάρου ιστορίας τους στο Ναύπλιο, των αποτυπωμάτων αυτής της ιστορίας σε φωτογραφία και κείμενο και να τη μετασχημάτισε στο δικό του ποίημα· να «φωτογράφισε» ποιητικά το βίωμά τους. Ίσως και για το λόγο αυτό το ποίημα «Το χέρι» να διαθέτει μόνο εξωτερική εστίαση. Αποτυπώνεται σε αυτό ο τόπος, τα πρόσωπα, η ερωτική τους σχέση. Δεν εισχωρεί στα εσώτερα, σε σκέψεις και συναισθήματα των προσώπων.
Στις δεσπόζουσες εικόνες του ποιήματος, μέσω και των επαναλήψεών τους, καταγράψαμε την ωραία κόρη, το παράθυρο, το Ανάπλι, αλλά και την εικόνα του διχτιού. Μάλιστα η αναφορά στο δίχτυ γίνεται από τον εναρκτήριο ακόμη στίχο του ποιήματος, οπότε και η εικόνα του διχτιού κατέχει κυρίαρχη θέση στο ποίημα. Ένα δίχτυ που έπλεξεν η κόρη, ωραίο και φιλόξενο. Γνώμη μας είναι πως η εικόνα του διχτυού υπονομεύει την «ευφρόσυνη εικόνα σύμπλευσης έρωτα και χαράς» που διαθέτει το ποίημα σε επίπεδο καταδήλωσης. Το δίχτυ, ως σημαίνον, εμπεριέχει και μια αρνητική σήμανση. Το δίχτυ, όσο φιλόξενο κι αν είναι, σηματοδοτεί τον εγκλωβισμό του ποιητικού υποκειμένου σε μια κατάσταση στέρησης της ελευθερίας, σε μια κατάσταση περιορισμού. Ο Εγγονόπουλος και σε άλλα του ποιήματα, όπως κατέδειξε ο Ε.Γ. Καψωμένος (1986) χρησιμοποιεί λέξεις με δίσημη (θετική και αρνητική) σήμανση (παράβαλε για παράδειγμα τους στίχους σα σαρκοβόρο/βιολί από το «Γυψ και Φρουρά) προκειμένου να αναδείξει πως τα πράγματα δεν είναι μονοσήμαντα και ότι η αντίφαση είναι μέσα στη φύση των πραγμάτων. Η ίδια η έκφραση ωραίο δίχτυ/φιλόξενο, που έπλεξεν/ η κόρη, εμπεριέχει το στοιχείο της αντίφασης, της υπονόμευσης και της ειρωνείας, της συγκάλυψης και της αποκάλυψης (για ανάλογα ζητήματα στον Μπολιβάρ βλέπε Διαλησμάς 1996). Την αναγνωστική αυτή πρόταση ενισχύει και ο χαρακτηρισμός που αποδίδεται στην κόρη όταν αυτή παρουσιάζεται για πρώτη φορά μπροστά στο παράθυρο. Στον τέταρτο στίχο της πρώτης στροφής η κόρη επιδέχεται τον χαρακτηρισμό τέκτων. Μάλιστα ο Εγγονόπουλος χρησιμοποιεί για μόνη φορά στο ποίημα το σύμβολο του ενωτικού (-) προκειμένου να δηλωθεί η στενή σχέση της κόρης και της ιδιότητάς της. Η ιδιότητα αυτή προφανώς θα πρέπει να αναγνωσθεί σε μεταφορικό επίπεδο, καθώς συνδέεται με το δίχτυ που πλέκει η κόρη: πρόκειται για μια κόρη που λειτουργεί υπογείως, με μυστικότητα, και υφαίνει το δίχτυ της· μια κόρη δολοπλόκο, ίσως και ραδιούργο.
Τα παραπάνω δεν σημαίνουν πως μειώνεται, έστω και στο ελάχιστο, η ένταση του τρελού έρωτα που βίωσε το ποιητικό υποκείμενο με την κόρη του παραθύρου στο Ανάπλι, πως το ποιητικό υποκείμενο δεν αφέθηκε «στα δίχτυα του έρωτα». Η ίδια όμως η βίωση του έρωτα αυτού, με την εισαγωγή της εικόνας των διχτυών και της δολοπλόκου κόρης λειτουργεί υπονομευτικά στον έρωτα, εμπεριέχει, έστω και σπερματικά, το στοιχείο της καταστροφής του.
Συσχετίζοντας την παραπάνω πρόταση ανάγνωσης με τα συγγραφικά δεδομένα του ποιήματος σημειώνουμε πως το χρονικό διάστημα που πιθανότατα γράφηκε το ποίημα η Μάτση Χατζηλαζάρου είχε ήδη εγκαταλείψει τον Ανδρέα Εμπειρίκο, πως ο τρελός τους έρωτας είχε ήδη οδηγηθεί στην καταστροφή και πως ο Νίκος Εγγονόπουλος υπήρξε κοινωνός όλων αυτών των εξελίξεων. Προφανώς ο Νίκος Εγγονόπουλος γνώριζε και την οικογενειακή ιστορία της Μάτσης Χατζηλαζαρου. Ο πατέρας της, Κλέωνας Χατζηλαζάρου, υπήρξε από τους σημαντικότερους οικονομικούς παράγοντες της Θεσσαλονίκης στις αρχές του αιώνα. Διετέλεσε πρόξενος των Η.Π.Α. στη Θεσσαλονίκη, διέθετε μεγάλη κτηματική περιουσία (τσιφλίκια) στην Μακεδονία και αρχοντικά σπίτια στην ανατολική πλευρά της πόλης, ίδρυσε μεγάλες κλωστοϋφαντικές μονάδες και διατηρούσε στενές σχέσεις με τη βασιλική οικογένεια ∙ ο διάδοχος Κωνσταντίνος διέμενε στο σπίτι του Κλέωνα μετά την απελευθέρωση της πόλης και ήταν ο νονός της Μάτσης. Ο Κλέωνας Χατζηλαζάρου είχε συμμετάσχει στην προετοιμασία του μακεδονικού Αγώνα, υπήρξε επίσης συνδιευθυντής του υποκαταστήματος της Τράπεζας της Ανατολής, διετέλεσε πρόεδρος του Συνδέσμου Βιομηχάνων Μακεδονίας και πρωτοστάτησε στην ίδρυση τοπικού τμήματος του Ερυθρού Σταυρού. Ο Κλέωνας υπήρξε ακόμη πρόεδρος της «Νέας Λέσχης Θεσσαλονίκης» και μέλος της Βρετανικής Θεοσοφικής Εταιρείας η οποία σχετίζεται με τον τεκτονισμό (Κανδυλάκης 1990). Με δεδομένο την ανάπτυξη του τεκτονισμού στη Θεσσαλονίκη την εποχή εκείνη και την εμπλοκή των τεκτόνων στις δραστηριότητες με τις οποίες σχετίζεται ο Κλέωνας (οι περισσότεροι εκ των συνεργατών του υπήρξαν τέκτονες – Χεκίμογλου 2007) το πιθανότερο θα ήταν ο Κλέωνας να υπήρξε τέκτονας, παρά το αντίθετο. Σε αυτή την κατεύθυνση συντείνουν και μνήμες με την πληροφορία περί εμπλοκής του Κλέωνα Χατζηλαζάρου με τον τεκτονισμό που διατηρεί η κ. Κατερίνα Κογεβίνα, συγγενής της Μάτσης (η μητέρα της κ. Κογεβίνα ήταν πρώτη εξαδέλφη της Μάτσης). Υπό το πρίσμα αυτής της προοπτικής, το ενωτικό που συνδέει την κόρη με τον χαρακτηρισμό της ως τέκτων μπορεί να υποδηλώνει και τη στενή σχέση της Μάτσης με την οικογένειά της, τον πατέρα της, και την τραγική του κατάληξη (Δανιήλ 2013: 12-14) η οποία και ήταν ένας από τους βασικούς λόγους που την οδήγησαν στην αναζήτηση λύσεων μέσω της ψυχανάλυσης στο γραφείο του Εμπειρίκου, με την γνωστή εξέλιξη αυτής της σχέσης...

Εφόσον ισχύουν τα παραπάνω, εφόσον οι υποθέσεις και η ερμηνευτική μας πρόταση ως προς το ποίημα είναι ορθές, τότε το ποίημα «Το Χέρι» του Νίκου Εγγονόπουλου, με την πράξη της αφιέρωσής του από τον συγγραφέα του στον Ανδρέα Εμπειρίκο, επιστρέφει στον άνθρωπο που βίωσε την ιστορία του τρελού έρωτα (με τις συνέπειές του) εκείνη τη νύχτα στο Ανάπλι. Ο Νίκος Εγγονόπουλος άκουσε την ιστορία από τον Ανδρέα Εμπειρίκο, πήρε τη λέξι του και του έδωσε «το χέρι» του.

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ανδρικοπούλου Νέλλη, 2003, Επί τα ίχνη του Νίκου Εγγονόπουλου, Ποταμός.
Αργυρίου Αλέξανδρος, 19893, Διαδοχικές αναγνώσεις Ελλήνων υπερρεαλιστών, Γνώση
Βούλγαρη Σοφία, 2008, «(Από)χαιρετώντας τον Νίκο Εγγονόπουλο», Poeticanet, τχ. 6, http://poeticanet.com/dokimia.php?subaction=showfull&id=1201901845&archive=&start_from=&ucat=37&show_cat=37
Γιατρομανωλάκης Γιώργης, 1998, «Ανδρέας Εμπειρίκος, Our Dominions beyond the Seas ή Η Βίωσις των στίχων», Ο Πολίτης, τχ. 59, σελ. 32-36.
Γιατρομανωλάκης Γιώργης, 1999, «Επίμετρο. Οι άγγελοι στον παράδεισο μιλούν ελληνικά», στο Εμπειρίκος Ανδρέας, Νικόλαος Εγγονόπουλος ή Το θαύμα του Ελμπασάν και του Βοσπόρου και Διάλεξη για τον Νίκο Εγγονόπουλο, Άγρα, σελ. 19-28.
Γιατρομανωλάκης Γιώργης, 2018, «Επίμετρο στους ‘Κύκλους του Ζωδιακού’», στο Οι κύκλοι του Ζωδιακού, Ανέκδοτα κείμενα από τη συλλογή «Γραπτά ή Προσωπική μυθολογία» του Ανδρέα Εμπειρίκου, Άγρα, σελ. 285-293.
Δανιήλ Χρήστος, 2011, …Ιούς, Μανιούς, ίσως και Aqua Marina, Μάτση Χατζηλαζάρου, Η πρώτη Ελληνίδα υπερρεαλίστρια, Τόπος.
Δανιήλ Χρήστος, 2013, «Εισαγωγή ή Το κέλυφος του παρελθόντος έσπασε», στο: Μάτση Χατζηλαζάρου, Γράμματα από το Παρίσι στον Ανδρέα Εμπειίκο (1946-1947) και άλλα ανέκδοτα ποιήματα και πεζά της ίδιας περιόδου, Άγρα, σελ. 9-46.
Διαλησμάς Στέφανος, 1996, «Εκδοχές του χιούμορ στον Μπολιβάρ», στο: Νίκος Εγγονόπουλος: Ωραίος σαν Έλληνας, Επιμέλεια Γιώργης Γιατρομανωλάκης, Αθήνα, Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, σελ. 83-97.
Εγγονόπουλος Νίκος, 1978, Στην Κοιλάδα με τους Ροδώνες, Ίκαρος.
Εγγονόπουλος Νίκος, 1999, οι άγγελοι στον παράδεισο μιλούν ελληνικά, Συνεντεύξεις, σχόλια και γνώμες, Επιμέλεια Γιώργος Κεντρωτής, Ύψιλον/βιβλία.
Ελύτης Οδυσσέας, 19873, Ανοιχτά Χαρτιά, Ίκαρος.
Εμπειρίκος Ανδρέας 2018, Οι κύκλοι του Ζωδιακού, Ανέκδοτα κείμενα από τη συλλογή «Γραπτά ή Προσωπική μυθολογία» του Ανδρέα Εμπειρίκου, Επιμέλεια – επίμετρο Γιώργης Γιατρομανωλάκης, Άγρα.
Καλαμαράς, Βασίλης, 1998, «Μαρτυρία του Γιώργου Λίκου για τον Ν. Εγγονόπουλο», Διαβάζω, τχ. 381, σελ. 135-137.
Κανδυλάκης Μανώλης 1990 και 1991. «Αναδιφήσεις σε αρχεία και παλιές εφημερίδες», εφ. Ελληνικός Βορράς, 6/10 και 31/6.
Καψωμένος Ερατοσθένης Γ., 1986, «Για μια μεθοδολογία ανάλυσης των υπερρεαλιστικών Κειμένων, Νίκου Εγγονόπουλου ‘Γυψ και Φρουρά’» στο: Επιστημονική Επετηρίδα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Δωδώνη: Φιλολογία, τόμος ΙΕ’, Ιωάννινα [ανάτυπο].
Χατζηλαζάρου Μάτση, Γράμματα από το Παρίσι στον Ανδρέα Εμπειίκο (1946-1947) και άλλα ανέκδοτα ποιήματα και πεζά της ίδιας περιόδου, Εισαγωγή, υπομνηματισμός, επιμέλεια Χρήστος Δανιήλ, Άγρα.
Χεκίμογλου Ευάγγελος, 2007, «Πώς θα ήταν χωρίς αυτούς;», Χρονικόν 1907-2007, Ανατολή Θεσσαλονίκης, Σεπτή Στοά Φίλιππος, Αρ. 58, σελ. 236-245.

Έγινε επίσης αξιοποίηση του «Συμφραστικού πίνακα στο ποιητικό έργο του Ν. Εγγονόπουλου», Ανεμόσκαλα. Σώματα κειμένων και συμφραστικοί πίνακες για μείζονες νεοέλληνες ποιητές. Θεσσαλονίκη, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, στο <http://www.greek-language.gr/digitalResources/literature/tools/concordance/index.html>.

[ Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Οδός Πανός, αφιέρωμα στον Ανδρέα Εμπειρίκο, τχ. 164, 2014, σελ. 20-33 ]

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: