Ο Ανδρέας Εμπειρίκος είχε δίκιο

1940. Η Μάτση στο Ναύπλιο φωτογραφημένη από τον Ανδρέα Εμπειρίκο και ο Ανδρέας Εμπειρίκος φωτογραφημένος από την Μάτση
1940. Η Μάτση στο Ναύπλιο φωτογραφημένη από τον Ανδρέα Εμπειρίκο και ο Ανδρέας Εμπειρίκος φωτογραφημένος από την Μάτση

Όταν, λίγο πριν λίγο μετά από το 1940, έγραφε η Μάτση Χατζηλαζάρου, στο πρώτο από τα δημοσιευμένα ποιήματά της που γνωρίζουμε, Σε περιβάλλω με μια μεγάλη αναμονή. / Σε περιέχω όπως τ’ αραχωβίτικο κιούπι το λάδι. / Σε ανασαίνω όπως ο θερμαστής του καραβιού ρουφάει / μες στα πλεμόνια του το δειλινό το μπάτη. / Σ’ αγρικώ με την ίδια διάθεση που ο Ερυθρόδερμος / κολλάει το αυτί του χάμω, για ν’ ακούσει / τον καλπασμό του αλόγου, άλλη τέτοια γυναικεία φωνή δεν είχε ακουστεί στην νεοελληνική ποίηση, κι ούτε έμελλε εξάλλου σύντομα να ακουστεί.
Ο πρώτος που το συνειδητοποίησε αυτό, πριν και από την ίδια την ποιήτρια ενδεχομένως, ήταν ο αποδεδειγμένα ευαίσθητος δέκτης ποιητικών κυμάτων και πάντα γενναιόδωρος στις κρίσεις του Ανδρέας Εμπειρίκος, ο οποίος δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση, βέβαια, να θεωρηθεί αντικειμενικός και αμερόληπτος κριτής, ειδικά της Μάτσης Χατζηλαζάρου, αφού είχε υπάρξει ήδη ψυχαναλυτής της, ερωτικός της σύντροφος, δάσκαλός της στην ποίηση και τον υπερρεαλισμό και, τελικά, σύζυγός της. Το μέλλον, ωστόσο, το μέλλον τόσο της ίδιας της Μάτσης ως ποιήτριας όσο και των ποιητικών μας πραγμάτων γενικότερα, δείχνει να τον δικαίωσε πλήρως.
Η ερωτική σχέση της Μάτσης Χατζηλαζάρου με τον Ανδρέα Εμπειρίκο ξεκίνησε, κατά πάσα πιθανότητα, τον Απρίλιο του 1938, όταν δηλαδή είχε ολοκληρωθεί πλέον η θεραπευτική διαδικασία που τους είχε εξαρχής φέρει κοντά, εκείνον με την ιδιότητα του ψυχαναλυτή και εκείνη με την ιδιότητα της αναλυομένης. Και μολονότι η διάρκεια της σχέσης τους δεν θα είναι αυτή που οι δύο ερωτευμένοι ποιητές ήλπιζαν (ο γάμος τους, που σύντομα ακολούθησε, δεν θα κρατήσει πάνω από τρία τέσσερα χρόνια), το αποτύπωμα που άφησε στη λογοτεχνία μας θα είναι και έντονο και γόνιμο.

«Ευθύς μετά το γάμο μου στα 1940 με την μεγάλην νεοελληνίδα ποιήτριαν Μαρίαν Χατζηλαζάρου, η νεαρά γυναίκα μου και εγώ φύγαμε για το Ναύπλιο όπου πήγαμε να περάσουμε λίγες μέρες στο Μπούρτζι το οποίον είχαμε και οι δυο μας αγαπήσει από μακριά και πριν ακόμη το γνωρίσουμε από φωτογραφίες και αφηγήσεις».

Το κείμενο αυτό γράφτηκε τον Φεβρουάριο του 1946, τρία χρόνια δηλαδή μετά από τον χωρισμό του ζεύγους, δεν είναι ωστόσο η πρώτη φορά που ο Εμπειρίκος θα χαρακτηρίσει τη Μάτση Χατζηλαζάρου μεγάλη ποιήτρια. Τέσσερα χρόνια νωρίτερα, στις 8 Ιανουαρίου του 1942, όταν δηλαδή η Μάτση δεν είχε καν δημοσιεύσει ακόμα τα πρώτα της ποιήματα, ο Εμπειρίκος, στο μακροσκελές κείμενό του «Our Dominions beyond the Seas ή Η Βίωσις των στίχων», θα αναφερθεί -με τη συνήθη του ερωτική και ερωτευμένη διάθεση- στο ίδιο εκείνο ταξίδι τους, και αυτή τη φορά η Μάτση Χατζηλαζάρου δεν θα είναι απλώς μεγάλη ποιήτρια αλλά «η μεγαλύτερη ποιήτρια της νεότερής Ελλάδας». Αξίζει όμως να διαβάσουμε ολόκληρη την εν λόγω παράγραφο:

«Η Μάτση. […] Την βλέπω να στέκεται ορθή απέναντί μου, κάτω από την καμάρα ενός δωματίου στο Μπούρτζι. Είναι ακουμπισμένη στα σίδερα ενός μικρού μπαλκονιού και φορεί ένα λεπτό, σχεδόν διαφανές νυχτικό, μακρύ έως τα πόδια, με μια στενή κορδέλα από το ίδιο ύφασμα στη μέση, ακριβώς όπως εμφανίζεται σε μια φωτογραφία που της τράβηξα μέσα σ’ ένα δωμάτιο του παλαιού φρουρίου. Η ελκυστική και πολυτάλαντη αυτή κοπέλα στέκει και με κοιτάζει με το κεφάλι ελαφρά γερμένο από τη μια πλευρά. Ο άνεμος παίζει με τα μαλλιά της και με το φόρεμά της και αφήνει να διαφαίνονται κάτω από το λεπτό ύφασμα τα στήθη της και άλλες αρμονικές καμπύλες και ωραία σχέδια του σώματός της, κατά τρόπον εντόνως λυρικόν. Πίσω η θάλασσα κι ο ουρανός προσδίδουν μια σημασία ιδιαίτερη στην φωτογραφία και στην εικόνα που διατηρώ ολοζώντανα στον νου μου, γιατί δένουν τέλεια με την ψυχοβιολογική συγκρότησι της Μάτσης που είναι μια από τις ελάχιστες γυναίκες που καταλαβαίνουν ουσιαστικά όχι μόνο την θάλασσα μα ολόκληρη τη φύσι. Δράσσομαι μάλιστα της ευκαιρίας να επαναλάβω εδώ, ότι η γυναίκα μου είναι κατά την γνώμην μου η μεγαλύτερη ποιήτρια της νεότερης Ελλάδας».

Μια φορά ακόμα γνωρίζουμε να αναφέρθηκε ο Ανδρέας Εμπειρίκος, ιδιαιτέρως εμφαντικά μάλιστα λόγω της περίστασης, στην ποιητική αξία της Μάτσης Χατζηλαζάρου· στη συστατική επιστολή που έγραψε και κατέθεσε τον Αύγουστο του 1945 για τη χορήγηση υποτροφίας στην ποιήτρια από τη Γαλλική κυβέρνηση. Το ίδιο έκαναν τότε για τη Μάτση και οι Οδυσσέας Ελύτης και Τ.Κ. Παπατσώνης. «Υπογραμμίζω, ανεπιφύλακτα, ότι θεωρώ την κυρία Μάτση Ανδρέου τη μεγαλύτερη Ελληνίδα ποιήτρια», ο Εμπειρίκος. «Μια νεαρά προικισμένη με εξαιρετικό ποιητικό τάλαντο, η οποία κατατάσσεται μεταξύ των πλέον αξιοπρόσεκτων συγχρόνων εκπροσώπων του νεοελληνικού λυρισμού», ο Ελύτης. «Χαίρει στους λογοτεχνικούς κύκλους της Ελλάδας εκτιμήσεως, ως ένα πρόσωπο εξαιρετικά προικισμένο, συγγραφέας μιας ποιητικής συλλογής που έτυχε εξαιρετικής υποδοχής και απέσπασε τα πλέον ευνοϊκά σχόλια», πιο διπλωματικά ο Παπατσώνης.
Ογδόντα χρόνια αργότερα, μπορούμε πλέον να έχουμε μια πιο ξεκάθαρη και κατασταλαγμένη, όσο είναι δυνατόν, εικόνα για την ποιητική αξία της Μάτσης και, κατά συνέπεια, για την ορθότητα της κρίσης του Εμπειρίκου· παρόλο που η ίδια δεν έμοιαζε να ενδιαφέρεται ιδιαιτέρως για την αντοχή της ποίησής της στον χρόνο. Στη γνωστή συνέντευξή της που παραχώρησε, έναν χρόνο πριν απ’ τον θάνατό της, στον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο, δηλώνει:

«Ένα μπορώ να σας πω: δεν γράφω για να με διαβάζουν στο μέλλον. Ποιος θα ενδιαφερθεί άλλωστε για μένα σε δέκα-είκοσι χρόνια;» Και λίγο παρακάτω: «Εγώ για ένα λόγο μόνο θα ‘θελα να μην πεθάνω: από περιέργεια. Δεν μπορώ να σας πω τι τρομερή περιέργεια έχω για το τι θα ΄ναι το 2020. Πώς θα ΄ναι; Τα κομπιούτερ, όλα αυτά… Μου φαίνεται περίεργο να φαντάζομαι πώς θα ΄ναι τα μεταφορικά μέσα, ο computerized κόσμος».

Το 2020 έφτασε και πέρασε και η Μάτση Χατζηλαζάρου είναι ακόμα εδώ. Και είναι, τόσο για τους απλούς αναγνώστες όσο και για τους μελετητές της: η Μάτση· η μοναδική, ίσως, Ελληνίδα συγγραφέας στην οποία όλοι αναφέρονται με το μικρό της όνομα – η Σώτη Τριανταφύλλου είναι μάλλον η δεύτερη, απ’ όσο μπορώ να σκεφτώ, που έχει, σε κάποιο βαθμό, κερδίσει αυτό το προνόμιο. «Τα μικρά μας ονόματα είναι ήδη συνθήματα», γράφει κάπου ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, κι είναι αυτή ακριβώς η περίπτωση της Μάτσης Χατζηλαζάρου. Έχω εγώ ο ίδιος δοκιμάσει τη δύναμη που έχει το μικρό όνομα αυτής της ποιήτριας να φέρνει κοντά, μόλις το προφέρουν, ανθρώπους που μέχρι χθες δεν γνωρίζονταν.
Γιατί το όνομα της Μάτσης έχει καταστεί, για ένα πλήθος νέων αναγνωστών σήμερα, δεκαετίες μετά από τον θάνατό της, συνώνυμο του έρωτα. Όπως κι η ίδια, εξάλλου, το είχε κάποτε φανταστεί: Πρέπει να μη με φωνάζουν Μάτση να με φωνάζουν ΜΑΓΑΠΑΣ να ‘μαι μια ωραία βάρκα και τ’ όνομά μου ολοκάθαρα ζωγραφισμένο ΜΑΓΑΠΑΣ ΜΑΓΑΠΑΣ. Κι είναι αυτή ίσως η μεγαλύτερη απόδειξη της δύναμης που έχει η ποίησή της, το ότι τα πραγματικά πάθη και τα βάσανα, του σώματος και της ψυχής της, που χώρεσε μέσα στα ποιήματά της, παραμένουν πάντα νέα, όπως ελάχιστων ακόμη -ίσως και καμιάς- ποιητριών του καιρού της. Άρα δεν είχε, φαίνεται, άδικο ο Ανδρέας Εμπειρίκος όταν, τη δεκαετία του 1940, ονόμαζε τη Μάτση τη μεγαλύτερη ποιήτρια της νεότερης Ελλάδας.
Κι αν αυτά, ο έρωτας και τα ποιήματα, δεν αρκούν για να εξηγήσουν τη γοητεία που ασκεί η Μάτση στους αναγνώστες, είναι και η μυθιστορηματική ζωή της που καθιστά την ποιήτρια αυτή ακόμη πιο συναρπαστική: πρώτος γάμος στα δεκαοκτώ της χρόνια, δεύτερος στα είκοσι τρία, τρίτος με τον Ανδρέα Εμπειρίκο στα είκοσι έξι της, κι ύστερα η εγκατάστασή της στο Παρίσι και οι ερωτικές της σχέσεις με τον ζωγράφο Χαβιέρ Βιλατό, ανιψιό του Πικάσο, και με τον Κορνήλιο Καστοριάδη, ενώ πολύ νωρίτερα είχε χάσει και τους δύο γονείς της από ναρκωτικά, γεγονός που την οδήγησε στην ψυχανάλυση, και όλο αυτό το διάστημα να γράφει τα ποιήματά της σε τρεις γλώσσες.
Οι μελετητές της λογοτεχνίας μας επιμένουν περισσότερο στις πρωτιές της Μάτσης Χατζηλαζάρου, που είναι αναμφισβήτητα άξιες σχολιασμού και θαυμασμού, δεν εξηγούν ωστόσο την αντοχή της ποίησής της. Η Μάτση είναι, υπό την καθοδήγηση του Εμπειρίκου οπωσδήποτε, η πρώτη Ελληνίδα υπερρεαλίστρια ποιήτρια, η πρώτη γυναίκα που έγραψε νεωτερικά ποιήματα στη γλώσσα μας με την ίδια τουλάχιστον τόλμη (και μεγαλύτερη, όπως θα δούμε) που το έκαναν οι υπόλοιποι νεωτερικοί ποιητές της Γενιάς του Τριάντα. Δεν είναι καθόλου λίγο να είσαι γυναίκα τη δεκαετία του 1930 και, εκεί που η Μαρία Πολυδούρη έγραφε:

Ακούω τη γλώσσα που λαλούν τα δυο σου χέρια — ω χέρια! / καθώς σιγοσαλεύουνε λευκά, / στον Πύργο της απελπισιάς κρυμμένα περιστέρια / από μακριά τα ξαγναντώ, σύμβολα ειρηνικά, εσύ να γράφεις: Λες κι ήτανε χθες βράδυ ακρογιάλι το σώμα μου, / τα χέρια σου δυο μικρά τρυφερά καβούρια.

Η Μάτση δεν είναι όμως μόνο αυτό. Είναι και η πρώτη τολμηρή ερωτική μας ποιήτρια· πρωτιά που την ξεχωρίζει όχι μόνο μεταξύ των γυναικών του καιρού της αλλά και μεταξύ των ανδρών ποιητών που επιχείρησαν να γράψουν σωματική ερωτική ποίηση. Η αμεσότητα και η ελευθεριότητα του λόγου της, η αθωότητα της τόλμης της, από την οποία και ο ίδιος ο Εμπειρίκος κάτι είχε να διδαχθεί, έκανε πολλά χρόνια να ξαναφανεί στη λογοτεχνία μας. «Όταν εγώ έγραψα το Μάης, Ιούνης και Νοέμβρης», θα πει στον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο, «οι μεγαλύτεροί μου με θεωρούσαν τελείως ανήθικη. […] Ήταν τα χρόνια του πολέμου. Το να ομολογείς τον έρωτά σου για έναν άντρα, με τον δικό μου άγνωστο τρόπο, θεωρείτο πολύ ανήθικο». Ένα μικρό δείγμα από τον δικό της άγνωστο τρόπο:

1. Εμείς ας σταθούμε γοργόνες, τα στήθια ξέσκεπα στον ήλιο
– η κεφαλή ριγμένη πίσω, τα μάτια στο κατάρτι.

2. Φέρτε, δώστε να πιώ όλες τις μυρουδιές
του γαλάζιου ατμού,
της λυρικής μελάνης,
του φουντωμένου κόκορα,
της ερωτευμένης μασχάλης.

3. Αύριο θα σμίξω τα δυο σου σκέλη.

4. Παλικάρια! Σιμώστε, καβαλήστε μας, είμαστε τ’ άσπρα σας άτια, είμαστε οι αχνισμένες σας φοράδες.


——————

«Η μεγαλύτερη ποιήτρια της νεώτερης Ελλάδας», στ’ αλήθεια. Ποια εξάλλου θα μπορούσε, τότε που έκανε αυτή τη δήλωση ο Εμπειρίκος, να σταθεί δίπλα στο ποιητικό κατόρθωμα της Μάτσης Χατζηλαζάρου; Η Μαρία Πολυδούρη είναι το πρώτο και, πιθανότατα, το μόνο όνομα που έρχεται στον νου μας, δεν νομίζω ωστόσο πως εκείνη έφτασε ποτέ την ποιητική και ερωτική τόλμη της Μάτσης. Το ίδιο θα έλεγα και για δύο ακόμα σημαντικές ποιήτριές μας, τη Ζωή Καρέλλη και την Ελένη Βακαλό, που πρωτοδημοσίευσαν τον ίδιο περίπου καιρό με τη Μάτση. Όσο για τις άλλες μεγάλες Ελληνίδες ποιήτριες που σήμερα αναγνωρίζουμε ως τέτοιες, την Κική Δημουλά, την Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, τη Ζέφη Δαράκη, τη Μαρία Λαϊνά, τη Μαρία Κυρτζάκη, την Τζένη Μαστοράκη, τη Δήμητρα Χριστοδούλου, είναι όλες νεότερες της Μάτσης και δεν υπάρχει αμφιβολία πως ακόμη κι αν δεν βάδισαν στα ποιητικά της ίχνη, η πορεία τους ήταν λίγο πιο εύκολη επειδή είχε προηγηθεί εκείνη.
Θα προχωρήσω, ωστόσο, ένα βήμα ακόμα (αφού αποτελεί κοινό βίωμα όλων μάλλον των αναγνωστών πως, όταν ξεκινάμε να καταρτίζουμε καταλόγους των αγαπημένων μας ποιητών, δύσκολα μπορούμε να σταματήσουμε), για να πω πως η Μάτση Χατζηλαζάρου —λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο του έργου της— στέκει ισάξια δίπλα στους μεγάλους ποιητές της Γενιάς του Τριάντα, μιας γενιάς που μας χάρισε πέντε τουλάχιστον από τους μεγαλύτερους Έλληνες ποιητές όλων των εποχών, τον Γιώργο Σεφέρη, τον Ανδρέα Εμπειρίκο, τον Νίκο Εγγονόπουλο, τον Οδυσσέα Ελύτη και τον Γιάννη Ρίτσο, και άλλους τόσους εξαιρετικά σημαντικούς, τον Νικόλαο Κάλας, τον Γιώργο Σαραντάρη, τον Νίκο Γκάτσο, τον Νικηφόρο Βρεττάκο, τον Αλέξανδρο Μάτσα. Ανάμεσα σε αυτές τις δύο ομάδες, ακριβώς στη μέση θα έλεγα, τοποθετώ και τη Μάτση Χατζηλαζάρου, τη Μάτση.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: