Ο Ανδρέας Εμπειρίκος είχε δίκιο

1940. Η Μάτση στο Ναύπλιο φωτογραφημένη από τον Ανδρέα Εμπειρίκο και ο Ανδρέας Εμπειρίκος φωτογραφημένος από την Μάτση
1940. Η Μάτση στο Ναύπλιο φωτογραφημένη από τον Ανδρέα Εμπειρίκο και ο Ανδρέας Εμπειρίκος φωτογραφημένος από την Μάτση

Όταν, λί­γο πριν λί­γο με­τά από το 1940, έγρα­φε η Μά­τση Χα­τζη­λα­ζά­ρου, στο πρώ­το από τα δη­μο­σιευ­μέ­να ποι­ή­μα­τά της που γνω­ρί­ζου­με, Σε πε­ρι­βάλ­λω με μια με­γά­λη ανα­μο­νή. / Σε πε­ριέ­χω όπως τ’ αρα­χω­βί­τι­κο κιού­πι το λά­δι. / Σε ανα­σαί­νω όπως ο θερ­μα­στής του κα­ρα­βιού ρου­φά­ει / μες στα πλε­μό­νια του το δει­λι­νό το μπά­τη. / Σ’ αγρι­κώ με την ίδια διά­θε­ση που ο Ερυ­θρό­δερ­μος / κολ­λά­ει το αυ­τί του χά­μω, για ν’ ακού­σει / τον καλ­πα­σμό του αλό­γου, άλ­λη τέ­τοια γυ­ναι­κεία φω­νή δεν εί­χε ακου­στεί στην νε­ο­ελ­λη­νι­κή ποί­η­ση, κι ού­τε έμελ­λε εξάλ­λου σύ­ντο­μα να ακου­στεί.
Ο πρώ­τος που το συ­νει­δη­το­ποί­η­σε αυ­τό, πριν και από την ίδια την ποι­ή­τρια εν­δε­χο­μέ­νως, ήταν ο απο­δε­δειγ­μέ­να ευαί­σθη­τος δέ­κτης ποι­η­τι­κών κυ­μά­των και πά­ντα γεν­ναιό­δω­ρος στις κρί­σεις του Αν­δρέ­ας Εμπει­ρί­κος, ο οποί­ος δεν θα μπο­ρού­σε σε κα­μία πε­ρί­πτω­ση, βέ­βαια, να θε­ω­ρη­θεί αντι­κει­με­νι­κός και αμε­ρό­λη­πτος κρι­τής, ει­δι­κά της Μά­τσης Χα­τζη­λα­ζά­ρου, αφού εί­χε υπάρ­ξει ήδη ψυ­χα­να­λυ­τής της, ερω­τι­κός της σύ­ντρο­φος, δά­σκα­λός της στην ποί­η­ση και τον υπερ­ρε­α­λι­σμό και, τε­λι­κά, σύ­ζυ­γός της. Το μέλ­λον, ωστό­σο, το μέλ­λον τό­σο της ίδιας της Μά­τσης ως ποι­ή­τριας όσο και των ποι­η­τι­κών μας πραγ­μά­των γε­νι­κό­τε­ρα, δεί­χνει να τον δι­καί­ω­σε πλή­ρως.
Η ερω­τι­κή σχέ­ση της Μά­τσης Χα­τζη­λα­ζά­ρου με τον Αν­δρέα Εμπει­ρί­κο ξε­κί­νη­σε, κα­τά πά­σα πι­θα­νό­τη­τα, τον Απρί­λιο του 1938, όταν δη­λα­δή εί­χε ολο­κλη­ρω­θεί πλέ­ον η θε­ρα­πευ­τι­κή δια­δι­κα­σία που τους εί­χε εξαρ­χής φέ­ρει κο­ντά, εκεί­νον με την ιδιό­τη­τα του ψυ­χα­να­λυ­τή και εκεί­νη με την ιδιό­τη­τα της ανα­λυο­μέ­νης. Και μο­λο­νό­τι η διάρ­κεια της σχέ­σης τους δεν θα εί­ναι αυ­τή που οι δύο ερω­τευ­μέ­νοι ποι­η­τές ήλ­πι­ζαν (ο γά­μος τους, που σύ­ντο­μα ακο­λού­θη­σε, δεν θα κρα­τή­σει πά­νω από τρία τέσ­σε­ρα χρό­νια), το απο­τύ­πω­μα που άφη­σε στη λο­γο­τε­χνία μας θα εί­ναι και έντο­νο και γό­νι­μο.

«Ευ­θύς με­τά το γά­μο μου στα 1940 με την με­γά­λην νε­ο­ελ­λη­νί­δα ποι­ή­τριαν Μα­ρί­αν Χα­τζη­λα­ζά­ρου, η νε­α­ρά γυ­ναί­κα μου και εγώ φύ­γα­με για το Ναύ­πλιο όπου πή­γα­με να πε­ρά­σου­με λί­γες μέ­ρες στο Μπούρ­τζι το οποί­ον εί­χα­με και οι δυο μας αγα­πή­σει από μα­κριά και πριν ακό­μη το γνω­ρί­σου­με από φω­το­γρα­φί­ες και αφη­γή­σεις».

Το κεί­με­νο αυ­τό γρά­φτη­κε τον Φε­βρουά­ριο του 1946, τρία χρό­νια δη­λα­δή με­τά από τον χω­ρι­σμό του ζεύ­γους, δεν εί­ναι ωστό­σο η πρώ­τη φο­ρά που ο Εμπει­ρί­κος θα χα­ρα­κτη­ρί­σει τη Μά­τση Χα­τζη­λα­ζά­ρου με­γά­λη ποι­ή­τρια. Τέσ­σε­ρα χρό­νια νω­ρί­τε­ρα, στις 8 Ια­νουα­ρί­ου του 1942, όταν δη­λα­δή η Μά­τση δεν εί­χε καν δη­μο­σιεύ­σει ακό­μα τα πρώ­τα της ποι­ή­μα­τα, ο Εμπει­ρί­κος, στο μα­κρο­σκε­λές κεί­με­νό του «Our Dominions beyond the Seas ή Η Βί­ω­σις των στί­χων», θα ανα­φερ­θεί -με τη συ­νή­θη του ερω­τι­κή και ερω­τευ­μέ­νη διά­θε­ση- στο ίδιο εκεί­νο τα­ξί­δι τους, και αυ­τή τη φο­ρά η Μά­τση Χα­τζη­λα­ζά­ρου δεν θα εί­ναι απλώς με­γά­λη ποι­ή­τρια αλ­λά «η με­γα­λύ­τε­ρη ποι­ή­τρια της νε­ό­τε­ρής Ελ­λά­δας». Αξί­ζει όμως να δια­βά­σου­με ολό­κλη­ρη την εν λό­γω πα­ρά­γρα­φο:

«Η Μά­τση. […] Την βλέ­πω να στέ­κε­ται ορ­θή απέ­να­ντί μου, κά­τω από την κα­μά­ρα ενός δω­μα­τί­ου στο Μπούρ­τζι. Εί­ναι ακου­μπι­σμέ­νη στα σί­δε­ρα ενός μι­κρού μπαλ­κο­νιού και φο­ρεί ένα λε­πτό, σχε­δόν δια­φα­νές νυ­χτι­κό, μα­κρύ έως τα πό­δια, με μια στε­νή κορ­δέ­λα από το ίδιο ύφα­σμα στη μέ­ση, ακρι­βώς όπως εμ­φα­νί­ζε­ται σε μια φω­το­γρα­φία που της τρά­βη­ξα μέ­σα σ’ ένα δω­μά­τιο του πα­λαιού φρου­ρί­ου. Η ελ­κυ­στι­κή και πο­λυ­τά­λα­ντη αυ­τή κο­πέ­λα στέ­κει και με κοι­τά­ζει με το κε­φά­λι ελα­φρά γερ­μέ­νο από τη μια πλευ­ρά. Ο άνε­μος παί­ζει με τα μαλ­λιά της και με το φό­ρε­μά της και αφή­νει να δια­φαί­νο­νται κά­τω από το λε­πτό ύφα­σμα τα στή­θη της και άλ­λες αρ­μο­νι­κές κα­μπύ­λες και ωραία σχέ­δια του σώ­μα­τός της, κα­τά τρό­πον εντό­νως λυ­ρι­κόν. Πί­σω η θά­λασ­σα κι ο ου­ρα­νός προσ­δί­δουν μια ση­μα­σία ιδιαί­τε­ρη στην φω­το­γρα­φία και στην ει­κό­να που δια­τη­ρώ ολο­ζώ­ντα­να στον νου μου, για­τί δέ­νουν τέ­λεια με την ψυ­χο­βιο­λο­γι­κή συ­γκρό­τη­σι της Μά­τσης που εί­ναι μια από τις ελά­χι­στες γυ­ναί­κες που κα­τα­λα­βαί­νουν ου­σια­στι­κά όχι μό­νο την θά­λασ­σα μα ολό­κλη­ρη τη φύ­σι. Δράσ­σο­μαι μά­λι­στα της ευ­και­ρί­ας να επα­να­λά­βω εδώ, ότι η γυ­ναί­κα μου εί­ναι κα­τά την γνώ­μην μου η με­γα­λύ­τε­ρη ποι­ή­τρια της νε­ό­τε­ρης Ελ­λά­δας».

Μια φο­ρά ακό­μα γνω­ρί­ζου­με να ανα­φέρ­θη­κε ο Αν­δρέ­ας Εμπει­ρί­κος, ιδιαι­τέ­ρως εμ­φα­ντι­κά μά­λι­στα λό­γω της πε­ρί­στα­σης, στην ποι­η­τι­κή αξία της Μά­τσης Χα­τζη­λα­ζά­ρου· στη συ­στα­τι­κή επι­στο­λή που έγρα­ψε και κα­τέ­θε­σε τον Αύ­γου­στο του 1945 για τη χο­ρή­γη­ση υπο­τρο­φί­ας στην ποι­ή­τρια από τη Γαλ­λι­κή κυ­βέρ­νη­ση. Το ίδιο έκα­ναν τό­τε για τη Μά­τση και οι Οδυσ­σέ­ας Ελύ­της και Τ.Κ. Πα­πα­τσώ­νης. «Υπο­γραμ­μί­ζω, ανε­πι­φύ­λα­κτα, ότι θε­ω­ρώ την κυ­ρία Μά­τση Αν­δρέ­ου τη με­γα­λύ­τε­ρη Ελ­λη­νί­δα ποι­ή­τρια», ο Εμπει­ρί­κος. «Μια νε­α­ρά προι­κι­σμέ­νη με εξαι­ρε­τι­κό ποι­η­τι­κό τά­λα­ντο, η οποία κα­τα­τάσ­σε­ται με­τα­ξύ των πλέ­ον αξιο­πρό­σε­κτων συγ­χρό­νων εκ­προ­σώ­πων του νε­ο­ελ­λη­νι­κού λυ­ρι­σμού», ο Ελύ­της. «Χαί­ρει στους λο­γο­τε­χνι­κούς κύ­κλους της Ελ­λά­δας εκτι­μή­σε­ως, ως ένα πρό­σω­πο εξαι­ρε­τι­κά προι­κι­σμέ­νο, συγ­γρα­φέ­ας μιας ποι­η­τι­κής συλ­λο­γής που έτυ­χε εξαι­ρε­τι­κής υπο­δο­χής και απέ­σπα­σε τα πλέ­ον ευ­νοϊ­κά σχό­λια», πιο δι­πλω­μα­τι­κά ο Πα­πα­τσώ­νης.
Ογδό­ντα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, μπο­ρού­με πλέ­ον να έχου­με μια πιο ξε­κά­θα­ρη και κα­τα­στα­λαγ­μέ­νη, όσο εί­ναι δυ­να­τόν, ει­κό­να για την ποι­η­τι­κή αξία της Μά­τσης και, κα­τά συ­νέ­πεια, για την ορ­θό­τη­τα της κρί­σης του Εμπει­ρί­κου· πα­ρό­λο που η ίδια δεν έμοια­ζε να εν­δια­φέ­ρε­ται ιδιαι­τέ­ρως για την αντο­χή της ποί­η­σής της στον χρό­νο. Στη γνω­στή συ­νέ­ντευ­ξή της που πα­ρα­χώ­ρη­σε, έναν χρό­νο πριν απ’ τον θά­να­τό της, στον Στά­θη Τσα­γκα­ρου­σιά­νο, δη­λώ­νει:

«Ένα μπο­ρώ να σας πω: δεν γρά­φω για να με δια­βά­ζουν στο μέλ­λον. Ποιος θα εν­δια­φερ­θεί άλ­λω­στε για μέ­να σε δέ­κα-εί­κο­σι χρό­νια;» Και λί­γο πα­ρα­κά­τω: «Εγώ για ένα λό­γο μό­νο θα ‘θε­λα να μην πε­θά­νω: από πε­ριέρ­γεια. Δεν μπο­ρώ να σας πω τι τρο­με­ρή πε­ριέρ­γεια έχω για το τι θα ΄ναι το 2020. Πώς θα ΄ναι; Τα κο­μπιού­τερ, όλα αυ­τά… Μου φαί­νε­ται πε­ρί­ερ­γο να φα­ντά­ζο­μαι πώς θα ΄ναι τα με­τα­φο­ρι­κά μέ­σα, ο computerized κό­σμος».

Το 2020 έφτα­σε και πέ­ρα­σε και η Μά­τση Χα­τζη­λα­ζά­ρου εί­ναι ακό­μα εδώ. Και εί­ναι, τό­σο για τους απλούς ανα­γνώ­στες όσο και για τους με­λε­τη­τές της: η Μά­τση· η μο­να­δι­κή, ίσως, Ελ­λη­νί­δα συγ­γρα­φέ­ας στην οποία όλοι ανα­φέ­ρο­νται με το μι­κρό της όνο­μα – η Σώ­τη Τρια­ντα­φύλ­λου εί­ναι μάλ­λον η δεύ­τε­ρη, απ’ όσο μπο­ρώ να σκε­φτώ, που έχει, σε κά­ποιο βαθ­μό, κερ­δί­σει αυ­τό το προ­νό­μιο. «Τα μι­κρά μας ονό­μα­τα εί­ναι ήδη συν­θή­μα­τα», γρά­φει κά­που ο Γιώρ­γος-Ίκα­ρος Μπα­μπα­σά­κης, κι εί­ναι αυ­τή ακρι­βώς η πε­ρί­πτω­ση της Μά­τσης Χα­τζη­λα­ζά­ρου. Έχω εγώ ο ίδιος δο­κι­μά­σει τη δύ­να­μη που έχει το μι­κρό όνο­μα αυ­τής της ποι­ή­τριας να φέρ­νει κο­ντά, μό­λις το προ­φέ­ρουν, αν­θρώ­πους που μέ­χρι χθες δεν γνω­ρί­ζο­νταν.
Για­τί το όνο­μα της Μά­τσης έχει κα­τα­στεί, για ένα πλή­θος νέ­ων ανα­γνω­στών σή­με­ρα, δε­κα­ε­τί­ες με­τά από τον θά­να­τό της, συ­νώ­νυ­μο του έρω­τα. Όπως κι η ίδια, εξάλ­λου, το εί­χε κά­πο­τε φα­ντα­στεί: Πρέ­πει να μη με φω­νά­ζουν Μά­τση να με φω­νά­ζουν ΜΑ­ΓΑ­ΠΑΣ να ‘μαι μια ωραία βάρ­κα και τ’ όνο­μά μου ολο­κά­θα­ρα ζω­γρα­φι­σμέ­νο ΜΑ­ΓΑ­ΠΑΣ ΜΑ­ΓΑ­ΠΑΣ. Κι εί­ναι αυ­τή ίσως η με­γα­λύ­τε­ρη από­δει­ξη της δύ­να­μης που έχει η ποί­η­σή της, το ότι τα πραγ­μα­τι­κά πά­θη και τα βά­σα­να, του σώ­μα­τος και της ψυ­χής της, που χώ­ρε­σε μέ­σα στα ποι­ή­μα­τά της, πα­ρα­μέ­νουν πά­ντα νέα, όπως ελά­χι­στων ακό­μη -ίσως και κα­μιάς- ποι­η­τριών του και­ρού της. Άρα δεν εί­χε, φαί­νε­ται, άδι­κο ο Αν­δρέ­ας Εμπει­ρί­κος όταν, τη δε­κα­ε­τία του 1940, ονό­μα­ζε τη Μά­τση τη με­γα­λύ­τε­ρη ποι­ή­τρια της νε­ό­τε­ρης Ελ­λά­δας.
Κι αν αυ­τά, ο έρω­τας και τα ποι­ή­μα­τα, δεν αρ­κούν για να εξη­γή­σουν τη γοη­τεία που ασκεί η Μά­τση στους ανα­γνώ­στες, εί­ναι και η μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή ζωή της που κα­θι­στά την ποι­ή­τρια αυ­τή ακό­μη πιο συ­ναρ­πα­στι­κή: πρώ­τος γά­μος στα δε­κα­ο­κτώ της χρό­νια, δεύ­τε­ρος στα εί­κο­σι τρία, τρί­τος με τον Αν­δρέα Εμπει­ρί­κο στα εί­κο­σι έξι της, κι ύστε­ρα η εγκα­τά­στα­σή της στο Πα­ρί­σι και οι ερω­τι­κές της σχέ­σεις με τον ζω­γρά­φο Χα­βιέρ Βι­λα­τό, ανι­ψιό του Πι­κά­σο, και με τον Κορ­νή­λιο Κα­στο­ριά­δη, ενώ πο­λύ νω­ρί­τε­ρα εί­χε χά­σει και τους δύο γο­νείς της από ναρ­κω­τι­κά, γε­γο­νός που την οδή­γη­σε στην ψυ­χα­νά­λυ­ση, και όλο αυ­τό το διά­στη­μα να γρά­φει τα ποι­ή­μα­τά της σε τρεις γλώσ­σες.
Οι με­λε­τη­τές της λο­γο­τε­χνί­ας μας επι­μέ­νουν πε­ρισ­σό­τε­ρο στις πρω­τιές της Μά­τσης Χα­τζη­λα­ζά­ρου, που εί­ναι αναμ­φι­σβή­τη­τα άξιες σχο­λια­σμού και θαυ­μα­σμού, δεν εξη­γούν ωστό­σο την αντο­χή της ποί­η­σής της. Η Μά­τση εί­ναι, υπό την κα­θο­δή­γη­ση του Εμπει­ρί­κου οπωσ­δή­πο­τε, η πρώ­τη Ελ­λη­νί­δα υπερ­ρε­α­λί­στρια ποι­ή­τρια, η πρώ­τη γυ­ναί­κα που έγρα­ψε νε­ω­τε­ρι­κά ποι­ή­μα­τα στη γλώσ­σα μας με την ίδια του­λά­χι­στον τόλ­μη (και με­γα­λύ­τε­ρη, όπως θα δού­με) που το έκα­ναν οι υπό­λοι­ποι νε­ω­τε­ρι­κοί ποι­η­τές της Γε­νιάς του Τριά­ντα. Δεν εί­ναι κα­θό­λου λί­γο να εί­σαι γυ­ναί­κα τη δε­κα­ε­τία του 1930 και, εκεί που η Μα­ρία Πο­λυ­δού­ρη έγρα­φε:

Ακούω τη γλώσ­σα που λα­λούν τα δυο σου χέ­ρια — ω χέ­ρια! / κα­θώς σι­γο­σα­λεύ­ου­νε λευ­κά, / στον Πύρ­γο της απελ­πι­σιάς κρυμ­μέ­να πε­ρι­στέ­ρια / από μα­κριά τα ξα­γνα­ντώ, σύμ­βο­λα ει­ρη­νι­κά, εσύ να γρά­φεις: Λες κι ήτα­νε χθες βρά­δυ ακρο­γιά­λι το σώ­μα μου, / τα χέ­ρια σου δυο μι­κρά τρυ­φε­ρά κα­βού­ρια.

Η Μά­τση δεν εί­ναι όμως μό­νο αυ­τό. Εί­ναι και η πρώ­τη τολ­μη­ρή ερω­τι­κή μας ποι­ή­τρια· πρω­τιά που την ξε­χω­ρί­ζει όχι μό­νο με­τα­ξύ των γυ­ναι­κών του και­ρού της αλ­λά και με­τα­ξύ των αν­δρών ποι­η­τών που επι­χεί­ρη­σαν να γρά­ψουν σω­μα­τι­κή ερω­τι­κή ποί­η­ση. Η αμε­σό­τη­τα και η ελευ­θε­ριό­τη­τα του λό­γου της, η αθω­ό­τη­τα της τόλ­μης της, από την οποία και ο ίδιος ο Εμπει­ρί­κος κά­τι εί­χε να δι­δα­χθεί, έκα­νε πολ­λά χρό­νια να ξα­να­φα­νεί στη λο­γο­τε­χνία μας. «Όταν εγώ έγρα­ψα το Μά­ης, Ιού­νης και Νο­έμ­βρης», θα πει στον Στά­θη Τσα­γκα­ρου­σιά­νο, «οι με­γα­λύ­τε­ροί μου με θε­ω­ρού­σαν τε­λεί­ως ανή­θι­κη. […] Ήταν τα χρό­νια του πο­λέ­μου. Το να ομο­λο­γείς τον έρω­τά σου για έναν άντρα, με τον δι­κό μου άγνω­στο τρό­πο, θε­ω­ρεί­το πο­λύ ανή­θι­κο». Ένα μι­κρό δείγ­μα από τον δι­κό της άγνω­στο τρό­πο:

1. Εμείς ας στα­θού­με γορ­γό­νες, τα στή­θια ξέ­σκε­πα στον ήλιο
– η κε­φα­λή ριγ­μέ­νη πί­σω, τα μά­τια στο κα­τάρ­τι.

2. Φέρ­τε, δώ­στε να πιώ όλες τις μυ­ρου­διές
του γα­λά­ζιου ατμού,
της λυ­ρι­κής με­λά­νης,
του φου­ντω­μέ­νου κό­κο­ρα,
της ερω­τευ­μέ­νης μα­σχά­λης.

3. Αύ­ριο θα σμί­ξω τα δυο σου σκέ­λη.

4. Πα­λι­κά­ρια! Σι­μώ­στε, κα­βα­λή­στε μας, εί­μα­στε τ’ άσπρα σας άτια, εί­μα­στε οι αχνι­σμέ­νες σας φο­ρά­δες.


——————

«Η με­γα­λύ­τε­ρη ποι­ή­τρια της νε­ώ­τε­ρης Ελ­λά­δας», στ’ αλή­θεια. Ποια εξάλ­λου θα μπο­ρού­σε, τό­τε που έκα­νε αυ­τή τη δή­λω­ση ο Εμπει­ρί­κος, να στα­θεί δί­πλα στο ποι­η­τι­κό κα­τόρ­θω­μα της Μά­τσης Χα­τζη­λα­ζά­ρου; Η Μα­ρία Πο­λυ­δού­ρη εί­ναι το πρώ­το και, πι­θα­νό­τα­τα, το μό­νο όνο­μα που έρ­χε­ται στον νου μας, δεν νο­μί­ζω ωστό­σο πως εκεί­νη έφτα­σε πο­τέ την ποι­η­τι­κή και ερω­τι­κή τόλ­μη της Μά­τσης. Το ίδιο θα έλε­γα και για δύο ακό­μα ση­μα­ντι­κές ποι­ή­τριές μας, τη Ζωή Κα­ρέλ­λη και την Ελέ­νη Βα­κα­λό, που πρω­το­δη­μο­σί­ευ­σαν τον ίδιο πε­ρί­που και­ρό με τη Μά­τση. Όσο για τις άλ­λες με­γά­λες Ελ­λη­νί­δες ποι­ή­τριες που σή­με­ρα ανα­γνω­ρί­ζου­με ως τέ­τοιες, την Κι­κή Δη­μου­λά, την Κα­τε­ρί­να Αγ­γε­λά­κη-Ρουκ, τη Ζέ­φη Δα­ρά­κη, τη Μα­ρία Λαϊ­νά, τη Μα­ρία Κυρ­τζά­κη, την Τζέ­νη Μα­στο­ρά­κη, τη Δή­μη­τρα Χρι­στο­δού­λου, εί­ναι όλες νε­ό­τε­ρες της Μά­τσης και δεν υπάρ­χει αμ­φι­βο­λία πως ακό­μη κι αν δεν βά­δι­σαν στα ποι­η­τι­κά της ίχνη, η πο­ρεία τους ήταν λί­γο πιο εύ­κο­λη επει­δή εί­χε προη­γη­θεί εκεί­νη.
Θα προ­χω­ρή­σω, ωστό­σο, ένα βή­μα ακό­μα (αφού απο­τε­λεί κοι­νό βί­ω­μα όλων μάλ­λον των ανα­γνω­στών πως, όταν ξε­κι­νά­με να κα­ταρ­τί­ζου­με κα­τα­λό­γους των αγα­πη­μέ­νων μας ποι­η­τών, δύ­σκο­λα μπο­ρού­με να στα­μα­τή­σου­με), για να πω πως η Μά­τση Χα­τζη­λα­ζά­ρου —λαμ­βά­νο­ντας υπό­ψη το σύ­νο­λο του έρ­γου της— στέ­κει ισά­ξια δί­πλα στους με­γά­λους ποι­η­τές της Γε­νιάς του Τριά­ντα, μιας γε­νιάς που μας χά­ρι­σε πέ­ντε του­λά­χι­στον από τους με­γα­λύ­τε­ρους Έλ­λη­νες ποι­η­τές όλων των επο­χών, τον Γιώρ­γο Σε­φέ­ρη, τον Αν­δρέα Εμπει­ρί­κο, τον Νί­κο Εγ­γο­νό­που­λο, τον Οδυσ­σέα Ελύ­τη και τον Γιάν­νη Ρί­τσο, και άλ­λους τό­σους εξαι­ρε­τι­κά ση­μα­ντι­κούς, τον Νι­κό­λαο Κά­λας, τον Γιώρ­γο Σα­ρα­ντά­ρη, τον Νί­κο Γκά­τσο, τον Νι­κη­φό­ρο Βρετ­τά­κο, τον Αλέ­ξαν­δρο Μά­τσα. Ανά­με­σα σε αυ­τές τις δύο ομά­δες, ακρι­βώς στη μέ­ση θα έλε­γα, το­πο­θε­τώ και τη Μά­τση Χα­τζη­λα­ζά­ρου, τη Μά­τση.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: